
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και μονάζει στον Άθωνα από το 1974. Ασχολείται με την αγιογραφία, την ποίηση, την κριτική, την επιμέλεια και τη συγγραφή βιβλίων. Έχει εκδώσει δεκάδες βιβλίων, που αφορούν στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, ενώ έχει δημοσιεύσει εκατοντάδες σχετικά άρθρα, δοκίμια και ποιήματα σ’ εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Αρκετά έργα του έχουν μεταφρασθεί σε ξένες γλώσσες. Εσχάτως κυκλοφόρησε το 50ό βιβλίο του-έργο ζωής, ο μνημειώδης Τόμος «Οι Άγιοι του Αγίου Όρους» (εκδ. Μυγδονία, σελ. 832). Έχει δώσει σειρά ομιλιών, ύστερα από προσκλήσεις Μητροπόλεων, Πανεπιστημίων και Συλλόγων, έχοντας λάβει μέρος και σε αρκετά επιστημονικά Συνέδρια. Είναι από εικοσαετίας αρχισυντάκτης του καλού αγιορειτικού Περιοδικού Πρωτάτον και Γέροντας της Καλύβης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου της Ιεράς Σκήτης Αγίου Παντελεήμονος – Κουτλουμουσίου.

Μ’ έχει συγκινήσει και «σκλαβώσει» με την αγάπη του, τόσο που θέλησα κάποια στιγμή να τον ευχαριστήσω (συν τοις άλλοις) για την προσευχητική του στήριξη σε ώρες πολύ δύσκολες για μένα. Τού έγραψα και τού αφιέρωσα, στις 12 Ιουλίου 2001, μερικούς στίχους ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης. Στο ποίημα αυτό «πρωταγωνιστεί» ένα μικρό κοριτσάκι, η Μαρία, που δεν είναι άλλη από την Παναγία. Σε χρόνο άχρονο και ποιητική αδεία, η κόρη παρουσιάζεται να ζει στο Άγιον Όρος, να γυροδιαβαίνει ως παιδάκι στο κελί του π. Μωυσή, βιώνοντας όλα της ζωής της τα συγκλονιστικά και ανεπανάληπτα συμβάντα, από τον Ευαγγελισμό μέχρι το Πάθος του Γιου Της. Εντέλει γίνεται πλάγια αναφορά στην εικόνα «Άξιον εστί», που θησαυρίζεται στο Πρωτάτο. Το αντιγράφω εδώ:
ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣΤου Μωυσέως Αγιορείτου
Πλούσιος πένης και συ
παραμυθίας κανδήλα
με μόνην επί δώματος εφέστια παρεούλα
τη Μαρία
να σού κάνει σκανταλιέςσβήνει κι ανάβει τα κεριά
τρώει τα λουκούμια
σού μουτζουρώνει τα χαρτιά
μπερδεύει στίχους και μολύβια
Πλούσιος πένης και συ
παραμυθίας κανδήλα
με μόνην επί δώματος εφέστια παρεούλα
τη Μαρία
να σού κάνει σκανταλιέςσβήνει κι ανάβει τα κεριά
τρώει τα λουκούμια
σού μουτζουρώνει τα χαρτιά
μπερδεύει στίχους και μολύβια
μα
τρέχει κι αποκρύβεται
στην κόγχη του Πρωτάτου
κάθε που ακούει
περίφοβη
αποβραδίς Βαγγελισμού
χαλαλοή στα κεραμίδια
τον Άγγελο του Πάθους να ολολύζει.
Το παραπάνω ποίημα πήρε τη θέση του στην ποιητική μου συλλογή «Της αγάπης μέγας χορηγός», (εκδ. 2003, σ. 47). Όταν τού την έστειλα, μού απάντησε με τα παρακάτω λόγια, τα οποία δημοσιεύω, όχι για να φανεί η δική μου «αξία» (μη μοι γένοιτο), αλλά η καλοσυνάτη καταδεκτικότητα του Γέροντα:«(…) Αδελφέ μου δεν είμαι καλός κριτικός της ποίησης. Στις λίγες παρακάτω γραμμές θέλω, αν μπορέσω, να εκφράσω το ρίγος της συγκίνησης απ’ τη χθεσινοβραδυνή ανάγνωση των στίχων των ποιημάτων σας. Μέσα από τα ξαφνιάσματα των στίχων από ξενικές λέξεις, απίθανα επίθετα, λανθάνουσες ή μη ειρωνείες, περιγέλασμα του χρόνου και της καθημερινότητας, πρόσωπα της Ιστορίας, της Λειτουργίας, της Γειτονιάς, τόπους της Ζάκυνθος, της Πελοποννήσου, της Ελλάδας μας, ευχές κι αρές, πιστεύω πως καταφέρνετε περίτεχνα να μας πείσετε πως είσθε ένας καλός ποιητής και πως πράγματι της αγάπης μέγας χορηγός είναι ο Χριστός κι ο κάθε αληθινά ταπεινός. (…)».
***

Ακολουθούν δυο δείγματα γραφής, χάριν των αναγνωστών μας:
Στ΄Να προσεύχεσαι για μάς, μού λένε
θα προσεύχομαι, τούς λέω.
Κι όταν προσεύχομαι δεν κλαίω
γι’ αυτούς που δεν προσεύχονται
γι’ αυτούς που δεν ξέρουν
γι’ αυτούς που δεν θέλουν
γι’ αυτούς που κάποτε κάτι είπαν
που δεν ξέρουν να επιμένουν
που βιάζονται πολύ
και φωνάζουνε
σα να μη κανείς τούς ακούει…
Ξέρω πως όλοι αναμένουν
την ώρα μιας καλής προσευχής
και δεν ξέρουν ακόμη
πως η κατάκτηση είναι η ήττα
η γνώση της πενίας
η προσευχή της σιωπής
η αγρυπνία του δέους
ενός θεού που κατέρχεται
να σ’ αγκαλιάσει πεσμένο
σκώληκα, κοπρία, στάκτη
άνοιξη, ανάσταση, άνθος
νύκτα, Άθως, πάθος, λάθος, βάθος…
ΛΖ΄
Ανάγκη πάσα να παραμείνω στον τάφο μου
στο ταπεινό κελλί μου
προς καινοτόμηση του άστατου βίου
προς συνάντηση του άγνωστου εαυτού
που ξεγλιστρά επικίνδυνα πάντα
στην πρόωρη σκοτία
τη χτεσινοβραδινή.
Ηδέως μόνος
κι ο πόνος βαθύς.
Τίκτεται δάκρυ γλυκύ
στη ρωγμή του προσωπείου
στο τρίκλισμα του Φαρισαίου
στου Ιούδα την αμοιβή
του τελώνη τον κτύπο
του ληστή του λόφου εκείνου την κραυγή.
Κύμβαλα αλαλάζοντα απόμακρα
στην υπερέχουσα μακρά νύχτα
στην κοσμική σαλότητα
και τη μοναχική ωραιότητα εκείνη
που δυναμώνει το φως
και γλυκαίνει όλο και πιο πολύ τη χαρά.
Ιδού το λυκαυγές της χάριτος
πρόωρο κι αυτό
κατά το Αυτού μέγα και πλούσιο έλεος
κι όχι την ημέτερη ουτιδανή αξία.
θα προσεύχομαι, τούς λέω.
Κι όταν προσεύχομαι δεν κλαίω
γι’ αυτούς που δεν προσεύχονται
γι’ αυτούς που δεν ξέρουν
γι’ αυτούς που δεν θέλουν
γι’ αυτούς που κάποτε κάτι είπαν
που δεν ξέρουν να επιμένουν
που βιάζονται πολύ
και φωνάζουνε
σα να μη κανείς τούς ακούει…
Ξέρω πως όλοι αναμένουν
την ώρα μιας καλής προσευχής
και δεν ξέρουν ακόμη
πως η κατάκτηση είναι η ήττα
η γνώση της πενίας
η προσευχή της σιωπής
η αγρυπνία του δέους
ενός θεού που κατέρχεται
να σ’ αγκαλιάσει πεσμένο
σκώληκα, κοπρία, στάκτη
άνοιξη, ανάσταση, άνθος
νύκτα, Άθως, πάθος, λάθος, βάθος…
ΛΖ΄
Ανάγκη πάσα να παραμείνω στον τάφο μου
στο ταπεινό κελλί μου
προς καινοτόμηση του άστατου βίου
προς συνάντηση του άγνωστου εαυτού
που ξεγλιστρά επικίνδυνα πάντα
στην πρόωρη σκοτία
τη χτεσινοβραδινή.
Ηδέως μόνος
κι ο πόνος βαθύς.
Τίκτεται δάκρυ γλυκύ
στη ρωγμή του προσωπείου
στο τρίκλισμα του Φαρισαίου
στου Ιούδα την αμοιβή
του τελώνη τον κτύπο
του ληστή του λόφου εκείνου την κραυγή.
Κύμβαλα αλαλάζοντα απόμακρα
στην υπερέχουσα μακρά νύχτα
στην κοσμική σαλότητα
και τη μοναχική ωραιότητα εκείνη
που δυναμώνει το φως
και γλυκαίνει όλο και πιο πολύ τη χαρά.
Ιδού το λυκαυγές της χάριτος
πρόωρο κι αυτό
κατά το Αυτού μέγα και πλούσιο έλεος
κι όχι την ημέτερη ουτιδανή αξία.