Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος
Ο Βίος και το έργον του
Ο άγιος Εφραίμ, επονομαζόμενος «ο Σύρος», γεννήθηκε στις αρχές τού δ’ αιώνος, πιθανώς το 306 μ.Χ. εις την πόλη της Μεσοποταμίας Νίσιβιν.
Μολονότι η γενέτειρά του μόλις την εποχή του εμφανίζεται στην ιστορία σαν πόλις χριστιανική, όμως ο ευαγγελισμός της πρέπει να είναι κατά πολύ προγενέστερος. Έτσι, ήδη από τα έτη 79 μ.Χ. και 116 μ.Χ. μαρτυρείται στην περιοχήν η παρουσία τού αποστόλου της Εδέσσης της Μεσοποταμίας Mari, μαθητή τού Addai και πιο συγκεκριμένα νοτιότερα, στην Κτησιφώντα. Εν τούτοις, η πρώτη σαφής και αδιαμφισβήτητη ιστορική μαρτυρία για Χριστιανισμό στη Νίσιβιν είναι εκείνη της επιταφίου επιγραφής του Αβερκίου Ιεραπόλεως. Εξ άλλου, και τα απομνημονεύματα των μαρτύρων της Νισίβεως στην αρχαία Συριακή Σύνοψη μαρτυρούν, απ’ την πλευράν τους την αρχαιότητα του ευαγγελισμού της Νισίβεως.
Πάντως, πρώτος επίσκοπος της πόλεως υπήρξε ο Ιάκωβος Νισίβεως, με τον οποίον συνδέθηκε στενότατα ο άγιος Εφραίμ, τον ετίμησε δε στα ποιήματά του ο άγιός μας και η αρχιερατεία του διήρκεσε μίαν τριακονταετία (308/309-338 περίπου). Μερικά ουσιώδη σημεία της δραστηριότητος του επισκόπου αυτού ήλθαν στο φως μετά από έρευνες τού Peeters: Έτσι, γνωρίζομε ότι μόλις δια διατάγματος τού Μ. Κωνσταντίνου κατέστη εφικτή η ανέγερσις ναού, ο επίσκοπος έκτισε την πρώτη εκκλησία στη Νίσιβιν. Από δε τα συγγράμματα τού Μ. Αθανασίου πληροφορούμεθα ότι ο πρώτος επίσκοπος Νισίβεως ήταν από τους πιο δραστήριους αντίπαλους τού Αρείου. Τέλος, πέθανε κατά τη διάρκεια πολιορκίας της Νισίβεως από τον Πέρση Σαπώρ Β‘ και οι κάτοικοι θεώρησαν ότι η τελική σωτηρία της πόλεώς τους ωφείλετο στον Ιάκωβο. Ο επίσκοπος αυτός που ήταν και ο πνευματικός πατέρας τού αγίου Εφραίμ, υπήρξε αξιολογότατος ποιμήν, εμψυχωτής τού ποιμνίου του, δομήτωρ εκκλησιών, βαθύς γνώστης των ανθρώπων, σπουδαίος θεολόγος και διδάσκαλος της πίστεως και αμύντωρ της πόλεώς του.2
Ως προς δε τις βιογραφικές πήγες για τον άγιο Εφραίμ, θα πρέπη να σημειώσουμε ότι σώζονται μεν πολλές βιογραφίες του3, στις οποίες όμως είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τι αποτελεί ιστορία και τι απλώς θρύλο. Επομένως, διαθέτομε λίγες σίγουρες ιστορικές πληροφορίες γι’ αυτόν.
Στο κατωτέρω σύντομο βιογραφικό σημείωμα ακολουθούμε εν πολλοίς τα συμπεράσματα των εργασιών τού R.Murray επί τού βίου τού αγίου Εφραίμ:
Ημητέρα λοιπόν τού αγίου Εφραίμ κατήγετο από το Amid της Μεσοποταμίας, ενώ ο πατέρας του ήταν από τη Νίσιβιν και πιθανώς υπήρξε ιερεύς ενός ειδώλου ονομαζόμενου Abnil (ή Abizal). Επομένως, ο Εφραίμ προερχόταν ίσως από ειδωλολατρική4οικογένεια, βαπτίσθηκε δε από τον επίσκοπο της πόλεως, τον ήδη γνωστό μας Ιάκωβο, υπό την προστασία τού οποίου μεγάλωσε και, στην συνέχεια, εχειροτονήθη διάκονος. Πάντως τον πρώτον αυτό βαθμό της ιερωσύνης διετήρησε μέχρι θανάτου. Κατά μία δε παράδοσιν συνώδευσε τον επίσκοπο Ιάκωβο εις τηνσύνοδο της Νικαίας, όπου και παρευρέθη ο Εφραίμ. Κατ’ άλλη παράδοση μετά την σύνοδο αυτήν, οι συνοδικοί επιστρέψαντες εις τας επισκοπάς των ίδρυσαν και από μίαν τοπική θεολογική σχολή ο καθένας τους. Ο επίσκοπος Ιάκωβος ίδρυσε βοηθούμενος υπό τού Εφραίμ, θεολογική σχολή εις Νίσιβιν, επί κεφαλής της οποίας τοποθέτησε τον Εφραίμ, τον οποίον επεφόρτωσε και με τη διδασκαλία τού μαθήματος της εξηγητικής της Αγίας Γραφής. Ο Εφραίμ ανέλαβε καθήκοντα στην σχολή, της οποίας υπήρξε ο κύριος εμψυχωτής και μετά το θάνατον τού επισκόπου Ιακώβου, επί των διαδόχων τουBabu(από το 338),VologesΒ’(346-349) καιAbraham(361). Ήταν τόση δε η αίγλη, που προσέδωσεστη σχολή ο Εφραίμ, ώστε οι ανατολικοί Σύροι, οι λεγόμενοι νεστοριανοί θα ονομάσουν αργότερα τη Νίσιβιν «η πόλις των διανοουμένων». Σ’ αυτό βέβαια, ως προείπομεν, συνετέλεσεν η από τα μέσα τού δ’ αιώνος παρουσία σ’ αυτό το φημισμένο κέντρο θεολογικών σπουδών, μεταξύ των άλλων σπουδαίων καθηγητών, τού μεγάλου ποιητή τού και μεγαλύτερου θεολόγου της συριακής Εκκλησίας, τού αγίου Εφραίμ.
Αλλά η ζωή και δράσις, τού αγίου μας, επειδή συνδέθηκε στενά με την ιστορία και τις τύχες της γενέτειράς του, και τις επηρέασε και επηρεάσθηκε βαθύτατα απ’ αυτές. Η Νίσιβις, την οποίαν ο άγιος Εφραίμ ονομάζει «πρωτεύουσα της Μεσοποταμίας» ενώ ο Θεοδώρητος θα την αποκαλέση «μεγάλην πόλιν», είχε κατά καιρούς πολιτικο-στρατιωτικές ταλαιπωρίες, στις οποίες ο άγιος ανεμίχθη ενεργά, όπως τουλάχιστον φαίνεται από τα ποιήματά του. Οικονομικοί λόγοι εκ της γεωφυσικής και γεωπολιτικής θέσεώς της την καθιστούσαν το μήλο της έριδος μεταξύΠερσώνκαιΡωμαίων. Αλλά και ο πολιτισμός της Νισίβεως, όπως άλλωστε και της γύρω περιοχής υφίστατο τις πιο ποικίλες και ετερόκλητες πολιτιστικές επιδράσεις:σημιτικές, ιρανικές, ελληνικές, ακόμη καιαραβικές.5
ΗΝίσιβις επί της εποχής τού αγίου Εφραίμ υπέστη από τους Πέρσες (Σαπώρ Β’) τρεις πολιορκίες, κατά τα έτη 338, 346 και 350. Αφ’ ότου όμως η πόλις ωχυρώθηκε, ουδέποτε πλέον κατελήφθη. Ο άγιος Εφραίμ μπορούσε να είναι, και ήταν στα ποιήματά του, εθνικά υπερήφανοςγια την άπαρτη πατρίδα του. Οι δε αναφερθείσες και αποτυχούσες τρεις πολιορκίες έγιναν ξακουστές κυρίως διότι τραγουδήθηκαν απ’ τον ίδιον τον άγιο με τα ποιήματα-ύμνους του (CarminaNisibena=τραγούδια της Νισίβεως), όμως το 363 ο αυτοκράτορας Ιοβιανός αποφάσισε και παρά τις θερμές παρακλήσεις των κατοίκων για να τους επιτρέψη να υπερασπισθούν τη Νίσιβιν με δικές τους δυνάμεις, όμως δεν εκάμφθη και παρέδωσε την πόλη στους Πέρσες υπό τον όρο να μη κάνουν αυτοί διωγμούς κατά των χριστιανών. (Ammiani Marcellini XXV,7,11). Ο S. Verosta(InternationalLawinEuropeandWesternAsiabetween100and650A.D.:ReceuildesCours,Academiededroitinternational, τόμ. 113,Leyden, 1966, σελ. 551 και εξής)βλέπει στους όρους της συνθήκης τού 363 για πρώτη φοράν στην ιστορία τού διεθνούς δίκαιου, το δικαίωμα πολιτών λόγω παραχώρησης τμήματος» τού κράτους τους, όπου οι ίδιοι κατοικούν, σε άλλο κράτος, να επιλέξουν αν θα παραμείνουν εκεί ή αν θα το εγκαταλείψουν (Πρβλ. Ζώσιμος, Γ, 31,1 «… εγίνοντο μεν τριακοντούτεις σπονδαί, συνεδόκει δε … Νίσιβιν … παραδούναι δίχα των ενοικούντων εδόκει γαρ τούτους, ένθα αν δόξειε Ρωμαίοις, μετοικισθήναι»). Για το πως αντιμετώπισαν οι τότε σύγχρονοι συγγραφείς την εγκατάλειψη της Νισίβεως, εκφράζοντες και την κοινή γνώμη, ιδέ R. Turcan, L’ abandon de Nisibe et Γ opinion publique, Melanges d’ archeologie et d’ histoire offertes a Andre» Piganiol, Paris 1966, σελ. 875-890.
Ο άγιος Εφραίμ, λόγω της κρίσιμης θέσεως της πατρίδος του, θα είχε ασφαλώς ισχυρό αντιπερσικό και φιλοβυζαντινό φρόνημα. Έδειξε δε αυτόν τον αντιπερσισμό του με το ότι τελικά έφυγε από τη Νίσιβιν. Δεν έμεινε να συμβιβασθή σ’ ένα τρόπον ζωής υπό την περσική κυριαρχία.
Μετά, λοιπόν, την άφιξη και εγκατάσταση των Περσών στη Νίσιβιν, καταφεύγει ο άγιος στη γειτονική Έδεσσα, όπου συνέχισε το έργο του, διδάσκων στην σχολή της Εδέσσης, που πιθανώς ίδρυσε ο ίδιος, μέχρι το θάνατό του, που συνέβη στις 9 Ιουνίου τού 373, κατά το χρονικό της Εδέσσης. Τη μνήμη του εορτάζει η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στις 18 Ιουνίου, ενώ η Ορθόδοξη στις 28 Ιανουαρίου.
Συγγράμματα:
Σημειώνουμε μόνον τα μη αμφισβητηθέντα έργα τού αγίου Εφραίμ