Άσωτος δεν είναι μόνο ο νέος που πορνεύει, αλλά εκείνος που την περιουσία που έλαβε από τον Θεό, τα τάλαντα και τα χαρίσματα, τα σπαταλά για την ευχαρίστησή του, την καλοπέρασή του, τη φιλαυτία και φιλοδοξία του.
Όλοι μας δηλαδή κατά κάποιο τρόπο είμαστε μικροί ή μεγάλοι άσωτοι.
Ξεφύγαμε από το αρχοντικό του πατέρα μας και κατοικούμε σε καλύβια και παράγκες, μετανάστες, πρόσφυγες, ξένοι, ανέστιοι, με πείνα και δίψα μεγάλη και γύμνια πνευματική.
Ο νεαρός άσωτος ζητούσε την ευτυχία και βρήκε τη δυστυχία. Νόμιζε πως ήταν τέλεια ελεύθερος κι έγινε δούλος των παθών του, αλυσοδεμένος αιχμάλωτος, ναυαγός στο πέλαγος των θλίψεων. Μέσα στην αθλιότητα βίωσε τη στέρηση της αληθινής αγάπης, της πατρικής ευσπλαχνίας. Όλο το δράμα και την τραγικότητα της πικρής μοναξιάς. […]
Μέσα από το τέλμα, μέσα από τον βούρκο, μέσα από την τρομερή εκείνη εξουθένωση νοσταλγεί τη θαλπωρή του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Αναπολεί κυρίως τον στοργικό πατέρα. «Εις εαυτόν δε ελθών». Η ανάμνηση της αθωότητος τον επέστρεψε στον εαυτό του. Η αμαρτία τον έκανε να ζει ως εκτός εαυτού. Ξεμεθά, ξυπνά από τον λήθαργο, η μνήμη τον βοηθά…
Η χάρη του Θεού δεν εγκαταλείπει τελείως ποτέ τον άνθρωπο.
Αποφασίζει να επιστρέψει εκεί που έφυγε. Αυτή η μεγάλη αγάπη του πατέρα τον συνόδευε πάντοτε. Δεν τον έκανε να τη λησμονήσει και ν’ απογοητευθεί. Ήταν απόλυτα σίγουρος και βέβαιος για την αγάπη του πατέρα του. Αυτό τον έσωσε.
Τον έσωσε ακόμη η μη αργοπορία και η μη αναβολή. Η σωτήρια σκέψη έγινε αμέσως πράξη. Δεν είχε να ετοιμάσει αποσκευές. Επέστρεφε γυμνός, φτωχός, βρωμερός, μα μετανοημένος. Αυτό ήταν και το πιο σημαντικό. Η μετάνοιά του αποδεικνύεται από την άμεση αποφασιστικότητά του και τα λίγα λόγια που ετοίμασε να πει, δίχως αναλύσεις, περιγραφές και δικαιολογίες. Λόγια λιγοστά, ειλικρινή, ατόφυια, γνήσια κι εγκάρδια.
Η καλή εξομολόγηση δεν θέλει φλυαρίες. Αρκεί το αληθινό ήμαρτον.
Αποφασίζει να επιστρέψει όχι ως γυιος αλλά σαν υπηρέτης. Κακή αναχώρηση και καλή επιστροφή. Η επιστροφή θέλει ταπείνωση. Η ταπείνωση δίνει μετάνοια. Ξέρει καλά πού επιστρέφει ο άσωτος. Δεν αμφιβάλλει διόλου για τη μακροθυμία και ευσπλαχνία του πατέρα του. Ελπίζει στην αγάπη του. Δεν λαθεύει. Πιστεύει ότι θα τον συγχωρήσει. Δεν αστοχεί. Παίρνει τον δρόμο της επιστροφής με σταθερό βήμα και δάκρυα μετανοίας. Τα δάκρυα τον δροσίζουν, τον καθαρίζουν, τον ωραιοποιούν.
Επιστρέφοντας αντικρίζει θέαμα απρόσμενο κι εξαίσιο.
Από μακριά βλέπει τον πατέρα του στο κατώφλι της εξώθυρας να τον αναμένει. Πού ήξερε ο πατέρας ότι εκείνη την ώρα θα επιστρέψει και τον περίμενε; Μα από την ώρα που έφυγε τον ανέμενε. Τόση ήταν η αγάπη του.
Έτσι λέγουν οι άγιοι πατέρες· η ευαγγελική αυτή περικοπή μόνο αν σωζόταν από όλο το ευαγγέλιο, αρκούσε για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Η δε παραβολή δεν θα έπρεπε να λέγεται του άσωτου υιού αλλά του εύσπλαχνου πατέρα.
Ο γυιος συγκλονίσθηκε από την απρόσμενη υποδοχή. Γνώριζε ότι τον αγαπούσε ο πατέρας του αλλά δεν είχε καταλάβει ότι τον λάτρευε. Αγωνίζεται με τρεμάμενη φωνή, από τον συγκλονισμό της πλημμύρας της θείας αγάπης, να καταθέσει τα φτωχά λόγια που έχει ετοιμάσει: Πατέρα, αν μπορώ και μου επιτρέπεις να σε λέω πια πατέρα, ήμαρτον, συγχώρεσέ με, έκανα πράγματι μεγάλο λάθος, δεν μπορώ να είμαι πια παιδί σου, ας γίνω υπηρέτης σου. Αυτοκαταδικάζομαι, αυτοαποκληρώνομαι, είμαι ανάξιος, είμαι αισχρός, αγάπησα τα αμαρτωλά πάθη, αποστράφηκα τις αρετές, κατεφρόνησα τ’ αγαθά…
Ο πατέρας άκουσε καλά τα λόγια της ειλικρινούς μετανοίας του παιδιού του κι ευφράνθηκε χαρά μεγάλη ο Μακρόθυμος, ο Πολυέλαιος, ο Πολυεύσπλαχνος, ο Φιλάνθρωπος και Φιλότεκνος και είπε στους υπηρέτες να τον πλύνουν, να τον καθαρίσουν, να τον στολίσουν και να γίνει πανηγύρι για την επιστροφή του, γιατί ήταν νεκρός και αναστήθηκε ο χαμένος στην πικρή περιπέτεια της ξενιτειάς. […] «Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτωντάς τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε. Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που θύεται ο μόσχος ο σιτευτός.
Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η Θεία Λειτουργία, η σύναξη και η ζωή της Εκκλησίας.» (αρχιμ. Βασίλειος Ιβηρίτης)
Για κάθε άσωτο υπάρχει μετάνοια και σωτηρία. Ο ουράνιος πατέρας πάντα αναμένει. Δεν κουράζεται να περιμένει. Δίνει πολλές ευκαιρίες γι’ αυτή τη σωτήρια επιστροφή. Ο Θεός θέλει όλους τους ανθρώπους να τους σώσει και να έλθουν σ’ επίγνωση. Δεν φθάνει όμως μόνο αυτό. Θέλει απαραίτητα και ο κάθε άνθρωπος να θέλει να σωθεί και να κάνει κάτι γι’ αυτό και να το δείχνει με κάποιο τρόπο. Δεν υπάρχει καμιά αμαρτία που να μη συγχωρεί ο Θεός όσο μεγάλη κι αν είναι. Διαφορετικά θα φαινόταν πιο δυνατός ο δαίμονας και θα ματαιωνόταν το σχέδιο της σωτηρίας. Δεν θα σωθούν αυτοί που πεισματικά και αμετανόητα δεν θέλουν να σωθούν. Το αμάρτημα της αμετανοησίας αποτελεί και τη φοβερή βλασφημία του Αγίου Πνεύματος. Κανείς λοιπόν αμαρτωλός ποτέ να μην απελπισθεί.
Ο άσωτος μας παρακινεί σ’ επιστροφή. Η πράξη του είναι η καλύτερη διδαχή προς μίμηση. Ο μετανοημένος άσωτος εισέρχεται καθαρός, φωτεινός, χαρούμενος στο πανηγυρικό τραπέζει του σπιτικού του.
Ο πατέρας του για τη μετάνοιά του τον αποκατέστησε πλήρως.
Έτσι μιλάμε για άγιο άσωτο. Γιατί;
Γιατί είχε μεγάλη ταπείνωση και αληθινή μετάνοια και σώθηκε.
Κατά την επιστροφή του ασώτου απουσίαζε εργαζόμενος στα κτήματα, ο μεγαλύτερος αδελφός του. Επιστρέφοντας κι αυτός κατάκοπος απρόσμενα παρατηρεί αλλαγή και ρωτά ένα μικρό υπηρέτη τι ακριβώς συμβαίνει. Εκείνος με τη σειρά του εξιστορεί τα καθέκαστα. Το πιο φυσικό θα ήταν να χαρεί και να τρέξει να τον ασπασθεί και να συμφάγει και να συγχαρεί για την έκτακτη επιστροφή και τη μεγάλη αυτή ευλογία. Αντίθετα παρουσιάζει εικόνα θλιβερή. Οργίζεται ο δίκαιος, θυμώνει ο καλός, ζηλοφθονεί ο αδελφός, αυτός που θεωρούνταν ότι μισούσε τις ηδονές οδυνάται, νικιέται από το κακό. Η οργή του ήταν τόσο μεγάλη που δεν ήθελε να μπει στο σπίτι του.
Πληροφορείται ο πατέρας την κατάσταση του μεγαλύτερου γυιου του κι εξέρχεται, όπως εξήλθε για την προϋπάντηση του ασώτου, για την υποδοχή του δίκαιου και προσπαθεί με όλη του την αγάπη και κατανόηση να τον πείσει να εισέλθει στη χαρά του οίκου τους για την επιστροφή του απολωλότος προβάτου, του αδελφού του. Αδυνατεί να τον πείσει ο πατέρας.
Το πάθος έχει κυριεύσει τον πρεσβύτερο αδελφό, δεν θέλει επ’ ουδενί να εισέλθει και να συνευφρανθεί μετά των άλλων. Επιμένει στην αδικαιολόγητη άρνησή του πεισματικά. Καταντά ακατανόητος. Εκφράζει με πόνο την πίκρα του. Γίνεται απαιτητικός, φιλόνικος, αφιλάδελφος, ζηλιάρης, φθονερός, σκληρόκαρδος, θρασύς, ασεβής. Δεν κάμπτεται στα παρακάλια του πατέρα του. Αισθάνεται προδομένος, αδικημένος, προσβλημένος, θιγμένος.
Η παραβολή κλείνει δίχως να μας πει ότι τελικά πείσθηκε ο πρεσβύτερος και εισήλθε στο σπίτι. Μάλλον δεν εισήλθε. Αν εισήρχετο θα λεγόταν οπωσδήποτε.
Τραγικό φαινόμενο. Το καλό, υπάκουο, φρόνιμο, ήσυχο, του σπιτιού παιδί παρουσιάζεται μισάδελφος, αμετάπιστος, ζηλόφθονος, υποκριτής και πείσμονας. Έκρυβε πάθος, έπαιζε κρυφτό, είχε μάσκα, είχε αυτάρκεια, είχε αυτοπεποίθηση, απαιτητικότητα. Δεν είχε ταπείνωση και δεν είχε αγάπη. Φοβερό, ήταν αμετανόητος.
Ήταν πιο άσωτος από τον άσωτο. Αυτός είναι τελικά ο άσωτος. Παρουσιάζει στοιχεία της νοοτροπίας του Φαρισαίου της περασμένης παραβολής. Οι Φαρισαίοι εξοργίζονταν στη στάση του Χριστού απέναντι των αμαρτωλών. Ενοχλούνταν και δεν έκρυβαν καθόλου την αντίδρασή τους.
Ο πρεσβύτερος υιός, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι ένα φοβερά τραγικό πρόσωπο. Προσέξτε παρακαλώ. Ζητά ανταμοιβή για την εργασία του. Καυχιέται για την ηθική του μεγαλοσύνη κι αισθάνεται ασύγκριτα καλύτερος του αδελφού του. Δεν έχει καμιά διάθεση να συμμετάσχει στη χαρά του πατέρα για την επιστροφή του χαμένου αδελφού. Η συμπεριφορά του πρεσβύτερου αδελφού είναι απαράδεκτη, απάνθρωπη, αποκαλύπτει το μεγάλο εσωτερικό του κενό, την ψυχική του ανισορροπία, την πνευματική του ανωριμότητα, τη σκληρότητα της καρδιάς του. Δεν επηρεάσθηκε διόλου από τη φιλοστοργία του πατέρα του. Δεν μαθήτευσε στην αγάπη του. Τα γεγονότα τον ξεσκέπασαν, τον ξεμασκάρεψαν, τον παρουσίασαν γυμνό από κάθε αρετή.
Συνηθίζεται οι ανήθικοι να μιλούν πολύ για ηθική και οι ευσεβοφανείς για ακριβή τήρηση της παραδόσεως. Οι δικαιούντες εαυτούς θέλουν ένα τιμωρό Θεό των αμαρτωλών και βραβευτή των κατακτήσεών τους. Ο Θεός βραβεύει τη μετάνοια κι αγαπά υπέρμετρα την ταπείνωση. Έχουμε δύο άσωτους υιούς τελικά. Ο πρώτος, ο νεότερος, μετανοεί κι επιστρέφει με δάκρυα στο σπίτι του. Ο δεύτερος, απρόσμενα, καταφαίνεται άσωτος δίχως ν’ απομακρυνθεί από το σπίτι του. Ασωτεύει στην αυλή του, στον λογισμό του, κάνει σπήλαιο ληστών την καρδιά του. Μάλιστα ο δεύτερος δεν εισέρχεται καθόλου στο σπίτι του. Κρίμα. Αυτοαδικήθηκε, αυτοκαταδικάσθηκε, απομονώθηκε, πνίγηκε στους ζοφερούς λογισμούς του.
Πάνω από τους δύο γυιους υπάρχει ο φιλόστοργος πατέρας. Κατανυκτική και συγκινητική υπέρμετρα η όλη παρουσία του. Σέβεται την ελευθερία και των δύο. Δεν καταπιέζει κανένα. Δεν επιμένει. Δεν φωνάζει. Δεν απειλεί. Αναμένει ελπιδοφόρα. Τρέχει πρώτος ν’ ασπασθεί τον μετανοημένο επιστρέφοντα. Άμετρη η χαρά του. Μεγάλη η λύπη του για το πείσμα του πρεσβύτερου υιού του. Ας μας μείνει ανεξίτηλη η εικόνα αυτή της πλήρους αγάπης του ουράνιου πατέρα μας. Θα μας είναι χρήσιμη στις πτώσεις μας. Ο αναμένων με ανοιχτές αγκάλες πάντα πατέρας θα μας παρακινεί για σημαντικές και σωτήριες αποφάσεις επιστροφής. Η απαράμιλλη αυτή εικόνα δίνει θάρρος και δύναμη σε πολλούς παρασυρμένους.
Η παρουσίαση ενός αυστηρού, θυμωμένου,
ταραγμένου κι εκδικητικού Θεού δεν είναι ορθόδοξη.
Η μετάνοια δεν δίνει απλά άφεση αμαρτιών αλλά και κοινωνία με τον ζώντα Θεό, συμμετοχή στη χαρά της ουράνιας βασιλείας του από τη ζωή διά του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Η ποιότητα, το μέγεθος, η αξία και η γνησιότητα της φιλοθεΐας μας κρίνεται κι εξαρτάται από την ολοσχερή και θυσιαστική φιλανθρωπία και φιλαδελφία μας. Ο πρεσβύτερος υιός της παραβολής είναι ένας σκέτος, στυγνός και ακέραιος Φαρισαίος. Απαιτεί από τον Θεό να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και να δικαιώνει τους ιδίους.
Ο άγιος άσωτος μοιάζει με τον όσιο τελώνη της περασμένης παραβολής. Μετανοημένοι, ταπεινοί, ήσυχοι, φρόνιμοι, ένδακρεις, αθόρυβοι, αληθινοί και οι δύο. Τους αγαπάμε γιατί τους μοιάζουμε. […] Είναι γλυκά και ωραία τα δάκρυα της μετανοίας. Της ζηλοφθονίας είναι πικρά και άχαρα. […] Δάκρυσε και ο Τελώνης και ο Άσωτος. Ο Φαρισαίος και ο Πρεσβύτερος υιός δεν δάκρυσαν καθόλου. Γιατί; Γιατί είχαν εγωισμό. Ο εγωισμός δεν αφήνει να δακρύσεις. […] Το Άγιον Πνεύμα δίνει τ’ αληθινά δάκρυα στον ταπεινά προσευχόμενο.
Ο πρεσβύτερος υιός είχε κάποια καλά πάνω του. Δεν είχε όμως αγάπη. Η βασική αυτή έλλειψη του ‘κλεβε και το κέρδος των καλών του. Άνθρωπος του Θεού δίχως αγάπη δεν υπάρχει. Πίστη και καθαρός βίος δεν αρκούν δίχως την αγάπη. Η έλλειψη αγάπης έκανε τον μεγαλύτερο αδελφό να μη χαίρεται που βρέθηκε ένας χαμένος και αναστήθηκε ένας νεκρός και μάλιστα ο αδελφός του. Τα βάζει με τον ίδιο τον πατέρα του. Τον θεωρεί άδικο, σπάταλο, υπερβολικό, απλοχέρη και μονομερή. […] Δεν υποπτεύεται ότι έχει ο ίδιος ανάγκη μετανοίας, ότι έχει ανάγκη αγάπης, γιατί αν ο Θεός του φερθεί αυστηρά θα πρέπει να καταποντιστεί.
Λησμονά ο δυστυχισμένος πρεσβύτερος υιός ότι ο πατέρας του είναι η όντως αγάπη, η αυτοαγάπη, η αυτοαγαθότητα. Και η δικαιοσύνη του είναι διαφορετική από των ανθρώπων.
Δεν έχει καταλάβει καλά τόσα χρόνια τι πατέρα έχει. Συμβαίνει μερικές φορές, αδελφοί μου, να ζούμε χρόνια μέσα στην Εκκλησία και να μην έχουμε πάρει χαμπάρι για το τι ακριβώς συμβαίνει. Να μένουμε σ’ εξωτερικά σχήματα και τύπους κι ούτε καν να υποψιαζόμαστε το βάθος, την ουσία. Μπορεί κι εμείς να μην έχουμε ακόμη νιώσει βαθιά στην καρδιά μας ποιανού πατέρα παιδιά είμαστε και να μένουμε επιφυλακτικοί, μεμψίμοιροι, σχολαστικοί, απρόσεκτοι κι εντελώς τυπικοί.
Θα ήταν πολύ τολμηρό να ρωτήσω· εμείς με ποιο γυιο είμαστε; Με τον νεότερο ή με τον πρεσβύτερο; Ας ελέγξουμε μόνοι μας, ευθαρσώς και αυστηρώς τον εαυτό μας. Μη βιαστούμε να απαντήσουμε. Μη νομίζετε πως είναι εύκολη η απάντηση. Άλλοτε πάμε από τη μία πλευρά και άλλοτε από την άλλη. Κάποτε αντιπροσωπεύουμε ή εκπροσωπούμε τον ένα ή τον άλλο. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και προσευχή.
Να μας φωτίσει ο Θεός να διακρίνουμε την κατάστασή μας.
Έχουμε ανάγκη φωτισμού για να δούμε ξεκάθαρα ποιοι ακριβώς είμαστε…
[…] Ο σύγχρονος άνθρωπος αν δεν ασωτεύει εξωτερικά, ασωτεύει εσωτερικά με το ν’ αυτοδικαιώνεται και ν’ αυτοθεώνεται, να πάσχει στον ατομισμό και την απομόνωση. Το τραγικό είναι να ζει κανείς εντός της Εκκλησίας και να είναι εκτός, όπως ο πρεσβύτερος υιός και να μη συμμετέχει του εξαίσιου συμποσίου της πίστεως.
Ο Θεός πατέρας υπομένει, ανέχεται, ελπίζει, αναμένει, δίνει ευκαιρίες πολλές και συχνές. Δεν μαλώνει τα παιδιά του, δεν τα ξεσυνερίζεται, δεν τα διώχνει, τους καλομιλά, τους κατανοεί, τους συμπεριφέρεται άψογα. Η στάση του μας συντρίβει. Η αγάπη του μας αναστατώνει αναστάσιμα. Μ’ ένα τέτοιο πατέρα δεν δικαιολογούμαστε να καθυστερούμε μακριά κι έξω από το σπίτι.
μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο όσιος τελώνης και ο άγιος άσωτος, εκδ. «Εν πλω», Αθήνα:2008, σ.44-68