Για την αγάπη από γράμμα σε πρόσωπα μοναχών.
Ένας ερημίτης αυστηρά αποκλεισμένος από εξωτερικές προσβάσεις και διατάραξη της ησυχίας του, δείχνει πως διάλεξε ένα «ζωντανό θάνατο», μια εθελούσια και αγαπητική προσφορά στον Κύριο του εαυτού του, με μέτρο της αγάπης του γι’ αυτόν μια πολύπλευρη νέκρωση. Ένας μοναχός όμως ( και λέγοντας μοναχός, όπως και άλλη φορά τόνισα, αναφέρω τη λέξη περιληπτικά και εννοώ πάντα και τη μοναχή, εκτός αν πρόκειται για κάτι εντελώς εξειδικευμένο, οπότε θα γίνεται και η σχετική διευκρίνιση), ένας μοναχός λοιπόν, που ζει σε κοινόβιο, και μάλιστα κοντά στον κόσμο, καλείται να ζήσει τον ίδιο θάνατο μέσα στα πλαίσια της υπακοής, της αγαπητικής συνυπάρξεως, του μόχθου του εργοχείρου του, της πολλαπλής διακονίας και της αγαπητικής συνάντησής του με τους άλλους ανθρώπους, του «εκτός», που θα συναντήσει στην πορεία του, και γενικότερα μέσα στο πλαίσιο του όλου πνευματικού προγράμματος της Μονής του, το οποίο δεν ευνοεί τον οποιοδήποτε εγωιστικό αυτοπεριορισμό σε γυάλινους πύργους. Κάθε μέρα έρχεται ο Ιησούς να μας συναντήσει διά μέσου του μόχθου, της ποικίλης «ακαταστασίας», των απαιτήσεων των άλλων, της απονεκρώσεως του θελήματός μας και κάθε εγωιστικής μας τάσεως, καλώντας μας έτσι σε μια αγάπη όλο και πιο απογυμνωμένη από οποιαδήποτε στοιχεία, που την αλλοιώνουν και την καθιστούν όχι πέρα για πέρα καθαρή και αγνή, και επομένως σε αγάπη άξια του Κυρίου, στον οποίο προσφέρεται ως το πιο πολύτιμο δώρο της ψυχής. Ο Ιησούς μας έφερε στον ιερό χώρο του Μοναστηρίου, που δεν είναι πέρα για πέρα αποκλεισμένος από τον κόσμο, αλλά είναι ανοιχτός, γιατί τραβάει κοντά του, ακριβώς γιατί είναι αυτό που είναι, όλο και πιο πολύ τους ανθρώπους. Τοποθετημένοι λοιπόν μέσα στο χώρο αυτόν έχουμε κληθεί να σηκώσουμε μαζί με τον Ιησού το βάρος της αμαρτίας του κόσμου και του θανάτου. Φορώντας διαρκώς το χιτώνα του πένθους για το κακό και την αμαρτία, που κυριαρχεί μέσα μας και έξω μας, αποτελούμε ασίγαστη ικεσία προς τον Ουρανό να «εκλείψωσιν αμαρτωλοί και άνομοι από της γης (όχι φυσικά με κάποια καρατόμησή τους ή κάποια βίαιη εξαφάνισή τους, αλλά με αληθινή μετάνοια και επιστροφή στον Πατέρα), ώστε μη υπάρχειν αυτούς», παρά μόνο ως «καινή κτίσις», ως αδελφοί μας μεταμορφωμένοι εν Χριστώ Ιησού και πορευόμενοι τον ίδιο δρόμο με μας. Χρειάζεται όμως για το έργο αυτό αληθινή γενναιοψυχία και εξαιρετική «ευηκοΐα», αυτί ευαίσθητο και ικανό να συλλάβει και πρόθυμο να αφουγκρασθεί «τους στεναγμούς των πεπεδημένων» από την αμαρτία, τους θρήνους της θλίψης και του πόνου, τα αγκομαχητά των κουρασμένων και φορτωμένων αγωνία, αηδία και πλήξη ψυχών, με την παράλληλη αποδοχή, όσο γίνεται, μεγαλύτερου μέρους του φορτίου, που καταπιέζει τους ώμους των αδελφών μας. Η ζωή μας πρέπει διαρκώς «δίδοσθαι (τοις αδελφοίς) εις κατάβρωμα». Πρέπει να δίνεται προσφορά στους αδελφούς μας σαν τον άρτο που προσφέρεται για βρώση. Αυτό πρέπει να είναι το μέτρο, που με βάση αυτό θα τραβάει ο Θεός ό, τι πιο καλό βρίσκεται μέσα μας, για να αποτελεί στην ουσία την άρση του σταυρού μας και την κατακολούθηση του Ιησού στη ματωμένη πορεία ου προς τον Γολγοθά. Μήπως αυτό αποτελεί λοξοδρόμηση της πορείας μας; παύουμε να ακολουθούμε το μοναχικό πενθήρη δρόμο της αυτοπροσφοράς μας στον Ιησού; Κάθε άλλο! Αντίθετα την καταξιώνουμε. Υπάρχουν ευτυχώς κάποιοι φράχτες στο δρόμο μας, που δεν επιτρέπουν παρέκκλιση από τον αρχικό μας σκοπό. Η υπακοή μας π.χ., η πτωχεία ως προς τα ανθρώπινα πράγματα και μέσα, δεν επιτρέπουν αλλαγή πορείας. Αν αυτά τα μέσα δεν υπήρχαν, τότε δε θα ήταν δύσκολο να απομακρυνθούμε σιγά σιγά και χωρίς να το καταλάβουμε από τη σιωπηλή αυτοπροσφορά της ζωντανής και λυτρωτικής ζωής της προσευχής, της ασκήσεως, της αγνότητος, βυθιζόμενος σε μία άκρατη ζωή ακτιβισμού και εξωτερικής δραστηριότητος, χάνοντας σε βάθος και ουσία. Άλλοι αδελφοί μας μέσα στην Εκκλησία έχουν δεχτεί την κλήση του Θεού για δράση πιο εξωτερική, όπως είναι η ποιμαντική και λοιπή δραστηριότητα μέσα στον εθνικό χώρο και έξω από αυτόν. Ο χαρακτήρας όμως του Μοναστηριού μας δεν αλλάζει και δεν πρέπει να αλλάξει, αν πρέπει να σωθεί και να εξακολουθεί να ζει ως Μοναστήρι, χωρίς να το μεταβάλλουμε σε κέντρο ακτιβιστικής δραστηριότητος. Όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αναρίθμητες ψυχές προστρέχουν σ’ αυτό, ζητώντας λίγο νερό για να βρέξουν μ’ αυτό τα φρυγμένα τους χείλι και λίγο ψωμί για να στομώσουν την ακατάσχετη πείνα τους. Και ενώ λίγοι ή πολλοί, αδιάφορο, μπορεί να λένε˙ για κοίτα, τόσες νεανικές ψυχές κλείστηκαν στο μοναστήρι. Δεν θα μπορούσαν να έβγαιναν έξω στην κοινωνία, για να αποδυθούν σε ωραίους κοινωνικούς αγώνες και σε έργα υψίστης κοινωνικής σημασίας και αντίστοιχης στάθμης: Δεν θα μπορούσαν να αφιερώσουν τις δυνάμεις τους σε έργα ιεραποστολής π.χ. στη Μαύρη ή την Κίτρινη ήπειρο, όπου τόσες ψυχές διψούν να ακούσουν ευαγγελικό λόγο και μήνυμα σωτηρίας; Δεν θα μπορούσαν…; Και ο κατάλογος του τι θα μπορούσαν να κάνουν, κατά τη γνώμη αυτών που τα λένε αυτά, να συνεχιστεί χωρίς τελειωμό. Όμως εμείς θα συνεχίζουμε την πορεία μας, όπως την αρχίσαμε, «καταφαγωνόμενοι», μειωνόμενοι και σμυκρινόμενοι, ως την έσχατη αδυναμία είτε δεχόμενοι το βάρος κάποιων συγκεκριμένων αδελφών, είτε διαβλέποντας το άγχος και την αγωνία κάποιων ψυχών δίπλα μας και γύρω μας και συμμετέχοντας σ’ αυτό «όλη καρδία» με θερμή προσευχή, είτε και δεχόμενοι το άνοιγμα των ψυχών αυτών, που μας κάνουν την τιμή να ανοίξουν τις πληγές τους μπροστά μας, με την προϋπόθεση βέβαια πως έχουμε την ευλογία γι’ αυτό. Έτσι θα μάθουμε να αγαπούμε όπως ο Ιησούς, με τρόπο που μονάχα στο Μοναχισμό προσιδιάζει, με αγάπη, που είναι τόσο πραγματική, όσο μπορεί να είναι μια πράξη, και τόσο ανάλαφρη, όσο μπορεί να είναι μια ακτίνα φωτός. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να είμαστε μοναχοί (χές), αν δεν αγαπούσαμε «όση ημίν δύναμις», όπως ο Ιησούς;