Ο Πατήρ Γεώργιος ο Αναχωρητής
Ο Πατήρ Γεώργιος γεννήθηκε στην Συκιά της Σιθωνίας γύρω στο 1922. Το όνομα του το κοσμικό ήταν Ιωάννης. Γεώργιος μετονομάσθηκε δια του Αγγελικού Σχήματος, όταν αναγεννήθηκε πνευματικά στην γειτονική χερσόνησο του Άθωνα, στο Περιβόλι της Παναγίας.
Ο Πατήρ ζούσε σαν πραγματικό πετεινό του ουρανού μέσα στο Άγιον Όρος, κάτω από τον ουράνιο τρούλο του Θεού, γιατί δεν είχε Καλύβι, όπως οι άλλοι Πατέρες. Ελευθερωμένος λοιπόν από την ματαιότητα με την αρετή της ακτημοσύνης και σκλαβωμένος από την αγάπη του Θεού, γύριζε στον Άθωνα σαν “καλό αλητάκι” του Χριστού. Όλη του η περιουσία ήταν τα τριμμένα ρούχα που φορούσε, τα ίδια χειμώνα – καλοκαίρι. Στα δε πόδια του είχε τυλιγμένα φαρδιά κουρέλια για κάλτσες, για να μη κατεβαίνη κάτω το λίγο αίμα του από την ορθοστασία στην προσευχή και από τις πορείες του στις κορυφές και λαγκαδιές, όπου πήγαινε, για να μένει άγνωστος από τους ανθρώπους. Η μεν ψυχή του όλο ενωνόταν με τον Θεό, τα δε ρούχα του όλο και κουρελιάζονταν, αλλά φαίνονταν σαν φτερά, γιατί ο Γέροντας είχε Χάρη Θεού.
Όταν κανείς τον έβλεπε από μακριά τον Πατέρα Γεώργιο μέσα στα βάτα να τρώει βατόμουρα, τον νόμιζε για κάνεναν μεγάλο αετό. Το μεν καλοκαίρι περνούσε κάπως με κανένα βατόμουρο ή συκοστάφυλο, αλλά τον χειμώνα, που δεν υπήρχε τίποτε σχεδόν, ήταν δύσκολα, διότι τα κούμαρα και τα αγριοκάστανα τελειώνουν κατά τον Νοέμβριο και στην συνέχεια μένουν τα βελάνια και κανένα χόρτο. Φαγητό έτρωγε μόνο στα Πανηγύρια των Μονών της Βορειοανατολικής πλευράς του Αγίου Όρους, όπου εμφανιζόταν κατά καιρούς. Συνήθως πήγαινε από την προπαραμονή της εορτής και βοηθούσε στο Μαγειρείο και γενικά στα καθαρίσματα της Μονής. Όλοι, φυσικά, τον διέταζαν με πολύ ευκολία, γιατί τον θεωρούσαν για καθυστερημένο στα μυαλά, αλλά, όταν τον γνώριζε κανείς από κοντά, έβλεπε τον εαυτό του καθυστερημένο και τον Πατέρα Γεώργιο θεοφώτιστο.
Προθυμότατος πάντα να κάνει τα θελήματα όλων. Πότε τον φώναζε ο ένας: “Γιώργη έλα εδώ” και πότε ο άλλος: “Γιώργη έλα εδώ”. Εκείνος έλεγε: “Ναναι ευλογημένο!” και έτρεχε. Αυτό γινόταν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κανείς δεν τον έλεγε “Πάτερ Γεώργιε”, αλλά “Γιώργη”. Παρόλο που ήταν κατάκοπος απο την δουλειά, δεν πήγαινε στο Αρχονταρίκι (Ξενώνα) για να ξεκουρασθεί το βράδυ, αλλά πλάγιαζε λίγο έξω στον Νάρθηκα, τεντωμένος σαν νεκρός επάνω στα μάρμαρα με σταυρωμένα τα χέρια. Αυτό ήταν το τυπικό του χειμώνα – καλοκαίρι και με τα ίδια ρούχα πάντα.
Όλες οι εποχές για τον Πατέρα Γεώργιο ήταν ίδιες, γιατί ζούσε πια στις παραδεισένιες συνθήκες, και η αγάπη του Θεού άλλοτε τον θέρμαινε και άλλοτε τον δρόσιζε. Εκεί που τον έβλεπε κανείς ξαπλωμένο, απότομα σαν να γινόταν συναγερμός, πετιόταν και προσευχόταν όρθιος, ακίνητος ώρες, λες και ήταν άγαλμα.
Όταν τον πρωτογνώρισα στο Κοινόβιο, ως αρχάριος, επειδή είχα κριτήρια κοσμικά, τον νόμισα για τρελό, όπως και όλοι οι κοσμικοί και ορισμένοι Πατέρες. Κάποτε μάλιστα, είπα κι εγώ ότι είναι τρελός, αλλά όταν με άκουσε ο Πατής Γερμανός, ο γεροντότερος και εναρετότερος της Μονής, μου έκανε αυστηρή παρατήρηση και μου είπε:
Αυτός είναι Άγιος, αλλά κάνει τον δια Χριστόν σαλό.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά τον είχα σε πολλή ευλάβεια. Τον παρακολουθούσα και το διεπίστωσα και μόνος μου ότι είχε πράγματι αγιότητα.
Στα Μοναστήρια που πήγαινε, αφού κοινωνούσε, παρέμενε μέχρι το απόγευμα της εορτής, για να βοηθήσει, και μετά έφευγε χωρίς να πάρει καμιά ευλογία. Γι’αυτό δεν κρατούσε ούτε τουρβά ούτε και τσέπες είχε, αλλά ζούσε σαν πουλί μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας. Τέτοια μεγάλη αυταπάρνηση δεν είχε ιδεί ποτέ σε άλλον Πατέρα!
Ο Πατήρ Γεώργιος είχε εγκαταλειφθή τελείως στα χέρια του Θεού, γι’αυτό ένιωθε την μεγάλη σιγουριά που του έδινε ο Χριστός και χαρά άφθονη, την οποία δεν μπορούσε να χωρέσει. Η φτερουγισμένη του καρδιά από τον θείο έρωτα τον έκανε να γυρίζει στα βουνά, δηλαδή “είχε πάρει τα βουνά” αλλά με την καλή έννοια. Πάντοτε ήταν χαρούμενος.
Πολλές φορές έλεγε και μερικά πράγματα, τα οποία όσοι δεν τα καταλάβαιναν, τα θεωρούσαν για ασυναρτησίες, αλλά είχαν το νόημα τους. Όταν καμιά φορά έβλεπε ανθρώπους, που μπορούσαν να υποψιασθούν την ασκητικότητα του, έλεγε:
Φαΐ – ζωή, νηστεία – θάνατος, φαΐ – ζωή, νηστεία – θάνατος…
Φυσικά όποιος το άκουγε αυτό, σχημάτιζε την γνώμη οτι είναι γαστρίμαργος. Την ίδια εντύπωση έδινε και στους ανθρώπους, όταν τύχαινε και έτρωγε στην τράπεζα, γιατί έτρωγε επίτηδες με λαίμαργο τρόπο. Εάν μάλιστα είχαν αυγό στην τράπεζα, πασαλειβόταν και, όπως δεν πλενόταν ποτέ, έδινε την εντύπωση οτι τρώει όλο αυγά.
Εάν τον ρωτούσε κανείς για πνευματικά θέματα, απαντούσε πολύ φωτισμένα και όταν έβλεπε οτι τον θαυμάζουν, τότε άρχισε μερικά μπερδεμένα και θόλωνε τα νερά. Πολύ τόνιζε την ταπείνωση και την υπακοή. Γι ‘αυτό παρόλο που ήταν υποταγμένο το φρόνημα του στο θέλημα του Θεού και στα θελήματα των άλλων, αισθάνθηκε και πάλι την ανάγκη της αγίας υποταγής και ξαναϋποτάχθηκε σε έναν Γέροντα, ο οποίος είχε πάθει στα μυαλά από μηνιγγίτιδα, με σκοπό να τον υπηρετήση και να κόψη το θέλημα του πιο καλά με τις αδιακρισίες του Γέροντα του.
Για πρώτη φορά είχε ιδεί τον Πατέρα Γεώργιο με τουρβά, το διάστημα εκείνο που έμενε μαζί με το άρρωστο Γεροντάκι ως υποτακτικός. Τελικά τον έδιωξε ο Γέροντας. Πήρε πάλι λίγο μισθό υποταγής και ξαναπήρε τα βουνά.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο ωρίμαζε ο Πατήρ Γεώργιος και ορισμένοι άρχισαν να τον παίρνουν μυρωδιά, γι’ αυτό και εκείνος έκανε αταξίες και μάλιστα επίσημες.
Κάποτε είχε ιδεί έναν χωροφύλακα να παραφέρεται και του έδωσε δυο – τρεις ξυλιές ο Πατήρ Γεώργιος. Αυτό φυσικά, έφθανε για να σχηματίσουν την εντύπωση οτι είναι τρελός και τον πήγαν στο Τρελοκομείο. Τον εξέτασαν καλά οι γιατροί αλλά δεν του βρήκαν τίποτα και τον έδιωξαν αμέσως. Αυτό όμως ήταν αρκετό για να πάρει το “δίπλωμα” του τρελού ο Πατήρ Γεώργιος και έτσι στην συνέχεια κινείτο με μεγαλύτερη άνεση.
Με αυτόν τον άγιο τρόπο ο άνθρωπος του Θεού κοροΐδεψε την ματαιότητα του κόσμου. Τώρα δεν ξέρουμε που βρίσκεται! Προσπάθησα να μάθω, αλλά είναι άγνωστο! Έφυγε στον ουρανό; Ζή ακόμη; Πάντως χάθηκαν τα ίχνη του! Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου “Αγιορείτες Πατέρες και Αγιορείτικα”
Ο Πατήρ ζούσε σαν πραγματικό πετεινό του ουρανού μέσα στο Άγιον Όρος, κάτω από τον ουράνιο τρούλο του Θεού, γιατί δεν είχε Καλύβι, όπως οι άλλοι Πατέρες. Ελευθερωμένος λοιπόν από την ματαιότητα με την αρετή της ακτημοσύνης και σκλαβωμένος από την αγάπη του Θεού, γύριζε στον Άθωνα σαν “καλό αλητάκι” του Χριστού. Όλη του η περιουσία ήταν τα τριμμένα ρούχα που φορούσε, τα ίδια χειμώνα – καλοκαίρι. Στα δε πόδια του είχε τυλιγμένα φαρδιά κουρέλια για κάλτσες, για να μη κατεβαίνη κάτω το λίγο αίμα του από την ορθοστασία στην προσευχή και από τις πορείες του στις κορυφές και λαγκαδιές, όπου πήγαινε, για να μένει άγνωστος από τους ανθρώπους. Η μεν ψυχή του όλο ενωνόταν με τον Θεό, τα δε ρούχα του όλο και κουρελιάζονταν, αλλά φαίνονταν σαν φτερά, γιατί ο Γέροντας είχε Χάρη Θεού.
Όταν κανείς τον έβλεπε από μακριά τον Πατέρα Γεώργιο μέσα στα βάτα να τρώει βατόμουρα, τον νόμιζε για κάνεναν μεγάλο αετό. Το μεν καλοκαίρι περνούσε κάπως με κανένα βατόμουρο ή συκοστάφυλο, αλλά τον χειμώνα, που δεν υπήρχε τίποτε σχεδόν, ήταν δύσκολα, διότι τα κούμαρα και τα αγριοκάστανα τελειώνουν κατά τον Νοέμβριο και στην συνέχεια μένουν τα βελάνια και κανένα χόρτο. Φαγητό έτρωγε μόνο στα Πανηγύρια των Μονών της Βορειοανατολικής πλευράς του Αγίου Όρους, όπου εμφανιζόταν κατά καιρούς. Συνήθως πήγαινε από την προπαραμονή της εορτής και βοηθούσε στο Μαγειρείο και γενικά στα καθαρίσματα της Μονής. Όλοι, φυσικά, τον διέταζαν με πολύ ευκολία, γιατί τον θεωρούσαν για καθυστερημένο στα μυαλά, αλλά, όταν τον γνώριζε κανείς από κοντά, έβλεπε τον εαυτό του καθυστερημένο και τον Πατέρα Γεώργιο θεοφώτιστο.
Προθυμότατος πάντα να κάνει τα θελήματα όλων. Πότε τον φώναζε ο ένας: “Γιώργη έλα εδώ” και πότε ο άλλος: “Γιώργη έλα εδώ”. Εκείνος έλεγε: “Ναναι ευλογημένο!” και έτρεχε. Αυτό γινόταν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κανείς δεν τον έλεγε “Πάτερ Γεώργιε”, αλλά “Γιώργη”. Παρόλο που ήταν κατάκοπος απο την δουλειά, δεν πήγαινε στο Αρχονταρίκι (Ξενώνα) για να ξεκουρασθεί το βράδυ, αλλά πλάγιαζε λίγο έξω στον Νάρθηκα, τεντωμένος σαν νεκρός επάνω στα μάρμαρα με σταυρωμένα τα χέρια. Αυτό ήταν το τυπικό του χειμώνα – καλοκαίρι και με τα ίδια ρούχα πάντα.
Όλες οι εποχές για τον Πατέρα Γεώργιο ήταν ίδιες, γιατί ζούσε πια στις παραδεισένιες συνθήκες, και η αγάπη του Θεού άλλοτε τον θέρμαινε και άλλοτε τον δρόσιζε. Εκεί που τον έβλεπε κανείς ξαπλωμένο, απότομα σαν να γινόταν συναγερμός, πετιόταν και προσευχόταν όρθιος, ακίνητος ώρες, λες και ήταν άγαλμα.
Όταν τον πρωτογνώρισα στο Κοινόβιο, ως αρχάριος, επειδή είχα κριτήρια κοσμικά, τον νόμισα για τρελό, όπως και όλοι οι κοσμικοί και ορισμένοι Πατέρες. Κάποτε μάλιστα, είπα κι εγώ ότι είναι τρελός, αλλά όταν με άκουσε ο Πατής Γερμανός, ο γεροντότερος και εναρετότερος της Μονής, μου έκανε αυστηρή παρατήρηση και μου είπε:
Αυτός είναι Άγιος, αλλά κάνει τον δια Χριστόν σαλό.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά τον είχα σε πολλή ευλάβεια. Τον παρακολουθούσα και το διεπίστωσα και μόνος μου ότι είχε πράγματι αγιότητα.
Στα Μοναστήρια που πήγαινε, αφού κοινωνούσε, παρέμενε μέχρι το απόγευμα της εορτής, για να βοηθήσει, και μετά έφευγε χωρίς να πάρει καμιά ευλογία. Γι’αυτό δεν κρατούσε ούτε τουρβά ούτε και τσέπες είχε, αλλά ζούσε σαν πουλί μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας. Τέτοια μεγάλη αυταπάρνηση δεν είχε ιδεί ποτέ σε άλλον Πατέρα!
Ο Πατήρ Γεώργιος είχε εγκαταλειφθή τελείως στα χέρια του Θεού, γι’αυτό ένιωθε την μεγάλη σιγουριά που του έδινε ο Χριστός και χαρά άφθονη, την οποία δεν μπορούσε να χωρέσει. Η φτερουγισμένη του καρδιά από τον θείο έρωτα τον έκανε να γυρίζει στα βουνά, δηλαδή “είχε πάρει τα βουνά” αλλά με την καλή έννοια. Πάντοτε ήταν χαρούμενος.
Πολλές φορές έλεγε και μερικά πράγματα, τα οποία όσοι δεν τα καταλάβαιναν, τα θεωρούσαν για ασυναρτησίες, αλλά είχαν το νόημα τους. Όταν καμιά φορά έβλεπε ανθρώπους, που μπορούσαν να υποψιασθούν την ασκητικότητα του, έλεγε:
Φαΐ – ζωή, νηστεία – θάνατος, φαΐ – ζωή, νηστεία – θάνατος…
Φυσικά όποιος το άκουγε αυτό, σχημάτιζε την γνώμη οτι είναι γαστρίμαργος. Την ίδια εντύπωση έδινε και στους ανθρώπους, όταν τύχαινε και έτρωγε στην τράπεζα, γιατί έτρωγε επίτηδες με λαίμαργο τρόπο. Εάν μάλιστα είχαν αυγό στην τράπεζα, πασαλειβόταν και, όπως δεν πλενόταν ποτέ, έδινε την εντύπωση οτι τρώει όλο αυγά.
Εάν τον ρωτούσε κανείς για πνευματικά θέματα, απαντούσε πολύ φωτισμένα και όταν έβλεπε οτι τον θαυμάζουν, τότε άρχισε μερικά μπερδεμένα και θόλωνε τα νερά. Πολύ τόνιζε την ταπείνωση και την υπακοή. Γι ‘αυτό παρόλο που ήταν υποταγμένο το φρόνημα του στο θέλημα του Θεού και στα θελήματα των άλλων, αισθάνθηκε και πάλι την ανάγκη της αγίας υποταγής και ξαναϋποτάχθηκε σε έναν Γέροντα, ο οποίος είχε πάθει στα μυαλά από μηνιγγίτιδα, με σκοπό να τον υπηρετήση και να κόψη το θέλημα του πιο καλά με τις αδιακρισίες του Γέροντα του.
Για πρώτη φορά είχε ιδεί τον Πατέρα Γεώργιο με τουρβά, το διάστημα εκείνο που έμενε μαζί με το άρρωστο Γεροντάκι ως υποτακτικός. Τελικά τον έδιωξε ο Γέροντας. Πήρε πάλι λίγο μισθό υποταγής και ξαναπήρε τα βουνά.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο ωρίμαζε ο Πατήρ Γεώργιος και ορισμένοι άρχισαν να τον παίρνουν μυρωδιά, γι’ αυτό και εκείνος έκανε αταξίες και μάλιστα επίσημες.
Κάποτε είχε ιδεί έναν χωροφύλακα να παραφέρεται και του έδωσε δυο – τρεις ξυλιές ο Πατήρ Γεώργιος. Αυτό φυσικά, έφθανε για να σχηματίσουν την εντύπωση οτι είναι τρελός και τον πήγαν στο Τρελοκομείο. Τον εξέτασαν καλά οι γιατροί αλλά δεν του βρήκαν τίποτα και τον έδιωξαν αμέσως. Αυτό όμως ήταν αρκετό για να πάρει το “δίπλωμα” του τρελού ο Πατήρ Γεώργιος και έτσι στην συνέχεια κινείτο με μεγαλύτερη άνεση.
Με αυτόν τον άγιο τρόπο ο άνθρωπος του Θεού κοροΐδεψε την ματαιότητα του κόσμου. Τώρα δεν ξέρουμε που βρίσκεται! Προσπάθησα να μάθω, αλλά είναι άγνωστο! Έφυγε στον ουρανό; Ζή ακόμη; Πάντως χάθηκαν τα ίχνη του! Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου “Αγιορείτες Πατέρες και Αγιορείτικα”