Μοναχός π. Φανούριος. Ἐρημίτης τῆς Καψάλας. Ρουμάνοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί

 

Ἡ ἔρημος τῆς Καψάλας, εἶναι μία ἀπό τίς ἡσυχαστικώτερες περιοχές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Ἐκεῖ μπορεῖ νά βρῆ κανείς ἀληθινούς ἐραστές τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἀφανεῖς καί ταπεινούς ἥρωες τῆς ἐν Χριστῷ ἀγγελικῆς πολιτείας.
῾Ο Γέρο Φανούριος, εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἁγιωτέρους κατοίκους τῆς Καψάλας. Ρουμᾶνος στήν καταγωή, ἦλθε ἀπό τά νειᾶτα του στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, καί ἀφιερώθηκε στό ἔργο τῆς καθάρσεως καί τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ.
῎Αλλοτε ἔμενε στό Κελλίον «῞Αγ. Βασίλειος» καί ἄλλοτε στόν «῞Οσιο Θεόφιλο τόν Μυροβλήτη».
Στό σπίτι αὐτό ἔζησε καί ἁγίασε τόν 17ον αἰῶνα, ὁ ὅσιος Θεόφιλος, τοῦ ὁποίου τό σῶμα παραμένει ἀκόμα στόν τάφο. Κατά διαστήματα ἐξέρχεται μία ὡραία εὐωδία ἀπό τόν τάφο του, καί οὐδείς τολμᾶ νά ἀνακομίση τόν ῞Αγιο, διότι δέν τό ἐπιτρέπει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος.
῾Ο ἐν Χριστῷ ἀδελφός καί φίλος μου  π. Δ. μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς γι᾿ αὐτόν τόν Ἀσκητή: «Μία ἡμέρα, ἐπισκέφθηκα μέ ἄλλους ἀδελφούς τόν π. Φανούριο. ῎Ηθελα νά προσκυνήσω τόν ὅσιον Θεόφιλο, ἀλλά καί νά γνωρίσω αὐτόν τόν Ἀσκητή.
Κτύπησα τήν πόρτα του μέ τόν συνήθη μοναχικό τρόπο καί περίμενα.
Σέ λίγο, ἦλθε καί μοῦ ἄνοιξε ἕνα κοντό, ἀδύνατο Γεροντάκι. Τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό, σάν τόν ἥλιο. ῏Ηταν ἀληθινά πρόσωπο μικροῦ παιδιοῦ, πρᾶο, ροδοκόκκινο, νεανικό, καθάριο, ἱλαρό, ἁγνό, ἅγιο. ῞Ολοι μας ἐξεπλάγημεν γιά τό πρόσωπό του. Τοῦ ἐβάλαμε μετάνοια.
Ἐκεῖνος μᾶς ὡδήγησε μέσα στήν ἐκκλησία, ὅπως εἶναι ἡ συνήθεια γιά ὅλους τούς προσκυνητάς. Ἐνῶ κατεβαίναμε τίς σκάλες πρός τήν ἐκκλησία, αἰσθανθήκαμε ὅλοι μία δυνατή εὐωδία. ῞Ολος ὁ τόπος εἶχε πληρωθῆ ἀπ᾿ αὐτή τήν οὐράνια εὐωδία.
 ῞Ολοι μας ἐδοξάσαμε τόν Θεό. Τό εἴπαμε στόν Γέρο Φανούριο, καί μᾶς ἀπήντησε χαριτωμένα μέ τά σπασμένα ἑλληνικά του: “Αὐτό δέν γίνεται μόνο σήμερα. Συμβαίνει πολλές φορές”.
Ἐβγήκαμε μετά ἔξω νά καθίσουμε λίγο στήν αὐλή. Γύρισε κάπως λυπημένα καί μέ χαρωπό τό πρόσωπό του, μᾶς εἶπε:
-Ἐγώ δέν ἔχω τίποτε νά σᾶς κεράσω. Μόνο λίγο νερό.
-Δέν θέλουμε τίποτα Γέροντα τοῦ εἴπαμε. Καθῆστε μόνο νά μᾶς πῆτε πῶς περνᾶτε σ᾿ αὐτή τήν ἡσυχία.
-Περνάω πολύ καλά. Μέ φροντίζει ὁ Θεός καί ἡ Παναγία. Τρώγω παξιμάδι καί χόρτα.
-Πῶς τά περνᾶς τά βράδυα, Γέροντα;
– Κάνω κομβοσχοίνι, λέγοντας τήν εὐχή.
-Πόσα κομβοσχοίνια κάνεις;
-Δέν ξέρω, δέν μετρῶ. Λέγω τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με, μέχρι νά ἔλθουν τά δάκρυα.
-Μετά τί κάνεις;
-Μετά προσεύχομαι καί κλαίω γιά ὅλο τόν κόσμο.
-Πότε σταματᾶς τήν νυχτερινή προσευχή σου;
-῞Οταν θέλῃ ὁ Κύριος. ῞Οταν σταματήσουν τά δάκρυά μου γιά τόν κόσμο.
Ἀξιώθηκε νά προγνωρίσῃ τόν θάνατόν του. Κάποια ἡμέρα, εἶπε σ᾿ ἕνα Μοναχό γείτονά του, ὅτι τοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ ῞Αγιοι Βασίλειος ὁ Μέγας καί ὅσιος Θεόφιλος, καί τοῦ εἶπαν, ὅτι τήν 1η ‘Ιανουαρίου μέ τό νέο ῾Ημερολόγιο, θά τόν πάρουν. Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε. Ἀνεχώρησε γιά τίς αἰώνιες Μονές.
Τόν τελευταῖο καιρό πέρασε ἀπό τό Κελλί του ἕνας ἱερεύς ζηλωτής καί τοῦ εἶπε, ὅτι τό κυπαρίσσι αὐτό πού ἦταν δίπλα στό Κελλί του, ξεράθηκε ἐπειδή ὁ ἱερεύς πού λειτουργεῖ στό Κελλί του, δέν εἶναι ζηλωτής. Ἐκεῖνος τό ἐπίστευσε καί ἄρχισε νά μή φέρνῃ ἱερέα γιά τήν Θεία Λειτουργία.
Ἐξωμολογήθηκε τό πάθημά του σέ ἕνα ῾Ηγούμενο ἁγιορειτικῆς Μονῆς, καί ἐπανῆλθε πάλι στήν κανονική τάξι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀπεκάλυψε, ὅτι ἡ Θεία Χάρις ὑπάρχει στό Νέο ἡμερολόγιο. ῎Εκτοτε ἐπήγαινε καί λειτουργοῦσε αὐτός ὁ εὐλαβής ῾Αγιορείτης ῾Ηγούμενος.

Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
Share Button