Η προχωρημένη αυτάρκεια του σύγχρονου ανθρώπου – μάλλον η σχετική της ψευδαίσθηση – φαίνεται μέσα σε πολλές πτυχές και εκδηλώσεις του βίου του και εκφράζεται μέσα στην επιδημική εξάπλωση του αθεΐζοντος αγνωστικισμού, ο οποίος με τη μορφή μόδας κατακλύζει σχεδόν τα πάντα και διαβρώνει εκκοσμικευτικά ακόμη και τις καλοπροαίρετες ψυχές πολλών χριστιανών της εποχής μας. Μέσα στη δίνη αυτή της τραγικής δαιμονόπληκτης περιρρέουσας πραγματικότητας δύσκολα αντιστέκεται κανείς και ο άφευκτος μολυσμός των ψυχών αναζητά εναγώνια αντίδοτο πνευματικής θεραπείας. Όπως είναι φυσικό, πουθενά αλλού δεν μπορεί να αναζητηθεί οντολογική λύση παρά μονάχα στην αγιοπνευματική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, εκεί δηλαδή που τα θεουργικά φάρμακα των Μυστηρίων και της Ευχαριστίας μεταγγίζουν σιγά σιγά την τριαδική ζωή και αθανασία μέσα στο ανθρώπινο DNA και στη σύνολη ομώνυμη ψυχοσωματικότητα.
Ο σημερινός χριστιανός – σε προφανώς δυσχερέστατη θέση συγκριτικά με προγενέστερες εποχές αναφορικά με το αντιπροσευχητικό κλίμα που δημιουργεί μια άκρως πνιγηρή αντιπνευματική ατμόσφαιρα – καλείται να ελευθερωθεί από τα δεσμά των διαβλητών παθών και της αμαρτίας και να ενωθεί με τον Κύριο προοιμιακώς και προγευστικώς από την παρούσα ζωή και μέχρι την πληρότητα και τελειότητα της εσχατολογικής εξανάστασης. Η πορεία αυτή είναι τραχιά και δύσβατη με προσκόμματα αναφυόμενα από την ίδια μας τη φύση, τους αδελφούς μας και πολύ περισσότερο από τα ακάθαρτα πνεύματα.
Ο μεγάλος πειρασμός της πολυεπίπεδης εκκοσμίκευσης σήμερα δεν μπορεί να ξεπεραστεί ει μη μόνον μέσα από την εν Χριστώ πίστη και ταπείνωση. Πίστη ότι Αυτός εστίν η διαχρονικώς και αιωνίως αμετάβλητη και μοναδική ενυπόστατος Αλήθεια (Ιω. 14:6), καθώς και σταυρική συμμόρφωση του γνωμικού μας θελήματος στο εκείνου άγιο και υπερτέλειο θέλημα, το οποίο αποτελεί το πρώτο στάδιο του δικού μας αγώνα πριν από και προς τη λήψη της χαρισματικής εν Χριστώ δια Πνεύματος ταπείνωσης μέσα από την υποταγή των υπερφίαλων λογισμών του πεφυσιωμένου εγώ μας στην πάντα νουν υπερέχουσα αλήθεια και αγάπη του Θεού Πατέρα.
Μια και αναφερόμαστε στον αρρωστημένο και ασυγκράτητο εγωισμό του σημερινού ανθρώπου, καλό είναι να διευκρινίσουμε σαν σε παρένθεση πως συνιστά μεγάλη πλάνη το να προσπαθούμε να καταργήσουμε μερικά συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσεως, τα οποία εξάπαντος ενεφύτευσε ο ίδιος ο Κύριος. Οι λέξεις εγώ και θέλω όχι απλά δεν πρέπει να αποσβεσθούν (τότε θα πάψει οπωσδήποτε να υφίσταται και το ανθρώπινο ον) αλλά τουναντίον να μεταμορφωθούν εν Κυρίω. Εξάλλου, κατ’ εικόνα Εκείνου, που είπε πρώτος και οντολογικώς υπέρτερα το «ἐγώ εἰμι» (Αποκ. 1:8) και το «θέλω» (Λουκ. 5:13) της σωτηρίας μας, πλασθήκαμε εμείς οι ταλαίπωροι μεν άνευ Χριστού, μέγιστοι δε και κατά Χάριν θεοί στην κοινωνία με τον εν Τριάδι Θεό μας. Στο ίδιο διαστρεπτικό πλαίσιο μια ηθικιστική και σπιριτουαλιστική (δάνεια ή αιρετική προφανώς) πνευματική παράδοση μιλάει για εκρίζωση των παθών (πώς είναι δυνατόν άραγε να ξεριζώσεις ό,τι φύτευσε δομικώς και εγγενές ο Θεός) και όχι για μεταμορφωτική θεραπεία και ενθέωσή τους.
Το να μιλάς για την ελευθερία είναι τεράστιο πράγμα και υπερβαίνει τις λογικές, αντιληπτικές και άλλες αντοχές μας. Και τούτο διότι η ελευθερία είναι οντολογικό κατηγόρημα της ίδιας της θεότητας και ως μυστηριακό γεγονός αφενός μεν χαρίζεται σε μας τα κατ’ εικόνα εκείνου όντα, οπότε αφετέρου και δεν μπορείς παρά να μιλάς για αυτό και να το προσεγγίζεις ει μη μόνον αποφατικώς. Την ίδια ώρα, ωστόσο, υπάρχει σαφέστατα γύρω μας μια στρεβλή αντίληψη περί ελευθερίας. Αυτή η τελευταία θεωρείται σαν δυνατότητα να κάνεις σχεδόν ό,τι θέλεις (μπαίνει απλά η παράμετρος τού να μην θίγεται ο έτερος) και, όπως είναι φυσικό, πρόκειται για μια ενδοκοσμική – Διαφωτιστική περισσότερο και νεωτερική – θεώρησή της. Δεν είναι όμως έτσι η αλήθεια των πραγμάτων και αυτό μάς το αποκαλύπτει ο αλάθητος λόγος του Χριστού.
«Η ελευθερία έγκειται στη διαρκή παραμονή κοντά στον Θεό», όριζε χαρακτηριστικά ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και τόνιζε συναφώς πως το μόνο που πρέπει να φοβάται ο άνθρωπος είναι η αμαρτία. Η περιεκτική τούτη υπερβατική θεώρηση της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να συνάπτεται με εκείνες τις παραμέτρους που προϋποθέτουν την αναμαρτησία και την αδιάλειπτη ένωση με τον Κύριο. Έτσι θα διορθώναμε ριζικά τον ανθρωποκεντρικό ορισμό της ελευθερίας – με τον οποίο γαλουχήθηκαν γενιές ολόκληρες και ο οποίος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει το πολύ μέχρι μια εξωτερική και συμβατική κοινωνική ισορροπία και εξάπαντος μέχρι τη στιγμή της τελικής εκπνοής του ανθρώπου – ως εξής: ελευθερία είναι να κοινωνείς μετά του Θεού και του πλησίον δια της εν Χριστώ κενωτικής αγάπης.
Η ελευθερία, επομένως, είναι μια άκτιστη δωρεά του Θεού που χορηγείται όταν είσαι σε σχέση με τον Χριστό μέσα στην Εκκλησία (διότι δεν μπορείς να τον συναντήσεις αλλού). Η κατάκτησή της σε επίπεδο πρακτικό και καθημερινού πνευματικού αγώνος σχετίζεται με τη σειρά της με την αγία υπακοή και τη συμμόρφωση προς το θείο θέλημα. Λέει χαρακτηριστικά και πάλι ο μέγας Σιλουανός: «ο υπερήφανος δεν αναζητεί το θέλημα του Θεού, αλλά προτιμά να κατευθύνει ο ίδιος τη ζωή του. Και δεν καταλαβαίνει πώς, χωρίς τον Θεό, δεν επαρκεί το λογικό του ανθρώπου για να τον καθοδηγεί». Η παράδοση στο θέλημα του Θεού φέρνει την ειρήνη στην ψυχή, η οποία μαρτυρεί αποδεικτικώς για την ελευθερία του ανθρώπου από τα δεσμά του εγώ, των παθών και της αμαρτίας.
Σε πρακτικό και πάλι επίπεδο η ανεύρεση του θείου θελήματος και η υπακοή σε αυτό δεν είναι κάτι το ακατόρθωτο και τούτο χάρη στην αγάπη και τη συγκατάβαση του Κυρίου. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του ίδιου αγιορείτη αγίου, την οποία αναλύει εκτενέστερα στο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου για αυτόν ο έτερος σύγχρονος Πατήρ της Εκκλησίας γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ (+1994), δυο τρόποι υπάρχουν για να μάθεις το θέλημα του Θεού σε κάθε περίπτωση και περίσταση (εφόσον η καταγραφή της γενικής και τέλειας μορφής του μέσα στα Ευαγγέλια δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι ικανή για την κάλυψη της πολλαπλότητας της περιπτωσιολογίας των μεταπτωτικών καταστάσεων και της τεράστιας ποικιλίας ως προς την ετερότητα των ανθρώπινων υποστάσεων και των δυνατοτήτων και αναγκών εκάστης εξ αυτών): ο πρώτος, τελειότερος και σπανιότερος μέσω της προσευχής και ο δεύτερος, συνηθέστερος και ασφαλέστερος μέσω της ερώτησης στον πνευματικό πατέρα ή εξομολόγο. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι την ίδια ακριβώς διδασκαλία βλέπουμε και στον γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό (+2009), ο οποίος ερμηνεύει τη σχετική θεολογία του αγίου γέροντός του Ιωσήφ του Σπηλαιώτου (+1959).
Τα πράγματα εν προκειμένω είναι τόσο απλά, όσο και πολύ δύσκολα εξαιτίας της απιστίας και της αμαρτωλότητάς μας. Ο απλός και ταπεινός Θεός αποκαλύπτει το θέλημά του μέσω του ερωτώμενου πνευματικού και συγκεκριμένα μέσα από τον πρώτο λόγο εκείνου. Ο φρόνιμος υποτακτικός (λαϊκός ή μοναχός) προσεύχεται με πίστη προηγουμένως, προκειμένου ο Θεός να του φανερώσει το θέλημά του για ένα συγκεκριμένο ζήτημα δια του κληρικού. Ο ιερέας που δέχεται την ερώτηση προσεύχεται από την πρώτη στιγμή να τον φωτίσει σχετικά ο Θεός. Η πρώτη λοιπόν σκέψη που γεννιέται στον ιερέα εξομολόγο, γενόμενη δεκτή με πίστη στη δύναμη και στην αγάπη του Θεού, συνιστά το ευάρεστο θέλημα του Θεού στο οποίο οφείλουν να κύψουν ευλαβικώς κεφαλήν και γόνυ εξομολόγος και εξομολογούμενος. Σκέψεις απιστίας περί μη κατανόησης ορθώς των πραγμάτων από τον πνευματικό και χρείας περαιτέρω επεξηγήσεων σε αυτόν, καθώς και προσπάθεια ανατροπής του πρώτου αυτού λόγου, απλά δείχνουν την απιστία μας στο μυστήριο και το μεταλλάσσουν σε απλή και τελικώς ατελέσφορη ανθρώπινη συζήτηση.
Ακόμη και μια «λάθος» συμβουλή εκ μέρους του εξομολόγου – είτε λόγω ολιγοπιστίας ενός εκ των δυο είτε χάριν θείας δοκιμασίας είτε για οιαδήποτε άλλη αιτία – από τη στιγμή που θα γίνει δεκτή με πίστη, ταπείνωση και ειλικρινή αγωνιστική διάθεση εφαρμογής της από την πλευρά του ερωτώντος θα αποφέρει εν τέλει θετικά αποτελέσματα χάρη στη θεία παρέμβαση, η οποία δεν θα επιτρέψει να πλανηθεί και να αποτύχει σε κείνον που εμπιστεύεται τον Κύριο. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι περιπτώσεις θαυμαστών γεγονότων όπου είτε οι ερωτώντες άκουσαν αντίστροφα τη συμβουλή που έδωσε ο ιερέας είτε ακόμη τα πράγματα πήραν θεία Χάριτι διαφορετική (σωτήρια) τροπή από την ακολουθούμενη (λαθεμένη) οδηγία του εξομολόγου.
Ίσως δεν θα κατέστη αντιληπτό πως το μυστήριο τούτο της υπακοής (άγιος Σιλουανός) δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των εξομολόγων κληρικών. Η εκκλησιαστική παράδοση στο πρόσωπο του γέροντα πολλές φορές είδε και έζησε απλούς μοναχούς, ακόμη δε και λαϊκούς. Ο άγιος Πορφύριος έλεγε ότι, αν έχεις αληθινή πίστη και διάθεση να μάθεις το θέλημα του Θεού, μπορείς να ρωτήσεις και ένα μικρό παιδάκι και να κάνεις εκείνο που θα σου πει. Η Εκκλησία, βέβαια, προς αποφυγήν της ακαταστασίας και με σκοπό την κάθαρση του ανθρώπου μέσα από το μυστήριο της Εξομολόγησης συνέδεσε τελικά στο πρόσωπο του πνευματικού ιερέως αφενός τον χαρισματικό φορέα της εξομολόγησης και αφετέρου εκείνον της πνευματικής πατρότητας και καθοδήγησης (γέροντας). Όπως θα έχει επίσης γίνει από τα προηγούμενα κατανοητό, στον χώρο της Εκκλησίας δεν υπάρχει θέση για μαγικές αποκαλύψεις της θείας θέλησης και γνώσης, αλλά ταπεινή συνάντηση και συνεργασία Θεού και ανθρώπου πάνω στην πορεία του τελευταίου προς την αιώνια σωτηρία.
Η υπακοή χρειάζεται όμως και μια ακόμη βασικότατη παράμετρο: τη διάκριση. Η τυφλή υπακοή δεν είναι προνόμιο και υποχρέωση όλων ούτε και θα πρέπει να μεταφέρεται η σχέση γέροντος και υποτακτικού μεταξύ μοναχών στον χώρο των λαϊκών και των εγγάμων. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε εύκολα να απαντήσουμε στην ερώτηση αν προηγείται μεταξύ των συζύγων η υπακοή στον εξομολόγο τους ή του άνδρα προς τη γυναίκα και το αντίστροφο (προσωπικά θεωρώ ορθότερο το δεύτερο σκέλος). Η υπακοή ως άθλημα τής εν Χριστώ κένωσης απέναντι σε ένα έκαστο αδελφό (πλησίον) είναι μια σταυρική θυσία άκρως δυναμική που παίρνει διάφορες μορφές μέσα στην καθημερινότητα του πνευματικού αγώνα, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να την περικλείσουμε εύκολα μέσα σε στεγανές και συμβατικές – εκ των πραγμάτων ξηρές και ασφυκτικές – σχηματοποιήσεις.
Ο άγιος Σιλουανός σημειώνει αλλού χαρακτηριστικά: «ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν‘ αγαπούμε αλλήλους. Σ‘ αυτό έγκειται η ελευθερία: στην αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα – αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς ή άρχοντας, πατριάρχης ή ηγούμενος ή διοικητής. Μπορείς όμως σε κάθε τάξη ν‘ αγαπάς τον Θεό και να είσαι ευάρεστος σ‘ Αυτόν – κι αυτό είναι το σπουδαίο. Κι όσοι αγαπούν περισσότερο τον Θεό επί γης, θα έχουν μεγαλύτερη δόξα στη Βασιλεία και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξασθεί κατά το μέτρο της αγάπης του». Ο ίδιος άγιος μάς δίνει επίσης και τα χαρακτηριστικά του ελεύθερου ανθρώπου, τουτέστιν εκείνου που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού: αταραξία, αφοβία, αμεριμνησία, χαρά. Ταυτόχρονα μάς δίνει το κριτήριο της αληθινής μας υπακοής στο θείο θέλημα και τις συνέπειες της αντίστασης σε αυτό και της πρόκρισης τής υπερήφανης αυτάρκειας και εμπιστοσύνης στη λογική μας: «πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Να η ένδειξη: Αν στενοχωριέσαι για κάτι, αυτό σημαίνει πως δεν παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού […] Παρατηρήστε εκείνον που αγαπά το θέλημά του. Αυτός δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή και δεν ευχαριστιέται με τίποτε· γι‘ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν έπρεπε».
Ο ταλαίπωρος άνθρωπος σήμερα, κολυμπώντας μέσα στην ψευδαίσθηση της αυτοθεωτικής του αυτονομίας – φάντασμα της τεχνολογικής και λοιπής υλιστικοανθρωποκεντρικής του «προόδου», το οποίο δυστυχώς θα γιγαντώνεται, θα πιστεύεται και θα οράται ολοένα και περισσότερο με τις κατακτήσεις και τα «θαύματα» της επιστήμης – αγνοεί την απλή πραγματικότητα, την οποία διαισθητικά άγγιξαν οι αρχαίοι Έλληνες με την επινόηση τού από μηχανής θεού στις τραγωδίες: ότι το φύσει θνητό έχει οντολογική εξάρτηση σε όλα από ένα άκτιστο ον, το οποίο, εγγενώς ελεύθερο και τέλειο, θα μπορεί, μόνο αυτό, να του δωρίσει τα πάντα, άρα και την αληθινή ελευθερία και όχι ιδεολογήματα περί αυτής ή φθηνά της υποκατάστατα. Δυστυχώς, η ενυπόστατη ελευθερία, ο Χριστός, σαρκώθηκε και κατέβηκε, αλλά τον απέρριψε ο κόσμος. Αυτός, ωστόσο, μας αναμένει με άκρα ταπείνωση και αστείρευτη στοργή και αγάπη, εμάς τα τεκνία του (Α’ Ιω. 2:1). Όταν δε τον πλησιάσουμε και ενωθούμε μαζί του, τότε θα αρχίσουμε να ελευθερωνόμαστε από κάθε δεσμό (Ιω. 8:32) μέχρι και την έσχατη λύτρωσή μας από το θάνατο (Α’ Κορ. 15:26).
Τότε δεν μπορεί παρά να βιώσουμε τα λόγια ενός ελεύθερου άνδρα και να αγγίξουμε κατά τα μέτρα μας την αλήθεια και τη δυνατότητα τής εν Χριστώ ελευθερίας: «είναι μεγάλο αγαθό να παραδινόμαστε στο θέλημα του Θεού. Τότε στην ψυχή είναι Μόνος ο Κύριος και δεν έρχεται καμιά ξένη σκέψη, η ψυχή προσεύχεται με καθαρό νου και αισθάνεται την αγάπη του Θεού, έστω και αν υποφέρει σωματικά. Όταν η ψυχή παραδοθεί ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, τότε ο Ίδιος ο Κύριος αρχίζει να την καθοδηγεί και η ψυχή διδάσκεται απευθείας από τον Θεό, ενώ προηγουμένως την οδηγούσαν οι άνθρωποι και η Γραφή. Αλλά το να είναι Δάσκαλος της ψυχής ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι σπάνιο και λίγοι γνωρίζουν αυτό το μυστήριο, εκείνοι μόνο που ζουν κατά το θέλημα του Θεού […] Όλοι οι κάτοικοι της γης υφίστανται αναπόφευκτα θλίψεις. Και παρόλο που δεν είναι μεγάλες οι θλίψεις που παραχωρεί ο Κύριος, όμως φαίνονται στους ανθρώπους αφόρητες και συντριπτικές . Κι αυτό γίνεται, διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να ταπεινωθούν ενώπιον του Θεού και να παραδοθούν στο θέλημά Του. Όσοι όμως άφησαν τον εαυτό τους στο θέλημα του Θεού, αυτούς τους καθοδηγεί ο Ίδιος ο Κύριος με τη Χάρη Του και υπομένουν με ανδρεία τα πάντα για χάρη του Θεού, τον Οποίο αγάπησαν και με τον Οποίο θα δοξάζονται αιώνια» (Άγιος Σιλουανός).