Με αφορμή το “Αθωνικό Ψαλτήρι” του Μοναχού Μωυσή του Αγιορείτη

Ο π. Μωυσής αποτελεί κόσμημα για την Ορθόδοξη Εκκλησία, κορυφαία μορφή του Περιβολιού της Παναγίας, ανύστακτο εργάτη στα μύχια της Ψυχής και των κυμάνσεών της.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και μονάζει στον Άθωνα από το 1974. Ασχολείται με την αγιογραφία, την ποίηση, την κριτική, την επιμέλεια και τη συγγραφή βιβλίων. Έχει εκδώσει δεκάδες βιβλίων, που αφορούν στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, ενώ έχει δημοσιεύσει εκατοντάδες σχετικά άρθρα, δοκίμια και ποιήματα σ’ εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Αρκετά έργα του έχουν μεταφρασθεί σε ξένες γλώσσες. Εσχάτως κυκλοφόρησε το 50ό βιβλίο του-έργο ζωής, ο μνημειώδης Τόμος «Οι Άγιοι του Αγίου Όρους» (εκδ. Μυγδονία, σελ. 832). Έχει δώσει σειρά ομιλιών, ύστερα από προσκλήσεις Μητροπόλεων, Πανεπιστημίων και Συλλόγων, έχοντας λάβει μέρος και σε αρκετά επιστημονικά Συνέδρια. Είναι από εικοσαετίας αρχισυντάκτης του καλού αγιορειτικού Περιοδικού Πρωτάτον και Γέροντας της Καλύβης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου της Ιεράς Σκήτης Αγίου Παντελεήμονος – Κουτλουμουσίου.
Με τον π. Μωυσή τον Αγιορείτη δεν γνωριζόμαστε εκ του σύνεγγυς, αλλά από τις ανταλλαγές βιβλίων, επιστολών και κάποιων τηλεφωνημάτων, από τότε που τον περιέλαβα στο δοκίμιό μου «Ανά-γνωση λόγου ανθηρού. Μελέτη και απάνθισμα ιερατικής ποίησης» (ανάτυπο από τα Τετράμηνα, Χειμώνας ’97-’98). Με τιμά με τα υψηλών πτήσεων ποιητικά και θεολογικά του ανδραγαθήματα, ενώ τού αποστέλλω τα δειλά μου φτωχοβιβλία, δίχως να λησμονώ, ότι είμαι απλώς ένα μαθητούδι μετεξεταστέο στα πνευματικά, ενώπιον ενός Κολοσσού. Εκείνος όμως έχει πάντα έναν θετικό λόγο αγάπης και συναντίληψης. Μες από τις αφιερώσεις των βιβλίων και τις επιστολές του προς εμέ αναφαίνεται αμέσως η βαθιά κι ευρύχωρη πνευματικότητα του ανδρός, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις ανά τον κόσμο πολυειδείς και απαιτητικές υποχρεώσεις του.
Μ’ έχει συγκινήσει και «σκλαβώσει» με την αγάπη του, τόσο που θέλησα κάποια στιγμή να τον ευχαριστήσω (συν τοις άλλοις) για την προσευχητική του στήριξη σε ώρες πολύ δύσκολες για μένα. Τού έγραψα και τού αφιέρωσα, στις 12 Ιουλίου 2001, μερικούς στίχους ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης. Στο ποίημα αυτό «πρωταγωνιστεί» ένα μικρό κοριτσάκι, η Μαρία, που δεν είναι άλλη από την Παναγία. Σε χρόνο άχρονο και ποιητική αδεία, η κόρη παρουσιάζεται να ζει στο Άγιον Όρος, να γυροδιαβαίνει ως παιδάκι στο κελί του π. Μωυσή, βιώνοντας όλα της ζωής της τα συγκλονιστικά και ανεπανάληπτα συμβάντα, από τον Ευαγγελισμό μέχρι το Πάθος του Γιου Της. Εντέλει γίνεται πλάγια αναφορά στην εικόνα «Άξιον εστί», που θησαυρίζεται στο Πρωτάτο. Το αντιγράφω εδώ:
ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣΤου Μωυσέως Αγιορείτου
Πλούσιος πένης και συ
παραμυθίας κανδήλα
με μόνην επί δώματος εφέστια παρεούλα
τη Μαρία
να σού κάνει σκανταλιέςσβήνει κι ανάβει τα κεριά
τρώει τα λουκούμια
σού μουτζουρώνει τα χαρτιά
μπερδεύει στίχους και μολύβια

μα
τρέχει κι αποκρύβεται
στην κόγχη του Πρωτάτου
κάθε που ακούει
περίφοβη
αποβραδίς Βαγγελισμού
χαλαλοή στα κεραμίδια

τον Άγγελο του Πάθους να ολολύζει.

Το παραπάνω ποίημα πήρε τη θέση του στην ποιητική μου συλλογή «Της αγάπης μέγας χορηγός», (εκδ. 2003, σ. 47). Όταν τού την έστειλα, μού απάντησε με τα παρακάτω λόγια, τα οποία δημοσιεύω, όχι για να φανεί η δική μου «αξία» (μη μοι γένοιτο), αλλά η καλοσυνάτη καταδεκτικότητα του Γέροντα:«(…) Αδελφέ μου δεν είμαι καλός κριτικός της ποίησης. Στις λίγες παρακάτω γραμμές θέλω, αν μπορέσω, να εκφράσω το ρίγος της συγκίνησης απ’ τη χθεσινοβραδυνή ανάγνωση των στίχων των ποιημάτων σας. Μέσα από τα ξαφνιάσματα των στίχων από ξενικές λέξεις, απίθανα επίθετα, λανθάνουσες ή μη ειρωνείες, περιγέλασμα του χρόνου και της καθημερινότητας, πρόσωπα της Ιστορίας, της Λειτουργίας, της Γειτονιάς, τόπους της Ζάκυνθος, της Πελοποννήσου, της Ελλάδας μας, ευχές κι αρές, πιστεύω πως καταφέρνετε περίτεχνα να μας πείσετε πως είσθε ένας καλός ποιητής και πως πράγματι της αγάπης μέγας χορηγός είναι ο Χριστός κι ο κάθε αληθινά ταπεινός. (…)».
***
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2007 μού απέστειλε, μ’ εγκάρδια αφιέρωση, το νέο του ποιητικό βιβλίο, το «Αθωνικό Ψαλτήρι», από τις εκδόσεις Αρμός. Είχε προηγηθεί, το 1995, η ποιητική του συλλογή «Αθωνικά Ποιήματα», επίσης από τον Αρμό.Γευόμενος ο αναγνώστης τους νέους καρπούς της ποιητικής του ψυχής, δεν (πρέπει να) λησμονεί επ’ ουδενί, ότι πρόκειται για έναν κύριο και γνήσιο εκπρόσωπο της Ορθόδοξης Ασκητικής και δη του Αγιορείτικου Μοναχισμού. Ο π. Μωυσής βιώνει τη ζωή ως παραχώρηση Ουρανού, ενώ ασκείται και δια των στίχων του στην αυτογνωσία, την καθαρότητα των συναισθημάτων, στην αγαπητική προσέγγιση του Θείου, στην παραμυθία της αυτομόνωσης, όπου συναπαντιέται με την «ευστοχία της θεότητος», για να χρησιμοποιήσω έναν δικό του στίχο. Τούτο σημαίνει, ότι και δια των ποιημάτων του προσφέρει θυμίαμα προς τον κατεξοχήν Ποιητή των Πάντων, έχοντας τη συναίσθηση της χοϊκής του μηδαμινότητας ως ανθρώπου εφήμερου. Όμως η συναίσθηση της προσωπικής μας Λιγοσύνης είναι που χρησιμεύει ως αρμόδιο κλειδί για το πορτάκι τ’ Ουρανού. Την ώρα που ο νους προσγειώνεται, κατερχόμενος από την εγωπαθή του υπερύψωση, καταφέρνει σπουδαία νίκη κατά της παλαιότητάς του και καθίσταται «διδακτός Θεού».
Ακολουθούν δυο δείγματα γραφής, χάριν των αναγνωστών μας:
Στ΄Να προσεύχεσαι για μάς, μού λένε
θα προσεύχομαι, τούς λέω.
Κι όταν προσεύχομαι δεν κλαίω
γι’ αυτούς που δεν προσεύχονται
γι’ αυτούς που δεν ξέρουν
γι’ αυτούς που δεν θέλουν
γι’ αυτούς που κάποτε κάτι είπαν
που δεν ξέρουν να επιμένουν
που βιάζονται πολύ
και φωνάζουνε
σα να μη κανείς τούς ακούει…
Ξέρω πως όλοι αναμένουν
την ώρα μιας καλής προσευχής
και δεν ξέρουν ακόμη
πως η κατάκτηση είναι η ήττα
η γνώση της πενίας
η προσευχή της σιωπής
η αγρυπνία του δέους
ενός θεού που κατέρχεται
να σ’ αγκαλιάσει πεσμένο
σκώληκα, κοπρία, στάκτη
άνοιξη, ανάσταση, άνθος
νύκτα, Άθως, πάθος, λάθος, βάθος…
ΛΖ΄
Ανάγκη πάσα να παραμείνω στον τάφο μου
στο ταπεινό κελλί μου
προς καινοτόμηση του άστατου βίου
προς συνάντηση του άγνωστου εαυτού
που ξεγλιστρά επικίνδυνα πάντα
στην πρόωρη σκοτία
τη χτεσινοβραδινή.
Ηδέως μόνος
κι ο πόνος βαθύς.
Τίκτεται δάκρυ γλυκύ
στη ρωγμή του προσωπείου
στο τρίκλισμα του Φαρισαίου
στου Ιούδα την αμοιβή
του τελώνη τον κτύπο
του ληστή του λόφου εκείνου την κραυγή.
Κύμβαλα αλαλάζοντα απόμακρα
στην υπερέχουσα μακρά νύχτα
στην κοσμική σαλότητα
και τη μοναχική ωραιότητα εκείνη
που δυναμώνει το φως
και γλυκαίνει όλο και πιο πολύ τη χαρά.
Ιδού το λυκαυγές της χάριτος
πρόωρο κι αυτό
κατά το Αυτού μέγα και πλούσιο έλεος
κι όχι την ημέτερη ουτιδανή αξία.
Share Button