Οι Προφητείες του Γέροντα Παϊσίου προκαλούν ρίγη
Ο Παΐσιος είναι από την 14η Ιανουαρίου άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το όνομά του ωστόσο είναι πολύ γνωστό εδώ και δεκαετίες, τόσο για τον σκληρό βίο του όσο και για τον χαρακτήρα του, τα θαύματά που του αποδίδονται και τις προφητείες του για τον κόσμο αλλά και τον Ελληνισμό.
Ποιος όμως ήταν ο Άγιος (πλέον) Παΐσιος; Θα μπορούσε να του αποδοθεί ο τίτλος του πιο αναγνωρίσιμου μοναχού των τελευταίων ετών. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος σύμφωνα και με τα λεγόμενα του Οικουμενικού Πατριάρχη, «ευθύνεται» για την αναβίωση του μοναχισμού, ο οποίος βρισκόταν σε παρακμή. [Διαβάστε για την αγιοποίησή του ΕΔΩ]
Ο Όσιος Παΐσιος o Αγιορείτης, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης -γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και «έφυγε» τον Ιούλιο του 1994- ήταν Έλληνας μοναχός που έγινε ευρέως γνωστός για τον βίο και το έργο του.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος, ήταν πρόεδρος των Φαράσων, και η μητέρα του Ευλαμπία. Είχε ακόμη 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και ακολούθως πήγε στην Κέρκυρα. Εκεί, τα μέλη της οικογένειας έμειναν για ενάμιση χρόνο. Κατόπιν μετέβησαν στην Ηγουμενίτσα και κατέληξαν στην Κόνιτσα, όπου ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του με «εξαίρετο διαγωγή». Από μικρός, δε, σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Είχε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και επιθυμούσε να μονάσει.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι’ αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». [Δείτε την φωτογραφία του από τα χρόνια της θητείας κάνοντας κλικ ΕΔΩ].
Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
Τότε ήταν που πήγε και στο Άγιον Όρος για να μονάσει, αλλά επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, και επέστρεψε στο ιερό άβατο. Μία από τις πρώτες νύχτες που πέρασε στο Άγιον Όρος ήταν στην σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και τον ακολούθησε πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Ύστερα από αρκετές «περιπλανήσεις» σε διάφορα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους και στο Σινά, μετακινήθηκε στη Μονή Κουτλουμουσίου. Συγκεκριμένα το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα χρόνια έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.
To 1962 πήγε στο Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος. Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ.
Tο 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου.
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές.
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.
Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο της κοίμησής του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
Ήδη πριν το θάνατο του Παΐσιου, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μύθος γύρω από το όνομά του και έγινε πρόσωπο αμφιλεγόμενο για τη μοναστική κοινότητα του Άθω: κάποιοι παλαιότεροι μοναχοί και ζηλωτές, όπως εκείνοι της Μονής Εσφιγμένου, του ασκούσαν κριτική. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Παΐσιος ήταν ένας από τους υπεύθυνους για την αναβίωση του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, που βρισκόταν σε παρακμή ως τη δεκαετία του 1960. Στην Ελλάδα και στο Άγιο Όρος είναι γνωστός μαζί με τον Άγιο Πορφύριο ως θαυματουργός και θεραπευτής. Οι Μητροπολίτες Ναυπάκτου Ιερόθεος και Μαραθώνα Μελίτων έχουν προτείνει την κατάταξή του στα δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Αγίου.
Η θαυματολογία γύρω από τον γέροντα Παΐσιο έχει ως αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να επισκέπτονται καθημερινά τη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου είναι θαμμένος, η οποία είναι γνωστή και με το όνομά του. Κυκλοφορούν επίσης δεκάδες βιβλία με διδασκαλίες του και προφητείες του, που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα, από το τέλος του κόσμου ως την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον για τον Παΐσιο ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» (Σουρωτή Θεσσαλονίκης).
Τιτλοφορούνται:
- Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1991)
- Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης, 1809-1886 (1986)
- Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (1993)
- Επιστολές (1994)
Οι προφητείες του που έγιναν γνωστές σε ολόκληρο τον Ελληνισμό
Στον Άγιο Παΐσιο αποδίδονται δεκάδες προφητείες. Τόσο για τον κόσμο ολόκληρο όσο και για τον Ελληνισμό και την τύχη του. Στο αποκαλυπτικό βιβλίο του Νικολάου Ζουρνατζόγλου Μαρτυρίες Προσκυνητών Τόμος Β 1η Έκδοση (2012) καταγράφεται, η μαρτυρία του κου Ματθαίου Κουρή , από την Κέρκυρα (σελ. 368): «Στην Αθωνιάδα πήγα το 1985 και επί δύο χρόνια ήμουν τακτικός επισκέπτης του γέροντα. Μας έλεγε θυμάμαι : “Ο κομμουνισμός παιδιά θα σβήσει. Θα σπάσουν την Σοβιετική Ένωση σε πολλά κομμάτια και θα την αποδυναμώσουν. Όμως κάποια από αυτά τα κομμάτια θα ξαναενωθούν με την Ρωσία».
«Οι Τούρκοι τα κόλλυβα τα έχουν στη μέση τους. Θα πάθουν μεγάλο κακό. Τότε θα επέμβει από πάνω ο Ρώσος και θα γίνει όπως τα λέει η προφητεία του Αγίου Κοσμά. Οι μεγάλοι θα φροντίσουν…Την Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες πρέπει να τη φυλάξουν. Και, έτσι, ο Θεός θα τη χαρίσει σε μας. Θα μας βοηθήσει ο Θεός, γιατί είμαστε Ορθόδοξοι»…
«Η Τουρκία θα διαλυθεί και, μάλιστα, θα τη διαλύσουν οι ίδιοι οι σύμμαχοι» – «Όταν ο τουρκικός στόλος ξεκινήσει να κατευθύνεται κατά της Ελλάδος και φθάσει στα έξι μίλια, πράγματι θα καταστραφεί. Θα είναι η ώρα που θα έχουν τα κόλλυβα στο ζωνάρι τους. Αλλά, αυτό δε θα γίνει από εμάς. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Το «Εξαμίλι» θα είναι η αρχή του τέλους….. Μετά θα αρχίσουν όλα τα γεγονότα, που θα καταλήξουν στο να πάρουμε την Πόλη…. Την Πόλη θα μας τη δώσουν….. Θα γίνει πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Στην αρχή, οι Τούρκοι θα νομίσουν ότι νικάνε, αλλά αυτό θα είναι η καταστροφή τους. Οι Ρώσοι, τελικά, θα νικήσουν και θα πέσει η Πόλη στα χέρια τους. Μετά θα την πάρουμε εμείς…… Θα αναγκασθούν να μας τη δώσουν
Οι Τούρκοι «θα καταστραφούν. Θα σβήσουν από το χάρτη, διότι είναι ένα έθνος, το οποίο δεν προέκυψε από την ευλογία του Θεού. Από τους Τούρκους το 1/3 θα πάει από όπου ξεκίνησαν, στα βάθη της Τουρκίας, το 1/3 θα σωθεί, διότι θα έχει εκχριστιανισθεί και το τελευταίο 1/3 θα σκοτωθεί στον πόλεμο αυτόν….»
Όταν ακούσετε , ότι τα νερά του Ευφράτη τα κόβουν ψηλά οι Τούρκοι με φράγματα , να ξέρετε ότι ήδη μπήκαμε στην προετοιμασία του Αρμαγεδώνα ,και ότι διακόσια εκατομμύρια στρατός θα διαβή τον Ευφράτη για την Μέση Ανατολή ….