Κανείς δεν πρέπει να αγγίζη ούτε το σώμα του χωρίς ανάγκη
Κανείς δεν πρέπει να αγγίζη ούτε το σώμα του χωρίς ανάγκη
Πρόσεχε να μην πλησιάζης τα χέρια ή τα πόδια σου κοντά στα σώματα άλλων και μάλιστα νέων, και περισσότερο πρόσεχε να μην τα απλώνης χωρίς ανάγκη, ούτε πάνω στα μέλη του σώματός σου, ούτε καν για να ξυσθής, καθώ; και αυτό το διδάσκουν και ο αββάς Ισαάκ και οι θείοι Πατέρες επακριβώς. Γιατί και από αυτά τα οποία φαίνονται ασήμαντα η αφή, ή για να πούμε την αλήθεια ο πονηρός, συνηθίζει να ερεθίζη προς την αμαρτία και να εγείρη στο νου αμέσως άπρεπες εικόνες επιθυμίας, για να μολύνη το κάλλος της σωφροσύνης των λογισμών. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης της Κλίμακος είπε: «Μπορεί να μολυνθή το σώμα με μια απλή επαφή, διότι δεν υπάρχει καμμία αίσθησι πιο επικίνδυνη από την αφή. Να θυμάσαι αυτόν που τύλιξε το χέρι με το κάλυμμα της κεφαλής και να ακινητοποιής το χέρι σου, ώστε να μην εγγίζει οποιοδήποτε μέλος του ιδικού σου είτε ξένου σώματος (Κλίμαξ λόγ. ΙΕ΄ §47,48)[29]. Γι’ αυτό και όταν ασχολήσαι με τις φυσικές ανάγκες του σώματός σου, σεβάσου τον άγγελο που σε φυλάει, όπως και αυτό που λέει ο άγιος Ισαάκ (Λόγ. κς΄ σελ. 167). και αλλού ο ίδιος λέει «Παρθένος δεν είναι αυτός που φυλάει το σώμα του αμόλυντο από την συνουσία, αλλά αυτός που ντρέπεται τον εαυτό του όταν είναι κατ’ ιδίαν» (λόγ. να΄)[30] 29: Εδώ ο Άγιος λέει για εκείνον τον όσιο, ο οποίος, όταν ήλθε στην ανάγκη για να πιάση την μητέρα του από το χέρι για την περάση από το ποτάμι, επειδή ήταν γριά, δεν τόλμησε να την πιάση με γυμνά τα χέρια του, αλλά τα τύλιξε στο φακιόλι ή σε κάποιο άλλο κουρέλι και έτσι αφού την έπιασε, την πέρασε απέναντι. 29:f Ακόμα και εκείνος ο εξωτερικός Πυθαγόρας, δίδασκε ότι ακόμα και αν δεν υπήρχε κάποιος άλλος θεατής της ανθρώπινης κακίας, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη, ωστόσο ο άνθρωπος θα έπρεπε να σέβεται και να αιχύνεται τον εαυτό του. Γιατί πράττοντας το κακό, υβρίζει και ατιμάζει τον εαυτό του. Αλλά και οι Αθηναίοι για αυτό αφιέρωσαν ναό στην αιδώ, για να είναι η αιδώς αντί του Θεού στην ορθή συνείδησι. Και αν αυτοί οι εθνικοί δίδασκαν αυτά και ένοιωθαν τόση ντροπή προς τον εαυτό του όταν βρίσκονταν κατ’ ιδίαν, πόσο περισσότερο πρέπει εμείς οι χριστιανοί να ντρεπώμαστε τον εαυτό μας όταν βρισκώμαστε, είτε κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, είστε σε κάποια ερημική μοναξιά, είτε στο σκοτάδι της νύχτας; Γιατί την αιδώ και την συστολή και την ευλάβεια την οποία έχουμε όταν βρισκώμαστε μέσα σε κάποιο θείο ναό, την ίδια πρέπει να έχουμε και προς τον εαυτό μας, ο οποίος είναι ναός του Θεού και της χάριτος του Αγίου Πνέυματος, το οποίο έχετε από το Θεό (Α΄ Κορ. 6,19). Μάλλον το σώμα μας είναι πολύ τιμιώτερο και σεμνότερο από το ναό, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Γιατί εμείς είμαστε έμψυχοι και λογικοί, ενώ ο ναός άψυχος και άλογος, και διότι ο Θεός πέθανε υπέρ ημών και όχι υπέρ των ναών. (Ομιλ. ιδ΄ εις την προς Εφεσ. και ομιλ. κ΄ εις την προς Β΄ προς Κοριν.). Επομένως περισσότερη αισχύνη και συστολή πρέπει να έχουμε προς τον εαυτό μας και το σώμα μας, παρά προς τον ναό. Και γι’ αυτό, όποιος πρόκειται να τολμήση να φθείρη τον άγιο ναό του σώματός του με κάποια αισχρή πράξι, είναι στ’ αλήθεια περισσότερο παράνομος και από εκείνους που πρόκειται να κατεδαφίσουν τους πιο περίφημους ναούς. Και αν οι εξωτερικοί σοφοί, θέλοντας να κάνουν τους ανθρώπους να απέχουν από τις αισχρές πράξεις όταν είναι κατ’ ιδίαν, τους δίδασκαν να φαντάζωνται ότι έχουν παρόντα ως θεατή κάποιον σοβαρό και σεβάσμιο άνθρωπο, έτσι ο Σένεκας τον δικό του Λούκιλλο, να έχη πάντα μπροστά στα μάτια του τον Κηνσωρίνο ή τον Λαίλιο, τους οποίους εκείνος θεωρούσε προσωποίησι της ευθύτητας και της δικαιοσύνης, έτσι και ο ρήτορας Κηδιάδης έκανε τη βουλή των Αθηναίων να τηρήση δικαιοσύνη στην απόφασι που έαψαν για τη διαίρεσι της γης του Σαμίων, διδάσκοντάς τους να φαντασθούν ότι παρίστανται μπροστά τους οι επτά βασιλείς της Ελλάδος και βλέπουν και ακούνε την απόφασί τους. Αν, λέω, μόνο η φανταστική παρουσία θηντών ανθρώπων μπορή να εμποδίση τον άνθρωπο από τα κακά, όταν βρίσκεται κατ’ ιδίαν, πόσο περισσότερο μπορεί να τον εμποδίση από κάθε κακία η αληθινή και άφευκτη παρουσία του πανταχού παρόντος και αθάνατου Θεού; ο οποίος, όχι μόνο βλέπει τις εξωτερικές πράξεις του ανθρώπου, αλλά και τους εσωτερικούς διαλογισμούς της καρδιάς του και τις καταγράφει για να τον τιμωρήση στον καιρό της κρίσως; Πολύ ανόητοι είναι λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι βρίσκωντα κατ’ ιδίαν σε σκοτεινά και απόκρυφα μέρη, ή δεν ντρέπονται τον εαυτό τους ή δεν θυμούνται την παρουσία του Θεού, αλλά λένε «Εγώ βρίσκομαι στο σκοτάδι και ποιος με βλέπει;». Γι’ αυτό ο Θεός τους κατηγορεί αυτούς ως ανόητους, λέγοντας άλλοτε μέσω Ιερεμία: «Λέει ο Κύριος: Μπορεί να κρυφθή κανείς και να μην τον βλέπω; Δεν είμαι Εγώ Εκείνος που με την άπειρη σοφία του και την πανταχού παρουσία του γεμίζει τον ουρανό και την γη;» (Ιερ. 23,24), και άλλοτε μέσω του Σειράχ: «Ο άνθρωπος που παραβαίνει την πίστι την συζυγική λέει στον εαυτό του ποιος με βλέπει; Σκοτάδι είναι γύρω μου και οι τοίχοι με κρύβουν, και δεν μπορεί να με δή κανείς, γιατί να φοβηθώ;… Και δεν ξέρει ότι οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι μύριες φορές πιο λαμπεροί από τον ήλιο και βλέπουν όλες τις πράξεις και παρακολουθούν όλους τους δρόμους των ανθρώπων και παρατηρούν ακόμα και τα πιο απόκρυφα μέρη;» (Σοφ. Σειρ. 23, 18-19). ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ (σελ. 133-135) ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΑΠΟΔΟΣΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ