Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959), Πόντιος στην καταγωγή, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Δράμας το 1930, όπου ανέπτυξε ως ιερομόναχος και εξομολόγος μεγάλη πνευματική δραστηριότητα.
Ως λειτουργός ζούσε υπερφυσικές καταστάσεις, που ήταν απόρροια της οσιακής βιοτής.
<<Δυναμώστε την πίστη σας>>, συμβούλευε τα πνευματικά του παιδιά, <<και προσπαθήστε να προσηλώνεστε στα τελούμενα κατά τη θεία λειτουργία , ώστε ν΄αξιώνεστε να βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού, το ¨Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει στην αγία τράπεζα …>>.
Όταν θα λειτουργούσε, σηκωνόταν γύρω στα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί και να ετοιμαστεί για το μέγα μυστήριο. Ήταν ακούραστος και ιεροπρεπής. Δεν βιαζόταν και στεκόταν μπροστά στην αγία τράπεζα σαν αναμμένη λαμπάδα.
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην αγία πρόθεση, μια χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές να επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα. ¨ήταν δαίμονες, που θορυβούσαν για να σταματήσει η μνημόνευση.
Στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα. Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών, είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τους συγγενείς τους για τα προβλήματά τους ή για τον τρόπο που πέθαναν, ώστε να τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες.
Σε μίαν αγρυπνία, στο ναό του αγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη, πνευματικά του παιδιά είδαν το γέροντα Γεώργιο, αν και ήταν απών, να συλλειτουργεί με τον εφημέριο του ναού. Θαύμασαν οι πιστοί για τη μυστική παρουσία του, με την οποία ήθελε να τους ενισχύσει τον κόπο της αγρυπνίας.
Ο πατήρ Γεώργιος επικοινωνούσε με τον αόρατο πνευματικό κόσμο. Η επαφή του αυτή με τους αγίους ήταν εντονότερη την ώρα της θείας λατρείας. Συχνά συλλειτουργούσε με αγίους. <<Σπάνια λειτουργώ μόνος>>, έλεγε με απλότητα. <<Σήμερα είχαμε τον τάδε συλλειτουργούντα>>.
Σε μία λειτουργία όλο το εκκλησίασμα άκουσε ένα δυνατό θόρυβο στο άγιο βήμα. Στη συνέχεια είδαν το πρόσωπο του γέροντα αλλοιωμένο και φωτεινό. <<Είχαμε ουράνιους επισκέπτες>>, εξήγησε αργότερα• <<τον άγιο Μήνα, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Νικόλαο…>>.
Άλλη φορά, στο τέλος της θείας μυσταγωγίας, είπε συγκινημένος: <<Είχαμε μουσαφιρέους, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Ιωάννη• αυστηρός μουσαφίρης ο Τίμιος Πρόδρομος>>. Κάθε φορά που θύμιαζε την εικόνα του, έτρεμε το χέρι του.
¨όταν συλλειτουργούσε με τους αγίους, στην απόλυση συνήθιζε να τους μνημονεύει, και τότε η συγκίνηση και η χαρά του ήταν απερίγραπτες.
Την παραμονή του ελληνοιταλικού πολέμου έκλαιγε συνεχώς.
-Τι έχεις γέροντα και κλαις; τον ρωτούσαν.
-¨Έμεινα ορφανός, απαντούσε εκείνος. ¨έφυγε η Παναγία με τον άγιο Γεώργιο στο μέτωπο. Ευλαβείς χριστιανοί τον έβλεπαν την ώρα της θείας λειτουργίας να μην πατάει στη γη. ¨Έτσι, σε μία νυχτερινή λειτουργία, την ώρα που διάβαζε το Ευαγγέλιο, τον είδαν να είναι υψωμένος από το έδαφος. Σε μία άλλη θεία λειτουργία, την ώρα της μεγάλης εισόδου, τον είδαν πάλι να βαδίζει στον αέρα, να σταματάει στο κέντρο του ναού μία σπιθαμή ψηλότερα από το δάπεδο και τέλος, μπαίνοντας στο άγιο βήμα, ν΄ακουμπάει στο έδαφος.
Κάποτε ένας επισκέπτης, αυτόπτης μάρτυρας παρομοίων γεγονότων, τα διηγήθηκε στους άλλους πιστούς. Τον κάλεσε τότε ο γέροντας, του έδωσε ένα χαστούκι (!) και του είπε αυστηρά:
-Ο,τι βλέπεις δεν θα τα λες σε άλλον!
Μια γυναίκα, μετά από κάποια μυσταγωγία, του είπε:
-Σε είδα, γέροντα, να λάμπεις δυνατά.
Κι εκείνος ταπεινά αποκρίθηκε:
-Είμαι άξιος εγώ να λάμπω; Ο Χριστός είναι άξιος. Ίσως η δική του λάμψη να έπεφτε πάνω μου …
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία
¨Έκδοση Ι. Μονής Παρακλήτου Αττικής.)