Ἡ Ἐπιστήμη, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της ….ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

1390780_582067661828692_1740198859_n

 

 

Ἡ Ἐπιστήμη, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της, δέν μπορεῖ νά ἔχη τήν ἀληθῆ γνῶσι περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλήρη γνῶσι. Ἡ Ἐπιστήμη μπορεῖ νά ἀνακαλύψη μόνο ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας περί τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ γνωσεολογική της δυνατότητα εἶναι περιωρισμένη μόνο στόν φυσικό κόσμο καί ἡ ἐρευνητική της δυνατότητα ἀφορᾶ φαινόμενα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μετέχει, καί τοῦ φυσικοῦ, καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Τήν πνευματική φύσι τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ ἡ Ἐπιστήμη νά τήν ἀνιχνεύση καί γι᾽ αὐτό τό ἀνθρωπολογικό της πρότυπο εἶναι ἐλλειπές, ἄν μή τι ἐσφαλμένο. Ἡ Ἐπιστήμη ἔχει ἀνακαλύψει πολλά καί συνεχῶς ἀνακαλύπτει περισσότερα περί τῆς ἀληθείας τῆς δομῆς καί τῆς λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, ἡ ἀλήθεια περί τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς διαφεύγει, ὅπως τῆς διαφεύγει καί ἡ ἀλήθεια περί τῶν ἀΰλων πνευμάτων ὡς καί περί τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ γνωσεολογικός της χῶρος εἶναι μόνο ὁ φυσικός κόσμος. Δέν εἶναι, οὔτε ὁ πνευματικός κόσμος, οὔτε ὁ ἄκτιστος.
Αὐτούς δέν μπορεῖ νά τούς ἀνιχνεύση καί γι᾽ αὐτό δέν ὑπεισέρχεται σ᾽ αὐτούς. Σ᾽ αὐτούς τούς κόσμους, ὅμως, ἔχει λόγο ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί Αὐτή κινεῖται, καί στόν φυσικό κόσμο, καί στόν πνευματικό κόσμο. Ἔτσι, ἡ Ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά ταυτισθῆ, ὅσο καί νά ἐξελιχθῆ, ὡς πρός τίς ἀπόψεις καί τά συμπεράσματα της εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα, μέ ἐκεῖνα πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει νά καταθέση, ὡς ἀποκάλυψι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐμπειρία Της, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ Ἐπιστήμη ἐξετάζει καί διερευνᾶ τόν ἄνθρωπο ἀποκλειστικά καί μόνον κατά τήν ὑλική του φύση, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι διττός, μετέχων, καί τῆς ὑλικῆς, καί τῆς νοερᾶς φύσεως. Βεβαίως, ὁ κάθε ἕνας ἀπό τούς δύο αὐτούς χώρους ἐξειδικεύεται, θά ἔλεγα, σέ διαφορετικούς τομεῖς στήν γνωσεολογία του περί τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐπιστήμη, π.χ., ἔχει συσσωρεύσει γνώσεις κυρίως περί τῆς δομῆς, τῆς λειτουργίας καί τῆς θεραπείας τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, ὡς καί γνώσεις περί τῶν ‘ψυχικῶν’ λεγομένων λειτουργιῶν στόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως νά δέχεται ὕπαρξι στόν ἄνθρωπο ἀθανάτου ψυχῆς, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει συσσωρεύσει γνώσεις κυρίως περί τῆς φύσεως, τῆς λειτουργίας καί τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καθώς καί ἀπό τήν ἀσκητική Της ἐμπειρία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἀνθρώπινος θεσμός, μπορεῖ νά συγκρουσθῆ μέ τήν Ἐπιστήμη, προκειμένου νά ὑπερασπίση τά συμφέροντα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτά θίγονται ἀπό ἐνέργειες τῆς κατευθυνομένης Ἐπιστήμης ἤ τῆς ἐπιστημονικῆς πρακτικῆς, οἱ ὁποῖες προσβάλλουν ἄμεσα τόν ἄνθρωπο καί ἔμμεσα τόν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ὡς πνευματικό οἰκοδόμημα, δέν ἀντιμάχεται, οὔτε συγκρούεται μέ τήν ἀληθινή Ἐπιστήμη, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία κινεῖται στόν πνευματικό κόσμο, ἐνῶ ἡ Ἐπιστήμη στόν φυσικό κόσμο. Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀληθινή Ἐπιστήμη, καί ὄχι ἡ κατευθυνομένη, ὅπως εἶναι κατά ἕνα μεγάλο μέρος της ἡ σημερινή, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον παραμένει εἰς τόν ἰδικό Της γνωσεολογικό χῶρο, δέν ἀντιμετωπίζει ἀνθρωπολογικό πρόβλημα ἀπό τίς ὁποιεσδήποτε ἀνακαλύψεις τῆς Ἐπιστήμης τίς σχετικές μέ τόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, ἀφ’ ἑνός μέν, ἐπειδή ἡ συνεχῶς προστιθεμένη γνησία ἐπιστημονική γνῶσις περί τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔρχεται – δέν μπορεῖ νά ἔλθη – σέ ἀντίθεσι μέ τά θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας, καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἔχει, ἐξ Ἀποκαλύψεως, τά κριτήρια ἐκεῖνα πού Τῆς ἐπιτρέπουν νά διακρίνη τήν ἀλήθεια, ἐάν ὑπάρχη, εἰς τήν ὁποιαδήποτε προβαλλομένη ἑρμηνεία τῶν ἐπιστημονικῶν δεδομένων, ἤ εἰς τήν ὁποιαδήποτε προβαλλομένη ἐπιστημονική θεωρία μέ βάση κάποια ἐπιστημονικά δεδομένα, εἴτε αὐτή προβάλλεται ὡς ἀμιγῶς ἐπιστημονική θεωρία, εἴτε ὡς φιλοσοφία (π.χ. θεωρία τῆς Ἐξελίξεως).
Τί, λοιπόν, διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου; Σέ γενικές γραμμές, διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρωπίνη ὑπόστασις, ἀπαρτίζεται ἀπό δύο στοιχεῖα, ἀπό σῶμα καί ψυχή. Διδάσκει δηλ., ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα, ἀλλά ὅτι μετέχει καί τῆς ἀΰλου φύσεως, ἐπειδή ἔχει καί ψυχή ἄϋλη πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅτι τά δύο αὐτά στοιχεῖα, σῶμα καί ψυχή, προστατεύουν τό ἕνα τό ἄλλο καί εἶναι πλασμένα γιά νά συνεργάζωνται προκειμένου νά ἐπιτύχουν τοῦ τελικοῦ σκοποῦ, πού εἶναι ἡ μέθεξις στήν ζωή τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ψυχή εἰς τόν ἄνθρωπο εἶναι, ὅπως τό σῶμα, καί αὐτή κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ‘ἐμφυσήματος’ τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπο καί μυστήριο κατά τήν οὐσία της. Τό ‘ἐμφύσημα’ ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπο, πού πλάσθηκε ἀπό τήν γῆ, τοῦ χάρισε τήν πνοή τῆς ζωῆς καί τήν νοερή ψυχή του. Καί, αὐτό τό ‘ἐμφύσημα’ τοῦ Θεοῦ ἐπαναλαμβάνεται στήν οὐσία σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται εἰς τήν ὕπαρξι. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ‘κτίζεται’, δημιουργεῖται δηλ. ἀπό τόν Θεό, ἀρρήτως καί ἀγνώστως, κατά τήν σύλληψι τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Τό σῶμα τότε πεθαίνει, ὁ ἄνθρωπος ὅμως ζεῖ, ἐπειδή ἡ ψυχή του ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος. Ζεῖ μετά τόν βιολογικό του θάνατο ὁ ἄνθρωπος, μόνο κατά τήν ψυχή, περιμένοντας τήν Κοινή Ἀνάστασι τῶν σωμάτων γιά νά ξαναπάρη ἄφθαρτο τό σῶμα του καί νά ξαναγίνη πλήρης ἄνθρωπος.
Ὡς πρός τίς ἰδιότητές της, ἡ ψυχή εἶναι μία ζωντανή ὀντότητα, ἁπλῆ, ἀσχημάτιστη, λογική, νοερή, κατά Χάριν ἀθάνατη, αὐτεξούσια, δηλ. ἐλεύθερη, θελκτική, ἐνεργητική καί τρεπτή, ἐπειδή εἶναι κτίσμα. Τό σῶμα μέ τό ὁποῖο εἶναι ἑνωμένη, τό χρησιμοποιεῖ σάν ὄργανο. Σέ αὐτό δίνει ζωή, γέννησι, αὔξησι καί αἴσθησι. Ἔχει «νοῦν», πού δέν εἶναι ξεχωριστός ἀπό αὐτήν, ἀλλά τό πιό καθαρό μέρος της. Ὅπως εἶναι ὁ ὀφθαλμός εἰς τό σῶμα, ἔτσι εἶναι καί ὁ «νοῦς» εἰς τήν ψυχή.
Ἡ ψυχή ἔχει τήν δυνατότητα νά διανοῆται, νά διαβουλεύεται, νά ὀρέγεται, νά φαντάζεται, καί νά διατίθεται εὐάρεστα ἤ δυσάρεστα. Ἔχει αὐτοσυνειδησία καί συνείδησι γιά τό τί εἶναι ἀγαθό, δίκαιο, ἀληθινό, καλό, κλπ., καί ἡ ὕπαρξίς της γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τίς ἐνέργειές της. Ὅ,τι ἔχει ἡ ψυχή, ὕπαρξι καί ἰδιότητες, τά ὀφείλει εἰς τήν Χάρι τοῦ Δημιουργοῦ της. Ὅσο παραμένει εἰς τό σῶμα, λέγεται «ψυχή». Ὅταν ἀπαλλαγῆ ἀπό τό σῶμα, λέγεται «πνεῦμα». Συνεπῶς, «ψυχή» καί «πνεῦμα» εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρᾶγμα.
Σέ ἀντιδιαστολή μέ αὐτά, τώρα, ἡ Ἐπιστήμη δέν δέχεται τόν ἄνθρωπο ὡς ὕπαρξι μέ κατ’ οὐσίαν ψυχή, δηλ. μέ ψυχή πού ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νά ὑπάρχη ὡς πρόσωπο, ὡς ὀντότητα, ὡς αὐτοδύναμη ὕπαρξις, καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο. Τόν δέχεται μόνο ὡς μία καθαρά βιολογική ὕπαρξι μέ κατ’ ἐνέργειαν ψυχή, ὅπως συμβαίνει εἰς τά ζῶα, εἰς τά ὁποῖα ἡ ψυχή τους πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα τους, ἐπειδή ἡ Ἐπιστήμη θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὅτι ὑπάρχει ὡς ἀποτέλεσμα τῆς βιολογικῆς ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν. Ἐδῶ, ὅμως, χρειάζεται μία διευκρίνησις. Ὅταν λέμε ὅτι «ἡ Ἐπιστήμη δέχεται αὐτό ἤ ἐκεῖνο….», δέν ἐννοοῦμε τί δέχεται ἐπίσημα ἡ Ἐπιστήμη, ἤ τί λένε οἱ σοβαροί ἐπιστήμονες γιά ἕνα συγκεκριμένο θέμα, ἀλλά μιλᾶμε γιά τό τί διδάσκεται εἰς τά Πανεπιστήμια, τί γράφεται εἰς τά πανεπιστημιακά ἐγχειρίδια, καί τί γραμμή ἀκολουθεῖται εἰς τούς ἐρευνητικούς χώρους γιά τό συγκεκριμένο αὐτό θέμα, ὅπως τό θέμα περί τῆς προελεύσεως καί φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, συγκεκριμένα γιά τόν ἄνθρωπο, ἐκεῖνο πού διδάσκεται εἰς τά Πανεπιστήμια, ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται εἰς τά ἐγχειρίδια τῆς Βιολογίας καί προβάλλεται σέ ὅλα τά ἐπιστημονικά περιοδικά, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό ἕναν κοινό πρόγονο μέ ἐκεῖνον τοῦ χιμπαντζῆ, ὅτι εἶναι ἕνα βιολογικό εἶδος δηλ., τό ὁποῖο προῆλθε, ἐξελικτικά, ἀπό τυχαῖα γεγονότα, χωρίς καμμία θεία ἐπέμβαση πού νά τόν διαφοροποιῆ ἀπό τά ζῶα, ὡς πρός τήν φύσι καί τόν προορισμό του. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὑλιστικῆς, ἤ ‘ἐπιστημονικῆς’, ἤ κατευθυνομένης, ἄν θέλετε, θεωρήσεως περί τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Ἐπιστήμη, εἶναι ὅτι, σήμερα, ἡ σύγχρονη Ἰατρική, ἔφθασε νά θεωρῆ τόν ἄνθρωπο ὡς μηχανή μέ ζωϊκή ψυχή. Ἔτσι, στήν Ἰατρική ἐπιστήμη, τά ζωτικά ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου θεωροῦνται ὡς ‘ἀνταλλακτικά’ πού ὑπόκεινται σέ ἀντικατάστασι ἤ διατίθενται γιά μεταμόσχευσι, τό γονιμοποιημένο του ὡάριο, τό ζυγωτό του, ἤ τό ἔμβρυο θεωροῦνται ὡς γενετικό ὑλικό ὑποκείμενο σέ πειραματισμό, σέ ἐπεμβάσεις, τροποποιήσεις καί προσθῆκες στόν γενετικό του κώδικα.
Ὁ καθηγητής Ἰατρικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Ἠλίας Κουρούμαλης, σέ δημοσιευθέν ἄρθρο του μέ τίτλο «Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἰκονική πραγματικότητα στήν σύγχρονη ἐπιστήμη» i , ἀναφέρει, σχετικά, τά ἑξῆς: «……. Ὁ Καρτέσιος ὑπεβίβασε τόν ἄνθρωπο σέ ἐπίπεδο ἁπλῆς μηχανῆς, πού δέν χρειαζόταν νά ἔχη μιάν ἀρχή. Στήν αὐταπόδεικτη αὐτή ἀνοησία, πού ὅμως κυριάρχησε γιά δύο αἰῶνες στήν Δυτική σκέψη, ἦλθε νά προσφέρη ἐπιστημονική κάλυψη ἡ Βιολογία καί ἡ Γενετική, στά πρῶτα βήματά τους. Ὁ Κάρολος Δαρβίνος θεμελιώνει τήν περίφημη Ἐξελικτική Θεωρία του, ὅπου οἱ αὐτόματες μεταλλαγές στό γενετικό ὑλικό ὁδηγοῦν σέ φυσική ἐπιλογή τῶν πλέον προικισμένων νά ἐπιζήσουν εἰδῶν. Ἡ σύγχρονη Γενετική, μέ τήν ἀποκρυπτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, θριαμβολογεῖ. Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ μύγα ἔχουν 95% κοινά γονίδια, ἄρα τό ἕνα εἶδος προέρχεται ἀπό τό ἄλλο (λένε οἱ ἐξελικτικοί). Ὅμως, ἐξ ἴσου λογικό, ἄν ὄχι λογικώτερο, ἀκούγεται τό ἐπιχείρημα, ὅτι αὐτή ἡ ταυτότητα γονιδίων ἁπλῶς ὑποδεικνύει, ὅτι ὁ ἴδιος Δημιουργός χρησιμοποίησε τά ἴδια ὑλικά, ἀλλά μέ τόσο διαφορετικό ἀποτέλεσμα…..».
Πιό συστηματικά, τώρα, ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τά ἑξῆς περί τοῦ ἀνθρώπου:
Κατά τήν ᾽Ορθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πλάσθηκε ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα νοερή, δηλ. ἄϋλη, «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἕνα πνεῦμα ἀνείδεο, ἁπλό καί ἀσχημάτιστο. Κατά μία πολύ χονδροειδῆ ἀναλογία, ἁπλῆ καί ἀσχημάτιστη εἶναι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, σέ σχέσι μέ τήν θεία οὐσία, εἶναι ὑλική. Σέ σχέσι, ὅμως, μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι ἄϋλη. Ὁ Χριστός εἶναι τό πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου σάν σύνολο, ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ὁ Χριστός, ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι κατά τήν Θεότητα, ἀλλά κατά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀδάμ ἐπλάσθη κατά τό μεταγενέστερο χρονικά πρωτότυπό του, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος εἶναι γνησία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος, δηλ. ἐμεῖς, εἴμαστε ἀμαυρωμένες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος εἶναι καθαρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁμαρτωλός εἶναι ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί καλεῖται, διά τῆς μετανοίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ, νά γίνη καθαρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ἅγιος. Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι νά γίνωμε καθαρές εἰκόνες τοῦ πρωτοτύπου, τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγιάση. Ἄρα, ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ ἁγιασμός. Ὁ Χριστιανός, καλεῖται, σ᾽ αὐτήν τήν ζωή, νά φθάση νά ὁμοιωθῆ μέ τόν Χριστόν. Ὁ ἅγιος πού φθάνει εἰς τήν τελειότητα γίνεται ὅμοιος μέ τόν Χριστόν, κατά τήν καθαρότητα καί τήν εὐσπλαγχνία. Ὁ ἅγιος γίνεται κατά Χάριν αὐτό πού εἶναι ὁ Χριστός κατά φύσιν, ἐφ᾽ὅσον φθάση εἰς τό μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ὅμως, εἶναι κατά φύσιν Θεός καί κατά φύσιν ἄνθρωπος. Οἱ ἅγιοι, ὅταν φθάνουν νά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Χριστόν, κατά τήν εὐσπλαγχνίαν καί τήν ἀγάπην, δηλ. εἰς τό ‘καθ’ ὁμοίωσιν’, τότε γίνονται ‘θεοί κατά Χάριν’ καί δέν διαφέρουν ἀπό τόν Χριστόν παρά μόνον κατά τήν φύσιν. Δηλ., ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι, ὡς Θεός Λόγος, ἡ φυσική πηγή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, οἱ ἅγιοι γίνονται καί αὐτοί πηγές τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅμως κατά Χάριν, λόγῳ τῆς μεθέξεώς τους εἰς τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός, λοιπόν, εἶναι τό πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά, ποιά εἶναι ἡ φύσις τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος. Θεός καί ἄνθρωπος. Δέν εἶναι οὔτε ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, οὔτε ἕνας ὑπεράνθρωπος, ὅπως τόν παρουσιάζουν οἱ ἐχθροί Του καί οἱ αἱρετικοί. Ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις, ἐξ ἄκρας συλλήψεως, θεία καί ἀνθρωπίνη, «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως» καί διηνεκῶς ἑνωμένες. Ἑνωμένες εἰς τό θεῖο Πρόσωπό Του, ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κατά τήν Ἀνάστασί Του, ἡ θεία Του φύσις ἑνώνει τήν ψυχή Του, πού ἦταν εἰς τόν Ἅδη, μέ τό σῶμα Του, πού ἦταν εἰς τόν τάφο, καί ἀνασταίνει τό σῶμα Του. Ὁ Χριστός ἀνεστήθη ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ καί ἀπέδειξε ὅτι ἐστί Θεός σεσαρκωμένος. Ἀνεστήθη ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ, ἐπειδή εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος. Θεάνθρωπος. Οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς, ἀνασταινόμεθα δυνάμει καί ἐνεργείᾳ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Καί σωματικά, καί ψυχικά. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού ἔλαβε χώρα ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν, ἦταν ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς Του ἀπό τό σῶμα Του καί ἦταν ἕνας προσωρινός χωρισμός, ἀφοῦ σέ τρεῖς ἡμέρες ὁ Χριστός ἀνεστήθη. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὀν Σταυρόν συνέβη κατά μίαν συγκεκριμένην στιγμήν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» (Ματθ. 27, 50), «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσεν» (Μάρκ. 15, 37), «καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου. Τοῦτο δὲ εἰπὼν ἐξέπνευσε» (Λουκ. 23, 46), «ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Τετέλεσται. Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰωάν. 19, 30). Ὁ Χριστός ἔδειξε, μέ αὐτόν τόν τρόπον, ὅτι ὁ σωματικός, ὁ βιολογικός θάνατος, ὁ χωρισμός δηλ. τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐπέρχεται στιγμιαῖα. Ἔτσι, καί ὁ θάνατος τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐπέρχεται στιγμιαῖα, δηλ. ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα του. Ἡ πορεία ἑνός βαρέως ἀσθενοῦς πρός τόν θάνατο, ναί, εἶναι σταδιακή, ὁ θάνατος, ὅμως, καθ᾽ ἑαυτός, δηλ. ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα του, ἐπέρχεται στιγμιαῖα. Ἔτσι, ἡ ρῆσις «ὅταν ἡ θνητότητα γίνη μή ἀναστρέψιμη, ὡς διαδικασία, τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει βιολογικά», δέν εἶναι ὀρθή. Οὔτε ἡ ρῆσις «τό σῶμα παύει νά ὑπάρχη ὡς σῶμα ἀπό τήν στιγμή πού παύει νά στηρίζη τό πρόσωπο» εἶναι ὀρθή. Διότι, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, τό πρόσωπο ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή εἶναι ἐκείνη εἰς τήν ὁποία τό πρόσωπο ὀφείλει τήν ὀντότητά του, τήν ὑπόστασί του, καί ὄχι τό σῶμα, διότι τό πρόσωπο ταυτίζεται μέ τήν πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τόν νοῦ του, τόν ὀφθαλμό, τό κέντρο τῆς ψυχῆς του. Καί, πῶς γνωρίζει, ἐκεῖνος πού εἶπε αὐτή τήν ρῆσι, πότε, σέ ἕναν βαρέως ἀσθενῆ, ἡ ψυχή ἀναχωρεῖ ἀπό τό σῶμα καί παύει νά στηρίζη τό πρόσωπο;
Κάποιοι, ἀναφέρουν περιστατικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή γιά νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ σώματος δέν ταυτίζεται ἀπαραίτητα μέ τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς ἀπό αὐτό. Καί, σάν ἕνα παράδειγμα, ἀναφέρουν τήν περίπτωσι τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Πρῶτα, λένε, ‘ἔφυγε ἡ ψυχή του’ καί στήν συνέχεια πέθανε τό σῶμα του. Ἀπεβίωσε προσευχόμενος κρατῶντας στό χέρι του ἀναμμένο κερί». Σάν ἄλλο παράδειγμα ἀναφέρουν τήν περίπτωσι ἑνός Ρώσου Ἁγίου, τοῦ ἱεροδιακόνου Σεραπίωνος, τοῦ ὁποίου τό σῶμα ἐκινεῖτο καί μετά τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς του. Καί στά δύο αὐτά παραδείγματα (παρόμοια ὑπάρχουν πολλά μέσα στούς βίους τῶν Ἁγίων), ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό σῶμα ζοῦσε μετά τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς τῶν Ἁγίων, κάνουν παρερμηνεία τῶν φαινομένων.
Ἀσφαλῶς, καί στούς Ἁγίους αὐτούς ὁ βιολογικός θάνατος ἐπῆλθε μαζί μέ τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς τους. Ὅμως, ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά τούς δοξάση, ἡ Χάρις ἐκινοῦσε τό πεθαμένο σῶμα τους. Καί τοῦτο, διότι «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις». Τέτοια, ὅμως, φαινόμενα συμβαίνουν μόνο εἰς τούς ἁγίους. Παρομοίας φύσεως παρερμηνεία κάνουν οἱ ἴδιοι καί μέ τό θαυμαστό γεγονός τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὁ ὁποῖος περιεπάτησε κρατῶντας τήν κεφαλή του στά χέρια του μετά τήν ἀποτομή της, φαινόμενο γιά τό ὁποῖο ὑποστηρίζουν, πάλι παρερμηνεύοντας, ὅτι «ἀπό τό θαυμαστό αὐτό περιστατικό καταφαίνεται τό πῶς εἶναι δυνατόν νά παραμένη ἡ ψυχή στό σῶμα, νά συνεχίζη νά τό ζωογονῆ καί τό σῶμα νά ἔχη κάποιες ἐκδηλώσεις καί μετά τόν θάνατο». Ἐνῶ, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα του κατά τήν ἀποτομή τῆς κεφαλῆς του καί ἡ Χάρις, καί ἐδῶ, ἐκινοῦσε τό σῶμα του, ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά δοξάση τόν Ἅγιο. Παλαιότερα, εἶχα καί ἐγώ τήν ἄποψι ὅτι, εἰς τήν περίπτωσι τοῦ ἁγίου Διονυσίουτοῦ Ἁρεοπαγίτου, ἡ ψυχή του δέν εἶχε ἀποχωρισθῆ ἀπό τό σῶμα του, ὅταν τό σῶμα του ἐπεριπατοῦσε. Τώρα, ὅμως, τό βλέπω πιό ἁπλᾶ, ὅτι ἡ Χάρις ἐκινοῦσε τό σῶμα του.
Ἐπανερχόμενοι εἰς τόν Χριστόν, λέμε, ὅτι, γιά τόν Χριστό, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν ἄνθρωπο, δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ‘ἀνθρωπολογία’, ἀλλά γιά ‘Θεανθρωπολογία’, ἐπειδή ὁ Χριστός ἦταν καί εἶναι κατά φύσιν Θεός καί κατά φύσιν ἄνθρωπος. Ἀντίστοιχα, γιά ὅσους ἁγίους ἔμοιασαν μέ τόν Χριστό, δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ἁπλῆ ἀνθρωπολογία, ἀλλά γιά ‘ὑπέρ φύσιν ἀνθρωπολογία’, διότι οἱ ἅγιοι αὐτοί, ἄν καί δέν ἔπαυσαν νά εἶναι φυσιολογικοί ἄνθρωποι, ἐδέχθησαν τό πλήρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τούς ἐδόθησαν ἀπό τόν Θεό χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. χαρίσματα ὑπερφυσικά. Ἄν ἐρευνήσωμε τό θέμα τῆς ἀνθρωπολογίας λίγο βαθύτερα, θά διαπιστώσωμε, ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ “πεπτωκότος” ἀνθρώπου, τοῦ εἰς τό “παρά φύσιν” εὑρισκομένου, καί ἄλλη ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ εἰς τό “ὑπέρ φύσιν” εὑρισκομένου ἀνθρώπου. Καί τοῦτο, ἐπειδή διαφοροποιεῖται ὁ ἄνθρωπος εἰς τίς καταστάσεις αὐτές ὅσον ἀφορᾶ καί εἰς τίς βιολογικές του λειτουργίες. Διαφορετικός, βιολογικά, εἶναι π.χ. ὁ σαρκικός ἄνθρωπος καί διαφορετικός εἶναι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος. Διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει μετάνοια ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει μετάνοια, διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι φωτισμοῦ ἀπό ἐκεῖνον πού εὑρίσκεται σέ μετάνοια, καί διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι θεώσεως ἀπό ἐκεῖνον πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι φωτισμοῦ. Βιολογικά, ἐννοῶ.
Ἡ διαφοροποίησις αὐτή γίνεται αἰσθητή κυρίως ὅταν ἀρχίση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνεργῆ πλούσια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργήση πλούσια σέ ἕναν ἄνθρωπο, τότε, ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ὁ “κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος”, ἀποκτᾶ διαφορετικά χαρακτηριστικά ἀπ’ ὅ,τι εἶχε προηγουμένως, διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τό βάθος τοῦ ἀνθρώπου. Μεταμορφοῦται ἡ ψυχή, μαζί μέ ὅλες τίς δυνάμεις της. Ἡ μεταμόρφωσις, ὅμως, τῆς καταστάσεως τῆς ψυχῆς καθώς καί τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σκηνώση πλούσια σέ ἕναν ἄνθρωπο, ἐπηρεάζει τήν λειτουργία καί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου νά φθάση νά ἀποκτᾶ, τό σῶμα, νέα χαρακτηριστικά, νέες ἰδιότητες, πού δέν τίς εἶχε προηγουμένως. Καί, τοῦτο συμβαίνει, ἐπειδή τό σῶμα εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μέ τήν ψυχή καί οἱ ἀλλοιώσεις τῆ ψυχῆς ἐπιδροῦν ἄμεσα εἰς τό σῶμα. Ὅταν ἡ ψυχή χαριτώνεται, χαριτώνεται καί τό σῶμα. Ὅταν ἡ ψυχή ἁγιάζη, ἁγιάζη καί τό σῶμα. Αὐτή ἡ ψυχοσωματική ἀλλαγή ἀρχίζει εἰς τόν ἄνθρωπο νά γίνεται ἐμφανής, ὅταν ἀρχίση νά ἐνεργῆ ἐπάνω του ἡ Χάρις τῆς μετανοίας. «Ἄνθρωπος», ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός, δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνα πλάσμα πού συνίσταται ἀπό δύο συστατικά, σῶμα καί ψυχή, ἀλλά ἐκεῖνο τό πλάσμα, πού, διά τῆς καθάρσεως ἀπό τά πάθη καί τοῦ ἁγιασμοῦ, κατέστησε τό σῶμα του ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι μετέχει εἰς τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ κινήσεις του, τά λόγια του, διέπονται ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ κεχαριτωμένος. Ἐκεῖνος, πραγματικά ζεῖ. Δηλ., ἔχει ἀναστηθῆ ἡ ψυχή του καί προγεύεται τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Βλέπομε δηλ., ὅτι ἀνιχνεύοντες τήν φύση καί τίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, καί προχωρῶντας ἀπό τόν παρά φύσιν ἄνθρωπο, διά μέσου τοῦ κατά φύσιν ἀνθρώπου, πρός τόν ὑπέρ φύσιν ἄνθρωπο, πού εἶναι ὁ κατά Χάριν θεός, ἀναγκαστικά ἐρχόμεθα ἀντιμέτωποι μέ τήν ἐνέργεια, δηλ. μέ τήν Χάρι, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε ὁ ἅγιος ἄνθρωπος νά φθάση νά δοξάζεται τόσο πολύ ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἀκόμη νά λάμψη καί τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος. Ἡ μεταμόρφωσις αὐτή αὐτῶν τῶν ἁγίων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἀπόρροια τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τό ὄρος Θαβώρ, ἐπειδή ἔφθασαν νά μετέχουν εἰς τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτά σημαίνουν, ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη πλούσια εἰς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ νέες δυνατότητες, οἱ ὁποῖες αὐξάνονται, κατά τήν ποσότητα καί ποιότητα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νά μετέχη ὅλο καί περισσότερο εἰς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἄν, λοιπόν, κάποιος παρακολουθήση τήν πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἑνός ἀνθρώπου, ἀντιλαμβάνεται τό καταπληκτικό καί ἀτελεύτητο μέγεθος τῆς θείας δωρεᾶς, πού μπορεῖ νά φθάση μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, δυνάμει τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἀξιωθῆ νά λάβη ὑπερφυσικά χαρίσματα. Τότε, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά φθάση νά ζῆ χωρίς νά τρώη, χωρίς νά διψᾶ, χωρίς νά κρυώνη, χωρίς νά ἀρρωσταίνη, μπορεῖ νά περπατᾶ ἐπάνω εἰς τά κύματα, νά πετᾶ σάν τό πουλί, νά μεταφέρεται ἀλλοῦ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, καί πολλά ἄλλα. Αὐτά, εἶναι μεταξύ ἐκείνων πόυ ἀγνοεῖ ἡ σημερινή Ἐπιστήμη, τά ὁποῖα, ὅμως, εἶναι πασίγνωστα εἰς τήν Ἐκκλησία καί ἔχουν κατατεθῆ εἰς τούς βίους τῶν Ἁγίων.
Θά διερωτηθῆ, ὅμως, κάποιος: «Ἐμεῖς, ὀφείλομε νά ἀσχοληθοῦμε μέ τόν ἄνθρωπο, ὅταν εὑρίσκεται σέ τέτοιες καταστάσεις, καί γιατί; » Ἡ ἀπάντησις εἶναι:
«Ναί, ἄν θέλωμε νά ἐμβαθύνωμε εἰς τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου». Διότι, τότε, γίνεται κατανοητώτερο τί εἶναι “νοῦς”, τί “καρδία”, τί “νοερά ἐνέργεια”, τί “νοερή αἴσθησις”, τί “ὑπέρ πᾶσαν νόησιν ὅρασις”. Ὑπάρχουν ἐν δυνάμει δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου πού ἐνεργοποιοῦνται μόνον ὅταν ἐνεργήση εἰς τόν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἀποκτήση ἐπίγνωσι αὐτῶν τῶν ἐν δυνάμει δυνατοτήτων του, τότε θά τοῦ γίνη σαφές πόσο ἡ σημερινή Ἐπιστήμη ἀγνοεῖ τήν πραγματική φύσι τοῦ ἀνθρώπου, ἐξισώνοντάς τον μέ τά ζῶα, ἀλλά καί ποιά ὀντολογική σχέσι καί συνάφεια ἔχει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀθάνατη ψυχή του. Ἐάν κάποιος δέν προσεγγίση τήν ἀνθρωπολογία μέσα ἀπό αὐτόν τόν δρόμο, δηλ. μέσα ἀπό τήν ἀνθρωπολογία τῶν ἁγίων πού μετέχουν εἰς τό νοερό Φῶς, εἰς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσα δηλ. ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, δέν θά μπορέση νά προσεγγίση τό βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, νά προσεγγίση δηλ. τῇ ἀληθείᾳ τό “τί ἐστιν ἄνθρωπος”. Γιά νά γίνη, ὅμως, αὐτό ἐφικτό, ἀπαιτοῦνται ὡρισμένες προϋποθέσεις ἐκ μέρους ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά κατανοήση τό βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τό διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἀσκητική Παράδοσις, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι τό νά γνωρίση καί νά κάνη κτῆμα του τήν Ὀρθόδοξη θεολογική μέθοδο, πού ἔχει σάν βάσι της τήν νοερή προσευχή.
   Συνοψίζοντας, καταλήγομε στό ὅτι γιά νά ἐμβαθύνωμε εἰς τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπη νά ἐξετάσωμε τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνον ὅταν εὑρίσκεται εἰς τήν συνήθη παρά φύσιν κατάστασι, ἀλλά καί ὅταν ἐνεργῆ ἐπάνω του ἡ θεία Χάρις. Ἐπίσης, θά πρέπη νά ἀπαντήσωμε εἰς τό ἐρώτημα τί εἶναι ‘νοῦς’, ποιά εἶναι ἡ ἐργασία τοῦ ‘νοῦ’ τοῦ ἀνθρώπου (ὄχι τῆς διανοίας, ἀλλά τῆς νοερᾶς οὐσίας τῆς ψυχῆς), καθώς καί νά διερωτηθοῦμε γιά ποιόν σκοπό ὁ ἄνθρωπος ἔχει ‘νοῦν’. Σέ τί τοῦ χρειάζεται ὁ ‘νοῦς’; Ἡ διάνοια, ἡ λογική, δέν ἐπαρκοῦν; Γιατί νά ἔχη καί ‘νοῦν’ ὁ ἄνθρωπος, ὡς οὐσία, καί ‘νοῦν’ ὡς ἐνέργεια, δηλ. νοερή ἐνέργεια; Ἡ ἀπάντησις εἰς τό τελευταῖο ἐρώτημα «γιατί νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος καί νοερή ἐνέργεια;», εἶναι ἁπλῆ.
Ἀσφαλῶς καί ἔχει νοερή ἐνέργεια ὁ ἄνθρωπος τήν στιγμή πού ἡ ψυχή του εἶναι ζῶσα νοερή οὐσία. Διότι, κάθε οὐσία ἔχει καί ἐνέργεια. Ἄλλο, βέβαια, εἶναι τό ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν ὅτι ἔχουν νοερή ἐνέργεια, ἐπειδή αὐτή μέσα τους ἔχει κατασταθῆ ἀνενεργός καί δέν ἔχει ἀπό τούς ἴδιους ἐνεργοποιηθῆ.
Ξεκινᾶμε, λοιπόν, γιά νά δώσωμε ἀπαντήσεις εἰς τά ἐρωτήματα αὐτά. Εἴπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μυστήριο, ἀφοῦ μετέχει τῆς ὑλικῆς καί τῆς ἀΰλου, τῆς ζωώδους καί τῆς ἀγγελικῆς, ζωῆς. Εἴπαμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἐπλάσθηκε ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό, ὅμως, νομίζω, σημαίνει καί κάτι ἄλλο, τό ἑξῆς:
Ὁ Θεός εἶναι Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Νοῦς (Πατήρ), Λόγος (Υἱός), Πνεῦμα (Ἅγιον Πνεῦμα). Ἀλλά, συμβαίνει καί ἡ κατά προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, νά συνίσταται καί αὐτός ἀπό νοῦν, λόγον καί πνεῦμα. Ἡ διαφορά, ὅμως, ποιά εἶναι; Ὁ Θεός, πού εἶναι Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα, ἔχει τρεῖς ὑποστάσεις. Ὁ Νοῦς εἶναι ὑπόστασις (ὁ Πατήρ), ὁ Λόγος εἶναι ὑπόστασις (ὁ Υἱός), τό Πνεῦμα εἶναι ὑπόστασις (τό Ἅγιον Πνεῦμα). Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἄν καί ἔχη, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, εἶναι μία ὑπόστασις. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόστασις. Ὁ Θεός ὅμως εἶναι Τρεῖς Ὑποστάσεις. Ἄρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία κατά προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, εἶναι ἀκριβής εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου καλεῖται νά ὁμοιάση κατά τήν ἀνθρωπότητα. Καί, ὅπως ὁ Θεός ἔχει Νοῦν, πού βούλεται καί ἀποφασίζει, Λόγον, πού ἀποκαλύπτει τήν βουλήν καί ἀπόφασιν τοῦ Νοῦ καί ἐντέλλεται, καί Πνεῦμα, πού φέρει εἰς πέρας καί πραγματοποιεῖ τήν βουλήν τοῦ Νοῦ διά τοῦ Λόγου, τό ἴδιο ἔχει καί ὁ ἄνθρωπος: Νοῦν, πού βούλεται καί ἀποφασίζει, λόγον, πού ἀποκαλύπτει καί ἐκφράζει (ἐνδιαθέτως, προφορικῶς ἤ γραπτῶς) τήν βουλήν, τήν ἐπιλογήν, τήν ἀπόφασιν καί τό θέλημα τοῦ νοῦ, καί πνεῦμα (δύναμι), τό ὁποῖον πραγματοποιεῖ τήν ἐκπεφρασμένην διά τοῦ λόγου βουλή τοῦ νοῦ.
Εἰς τήν Ἁγία Τριάδα, ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου καί ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ ἀναίτιος Πατήρ. Ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Λόγον καί ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κατά μία πολύ χονδροειδῆ ἀναλογία, καί τοῦτο ἐπειδή δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης ἤ ἀναλογία μεταξύ τοῦ ἀκτίστου, πού εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, καί τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου, πού εἴμαστε ἐμεῖς, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι, ὅπως εἰς τόν Θεόν, πού ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ ὑπέρτατος Νοῦς, ἔτσι καί εἰς τόν ἄνθρωπον ἡ αἰτία καί ἡ πηγή τῶν πάντων εἶναι ὁ νοῦς του. Ἀπό τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου ξεκινοῦν ὅλα. Ὁ νοῦς του εἶναι ἡ φυσική πηγή τοῦ λόγου, τῶν σκέψεων καί τῶν λογισμῶν του. Καί πάλι, κατά μίαν πολύ χονδροειδῆ ἀναλογία, ὅπως εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ὁ Πατήρ γεννᾶ ἀενάως τόν Λόγον, ἔτσι καί εἰς τόν ἄνθρωπο ὁ νοῦς του γεννᾶ ἀενάως λόγον (νοήματα καί λογισμούς), ἐνδιαθέτως. Αὐτός ὁ ἐνδιάθετος λόγος τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ, εἴτε ὡς προφορικός, εἴτε ὡς γραπτός, εἴτε ὡς νοηματικός, εἴτε ὡς συμβολικός, κλπ.
Τί ἀκριβῶς, ὅμως, ἐννοοῦμε ὅταν λέγωμε ‘νοῦν’; Τί εἶναι ὁ ‘νοῦς’ τοῦ ἀνθρώπου; Συμβαίνει, εἰς τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι, ὁ ἴδιος ὅρος, ‘νοῦς’, νά χρησιμοποιῆται, καί γιά τό κέντρο, τόν ὀφθαλμό, τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, καί γιά τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί γιά τήν διάνοια, πού εἶναι ἡ ἐνέργεια, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτή ἐνεργεῖ εἰς τόν ἐγκέφαλον. Γιά τόν πιστό, ‘νοῦς’ μπορεῖ νά σημαίνη, εἴτε τόν ‘ὀφθαλμό’, τόν ‘πυρῆνα’ τῆς ψυχῆς του, τήν πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν του, δηλ. τήν πηγή τοῦ λόγου, εἴτε τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου, εἴτε τήν ‘διάνοια’, ἐκείνη δηλ. τήν δύναμι τῆς ψυχῆς πού ἐπεξεργάζεται, διά τοῦ ἐγκεφάλου, τόν λόγο, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπό τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς. Γιά τόν ἐπιστήμονα, ὁ ὅρος ‘νοῦς’ (mind) σημαίνει μόνο τήν ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου, τήν ‘διάνοια’, ὄχι ὅμως σάν μία δύναμι μιᾶς κάποιας ψυχῆς πού ζωοποιεῖ τό σῶμα, ἀλλά σάν μία δύναμι μιᾶς ψυχῆς πού δέν εἶναι ἀθάνατη ὀντότητα, ἀλλά πεθαίνει μαζί μέ τόν θάνατο τοῦ σώματος, ὅπως συμβαίνει εἰς τά ζῶα.
Κάθε, ὅμως, νόημα ἤ λογισμός πού γεννᾶται εἰς τόν ἄνθρωπο γεννᾶται πάντα ἀπό τήν φυσικήν του πηγή, πού εἶναι ὁ νοῦς του; Ὄχι πάντα. Διότι, νοήματα ἤ λογισμοί ὑποβάλλονται εἰς τόν ἄνθρωπον καί ἀπό δύο ἄλλες ὀντότητες: Ἀπό τόν Θεόν, ἤ ἀπό τόν διάβολον. Δηλ., ἕνας λογισμός πού ἐμφανίζεται νά ἐνεργῆ εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά προέρχεται, εἴτε ἀπό τόν νοῦν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, τήν φυσικήν του πηγή, εἴτε ἀπό τόν ὑπέρτατον Νοῦν, τόν Θεόν, πού θέλει νά σώση καί βοηθήση τόν ἄνθρωπο, εἴτε ἀπό τόν διάβολο, πού θέλει νά πλανήση καί καταστρέψη τόν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ἀφ᾽ ἑνός μέν ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτά προέρχωνται ἀπό τόν ἴδιον, καί ἀφ᾽ ἑτέρου ὁ νοητός χῶρος πού ἐμφανίζονται καί ἐνεργοῦν ἄλλα νοήματα καί λογισμοί, ὄχι ἰδικά του, καί πού προέρχονται, εἴτε ἀπό τόν Θεόν, εἴτε ἀπό τόν διάβολο. Ἐπίσης, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς ἐνέργεια, εἶναι ἡ νοερή του ἐνέργεια, ἡ ὁποία, ὅταν μετατοπισθῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο, ταυτίζεται μέ τήν διάνοια. Ὁ νοῦς δηλ. τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖνος πού κινεῖ τήν διάνοια, ἡ ὁποία μέ τήν σειρά της κινεῖ τόν ἐγκέφαλο, καί διά τοῦ ἐγκεφάλου κινεῖ τό σῶμα. Ἔτσι, βλέπομε ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιά τίς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διαχέεται εἰς ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τό συνέχει καί τό ζωοποιεῖ, ὅπως ἡ φωτιά τόν πυρακτωμένο σίδηρο. Ἄν κοπῆ ἕνα μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, δέν κόβεται, ἀντίστοιχα, καί ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς. Οὔτε ἀλλοιώνεται, οὔτε διαφοροποιεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἄν προστεθῆ ὁ,τιδήποτε ξένο εἰς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου (π.χ., ζωτικό ὄργανο, ὅπως συμβαίνει κατά τίς μεταμοσχεύσεις, ἤ τεχνητό ὄργανο, π.χ. τεχνητή καρδιά, κλπ.). Ἡ ψυχή, ὅμως, ἄν καί διαχέεται εἰς ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά διατηρῆ εἰς τήν ζωή κάθε κύτταρο τοῦ σώματος, ἔχει τό κέντρο της, τό μάτι της, πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ νοῦς. Ἡ καθαρή ψυχή γίνεται ὅλη νοῦς, ὅλη ὀφθαλμός. Ὁ νοῦς, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς οὐσία καί ὄχι ὡς ἐνέργεια, εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα μέ αὐτό πού λέμε «πνευματική καρδιά». Ὁ νοῦς, σάν οὐσία, σάν ὀντότητα, ταυτίζεται μέ αὐτήν τήν ‘καρδία’ ἤ ‘καρδιά’ τοῦ ἀνθρώπου, τό πνευματικό δηλ. κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό ὁποῖο ἐκπορεύονται, κατά τόν Κύριο, οἱ πονηροί διαλογισμοί τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται πονηροί διαλογισμοί…» λέει τό Εὐαγγέλιο (Ματθ. 15, 19), καί «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει», λέει ὁ Παροιμιαστής (15, 13). Σέ αὐτά τά χωρία, ἀλλά καί σέ ὅλα τά ἄλλα μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ὅπου ἀναφέρεται ἡ λέξις «καρδία», ἐννοεῖται ἡ πνευματική καρδιά καί ὄχι ἡ σαρκική καρδιά, πού κακῶς ἐκλαμβάνουν οἱ ἁπλοϊκοί. Δηλ. ἐννοεῖται ὁ «νοῦς» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του, δηλ. ἡ ψυχή του. Ἔτσι, λοιπόν, τό Εὐαγγέλιο ἐννοεῖ ὅτι ἀπό τήν ἀκάθαρτη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἀπό τήν φυσική του καρδιά. Ἀπό αὐτό δέ τό κέντρο ὑπάρξεως, δηλ. τόν ‘νοῦν’, τήν πνευματική ‘καρδιά’, δέν ἐκπορεύονται μόνον οἱ πονηροί λογισμοί, ἀλλά ὅλοι οἱ λογισμοί καί τά νοήματα τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτά πηγάζουν ἀπό τόν ἴδιο, εἴτε ὑποβάλλονται εἰς αὐτόν ἀπό τόν Θεόν ἤ ἀπό τόν διάβολο.
Αὐτό, τώρα, τό κέντρο τοῦ λόγου καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ πηγή τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ὁ νοῦς του, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ ὀφθαλμός, τό κέντρο, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἑδράζεται, ὄχι εἰς τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μέσα εἰς τήν φυσική του καρδιά, δέν εἶναι δηλ. ὁ νοῦς ἐγκλωβισμένος μέσα εἰς τήν φυσική καρδιά, ἀλλά ἑδράζεται εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους καί πρός τό μέρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό, μπορεῖ νά τό διαπιστώση κάποιος ἐπάνω εἰς τόν ἑαυτό του, ὅταν ἐνεργοποιήση, διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀσκήσεως καί τῆς προσευχῆς, τήν νοερή του ἐνέργεια, ὁπότε αἰσθάνεται, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, διά τῆς νοερᾶς ἐνεργείας, ποῦ ἑδράζεται ὁ νοῦς, τό κέντρο δηλ. τῆς ψυχῆς του. Ἄν ἡ νοερή ἐνέργεια σέ ἕναν ἄνθρωπο λειτουργῆ συνεχῶς, συνεργούσης τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος αὐτός αἰσθάνεται συνεχῶς, μέσα εἰς τό στῆθος του, τήν ὕπαρξι καί ἐνέργεια τοῦ νοῦ του, δηλ. τῆς πνευματικῆς του καρδιᾶς, συνεχῶς, ἡμέρα καί νύκτα.
Αὐτό, εἶναι γνωστό ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. «Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ», ἀναφέρεται εἰς τό Ἆσμα Ἀσμάτων (5, 2).
Ὁ χῶρος, λοιπόν, τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ τόπος, ἡ ἕδρα, καί τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ νοῦ, διότι ὁ νοῦς ταυτίζεται, ὅπως εἴπαμε, μέ τήν πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Δηλ., τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους καί ὄχι εἰς τόν ἐγκέφαλο, ὅπως διατείνεται ἡ Ἐπιστήμη.
Ἐπειδή, ὅμως, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, τό ‘πρόσωπο’ καί ἡ ‘πνευματική καρδιά’ τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζονται καί ἐνεργοῦν εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους, ἐκεῖ, εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους, ἑδράζεται καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, δηλ. ὁ ‘κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος’, καί ὄχι εἰς τόν ἐγκέφαλο, ὅπως πάλι ἰσχυρίζεται ἡ Ἐπιστήμη. Εἰς αὐτό δέ τό κέντρο, εἰς τήν πνευματική δηλ. καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς του καρδιᾶς, ἔρχεται καί ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεκτικός τῆς Χάριτος, κράζον «ἀββᾶ ὁ πατήρ», κατά τόν Ἀπόστολον (Γαλ. 4, 6), καί ποιεῖ τόν ἄνθρωπον πνευματικόν, δηλ. υἱόν Θεοῦ, καί καθιστᾶ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ναόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν συμβῆ αὐτό, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο τῇ ἀληθείᾳ.
Ἄς ποῦμε, τώρα, ἀκόμη μερικά πράγματα γιά τήν διάνοια.
Εἴπαμε, ὅτι, εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἡ διάνοια εἶναι ἁπλᾶ μία ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, καί ὅτι ταυτίζεται μέ τήν νοερή ἐνέργεια τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτή ἐνεργῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο. Ἡ πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τήν οὐσία τοῦ νοῦ, ἐνῶ ἡ διάνοια ταυτίζεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, ἡ διάνοια ἐνεργοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἐν ἐγρηγόρσει, εἴτε κοιμᾶται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἐν ἐγρηγόρσει, ἡ διάνοια χρησιμοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο, ὥστε ὁ ἐγκέφαλος νά κινήση τό σῶμα καί νά φέρη εἰς πέρας, νά ἐκτελέση, ἐκεῖνο πού βούλεται ὁ νοῦς. Ἡ διάνοια εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅταν αὐτή ἡ ἐνέργεια χρησιμοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο γιά νά ἐκφρασθῆ.
Εἴπαμε, ἐπίσης, ὅτι, εἰς τόν ἄνθρωπο, ὁ νοῦς, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς, εἶναι ἐκεῖνος πού γεννᾶ τόν λόγον, τόν λογισμό, ἤ ἀποδέχεται τόν λογισμό πού τοῦ ὑποβάλλει ὁ Θεός, ἤ ὁ διάβολος, καί ὅτι ὁ νοῦς ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει, ὅτι εἰς τόν ἄνθρωπο, τά νοήματα καί οἱ λογισμοί του πηγάζουν ἀπό τόν χῶρον τῆς φυσικῆς του καρδιᾶς καί ὄχι ἀπό τόν ἐγκέφαλο. Ὁ λόγος εἰς τόν κατά φύσιν ἄνθρωπο ἐκπορεύεται ἐκ τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς του, πού ἑδράζεται καί ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους, καί ὄχι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου του, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ Ἐπιστήμη. Αὐτός ὁ λόγος, αὐτοί οἱ λογισμοί, πού ἐκπορεύονται ἐκ τοῦ νοῦ, τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς, καί ἐνεργοῦνται εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους, γίνονται σκέψεις καί νοήματα ὅταν ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ἀνεβῆ ἀπό τόν χῶρο τοῦ στήθους εἰς τόν ἐγκέφαλο. Εἰς τόν ἐγκέφαλο, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ταυτίζεται μέ τήν διάνοια. Ἔτσι, ἡ διάνοια εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς πού ἐπεξεργάζεται τόν λόγο τοῦ ἀνθρώπου πού πηγάζει ἀενάως εἰς τόν νοῦν του, τό κέντρο τῆς ψυχῆς του, ὅταν ὅμως αὐτός ὁ λόγος, αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἐκ τοῦ χώρου τῆς φυσικῆς καρδιᾶς ὅπου πηγάζει, ἀνεβῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο.
Αὐτή ἡ ἐπεξεργασία τοῦ λόγου ἀπό τήν διάνοια λαμβάνει χώρα εἰς τόν ἐγκέφαλο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, εἴτε εἶναι ἐν ἐγρηγόρσει, εἴτε κοιμᾶται, καί ὅταν ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὑγιής. Εἰς ἕνα κατεστραμμένο ἐγκέφαλο, π.χ. ἑνός βαρειά τραυματισμένου ἀσθενοῦς, τοῦ ὁποίου ἡ φυσική καρδιά λειτουργεῖ, ἡ διάνοιά του δέν εὑρίσκει ὄργανο γιά νά ἐκφρασθῆ. Εἰς τόν ἀσθενή αὐτόν, ἐπειδή ἡ καρδιά του πάλλει, ὁ νοῦς του, πού ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρον τοῦ στήθους του, παράγει ἐνδιάθετο λόγο. Αὐτός, ὅμως, ὁ λόγος δέν μπορεῖ νά ἀνεβῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο, νά ἐπεξεργασθῆ ἀπό τήν διάνοια καί νά ἐκφρασθῆ διά τοῦ ἐγκεφάλου καί, ἔτσι, δίδεται ἡ ἐντύπωσις, ἡ ψευδαίσθησις, ὅτι ὁ ἀσθενής αὐτός δέν ἔχει ζωή, δέν ἔχει συνείδησι, δέν ἔχει πρόσωπο, δέν ἔχει ἐσωτερική ζωή.
Προσεγγιστικά, μποροῦμε νά ποῦμε καί τοῦτο, περί τοῦ ζεύγους διανοίας- ἐγκεφάλου: Ὅτι ὁ ἐγκέφαλος εἶναι τό ὑλικό ὑπόστρωμα εἰς τό ὁποῖο «ἐγκαθίσταται» τό λογισμικό, δηλ. ἡ διάνοια. Ἡ διάνοια εἶναι τό «λογισμικό» τοῦ ἐγκεφάλου καί ἐνεργεῖ εἰς τόν ἐγκέφαλο. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἁπλᾶ ὁ ἐπεξεργαστής τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ὅπως ὁ ἄνθρωπος χειρίζεται τόν ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή του διά τῆς διανοίας του, ἔτσι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του, χειρίζεται, διά τῆς διανοίας, τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄρα, ἡ πηγή τοῦ λόγου, ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διάνοια; Ὄχι, δέν εἶναι ἡ διάνοια. Εἶναι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι, βέβαια. Ἡ πηγή τοῦ λόγου εἶναι ὁ νοῦς, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Τόν ἐγκέφαλο, ποιός τόν κινεῖ; Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ νοερή ἐνέργεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί, τήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ποιός τήν κινεῖ; Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, δηλ. ἡ ψυχή. Καί τήν ψυχή ποιός τήν κινεῖ; Ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αὐτά, συμβαίνουν σέ κάθε ἄνθρωπο ἐπάνω στήν γῆ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταφέρη καί καταστήση, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τό σῶμα του ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καί τό σῶμα του κινεῖται ἀπο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.
Ποιά, τώρα, εἶναι ἡ εἰδοποιός διαφορά μας ἀπό τά ζῶα; Συμβαίνει, ὅπως εἴπαμε, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν του, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, νά εἶναι ἕνα κατά Χάριν ἀθάνατο κτίσμα, τό ὁποῖο διατηρεῖ ὅλα τά ὑποστατικά ἰδιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο. Εἶναι δηλ. ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἴπαμε καί στά προηγούμενα, μία ὀντότητα ξεχωριστή ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πού ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο, κάτι πού δέν συμβαίνει εἰς τά ζῶα. Τά ζῶα, καί δή ὁ χιμπαντζῆς, πού λέγουν οἱ ἐξελικτικοί ὅτι εἶναι τό πλησιέστερο πρός τόν ἄνθρωπο, ἐξελικτικά, ζῶο, εἶναι θνητόψυχα. Ἡ ψυχή τῶν ζώων πεθαίνει μαζί μέ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματός τους. Ποτέ εἰς τήν ἀνθρωπίνη ἱστορία δέν ἔχει καταγραφῆ περιστατικό, κατά τό ὁποῖο ἕνα ζῶο, μετά τόν θάνατό του, νά ἐμφανίσθηκε σέ ἕναν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, διότι, ἁπλούστατα, τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή πού νά ζῆ μετά τόν βιολογικό τους θάνατο. Ὑπάρχουν, ὅμως, καταγεγραμμένες, χιλιάδες μαρτυρίες ἐμφανίσεως νεκρῶν ἀνθρώπων, ἁγίων καί μή, εἰς ἄλλους ἀνθρώπους πού ζοῦν. Τί ἐμφανίζεται τότε εἰς τούς ζῶντες; Ἐμφανίζεται ἡ ψυχή τοῦ νεκροῦ, ἡ ὁποία ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο. Πέραν τούτου, τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή ὅμοια μέ ἐκείνην τοῦ ἀνθρώπου, κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένη, δηλ. πού νά συνίσταται ἀπό νοῦν, λόγο καί πνεῦμα. Γι᾽ αὐτό, καί τά ζῶα δέν ἔχουν λόγο. Ἔχουν φωνή, ἀλλά δέν ἔχουν λόγο. Ἔχουν ὑποτυπώδη λογική, ἀλλά δέν ἔχουν λόγο. Γιατί δέν ἔχουν λόγο; Ἐπειδή δέν ἔχουν νοῦν, πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ πηγή τοῦ λόγου. Εἰς τά ζῶα δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότης νά ἔλθη καί νά ἐνεργήση εἰς αὐτά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐπειδή τά ζῶα δέν ἔχουν νοῦν, ὡς οὐσία, πού νά δέχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Δηλ., τά ζῶα δέν εἶναι ὑποκείμενα, ἐκ κατασκευῆς, εἰς τήν ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε, εἶναι ἐσφαλμένο ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὑποστηρίζουν κάποιοι, ὅτι δηλ. ὁ Θεός πῆρε ἕναν πιθηκάνθρωπο, ἕνα «ἀνθρωποειδές» (hominid), καί μέ τό «ἐμφύσημα» τοῦ ἔδωσε Πνεῦμα Ἅγιο μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθῆ, κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ.
Ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὅμως, θά ἐπανέλθωμε πιό κάτω.
Ἀλλά, τά ζῶα, οὔτε αὐτεξούσιον ἔχουν, ἀλλά κινοῦνται νομοτελειακά. Κάθε ζῶο, μέ ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τόν περιβάλλοντα χῶρο, μέ ἐκεῖνο κατασκευάζει τήν φωλιά του. Κανένα ζῶο δέν διανοεῖται νά ἀλλάξη τόν περιβάλλοντα χῶρο εἰς τόν ὁποῖο ζεῖ. Δέν ὑπάρχει περίπτωσις ἕνα ζῶο πού πεινάει νά μή προσεγγίση τήν τροφή, ὅταν αὐτή τοῦ προσφερθῆ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μπορεῖ νά τήν ἀρνηθῆ, ἐπειδή ἔχει αὐτεξούσιο. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν ποτέ ὁ ἄνθρωπος νά προέρχεται, ἐξελικτικά, ἀπό τά ζῶα; Ἐπειδή τά κύτταρά του ἔχουν ἐπάνω ἀπό 99% τό ἴδιο DNA μέ ἐκεῖνο τῶν κυττάρων τοῦ χιμπαντζῆ; Ἤ, ἐπειδή τό σῶμα καί ὁ ἐγκέφαλός του μοιάζουν νά εἶναι ἴδια, κατά τήν δομή, μέ ἐκεῖνον τοῦ χιμπαντζῆ; Ἐπειδή, δηλ., σωματικά, φαίνεται νά ἔχη συγγένεια μέ τόν χιμπαντζῆ; Μά, σωματικά, τά ζῶα καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένα ἀπό τό ἴδιο ὑλικό. Ἀπό ὕλη, ἀπό χῶμα, εἰς τό ὁποῖο, καί τά ζῶα, καί ἐμεῖς, καταλήγομε. Ἡ διαφορά μας ἀπό τά ζῶα δέν εἶναι τόσο εἰς τό ὑλικό μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλά εἰς τό νοερό, εἰς τό πνευματικό. Τό πνευματικό μέρος τοῦ ἀνθρώπου ἁγιάζει τό σωματικό του μέρος. Κάτι τέτοιο δέν μπορεῖ νά συμβῆ εἰς τά ζῶα. Καί ἡ διαφορά αὐτή εἶναι ἐκείνη πού ἀνεπτύξαμε πιό πάνω, δηλ. χαώδης. Εἶναι τέτοιας φύσεως, πού δέν μπορεῖ νά γεφυρωθῆ. Ἄρα, δέν εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά προέρχεται ἐξελικτικά ἀπό τά ζῶα.
Ἀπό ὅλα τά ἐκτεθέντα μέχρις ἐδῶ, ἤδη καταφαίνεται, νομίζω, ξεκάθαρα, τό μέγα χάσμα πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα. Καί, ἡ μέν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅλα τά ἀνωτέρω, ἐπειδή γνωρίζει, ἐξ ἀποκαλύψεως ὡς καί ἐκ τῆς ἀσκητικῆς Της ἐμπειρίας, τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δέ Ἐπιστήμη διδάσκει ὅ,τι διδάσκει περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου βασισμένη εἰς τήν ἐπιστημονική ἔρευνα καί εἰς τήν Ἐξελικτική θεωρία, πού εἶναι ἡ φιλοσοφία της.
Τά δύο πρότυπα, τά δύο ὑποδείγματα, τά δύο μοντέλλα ἄν θέλετε, περί ἀνθρώπου, πού προβάλλουν ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ᾽Επιστήμη, φάνηκε νομίζω καθαρά, ὅτι δέν εἶναι συμβατά μεταξύ τους. Παρ᾽ ὅλα αὐτά, σήμερα, κάποιοι ‘φωταδιστές’ μέσα εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, λαϊκοί, ἱερεῖς καί ἐπίσκοποι, προσπαθοῦν νά παντρέψουν αὐτά τά δύο μοντέλλα, εἰς τήν ἀγωνιώδη προσπάθειά τους νά παντρέψουν τήν Ἐπιστήμη μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἴσως γιατί τούς φαίνεται βαρύ ἤ ὀπισθοδρομικό, σήμερα, ἡ Ἐκκλησία νά διαφοροποιῆται ἀπό τήν Ἐπιστήμη εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα. Καί, φθάνουν, εἰς τήν προσπάθειά τους αὐτή, νά ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Θεός ἐχρησιμοποίησε τήν ἐξέλιξι σάν μέθοδο δημιουργίας τῶν φυτῶν, τῶν ζώων, ἀλλά καί τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἔχουν διαμορφώσει ἰδική τους ἀνθρωπολογία, βασισμένη σέ καινοφανῆ ἐπιχειρήματα, πού εἶναι, ἀποκλειστικά, προϊόντα λογικῆς ἐπεξεργασίας, καί οἱ ὁποῖοι φθάνουν νά ὑποστηρίζουν, τελείως αὐθαίρετα, ὅτι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπεννόουν, εἰς τήν ἀνθρωπολογία τους, τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προερχομένη, ἐξελικτικά, ἀπό τά ζῶα, διαστρέφοντας καί παρερμηνεύοντας τήν διδασκαλία τους. Αὐτό τό φαινόμενο, γιά ὅσους δέν τό γνωρίζουν, δυστυχῶς εἶναι σήμερα ἕνα γεγονός μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία, καί ἀποτελεῖ, κατά τήν γνώμη μου, μία ὡρολογιακή βόμβα μέσα εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κάποτε θά σκάση καί θά δημιουργήση καινούργια αἵρεσι. Τό φαινόμενο αὐτό, ἔχει ἀσφαλῶς ἄμεσι σχέσι μέ τό πνεῦμα τοῦ Νεοβαρλααμισμοῦ πού ἔχει ἀρχίσει νά πνέη μέσα εἰς τήν Ἑλλαδική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τά τελευταῖα χρόνια.
   Ἄς συνεχίσωμε, ὅμως. Ἔχομε ἤδη σκιαγραφήσει τό πῶς θεωρεῖ ἡ Ἐπιστήμη τόν ἄνθρωπο. Εἰς τήν συνέχεια, θά ἐκθέσωμε ἀναλυτικώτερα τί διδάσκει ἡ Ἐπιστήμη περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐπιστήμη διδάσκει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου – μέ αὐτόν τόν ὅρον, ‘νοῦν’, ἡ Ἐπιστήμη ἐννοεῖ ἀποκλειστικά τήν διάνοια (mind) τοῦ ἀνθρώπου – εἶναι μία ψυχική ἐνέργεια, μία ψυχική δύναμις τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ταυτίζει μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ Ἐπιστήμη δέν ὁμιλεῖ, δέν ἀσχολεῖται, δέν γνωρίζει, ὅτι ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος ‘νοῦς’, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δέν γνωρίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τό σῶμα του, ἔχει καί ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία ζωοποιεῖ τό σῶμα καί τῆς ὁποίας ὁ πυρῆνας εἶναι αὐτός ὁ ἄλλος νοῦς. Δέν γνωρίζει, ὅτι τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ζωοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν γνωρίζει, ὅτι αὐτός ὁ ἄλλος ‘νοῦς’, καί κατ᾽ ἐπέκτασιν ἡ ψυχή, ὑφίσταται, ὑπάρχει, καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, σάν αὐθυπόστατη ὀντότητα, σάν ζωντανή οὐσία. Ἡ Ἐπιστήμη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει εἰς τήν ἀνυπαρξία μετά τόν βιολογικό του θάνατο, ὅπως συμβαίνει εἰς τά ζῶα. Ὅτι, δηλ., πέραν τοῦ τάφου δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως.
Ἡ Ἐπιστήμη δέχεται μόνον, ὅτι τά νοήματα καί οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου πηγάζουν ἀποκλειστικά ἀπό τόν ἐγκέφαλό του, ὁ ὁποῖος, λέγουν, ὅτι εἶναι καί ἡ ἕδρα ὄχι μόνο τῶν σκέψεων, ἀλλά καί τῶν συναισθημάτων, καί τοῦ αὐτεξουσίου, τό ὁποῖο, κατά τούς ἐπιστήμονες, εἶναι ἀνελεύθερο ὡς ἐπηρεαζόμενο ἀπό τό DNA καί ὡς ἀποτέλεσμα βιοχημικῶν διεργασιῶν εἰς τόν ἐγκέφαλο. Ἡ Ἐπιστήμη, ἔτσι, δέχεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ λίγο-πολύ νομοτελειακά, ὅπως τά ζῶα, ἡ δέ φαινομενική ἐλευθερία ἐπιλογῆς πού ἔχει, λέγουν, εἶναι προϊόν τοῦ ἐξελιγμένου ἐγκεφάλου του, ὁ ὁποῖος τοῦ παρέχει καί μία πιό ἐξελιγμένη λογική.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὡς ἄνω θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Ἐπιστήμη εἶναι νά καταβάλλεται σήμερα προσπάθεια ἀπό τούς νευροεπιστήμονες νά χαρτογραφηθῆ ὁ ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος μέ τίς νέες τεχνικές πού ἀναπτύσσονται, ὥστε νά ἀνιχνευθοῦν καί νά ἐντοπισθοῦν τά κέντρα ἐνεργείας τοῦ αὐτεξουσίου, τῆς προσωπικότητος καί τοῦ λόγου (τῆς ἐπεξεργασίας τοῦ λόγου, λέμε ἐμεῖς, ὄχι τῆς πηγῆς τοῦ λόγου). Ταυτίζουν, ἔτσι, ἐσφαλμένα, τό κέντρο ἐνεργείας π.χ. τοῦ λόγου, πού νομίζω εὑρίσκεται εἰς τόν ἀριστερό λωβό τοῦ φλοιοῦ τοῦ ἐγκεφάλου, μέ τό κέντρο εἰς τό ὁποῖο πηγάζει ὁ λόγος εἰς τόν ἄνθρωπο, καί τό ὁποῖο κέντρο, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του.
Μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή του διατηρεῖ τά πάντα, ὅλα τά ὑποστατικά ἰδιώματα ὅσα εἶχε ὁ ἄνθρωπος πρό τοῦ θανάτου του. Μετά θάνατον, ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ καί τήν προσωπικότητά του, καί τόν λόγο του, καί τό αὐτεξούσιό του, καί τήν μνήμη του, πλήρως, ὡς καί τά συναισθήματά του. Αὐτό, τό γνωρίζομε ἀπό τήν ἴδια τήν μαρτυρία ὅλων ὅσων ἐνεφανίσθησαν μετά θάνατον εἰς τούς ζῶντες καί ἀπεκάλυψαν τήν κατάστασιν τῆς ψυχῆς τους πέραν τοῦ τάφου. Πῶς ἐμφανίζονται εἰς τούς ζῶντες ἀνθρώπους οἱ κεκοιμημένοι ἅγιοι καί διαλέγονται μαζί τους; Ποιός ὁμιλεῖ, ἀφοῦ τό σῶμα τοῦ ἁγίου εἶναι εἰς τόν τάφον; Ἀσφαλῶς, ἡ ψυχή τοῦ ἁγίου, ἡ ὁποία συνεχίζει νά παράγη λόγον. Ἀλλά, αὐτό τό γνωρίζομε καί ἀπό μαρτυρίες κάποιων ζώντων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, κατά παραχώρησιν Θεοῦ, εἶχαν ἐξωσωματική ἐμπειρία, κατά τήν ὁποία «βγῆκαν» πρός στιγμήν ἀπό τό σῶμα τους, γεγονός πού μαρτυρεῖ γιά τό αὐθυπόστατο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἡ ψυχή ἐξέρχεται τοῦ σώματος. Πράγματι, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού «βγῆκαν» πρός στιγμήν ἀπό τό σῶμα τους, πού πέθαναν δηλ. γιά λίγο, καί εἶδαν τό σῶμα τους νεκρό, ὅπως τό ἔβλεπαν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω τους. Καί, μετά ἀπό λίγο, ἐπανῆλθαν, «μπῆκαν» εἰς τό σῶμα τους, τό ὁποῖο ἔκειτο νεκρό, καί συνέχισαν νά ζοῦν. Πῶς, μέ ποιά δύναμι, ἀνεστήθη τό σῶμα τους καί ζωοποιήθηκε, ἀφοῦ πρίν λίγο ἔκειτο νεκρό; Ἀσφαλῶς, μέ τήν ζωοποιό δύναμι τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά εἰσέλθη πάλιν εἰς τό σῶμα καί νά τό ζωοποιήση. Θά ἐρωτήση, ὅμως, κάποιος, «πῶς, μέ ποιό ὄργανο, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔβλεπαν τό σῶμα τους, ὅταν ἡ ψυχή τους εἶχε χωρισθῆ ἀπό τό σῶμα τους;» Καί ἀπαντοῦμε ἐμεῖς, «ἀσφαλῶς μέ τόν νοῦν, μέ τήν ψυχή τους».
Εἰς τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν καταγραφῆ μαρτυρίες ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ‘εἶδαν’, ἔζησαν, τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν καί σήμερα, ζῶντες. Καί, ἐδῶ, πάλι, πρόκειται γιά μία πραγματικότητα, κατά τήν ὁποία, νομίζω, ὁ ἄγγελος τοῦ ἀνθρώπου παίρνει τήν ψυχή του, τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος κοιμᾶται, καί τήν πηγαίνει εἰς τόν τόπο τοῦ Παραδείσου ἤ τῆς Κολάσεως, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήση ἐμπειρία περί τῆς ἀληθείας τῶν καταστάσεων αὐτῶν. Μετά, ὁ ἄγγελος ἐπαναφέρει εἰς τό σῶμα τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξυπνήση, διηγεῖται πράγματα ὄχι τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτά, ἀσφαλῶς δέν ἦταν τῆς φαντασίας του. Κατά τό χρονικό διάστημα μιᾶς τέτοιας ἐμπειρίας, νομίζω, ὅτι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει, ἀλλά συντηρεῖται εἰς τήν ζωή ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί ἔχη βγῆ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό σῶμα του, μέχρις ὅτου ὁ ἄγγελος ἐπαναφέρη τήν ψυχή εἰς τό σῶμα.
Ἡ Ἐπιστήμη, λοιπόν, ἐφ᾽ ὅσον δέν δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία ζεῖ σάν αὐθυπόστατο κτίσμα μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος, δέν μπορεῖ νά δεχθῆ σάν πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου κάτι ἄλλο ἔξω ἀπό τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου καί εἶναι καταδικασμένη νά ἔχη ἐσφαλμένη εἰκόνα καί ἀντίληψι περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή εἰς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὀφείλεται εἰς τήν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς του. Ἐάν ἡ ψυχή ἀποχωρισθῆ ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πρᾶγμα πού συμβαίνει κατά τήν στιγμήν τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, τότε τό σῶμα νεκροῦται, πεθαίνει. Ὅταν ὁ Χριστός ἀνέστησε ἄνθρωπο, ἐπανέφερε τήν ψυχή εἰς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καί τό σῶμα ἀνεστήθη. Ἡ Ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύση πῶς γίνεται μία ἀνάστασις ἑνός νεκροῦ σώματος, ἀφοῦ δέν δέχεται ὕπαρξι ψυχῆς εἰς τόν ἄνθρωπο, οὔτε τήν ὕπαρξι αὐθυποστάτου ψυχῆς μετά τόν βιολογικό θάνατο ἑνός ἀνθρώπου. Ἀναστάσεις, ὅμως, νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονός μέσα εἰς τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ψυχή, λοιπόν, ζωοποιεῖ καί συντηρεῖ ζωντανό τό σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια ἡ ψυχή ζωοποιεῖται ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλ., ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ζωή τοῦ σώματος εἶναι ἡ ψυχή. Ὅταν ἀπομακρύνεται ἤ παύη ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γεγονός πού συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνη, τότε ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή καί νεκρώνεται. Ὅταν ἡ ψυχή ἐγκαταλείψη τό σῶμα, τότε τό σῶμα πεθαίνει. Αὐτά συμβαίνουν εἰς τόν ἄνθρωπο.
Σέ κάποιο σημεῖο μίλησα γιά κατευθυνομένη Ἐπιστήμη. Ναί, αὐτό, σήμερα, εἶναι γεγονός, εἰς ὅσους γνωρίζουν τήν πραγματική κατάστασι εἰς τούς χώρους τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης. Σήμερα, ἡ κατευθυνομένη Ἐπιστήμη διαπράττει, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ της, τήν μεγαλύτερη ἀδικία εἰς βάρος τοῦ ἀνθρώπου, παρά τίς ἐπιστημονικές ἐπιτεύξεις καί προόδους της, ἀκριβῶς διότι τόν ἀντιμετωπίζει καί παρουσιάζει σάν “φυσικόν ζῶον”, καί ὄχι σάν “ζῶον….τῇ νεύσει πρός τόν Θεόν θεούμενον”, κατά τήν γνωστήν ρῆσιν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ii . Ἡ σημερινή Ἐπιστήμη, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ της, δέν διανοεῖται τό πόσο φωτίζεται καί ἀποκαλύπτεται τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, καί τί νέες δυνατότητες ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν φωτισθῆ καί ἐλλαμφθῆ ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί δέν μπορεῖ, ἡ σημερινή Ἐπιστήμη, νά τό διανοῆται, διότι, ἄν καί κινῆται εἰς τόν χῶρο τῆς παρατηρήσεως καί τοῦ πειράματος, δηλ. τῆς ἐμπειρικῆς ἐρεύνης, ὅμως ἀδυνατεῖ νά ἀνιχνεύση καί συλλάβη τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων, ἐπειδή ἡ Ἐπιστήμη κινεῖται ἀποκλειστικά εἰς τόν χῶρο τοῦ ἐπιστητοῦ, τοῦ κτιστοῦ, ἐνῶ οἱ ἅγιοι κινοῦνται, καί εἰς τόν χῶρο τοῦ κτιστοῦ, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλά καί εἰς τόν χῶρο τοῦ ἀκτίστου, δηλ. μετέχουν καί εἰς τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες γίνονται ἀντιληπτές μόνον εἰς ὅσους μετέχουν εἰς τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
   Ἀναφερόμενοι, τώρα, εἰς τό θέμα τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», ἔχομε νά ποῦμε, ὅτι, ὄχι μόνο μεταξύ τῶν ἰατρῶν ἔχομε διάστασι ἀπόψεων ὡς πρός τό ἄν «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι καί βιολογικά νεκρός, ἀλλά, δυστυχῶς, καί μέσα εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχομε διάστασι ἀπόψεων εἰς τό ἴδιο θέμα. Εἰς τήν πρᾶξι, εἰς τήν ἰατρική πρακτική, ἔχει ἐπικρατήσει ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» νά θεωρῆται βιολογικά νεκρός. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ παίρνουν τά ζωτικά ὄργανα γιά μεταμόσχευσι. Ὅμως, ἐρωτοῦμε, ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι ἕνας νεκρός, ἤ ἕνας βαρειά ἀσθενής, ὁ ὁποῖος πορεύεται πρός τόν θάνατο;
Μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία, κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι βιολογικά νεκρός, ἐνῶ, ἄλλοι, ὅτι εἶναι ἕνας βαρειά ἀσθενής πορευόμενος πρός τόν θάνατο. Τό θέμα αὐτό δέν ἔχει ἀκόμη τελεσιδικήσει μέσα εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄν καί κάποιοι, ἐδῶ καί χρόνια, προσπαθοῦν νά ἐπιβάλουν de facto τήν ἄποψι ὅτι ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι βιολογικά νεκρός, νά ἐμφανίσουν καί καταξιώσουν δηλ. τόν «ἐγκεφαλικά νεκρό» σάν βιολογικά νεκρό.
Σύμφωνα, ὅμως, μέ ὅσα ἤδη εἴπαμε, ἕνας βαρειά ἀσθενής μέ κατεστραμμένο ἐγκέφαλο, ἀλλά μέ καρδιά πού πάλλει, ἔστω μέ τήν βοήθεια ἑνός ἀναπνευστῆρα, δέν μπορεῖ νά εἶναι νεκρός. Ἕνας Χριστιανός Ὀρθόδοξος, κληρικός ἤ λαϊκός, πού ἔχει βιώσει ἐμπειρικά, διά τῆς προσευχῆς, τήν ὕπαρξι τῆς νοερῆς, τῆς πνευματικῆς του, καρδιᾶς, δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά δεχθῆ ὅτι ἕνας ἀσθενής, ὅπως ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός», εἶναι βιολογικά νεκρός. Γι᾽ αὐτόν, ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι ἕνας βαρειά ἀσθενής καί ὄχι ἕνας βιολογικά νεκρός ἄνθρωπος. Αὐτήν τήν θέσι εἶχαν καί οἱ τρεῖς ἅγιοι Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας, Σωφρόνιος, Πορφύριος καί Παΐσιος.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, παραθέτομε, αὐτούσια, καί τήν βαρύνουσα γνώμη ἑνός ἄλλου ἁγίου Γέροντος γιά τόν «ἐγκεφαλικό θάνατο», πού ἤξερε τί ἔλεγε σχετικά μέ τό θέμα αὐτό, καί τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν ἔχει εὐλογία νά ἀποκαλυφθῆ. Εἰς τά λεγόμενά του, πού παρατίθενται εἰς τήν συνέχεια, ἡ λέξις «νοῦς», πού χρησιμοποιεῖ, ἔχει τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου.
Εἶπε, λοιπόν, αὐτός ὁ Γέρων:
[(Ἐρωτᾶ:) Ὁ ἄνθρωπος μέ ὑγιῆ ἐγκέφαλο καί «νεκρό» νοῦ εἶναι νεκρός; (Καί ἀπαντᾶ:) Βιολογικά, ὄχι. Εἶναι, ὅμως, νεκρός πνευματικά. (Καί ἐρωτᾶ πάλι:) Καί ἀντιστρόφως: Ὁ ἄνθρωπος μέ νεκρό ἐγκέφαλο καί ὑγιῆ νοῦ εἶναι νεκρός; (Καί ἀπαντᾶ:) Οὔτε βιολογικά, οὔτε πνευματικά. Πνευματικά, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, διά τῆς μετανοίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ, εἶναι ἀναγεννημένος καί μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος μπορεῖ νά κάνη πράγματα ὑπερφυσικά, κι ἄς ἔχη νεκρό ἐγκέφαλο. Ἁπλᾶ, πάσχει ἀπό μία βαρειά ἀναπηρία στόν ἐγκέφαλο. (Καί συνεχίζει:) Ὑπάρχουν «ἐγκεφαλικά νεκροί» ἄνθρωποι πού ἐπανῆλθαν. Ὁπότε, μποροῦμε νά ὀνομάσουμε τήν κατάστασι αὐτή τῆς ἀναπηρίας τοῦ ἐγκεφάλου «βαρειά ἀσθένεια τοῦ ἐγκεφάλου», ἤ «ἀκρωτηριασμό τοῦ ἐγκεφάλου». Ὅταν ἀπαιτῆται νά κοπῆ ἕνα χέρι ἤ ἕνα πόδι σέ κάποιον ἄνθρωπο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος, μετά τήν ἀποκοπή τοῦ μέλους του, εἶναι βιολογικά νεκρός. Ἔτσι συμβαίνει καί στήν περίπτωσι ἑνός «νεκροῦ ἐγκεφάλου» (μυαλοῦ) λόγῳ μιᾶς «βαρειᾶς ἀναπηρίας τοῦ ἐγκεφάλου», ἤ μιᾶς «βαρειᾶς ἀσθένειας τοῦ ἐγκεφάλου», ὅπως εἶναι ἡ περίπτωσι τοῦ «ἐγκεφαλικά νεκροῦ». Δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι βιολογικά νεκρός. Ἁπλᾶ, ἀσθενεῖ βαρειά, ἤ ἔχει νεκρωθῆ ἕνα ὄργανο τοῦ σώματός του, δηλ. ὁ ἐγκέφαλος. Τό μυαλό εὑρίσκεται σέ τέτοιο σημεῖο πού δέν μπορεῖ νά ἀκρωτηριασθῆ, ὅπως τό πόδι, τό χέρι, κλπ. Ὑποθετικά, ἄν μπορούσαμε νά ἀφαιρέσουμε, νά ρουφήξουμε, τό μυαλό ἀπό τό κρανίο καί ὁ ἄνθρωπος νά εἶχε μηχανική ὑποστήριξι τῆς ἀναπνοῆς του, ὥστε νά λειτουργῆ ἡ καρδιά του, πάλι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος δέν θά ἦταν βιολογικά νεκρός.
Ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» ἔχει, ἤ βαρειά ἀσθένεια τοῦ ἐγκεφάλου, ἤ «νεκρό ἐγκέφαλο», πού δέν εἶναι σωστός ὁ ὅρος «νεκρός ἐγκέφαλος», γι᾽ αὐτό καί τόν βάζω σέ εἰσαγωγικά. Τό ὅτι ἔχει «νεκρό ἐγκέφαλο», ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι βιολογικά νεκρός, ἤ ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνη ὑπερφυσικά πράγματα, κι ἄς εἶναι στήν κατάστασι πού εἶναι. Καί τοῦτο, διότι σέ κάθε ἄνθρωπο, ὁ νοῦς κινεῖ τόν ἐγκέφαλο καί ὁ ἐγκέφαλος τό σῶμα. Ὅμως, ὁ νοῦς δέν βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο, οὔτε κινεῖται ἀπό τόν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς, ἡ νοερή καρδιά, βρίσκονται κοντά στόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς καί δέν εἶναι «νεκρά». Μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ὅπως ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός», μπορεῖ νά κάνη πράγματα πού δέν μπορεῖ νά κάνη κάποιος ἄλλος μέ ὑγιῆ ἐγκέφαλο καί ἄρρωστο ἀπό πάθη νοῦ. Ἄν γινόταν μεταμόσχευσις μυαλοῦ ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο, ὁ μεταμοσχευμένος ἄνθρωπος δέν θά εἶχε τήν ἐξυπνάδα ἤ τήν ἠλιθιότητα τοῦ καινούργιου μυαλοῦ. Διότι, ὁ δικός του νοῦς θά κινοῦσε τό νέο μυαλό.
Ὁ σκληρός δίσκος, λοιπόν, τοῦ ὑπολογιστῆ ‘ἄνθρωπος’ εἶναι ὁ νοῦς, ἡ νοερή καρδιά του. Ὅ,τι ἀποθηκεύει ἐκεῖ, αὐτά δίνει στόν ἐγκέφαλό του, στόν ἐπεξεργαστή του. Ὅ,τι, διά τῆς μετανοίας, σβύνει ἐκεῖ, δέν ἐπανέρχεται. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, διά τῆς μετανοίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ, νά σβύση ἐντελῶς τήν ψυχική ἀρρώστεια του ἀπό τόν νοῦ του, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι. Στούς ἁγίους, τό μόνο πού εἶχε ὁ σκληρός δίσκος τους, ἤ μᾶλλον, τό μόνο πού ἀπέμεινε στόν σκληρό δίσκο τους μετά ἀπό τήν εἰλικρινῆ μετάνοιά τους, ἦταν ἡ ἐνέργεια τῆς Χάριτος. Καί, ἡ νοερή καρδιά τους ἔλεγε μόνο τήν ‘εὐχή’, εἴτε κοιμόντουσαν, εἴτε ἦταν ξύπνιοι, εἴτε ἐργαζόντουσαν.
Συμπέρασμα: Ὑπάρχουν τεσσάρων κατηγοριῶν ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι μέ ὑγιῆ νοῦ καί ὑγιῆ ἐγκέφαλο, ἄνθρωποι μέ ἄρρωστο νοῦ, ἀπό ἁμαρτίες καί πάθη, ἀλλά μέ ὑγιῆ ἐγκέφαλο, ἄνθρωποι μέ ὑγιῆ νοῦ καί ἄρρωστο ἐγκέφαλο, καί ἄνθρωποι μέ ἄρρωστο νοῦ καί ἄρρωστο ἐγκέφαλο. Τούς «ἐγκεφαλικά νεκρούς», πού εἶναι ἄνθρωποι μέ ὑγιῆ νοῦ ἀλλά ἄρρωστο ἐγκέφαλο, οἱ ἐπιστήμονες καί κάποιοι ἄνθρωποι, δυστυχῶς, καί θλίβομαι πού τό λέω, δυστυχῶς ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, τούς θεωροῦν βιολογικά νεκρούς. Αὐτό εἶναι ἕνα ἔγκλημα εἰδεχθές! Εἶναι δολοφονία ἐν ψυχρῷ! Τί νά πῶ!…, ἔλεγε καί τόνιζε μέ ἔμφασι καί λύπη ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας.
(Καί συνεχίζει:) Ὁ στόχος τῆς ζωῆς μας πρέπει νά εἶναι ἕνας: ‘Ὑγιής νοῦς’, ‘ὑγιής νοῦς’, ‘ὑγιής νοῦς’! Αὐτός καί μόνο. Καί, ὑγιής νοῦς, ὑγιής νοερή καρδιά, εἶναι ὁ νοῦς ὁ ἀπηλλαγμένος ἀπό πάθη καί ἁμαρτίες. Εἶναι ὁ νοῦς ὁ ἁγιασμένος. Ὁ νοῦς πού ὀφείλει νά ἔχη ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ κάθε Χριστιανός.
Οἱ ἄνθρωποι μέ ἄρρωστο νοῦ καί ὑγιῆ ἐγκέφαλο εἶναι πνευματικά νεκροί. Οἱ ἄνθρωποι μέ ὑγιῆ νοῦ καί ἄρρωστο ἐγκέφαλο εἶναι πνευματικά ἀναγεννημένοι (διά τῆς μετανοίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ) καί βιολογικά ζωντανοί. Νοῦς νεκρός = ἄνθρωπος πνευματικά νεκρός. Ἐγκέφαλος νεκρός (τοῦ «ἐγκεφαλικά νεκροῦ») = ἄνθρωπος βιολογικά ζωντανός. Ὅπως ὁ χωλός, ὅπως ὁ τυφλός, ὅπως ὁ διανοητικά καθυστερημένος, ἔτσι εἶναι καί ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός». Ἁπλᾶ, εἶναι πολύ βαρύτερη ἡ ἀσθένειά του, διότι βρίσκεται στό «λεπτό» ὄργανο τοῦ σώματος πού λέγεται «ἐγκέφαλος». Ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» φαίνεται νεκρός, ἀλλά δέν εἶναι νεκρός. Κάποιοι, θεωροῦν τόν «ἐγκεφαλικά νεκρό» βιολογικά νεκρό. Μεγάλη ἀπάτη! Τό ὑποστηρίζουν αὐτό, εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό σκοπιμότητα. Στόν «ἐγκεφαλικά νεκρό» νοσεῖ ἕνα ὄργανο, ὁ ἐγκέφαλος. Αὐτό νοσεῖ καί στόν διανοητικά ἀσθενῆ-καθυστερημένο. Μόνο πού στόν «ἐγκεφαλικά νεκρό» εἶναι πιό βαρειά ἡ ἀσθένεια καί ἔχει νεκρωθῆ σχεδόν ἐντελῶς τό ὄργανο «ἐγκέφαλος». Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι ζωντανότατος].
Αὐτά εἶπε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος Γέρων γιά τούς «ἐγκεφαλικά νεκρούς», μετά λόγου γνώσεως καί ἀληθείας. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω».
Συνεχίζομε, τώρα, μέ τά ἰδικά μας:
   Σήμερα, συμβαίνει καί κάτι ἄλλο εἰς τόν χῶρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης. Ἐπειδή ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη ἐξευρέσεως ζωτικῶν ὀργάνων γιά μεταμόσχευσι καί ἐπειδή τά διατιθέμενα ὄργανα εἶναι λίγα σέ σχέσι μέ τά ἀπαιτούμενα, καταβάλλεται ἐρευνητική προσπάθεια νά παρασκευασθοῦν εἰς τό ἐργαστήριο ζωτικά ὄργανα ἀπό βλαστοκύτταρα, ὥστε νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀνάγκη τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς» ἀσθενεῖς. Ἐδῶ, ὅμως, τίθεται ἕνα ἄλλο βιοηθικό δίλημμα, διότι ὡς μία πηγή τέτοιων βλαστοκυττάρων θεωρεῖται τό «ζυγωτό», ἡ βλαστοκύστη, δηλ. ἕνα γονιμοποιημένο ἀνθρώπινο ὡάριο ἡλικίας κάποιων ὡρῶν ἤ ἡμερῶν. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐν δυνάμει ἄνθρωπος, ἔχον ἀνθρωπίνη ψυχή, διότι τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν δημιουργεῖ ὁ Θεός κατά τήν στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε, πάλι τίθεται θέμα ἀνθρωπίνου φόνου. Βλέπομε, δηλ., ὅτι σήμερα σέ κάθε πεδίο ἐφαρμογῆς τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς ἐπιστήμης, τίθεται θέμα βιοηθικῆς δεοντολογίας, θέμα τό ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν ἀνθρωπολογία. Ἄν κάποιος ἔχη ἐσφαλμένη ἀνθρωπολογία, σέ ἐσφαλμένο συμπέρασμα ἀσφαλῶς θά καταλήξη.
Τό θέμα τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» ἤ τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων, μερικοί τό συσχετίζουν μέ τό θέμα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Εἴτε τό θέλομε, εἴτε ὄχι, μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων γίνονται. Διερωτῶνται, ὅμως, μερικοί: Μήπως ἐκεῖνος πού δέχεται ἕνα ζωτικό ὄργανο, μία καρδιά π.χ., ἀλλάζει καί πρόσωπο ἤ ἐπηρεάζεται ἡ προσωπικότητά του; Ἐπ᾽ αὐτοῦ, δέν ἔχομε ἐπιστημονικές μελέτες πού νά ἔχουν ἐρευνήσει αὐτό τό θέμα, ἤ ἐγώ ἀγνοῶ ἄν ὑπάρχουν, ὅμως, σύμφωνα μέ τά προηγούμενα, ἐφ᾽ ὅσον τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου δέν εὑρίσκεται μέσα εἰς τήν φυσική του καρδιά, ἀλλά εἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς, δέν πρέπει νά ὑπάρχη πρόβλημα τέτοιο.
Κατά τήν δεκαετία τοῦ ᾽70, εἰς τίς ΗΠΑ, ἔλαβε χώρα ἕνα ἐγχείρημα μεταμοσχεύσεως κεφαλῆς ἀπό πίθηκο σέ πίθηκο, μέ προοπτική νά ἀνοιγῆ ὁ δρόμος γιά νά ἐπιχειρηθῆ κάποτε κάτι ἀνάλογο σέ ἄνθρωπο. Μέ ἀφορμή ἐκεῖνο τό ἐγχείρημα, ὁ τότε ἐπιφανής νευροεπιστήμων Steven Rose ἔκανε τά ἀκόλουθα ἀξιόλογα, ἀλλά ἀρνητικά, γιά τήν ἐφαρμογή ἑνός τέτοιου ἐγχειρήματος σέ ἄνθρωπο, σχόλια, ἀναφερόμενος εἰς τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶπε, συγκεκριμένα:
«Ὁ ἐγκέφαλος καί τό σῶμα ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι καί αὐτός ἕνα ὄργανο τοῦ σώματος…. Ἕνας ἀπομονωμένος (ἀποκομμένος) ἐγκέφαλος ἀπό τό σῶμα εἰς τό ὁποῖο ἀνήκει δέν εἶναι πλέον τό πρόσωπο εἰς τό ὁποῖο ἀνῆκε. Τό πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο πού ἔχει συνείδησι. Δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος πού ἔχει συνείδησι. Τό πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο πού ἔχει νοῦν (mind). Δέν ἔχει ὁ ἐγκέφαλος νοῦν. Τό πρόσωπο εἶναι πού ἔχει συναισθήματα. Ὁ ἐγκέφαλος δέν ἔχει συναισθήματα. Δέν αἰσθάνεται. Τό πρόσωπο αἰσθάνεται. Μεταμοσχεύοντας ἕναν ἐγκέφαλο ἀπό ἕνα σῶμα σέ ἕνα ἄλλο εἶναι ἕνα ἐγχείρημα πού δέν ἔχει ἔννοια, διότι ὅλη ἡ προϊστορία, ἡ ζωή καί ἡ ἀνάπτυξις αὐτοῦ τοῦ ἐγκεφάλου εἶναι συνδεδεμένη μέ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο καί σῶμα. Τά νευρικά κύτταρα αὐτοῦ τοῦ ἐγκεφάλου ἔχουν ἀναπτυχθῆ σέ σχέσι μόνο μέ τό συγκεκριμένο πρόσωπο καί μοῦ εἶναι δύσκολο νά φαντασθῶ πῶς θά μποροῦσαν νά ἀντιδράσουν σέ ἕνα ἐντελῶς καινούργιο περιβάλλον (ἄλλο δηλ. σῶμα)……. Δέν νομίζω, ὅτι ὁποιοσδήποτε νευροχειρουργός, ἤ νευροεπιστήμων, ἤ ψυχίατρος, ἤ ψυχολόγος, σήμερα, θά ἀντιμετώπιζε σοβαρά ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο (μεταμοσχεύσεως δηλ. ἀνθρωπίνης κεφαλῆς)».
Αὐτά εἶπε τότε αὐτός ὁ ὡς φαίνεται φωτισμένος ἀπό τόν Θεό ἐπιστήμων, ὁ ὁποῖος, μέσα ἀπό τήν ἰδική μας προοπτική, νομίζω, εἶχε δίκιο σ᾽ αὐτά πού εἶπε. Ἄν καί δέν ὥρισε τί εἶναι κατ᾽ αὐτόν τό «πρόσωπο», ἀπεφάνθη σωστά, νομίζω, ὅταν εἶπε ὅτι τό πρόσωπο εἶναι ὁ φορέας τῆς συνειδήσεως, τῆς διανοίας καί τῶν συναισθημάτων, καί ὅτι τό πρόσωπο δέν ἑδράζεται εἰς τόν ἐγκέφαλο, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα ἁπλό ὄργανο τοῦ σώματος, ὅπως εἶναι καί ἡ φυσική καρδιά.
Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ προβληματισμοῦ, συμβαίνει σήμερα, κάποιοι σοβαροί ἐπιστήμονες νά ἀμφιβάλλουν ὡς πρός τήν ἰσχύ τοῦ ὑπάρχοντος ἐπιστημονικοῦ ἀνθρωπολογικοῦ μοντέλου. ῎Ηδη, π.χ., ἕνας νομπελίστας, ὁ John Ecless, δυσκολεύεται νά δεχθῆ, ὅτι π.χ. τό αὐτεξούσιο, τό ὁποῖο, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, δέν ὑπόκειται σέ νομοτέλεια, εἶναι προϊόν μόνον βιοχημικῶν διεργασιῶν εἰς τόν χῶρο τοῦ ἐγκεφάλου, ὅπως ὑποστηρίζει σήμερα ἡ Ἐπιστήμη. Αὐτά, καί ἀρκετά παρόμοια περιστατικά, δηλώνουν τό ἀδιέξοδο εἰς τό ὁποῖο περιέρχεται ἡ Ἐπιστήμη ὅλο καί περισσότερο, εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα, ὅταν προσπαθῆ νά εἰσχωρήση σέ πεδία πού εἶναι ἔξω ἀπό τίς γνωσεολογικές της δυνατότητες, καί τά ὁποῖα μᾶς καθιστᾶ ὅλο καί περισσότερο ὑπευθύνους ὡς πρός τήν συμβολή μας, ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἰς τήν προστασία καί προβολή τῆς ἀληθείας περί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο σήμερα βάλλεται πανταχόθεν.
Ἀπό μία πρόχειρη ματιά στό Διαδίκτυο iii, θά σᾶς μεταφέρω τί εἰκόνα ἀπεκόμισα ἀπό τήν πεποίθησι πού ἐπικρατεῖ εἰς τόν ἐπιστημονικό χῶρο, αὐτήν τήν περίοδο, περί τῆς σχέσεως μεταξύ ἐγκεφάλου καί ἀνθρωπίνου προσώπου. Νά μήν ξεχνᾶμε, ὅμως, ὅτι, εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐπιστήμης, τό πρόσωπο δέν τό ἐννοοῦν ὅπως τό ἐννοοῦμε ἐμεῖς εἰς τήν Ἐκκλησία. Εἰς τόν ἐπιστημονικό χῶρο, λοιπόν συνεχίζουν νά θεωροῦν τόν ἐγκέφαλο ὡς τό κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ (center of the self), ὡς τό κέντρο δηλ. τοῦ προσώπου, ἤ, διαφορετικά, ὅτι τό πρόσωπο ἑδράζεται εἰς τόν ἐγκέφαλο. Καί, ἔχουν ἄρχισει νά ὁμιλοῦν γιά μία νέα προοπτική περί τοῦ προσώπου πού ἀνοίγεται εἰς τούς ἐρευνητές, καί ἡ ὁποία, λένε, συμπυκνώνεται εἰς τήν φρᾶσι: «Ἐσύ, εἶσαι ὁ ἐγκέφαλός σου» (!) (“You are your brain”). Καταλαβαίνετε, τί συνέπειες ἔχει μία τέτοια θεώρησι.
Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Πάλι θεοποιοῦν τόν ἄνθρωπο, τώρα ὅμως μέ ἀφορμή τήν σημερινή γνῶσι περί τοῦ ἐγκεφάλου καί τίς ὑποσχόμενες προοπτικές εἰς τόν τομέα τῆς ἐξερευνήσεώς του καί τίς ἐπακολουθοῦσες πρακτικές ἐφαρμογές.
Σέ ἕνα πρόσφατο συμπόσιο πού ἔλαβε χώρα μέ τόν τίτλο «Ἡ προσωπικότης σέ μία νευροβιολογική ἐποχή»iv, ἐτέθη ὁ ἑξῆς προβληματισμός: «Φαίνεται, ὅτι ἔχομε μάθει περισσότερα γιά τόν ἐγκέφαλο κατά τήν τελευταία δεκαετία ἀπ᾽ ὅ,τι κατά τίς παρελθοῦσες χιλιετίες τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. Ἡ ἀνάπτυξις, ὅμως, τῶν νέων ἐπιστημῶν γιά τήν ἔρευνα τοῦ ἐγκεφάλου, σέ ποιό βαθμό, ἄραγε, μᾶς ἔχει ὁδηγήσει εἰς τήν βαθύτερη κατανόησι τοῦ τί εἶναι ἡ προσωπικότης; Μήπως κινούμεθα πρός μία ριζική ἀνακατάταξι τῆς κατανοήσεως τῆς Ψυχολογίας, ὡς ἐπιστήμης, ἐπάνω σέ ἕναν καινούργιον ἄξονα, ἐκεῖνον ‘ἀπό τήν ψυχή πρός τόν ἐγκέφαλο’, καί τήν ἀνατολή ἑνός ἀνθρωπίνου προσώπου πού θά καθορίζεται ἀποκλειστικά ἀπό τόν νευρικό ἱστό;»v. 
Δηλ., ἐπεξηγοῦμε ἐμεῖς, «ἑνός ἀνθρωπίνου προσώπου πού θά καθορίζεται ἀπό τόν ἐγκέφαλο καί τίς νευρικές του συνάψεις;»
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐπιστήμη ἀποκλίνει, ὅλο καί περισσότερο, πρός μία καθαρά ὑλιστική θεώρησι περί τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ τείνει νά συσχετίση ἄμεσα τήν ὑπόστασι τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μόνο μέ τήν ὕπαρξι καί λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου του. Ἡ Ἐπιστήμη, ὑποστηρίζει, ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει μέν ὑπόστασι, ἀλλά σέ σχέσι μόνο μέ τό σῶμα καί ὅτι οἱ ἐκφάνσεις αὐτοῦ τοῦ προσώπου εἶναι προβολή καί ἔκφρασις κάποιων διεργασιῶν εἰς τόν χῶρο τοῦ ἐγκεφάλου. Γιά τήν Ἐπιστήμη, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο δέν ὑφίσταται ὡς αὐθυπόστατη ὀντότης, οὔτε ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, οὔτε μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τήν Ἐπιστήμη, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἐξαφανίζεται μέ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ὅταν ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου καταστῆ ἀναντίστρεπτα ἀνενεργός. Ἡ Ἐπιστήμη δέν δέχεται ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει νοερή ὑπόστασι καί νοερή οὐσία, οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν σχέσι μέ τόν ἐγκέφαλο, καί ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος. Γιατί, τότε, μᾶς ἐκπλήσσει τό γεγονός, ὅτι οἱ περισσότεροι γιατροί τόν «ἐγκεφαλικά νεκρό» τόν θεωροῦν βιολογικά νεκρό, ἀφοῦ ἡ Ἐπιστήμη ὑποστηρίζει ὅτι χωρίς ἐνεργό ἐγκέφαλο τό πρόσωπο τοῦ «ἐγκεφαλικά νεκροῦ» ἔχει ἐξαφανισθῆ, ὅτι δηλ. δέν ὑφίσταται πλέον ὡς ἄνθρωπος;
Κλείνω τήν ὁμιλία μου μέ ἕνα συμπέρασμα, πάλι τοῦ κ. Ἠλία Κουρούμαλη:
«Μετά ἀπό πολλά χρόνια στόν χῶρο τῆς ἐπιστήμης, εἶμαι σχεδόν πεπεισμένος, ὅτι, τελικῶς, ὁ ὁρίζοντας αὐτῶν πού πολύ πρόσφατα χαρακτηρίσθηκαν ὡς παλαιᾶς κοπῆς ἄνθρωποι, καί πού ἀνάβουν, χωρίς πολλή γνώση, τό καντήλι τους, εἶναι ἀπείρως εὐρύτερος ἀπό τόν ὁρίζοντα πολλῶν ἐπιστημόνων, κατόχων βραβείου Νόμπελ, πού αὐτοβούλως ἀπαρνοῦνται τήν ἐντός τους εἰκόνα τοῦ Θεοῦ».
 


[i] Βλέπε: ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑΛΛΑΓΗΣ, Ὀρθόδοξος Ἀκαδημία Κρήτης, Κολυμπάρι, Ἰαν.-Μάρτ. 2004, σελ. 723.

[ii] Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τόν ἄνθρωπον ὡς ἑξῆς: «῎Ανθρωπός ἐστι ζῶον ἐνθάδε οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί τέλος τοῦ μυστηρίου τῇ νεύσει πρός τόν Θεόν θεούμενον».
[iv]Personhood in a Neurobiological Age (http://www.somatosphere.net/search/label/personhood).
[v] (It seems that we have learned more about the brain in the last decade than over the previous millennia of human history. But to what extent are developments in the ‘new brain sciences’ leading to a mutation in our understanding of selfhood? Are we in the midst of a move from ‘soul to brain’, a radical restructuring of our understanding of human ‘psychology’ and the rise of a ‘neuronal self’?).

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Αναρτήθηκε από στις

Share Button