Η δολοφονία του προηγουμένου Χρυσοστόμου Λαυριώτη (1908)
…Εξ άλλου, πάντοτε μ’ εντυπωσίαζε εκείνη η ειδική και κάθε τόσο επαναλαμβανομένη αναφορά, «οι πνιγέντες αδελφοί», στον ανεκτιμήτου ιστορικής αξίας Κώδικα που έχει όλους τους κεκοιμημένους πατέρας της Μεγίστης Λαύρας, απ’ αυτόν τον Άγιο Αθανάσιο μέχρι και τους τελευταίους των ημερών μας, και τους μνημονεύουμε στην προσκομιδή σε καθωρισμένες περιόδους. Πολύ παλαιά και όση η ζωή της Λαύρας η συνήθεια να αποστέλλωνται πατέρες με πανιάρμενες τότε «σκαμπαβίες» στα πολλά μετόχια της Μονής –στην Λήμνο, στην Ίμβρο, στο Βόλο, στην Σκύρο, στην Κρήτη- για να φέρουν σιτάρι, το λάδι και τις άλλες πραμάτειες, για να ζήση η αδελφότης και για να βρουν φιλοξενία οι προσκυνηταί και ελεημοσύνη οι φτωχοί. Πολλά τα μίλια, άγριες οι θάλασσες, χωρίς λύπησι οι βραχοακτές. Έτσι οι ενταλμένοι, σαν περνούσε πολύς καιρός και οι εν «υπακοή και αποστολή» πατέρες γυρισμό δε είχαν και ούτε έδειχναν κανένα σημείο ζωής, καταχώριζαν τα ονόματά τους στον «Κουβαρά» με την σύντομη και λιτή επεξηγηματική, εντός παρενθέσεως, προσθήκη: «(οι πνιγέντες αδελφοί)».
Χρυσόστομος προηγούμενος Λαυριώτης (1856-1908)
(Φωτογραφία: εργαστήριο Ιωασαφαίων ζωγράφων των Καυσοκαλυβίων) |
Περνούσε και άλλη σειρά πατέρων απ’ το μυαλό μου που είχαν βίαιο και όλως δυσεξήγητο θάνατο· και ας αναφέρω τον του αειμνήστου λογίου και εναρέτου ιερομονάχου Χρυσοστόμου Λαυριώτου [Ζωγράφος (το μικρό του όνομα δεν αναφέρεται), του Στεφάνου και της Αικατερίνης εκ Μαδύτου Ελλησπόντου, γεν. 1856, προσελ. 1872 (!), κουρά 1874, διάκ. 1877(!), πρεσβυτ. 1895, σπουδές στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης επί οκταετία (1877-1885), καθηγητής και Σχολάρχης Αθωνιάδος 1885-1889), Αρχιγραμ. Ιεράς Κοινότητος 1889-1894, εδολοφονήθη το 1908], που τον πυροβόλησαν οι δολοφόνοι του την 23η Δεκεμβρίου του 1908 μπροστά στην γνωστή πέτρινη γέφυρα και κοντά στη βρύση του δρόμου που οδηγεί απ’ τις Καρυές στην Ιβήρων (εννοώ το παλαιό μονοπάτι-καλντερίμι), κατερχόμενον με προορισμό το Μοναστήρι του για να… γιορτάση τα Χριστούγεννα. Αφήκε την τελευταία πνοή του στην αγκαλιά του έντρομου υποτακτικού του, που τον συνόδευε, δοκίμου τότε και ιερομονάχου Χρυσοστόμου μετά ταύτα (Καρανικόλας Αλέξανδρος του Ανδρέου εκ Σμύρνης, γεν. 1887, προσελ. 1907, κουρ. 1909, διακ. 1920, πρεσβ. 1923, κοιμ. 1975). Απ’ τον ίδιο είχαμε τις τρομερές περιγραφές. Που να τις καταστρώνη κανείς καθ’ όλη την έκτασί τους! Τον εθρήνησε όλο το Άγιον Όρος, η δε λύπη του προσωπικού του φίλου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄, ομοδιαίτου περίπου και στενού συνεργάτου του κατά τα έτη της αυτοεξορίας του στο Όρος, υπήρξε άληκτη και ασυγκράτητη, μέχρι σημείου να εκδώση πράξι αφορισμού των δολοφόνων και των ηθικών αυτουργών των.
Χρυσόστομος προηγούμενος Λαυριώτης (1856-1908)
(Δημοσίευση: 1902) |
Σημείωσις:
Δεν μπορώ να παραμερίσω την παρόρμησι να σημειώσω δυό λόγια ως μνημόσυνο του αειμνήστου ομογαλάκτου μου και προκατόχου μου στην Σχολαρχία της Αθωνιάδος Χρυσοστόμου, αλλά και ως χρέος δικαιώσεως μιάς αδίκως κατηγορηθείσης κατά την άσκησι των καθηκόντων του παρά τη Ιερά Κοινότητι του Αγίου Όρους.
Ήταν τότε που οι Ρώσσοι, και όχι μόνο αυτοί, σε εκτέλεσι σχεδιασμών των προγραμματιστών του Πανσλαυϊσμού, έκαναν το παν για απόκτησι ερεισμάτων και στο Άγιον Όρος. σαφεστάτη απεδείχθη η πρόθεσις να περιέλθουν σε ρωσσική διοίκηση κυρίαρχες μεγάλες Μονές. Θα έπαιρνε σε μήκος η αναφορά στο πως κατεκτήθη η Μονή Αγίου Παντελεήμονος και στα των αποτυχημένων αποπειρών κατακτήσεως και των Ιερών Μονών Κουτλουμουσίου και Εσφιγμένου. Δεν αμέλησαν όμως και στο να αναδείξουν κτιριακώς και διοικητικώς τα ήδη κεκτημένα απ’ αυτούς εξαρτήματα (Σεράι, Σκήτη Προφήτη Ηλιού, και Τιμίου Προδρόμου από πλευράς Ρουμάνων) και να εξαγοράσουν όσο τους ήταν δυνατό περισσότερα κελλιά και καλύβες. Κατ’ αυτές τις διεργασίες επικράτησε, ως φαίνεται, καθεστώς εκθέσμων συνεννοήσεων και συμφωνιών, διπλωματικών παρεμβατισμών και πιέσεων, προς δε και όργιο φημών για δωροδοκίες και δεκατισμούς.
Δεν ήταν φαίνεται τόσο εύκολο να διακρίνη κανείς τους ενδοτικούς και αργυρωνήτους απ’ τους αδαμαντίνους τον χαρακτήρα και καθαρούς την συνείδησι και την ψυχή. Επί φιλορωσσισμώ κατηγορείτο και ο Πατριάρχης, παρά τις έντονες και συνεχείς διαμαρτυρίες του, και φυσικά ο επιστήθιος φίλος του και εφαρμοστής των ιεροκανονικών δικαιοδοσιών και γραμμών του εν Άθω μακαριστός Χρυσόστομος. Η στάσις των ήταν καθ’ όλα ενιαία και πεντακάθαρη: Καμμιά υποχώρησις στις κατακτητικές βλέψεις των Ρώσσων, αλλά και καμμιά αντιευαγγελική συμπεριφορά και ενέργεια εις βάρος των, οσάκις, ως εξαρτηματικοί ή με οιαδήποτε άλλη σχέσι, βρίσκονταν διάδικοι με τις τοπικές αρχές. Όταν δε τούτο το δεύτερο ελάχιστοι εκ των αγιορειτών μπόρεσαν να το διακρίνουν μέσα στον ταραγμένο και θολό εκείνο ρου των γεγονότων, πως θα μπορούσαν να το διακρίνουν οι εκτός, και δη οι εν Αθήναις και της ελευθέρας λεγομένης τότε Ελλάδος κοντόφθαλμοι εθνικισταί; Είχαν τις «πληροφορίες» τους, έβγαλαν τα «συμπεράσματά» τους: Ρωσσόφιλος ο Πατριάρχης, κινδυνεύει το Όρος, γρήγορα πρέπει να βγη απ’ τη μέση ο εφαρμοστής της πολιτικής του, ο δυνατός νους και πολλά επηρεάζων αντιπρόσωπος της Μεγίστης Λαύρας Χρυσόστομος.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η απόφασις εξοντώσεως του αειμνήστου ελήφθη από ακραίους φανατικούς εθνικιστάς, που προδότη θα χαρακτήριζαν κι αυτόν ακόμη τον Βελεστινλή Ρήγα, επειδή δεν σκεπτόταν και δεν ενεργούσε αποκλειστικώς ελληνικά (βλ. συν άλλοις και «Χάρτα»). Γιατί, αν η εντολή ήταν από ‘ψηλότερα ειλημμένη, τότε αλλοίμονο…!
Χριστοφόρος ιερομόναχος Κτενάς (1864-1931)
(Φωτογραφία: Προκόπιος ιεροδιάκονος) |
Εμείς, κατηχημένοι από εναρέτους, αντικειμενικούς και γνώστας προσώπων και καταστάσεων Γεροντάδες, ποτέ δεν αμφιβάλαμε για τον καλώς νοούμενο πατριωτισμό, την αρετή και την ανιδιοτέλεια του Προηγουμένου Χρυσοστόμου. Ο Γέροντάς μας Αμβρόσιος, έκπληκτος και εμβρόντητος από το ότι και αγιορείτης ακόμη (Αρχιμ. Χριστόφορος Κτενάς), και δη γραπτώς, κατηγόρησε τον αείμνηστο επί μεροληψία και φιλορωσσισμώ, μας επεδείκνυε επιστολή Ηγουμένου της Μονής Αγίου Παντελεήμονος Ρωσσικού προς τον διακεκριμένο διδάσκαλο και ομολογημένης αρετής Γέροντα του Χρυσοστόμου Κοσμά, στην οποία παρεπονείτο, γιατί αντετίθετο σφόδρα προς υποθέσεις του παρά τη Ιερά Κοινότητι, και την οποία κατέκλεινε με την χαρακτηριστική φράσι: «Δεν μπορείς να τον συμμαζέψης λίγο;».
[Ο Γέρων Κοσμάς κατονομάζεται από τους συγχρόνους Προϊσταμένους της Λαύρας ως άριστος κατηχητής και διδάσκαλος και χαίρει υπολήψεως αγίου μοναχού: «ο εν διδασκάλοις ελλογιμώτατος Κύριος Κοσμάς». «Εχαροποίησεν ημάς και εύφρανε ψυχή και σώματι ο άγιος και σοφώτατος Διδάσκαλος ημών Κοσμάς». Υπάρχει και μαρτυρία ειδικής καταξιώσεώς του από την Κυρία Θεοτόκο· ήτοι, να την ίδη ιδιοφθάλμως και να ομιλήση μαζί Της. Κατά το δένδρον λοιπόν και ο καρπός… (Βλέπε Κώδικα «Κουβαρά», ι. Βήματος Μ. Λαύρας, σελ. 393-394)].
Τώρα όμως που εκδόθηκαν τύποις οι φυλασσόμενες στα αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών απόρρητες επιστολές του Πατριάρχου Ιωακείμ, αποδεικνύεται περιτράνως πόσο ρωσσίζων και… προδότης ήταν ο αείμνηστος Παναγιώτατος και πόσο ηδικημένος, εσπιλωμένος και βιαίως στάλθηκε στη άλλη ζωή από κάποιους εγκληματίες, σχεδιαστάς και εκτελεστάς, ο αγαπημένος του Προηγούμενος Χρυσόστομος Λαυριώτης.
Καταχωρίζω, προς δικαίωσι τόσο του μεγάλου εκείνου Πατριάρχου όσο και του πεφιλημένου του ομωνύμου μου, μερικά αποσπάσματα. (ακολουθούν επιστολές προς αξιωματούχους της Ελληνικής Κυβέρνησης)
Από το βιβλίο
του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου