Re: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΤΖΑΝΗ
Όταν συγκροτήθηκε πια το μοναστήρι, μέσα σέ δύο χρόνια, μαζεύτηκα οι πρώτες αδελφές, όλες αυτές, πού έζησαν τον Γέροντα, έως ότου κοιμήθηκε.
Όλες ήταν πνευματικά παιδιά τού Γέροντα, από τότε, πού ήταν ακόμα εφημέριος στο ναό Μιχαήλ Αρχαγγέλου. Όλες είχαν μεγάλο ενθουσιασμό για τη νέα τους ζωή, αλλά κι όλες ήταν άπειρες στη μοναχική ζωή. Πολλές βέβαια, οι περισσότερες, έζησαν κάτω απ’ την πνευματική καθοδήγηση τού Γέροντα, ήδη εν τώ κόσμου, μια μοναχική ζωή• αυτό όμως δεν είναι το ίδιο με τη ζωή μέσα στο μοναστήρι. Ό διάβολος μισεί τά μοναστήρια και τούς μοναχούς και με όλες του τις δυνάμεις τούς πολεμεί. Έτσι φυσικά πολέμησε και τις νέες μοναχές κι ό Γέροντας βρέθηκε μέσα δίνη τών πειρασμών τών πνευματικών του τέκνων.
Αυτό, πού τον διέκρινε ήταν ή Αγάπη, ή εν Χριστώ Αγάπη του προς τά παιδιά του. Παρ’ όλες τις σωματικές του ταλαιπωρίες, σήκωνε με άφθαστη υπομονή το βάρος κάθε αδελφής. Ώρες καθηλωμένος στην καρέκλα άκουγε την κάθε αδελφή, όποια κι αν ήταν, κι ότι κι αν έλεγε. Υπήρχαν κι αδελφές, πού ήταν ακόμα πολύ νέες και χωρίς καμιά πείρα, κι όμως τις άκουγε με μεγάλη πάντα προσοχή. Ποτέ δεν διέκοπτε, ούτε κι έδειχνε, ότι το’ κουράζει. Ακόμη κι ανοησίες, αν έλεγε κανείς, δεν αντιδρούσε. Νουθετούσε με Αγάπη, με πραότητα, με μια ευγένεια, θα ‘λεγε κανείς ευγένεια,
Θα λέγε κανείς «αρχοντική». Έδινε αξία κι εκτιμούσε βαθιά και πραγματικά κάθε αδελφή, ακόμα κι αν δεν είχε ιδιαίτερα προσόντα, είτε φυσικά, είτε κυματικά. Αντιμετώπιζε την κάθε μια, μικρή ή μεγάλη, σαν πρόσωπο, ’μια ψυχή «υπέρ ης Χριστός απέθανε» .
Ποτέ δεν φερόταν με τρόπο αυταρχικό, απόλυτο, δεσποτικό. Ακόμα κι αν υπήρχε ανάγκη, να μαλώσει, να επιβάλλει την τάξι, να φερθεί με αυστηρότητα πάλι το έκανε με ευγένεια, χωρίς να πληγώνει και να προσβάλλει.
Ήταν πολύ ταπεινός. Όντως ταπεινός. Ή βαθειά του κι ειλικρινής ταπείνωση, τον έκανε να βλέπει όλους τούς άλλους καλύτερους απ’ τον εαυτούς. Σαν πνευματικός Πατήρ γνώριζε και διά της εξομολογήσεως, αλλά ιδιαίτερα τού διορατικού χαρίσματος, πού τού είχε δώσει ό Θεός, όλα τά κρυπτών καρδιών. Κι όμως, πάντα ταπείνωνε τον εαυτό του μπροστά και στις μικρότερες ακόμα αδελφές. Πολλές φορές τούς έλεγε: «Μακάριες είστε, διότι ήρθατε από μικρές στο μοναστήρι. Ό Θεός πολύ ευαρεστείται, όταν αφιερώνεται κανείς εξ’ απαλών ονύχων σ’ Αυτόν. Ενώ εγώ ό κακομοίρης πολύ άργησα, πολύ άργησα να Τον άκολουθήσω και τώρα πού θέλω, μπορώ να κάνω τίποτε, γιατί είμαι άρρωστος».
-Να φωνάζεις τον Ιησού. Εκείνος θα νικήσει. Εμείς πάθη δεν μπορούμε να νικήσουμε. Ό Χριστός, ό Χριστός είναι, πού εξήλθε «νικών και ίνα νικήσει»
Εκείνος θα πολεμήσει για μάς και θα νικήσει τά πάθη μας, φτάνει εμείς να φωνάζουμε συνέχεια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, ελέησον με!Ιησού μου ελέησον με! Κύριε βοήθει μοι»! Και Κείνος, ό Δυνατός, θα μάς χαρίσει την τελεία αγνεία, την σωματική και ψυχική παρθενία, την άγίαν απάθεια….
Μή φοβάσαι, θα νικήσεις, θα νικήσει ό Χριστός για σένα, φτάνει συνεχώς να τον καλής διά της “ευχής”. Κι εγώ, παιδί μου, ήμουν χειρότερος από σένα, πολύ χειρότερος. Και τώρα να, έφτασα στο σημείο να μην ξεχωρίζω άνδρα από γυναίκα. Εγώ μόνο ψυχές βλέπω. Και γυμνό άνθρωπο να δώ, κι ότι κι αν δώ, ούτε και Λογισμός δεν κινείται μέσα μου, έντός μου. Τίποτα. Και ήμουν χειρότερος από σένα. Αλλά όμως, καημένη, δεν άφησα ποτέ τον εαυτό μου να κάνη συγκατάθεση ούτε στον παραμικρότερο λογισμό, κι έλεγα συνεχώς την “ευχή”. Λοιπόν, έτσι θα σκέφτεσαι, να μην απογοητεύεσαι, θα λες: «Αφού ό Πνευματικός μου ήταν χειρότερος από μένα κι έφτασε στην αγία απάθεια, θα φτάσω κι εγώ με την Χάρι τού Θεού. Ό Χριστός διά τών πρεσβειών της Παναγίας Παρθένου, θα σού χαρίσει, παιδί μου, την αγία, και τελεία αγνότητα».
Κάποια άλλη φορά, πληροφορημένος «άνωθεν» για την τρικυμία των πειρασμών μιας αδελφής, της έστειλε σημείωμα: « Εμείς συμμετέχουμε στο μαρτύριό σου, κι εύχόμεθα για την νίκη, την οποία θα δώση ό Χριστός! Δεν είναι πάντα τρικυμία…». Μετά απ’ αυτό κόπασε κατά πολύ ό πειρασμός της αδελφής.
– Πάτερ δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω! Αυτός είναι ό μοναχισμός; όλο πειρασμοί; όλο θλίψεις, θλίψεις, θλίψεις;
– Παιδί μου, ό μοναχισμός είναι ό Χριστός. Κοίταξε έδώ (της έδειξε την εικόνα τού Νυμφίου Χριστού)• είναι ό Νυμφίος όλων τών μοναχών, ό Νυμφίος σου, κοίταξέ Τον καλά, μήπως είναι χαρούμενος;
Ή αδελφή έσκυψε το κεφάλι.
– Όχι Πάτερ, είναι θλιμμένος…
– Είναι θλιμμένος!! Και μήπως, παιδί μου, έδώ (και της έδειξε τον Εσταυρωμένο) είναι χαρούμενος;
– Λοιπόν, παιδί μου. Αυτό είναι το θέλημα τού Θεού, διά πολλών θλίψεων να κερδίζουμε τον Ουρανό!
Προσευχόταν πολύ κι εμπόνως για την κάθε ψυχή. Έτσι δια της προσευχής κοροϊδεύω πολλές φορές τού αποκάλυπτε ό Θεός τά κρύφια τών καρδιών και την πνευματική κατάσταση της κάθε ψυχής• οπότε, πάμπολλες φορές έμπαινε εκείνος μπροστά στον πνευματικό πόλεμο, για να γλιτώσει τά παιδιά του απ’ τά νύχια τού διαβόλου. Ξεσπούσε πάνω του όλη ή μανία τού εχθρού, για να προστατέψει τά πνευματικά του παιδιά.
Κατά τά πρώτα χρόνια της μοναχικής τους ζωής, μερικές αδελφές λόγω απειρίας και τού μεγάλου ενθουσιασμού, έφταναν πολλές φορές σέ ασκητικές πράξεις ακραίες. Ή Γερόντισσα για να τις συγκράτηση και να προστατέψει την ψυχική και σωματική τους υγεία, επέβαλλε διάφορους «κανόνες». Έτσι σέ μια αδελφή, πού έτρωγε πάρα πολύ λίγο φαγητό, επέβαλε να τρώει όλο το μερίδιό της υποχρεωτικώς. Εκείνη, έκανε βέβαια υπακοή, αλλά πήγαινε μετά το φαγητό και προκαλούσε μόνη της εμετό. Ό Γέροντας λοιπόν το είδε στον ύπνο του. Έλεγξε την περίπτωση αυτή στη σύναξη της αδελφότητος, κι έτσι φανερώθηκε ή όλη υπόθεσης.
Σ’ ένα όραμά του βρέθηκε κάποτε μαζί με τις μοναχές, σέ μια πλαγιά. Κάτω απλωνόταν ανοιχτή, όμορφη πεδιάδα. Δίπλα βρισκόταν ή κορυφή τού βουνού. Οι μοναχές έστηναν σκηνές κι ή Ηγουμένη τούς έλεγε:
-Να στερεώνετε τον στύλο της σκηνής σας γερά πάνω στην πίστη τού Χριστού. Μερικές δεν έχετε στήσει το στύλο της σκηνής σας γερά πάνω στην πίστη τού Χριστού.
-«Ναι», απάντησε ό Γέροντας, «κι αυτές είναι οι τάδε αδελφές,» κι ονόμασε μερικές. Και πράγματι, μετά διαπιστώθηκε, ότι οι αδελφές αυτές ταλαιπωρούνταν από κάποιους λογισμούς.
Μόλις μπήκαν οι επισκέπτες στο κελί του, ό Γέροντας πήρε ένα ύφος πόνου και εσωτερικής οδύνης και στράφηκε στο φοιτητή, πού πρώτη φορά έβλεπε και τού είπε: «Δεν ντρέπεσαι λίγο; Αφού ξέρεις, τί έχεις κάνει, γιατί κοροϊδεύεις τούς γονείς σου και τούς πάντας; Να αφήσεις αυτά πού ξέρεις και παριστάνεις τον άρρωστο. Να πάς να το εξομολογηθείς».
Όλοι, όσοι παρευρίσκονταν μέσα στο κελί, είχαν μείνει εμβρόντητοι Ό Γέροντας δεν εξήγησε «τί» είχε κάνει ό φοιτητής, ούτε ό τελευταίος απεκάλυψε. Το μόνο πού έκανε ήταν να σκύψει το κεφάλι ντροπιασμένος και να ομολογήσει: «Ναι, Γέροντα, ξέρω. Θα το εξομολογηθώ». Κι έφυγαν.
Ή δασκάλα Κ.Κ. επρόκειτο να αρραβωνιαστεί κι είχε φέρει στο μοναστήρι ένα πουκάμισο, για να το σταυρώσει ό Γέροντας. Όταν όμως τού το είπαν, εκείνος αρνήθηκε επίμονα, λέγοντας στο τέλος στο πρόσωπο, πού μετέφερε το μήνυμα: «Την κοροϊδεύει (ό υποψήφιος γαμπρός). Το καταλαβαίνεις; Είναι αρραβωνιασμένος με άλλην». Πράγμα πού πολύ σύντομα επαληθεύτηκε. Ό αρραβώνας αυτός δεν έγινε ποτέ, γιατί ό υποψήφιος γαμπρός εγκατέλειψε τη δασκάλα και παντρεύτηκε την αρραβωνιαστικιά του.
Κάτι παρόμοιο συνέβη με τον αυτοκινητιστή Δ. Σ. Είχε περάσει από το μοναστήρι και ζητούσε την ευχή τού Γέροντα για τον αρραβώνα, πού ήθελε να κάνη. Όταν το άκουσε ό Γέροντας προφασιζόταν συνεχώς, ότι ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να τον δεχθή. Όμως τελικά ομολόγησε στη μοναχή πού ήταν μπροστά: «Αυτός ό γάμος δεν θα βγει σέ καλό».
Ό αυτοκινητιστής έφυγε από το μοναστήρι χωρίς να δη το Γέροντα. Μη γνωρίζοντας, τί είχε πει στο κελί μέσα, τέλεσε και τον αρραβώνα και το γάμο. Έξι μήνες όμως, μετά πού παντρεύτηκε, τον εγκατέλειψε ή σύζυγος του και χώρισε.
Μέσα στην αγωνία του, θυμήθηκε την αδελφή του, το Γέροντα και φώναξε εσωτερικά: «Ό Θεός τού Γέροντα της αδελφής μου, βοήθησέ με»! Πάραυτα οι σκοτεινές δυνάμεις εξαφανίστηκαν!!
Κάποια αδελφή, ενώ ετοιμαζόταν να κοινωνήσει το πρωί, δέχτηκε τη νύχτα τρομερή σατανική επίθεση, με σκοπό βέβαια να την εμπόδιση απ’ τη Θεία Κοινωνία. Ή αδελφή, πάλεψε, προσευχήθηκε, επικαλουμένη την ευχή
τού Γέροντα. Όλη νύχτα φώναζε με την καρδιά της: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δια ευχών τού Γέροντος, φύλαξε με από τον πειρασμό αυτό». Τελικά, χωρίς να πει σέ κανέναν τίποτα, κοινώνησε το πρωί, και μόλις τελείωσε ή Θεία Λειτουργία κατευθύνθηκε προς το κελλάκι τού Γέροντα, με τη σκέψη, πώς θα τον δει, για να τού ανακοίνωση τά διατρέξαντα… Μα, πιο πολύ είχε την αγωνία κι ήθελε να τον ρωτήσει, αν έκανε καλά ή όχι μετά την νυχτερινή πάλη να κοινωνήσει. Δεν χρειάστηκε όμως να πει τίποτα. Ό Γέροντας στεκόταν στο παράθυρο, σαν να την περίμενε, και μόλις την είδε από μακριά της φώναξε: «Καλώς την, καλώς την, κοινώνησες, κοινώνησες το βλέπω εγώ, το βλέπω! Μόνο να προσέξεις να μην χάσης την Χάρι τού Θεού. Έτσι τά κάνει αυτά ό διάβολος, αλλά ό Χριστός, ό Χριστός δεν άφησε το διάβολο να νικήσει! Μόνο να προσέχεις, μην υπερηφανευτείς. Μή φοβάσαι, στο τέλος ό Χριστός θα νικήσει»! Έτσι ή αδελφή πήρε την απάντηση της. Ένα πνευματικό παιδί τού Γέροντα, πού μάλιστα έκανε και τον ψάλτη, ξαφνικά παρουσίασε έντονο ερεθισμό στις φωνητικές του χορδές, τόσο, πού σχεδόν είχε φτάσει σέ «αφωνία». Οι γιατροί, όλες οι θεραπείες, πού έκαναν ήταν μάταιες. Ήρθε λοιπόν στον Γέροντα και τού εξιστόρησε τά συμβάντα.
Ό Γέροντας έφερε μπροστά τά ιερά λείψανα τών Αγίων Θεοδώρων και διάβασε ευχές. Μετά σταύρωσε τον άνθρωπο, σύμφωνα με τού όποιου την ομολογία, σ’ όλη τη διάρκεια τού «διαβάσματος», το πρόσωπο τού Γέροντα είχε έκφραση ανθρώπου, πού περνάει κάποιον αφόρητο πόνο! Ή εξήγησης δόθηκε λίγο αργότερα.
Μετά το σταύρωμα κάθισαν κι οι δύο. Ό Γέροντας με τον ίδιο πόνο και την ίδια θλίψι, μετά από κάποια αινιγματική σιωπή (προφανώς τον δυσκόλευαν οι αποκαλυπτικές διαπιστώσεις), φανέρωσε στον άνθρωπο όλη την αλήθεια: «Πάντως πρώτη φορά μού συμβαίνει αυτό… Αναχώρησαν οι Άγιοι… Χάθηκε τελείως ή ευωδία τών άγιων λειψάνων…!». Κι εξήγησε ακριβώς.
Στο άκουσμα τών λόγων ό άνθρωπος ξέσπασε σέ παρατεταμένο κλάμα ό Γέροντας καθόταν «σκοτεινιασμένος» και σκυφτός, αποφεύγοντας επιμελώς να κοιτάξει τον άλλον κατά πρόσωπο, για να τον κάμει να νοιώσει όλη την ντροπή, πού τού άξιζε. Ενώ εκείνος συνέχιζε να κλαίει γοερά, ό Γέροντας κατά διαστήματα επαναλάμβανε: «Μή θλίβεσθε ύπερμέτρως», πάντα πονεμένος και σκυφτός…
Αφού άφησε τον άνθρωπο να κλάψει και να ξαλαφρώσει, έδωσε με αγάπη πολλή τις «συνταγές» του: «Καημένε, να μην ψάλλεις• φαίνεται πώς ψάλεις με κενοδοξία κι υπερηφάνεια κι αφού δεν το καταλαβαίνεις, ενεργή ό Θεός έτσι. Άφησέ το τώρα, μην ψάλλεις. Κι αν κάποτε αποκτήσεις την μακαρία ταπείνωση…».
Στη συνέχεια διηγήθηκε ό Γέροντας την ιστορία μιας οσίας (ό άνθρωπος δεν θυμάται ποιάς), πού ήταν καλλιφωνότατη• ουράνια ή ψαλμωδία στις Ακολουθίες. Όμως ό Θεός κάπως έτσι της έκλεισε το στόμα και εκείνη στην απορία της προς το Γέροντά της «γιατί άραγε συνέβη αυτό»; τού απάντησε μετά από προσευχή ό Θεός αποκαλυπτικά, και της μετέφερε: «Καλύτερα σέ θέλει ό Θεός άλαλη και σωσμένη, παρά να Τον υμνείς και να χαθείς στο τέλος». Τά πράγματα είχαν μπει στη θέση τους.
Φεύγοντας ό άνθρωπος άκουσε από το Γέροντα τά παρήγορα: «Μή στενοχωριέσαι, θα περάσει. Πάρε με αύριο-μεθαύριο τηλέφωνο να μού πεις, τι γίνεται». Την επομένη αμέσως τηλεφώνησε ό άνθρωπος στο μοναστήρι:
-Την ευχή σας, Γέροντα.
– Ώ! μα εσύ θα μού τρυπήσεις το αυτί μου….
Δεν έκρυψε ό Γέροντας, ότι το ήξερε, πώς θα κάμουν οι Άγιοι τη συγκατάβαση τους στον άνθρωπο, γιατί την προηγούμενη (μετά το σταύρωμα προς το τέλος, πού θα έφευγε ό άνθρωπος, μετά από «έμπονο» προσευχή δική του, ξαναγύρισε στα ιερά λείψανα ή ευωδία τών Αγίων!
Ό καιρός περνούσε – ό άνθρωπος έκανε κανονικά τά μαθήματά του σχολείο – και κόντευαν τά δύο χρόνια. Ό Γέροντας επρόκειτο να «φύγει» το ήξερε. Δεν ήθελε να αφήσει «δεμένο με τον κανόνα» (να μην ψάλλει τον άνθρωπο εκείνο. Στην τελευταία εξομολόγηση του λοιπόν – την ημέρα του Αγίου Μηνά το 1991 -μεταξύ άλλων και χωρίς να είναι ή κουβέντα γύρω από το θέμα, ό άνθρωπος άκουσε:«… και να ψελλής στα χωριά να ψελλής μόνο στην ενορία σου μην ψάλλεις ακόμη, γιατί εκεί ακούς πολλά και μπορείς να… Αργότερα βλέπουμε• εσύ μόνος σου θα καταλάβεις, πότε “μπορώ να ψάλλεις κι εκεί…».
Σ’εκείνη την ίδια εξομολόγησή στο τέλος, έδωσε ό Γέροντας και το αποχαιρετιστήριο «δώρο» στον άνθρωπο. Είπε στην αδελφή, που τον διακονούσε να φέρει ένα κομποσχοινάκι, ενώ ό Ίδιος κρατούσε το δικό του. Ό άνθρωπος σκέφτηκε: Δέ μου δίνει καλύτερα αυτό! (το δικό του). Κι ό Γέροντας πάραυτα, χωρίς να ανταλλάξουν λέξι, απλώνει στον άνθρωπο το χέρι με το δικό του κομποσχοινάκι! Με έκπληξη κι άφατη χαρά το πήρε ό άνθρωπος μαζί με την ευχή τού Γέροντα και κατηφόρισε για την πόλη. Κατ’ ιδίαν δεν τον ξαναείδε ζωντανό μόνο δέκα μέρες μετά, στην αγρυπνία τών Είσοδιων και μετά «κεκοιμημένο» στις 30 Δεκεμβρίου…
«Μα, δεν μπορώ να σηκωθώ…». – «Σήκω, πρέπει να σηκωθείς, σήκω πρέπει να φτιάξουμε τά δέματα…». Ή κυρία Έλλη, μέσα στον ύπνο της είχε πάθει δηλητηρίαση από το διοξείδιο τού άνθρακα τού μαγκαλιού και κόντευε να πεθάνει. Ή φωνή όμως τού Γέροντα, γινόταν όλο και πιο επιτακτική: «Σήκω, πρέπει να σηκωθείς…». Οπότε ξυπνά, προσπαθεί να σηκωθεί και ζαλισμένη, πέφτει κάτω. Πρόλαβε όμως και φώναξε.
Την άκουσαν οι άλλοι και την έβγαλαν έξω σέ κακή κατάσταση. Ό Γέροντας όμως την είχε γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.
Ή ίδια, κάποια φορά, παίρνοντας ευχή από τον Γέροντα σκέφτηκε: «Κρύο, κοκαλιάρικο και παγωμένο, πού είναι το χέρι του! Σαν τού πεθαμένου!» Οπότε γυρίζει ό Γέροντας και της λέει: «Σαν τ’ αποθαμένου, έ Κυρία Έλλη; Σαν τού πεθαμένου!»
– Από πού είστε Πάτερ;
– Από τούς Αγίους Θεοδώρους.
Ή μητέρα αυτή διηγήθηκε το περιστατικό σέ μια φίλη της. Ή φίλη αυτή γνώριζε το μοναστήρι και τον Γέροντα και της λέει «Από τούς Αγίους Θεοδώρους; Μόνο ό πατήρ Τιμόθεος μπορεί να ήταν, γιατί δεν υπάρχουν άλλοι «Άγιοι Θεόδωροι» στην Κρήτη. Κι αν είδες τον πατέρα Τιμόθεο, τότε σού παρουσιάσθηκε• γιατί αυτός είναι πάρα πολύ άρρωστος κι αποκλείεται να πήγε στο νοσοκομείο, όπως τον είδες εσύ». Αργότερα ήρθε ή γυναίκα στο μοναστήρι κι αναγνώρισε τον Γέροντα. Όμως ό Γέροντας, φυσικά, δεν είχε βγει ούτε από το κελί του, διότι ήταν πολύ άρρωστος.
Όταν τού είπαν το περιστατικό απάντησε: «Έ, ό πνευματικός άνθρωπος μπορεί από την καρέκλα, πού κάθεται να επισκέπτεται τούς έχοντα ανάγκη και να βοηθά». Το περιστατικό αυτό συνέβη λίγους μήνες πριν την κοίμηση του, τον Ιούλιο τού 1991.
Ακόμα κι όταν οι αδελφές τον ρωτούσαν: «Τί κάνετε σήμερα Πάτερ»;Ποτέ δεν απαντούσεαπαριθμώντας τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες του, περιγράφοντας τούς πόνους και τά βάσανά τουθα τον άκουγες με χαρακτηριστική του απλότητα ν’ απαντά: «Εγώ, παιδί μου, έδώ στο μαρτύριομου, εσύ τί κάνεις»; Ή «σουβλίζομαι όλη μέρα – όλη νύχτα,η εσύ πώς είσαι»; Ή «σήμερα είμαιπάλι στο “πλυντήριο” και στην “πρέσα και υποφέρω και θλίβομαι. Αλλά έτσι καθαρίζομαι. Έτσικι ΕΣΥ οι θλίψεις οι στεναχώριες, οι ασθένειες, οι περιφρονήσεις, οι αδικίες, οι πειρασμοί αυτάθα είναι το “πλυντήριό” σου».
Ή ακρίβεια με την οποία γνώριζε ό Γέροντας, την πνευματική κατάσταση τών αδελφών, ήτανόντως θαυμαστή κι εξηγείται μόνον, αν λάβει κανείς ύπ’ όψιν το διορατικό χάρισμα τούΓέροντα και την έντονο κι έμπονο προσευχή του. Δεν τού ξέφευγαν, ούτε τά πνευματικά«σκοντάμματα»
ούτε και τά πνευματικά «φτερουγίσματα» τών τέκνων του. Ήταν δέ απαράμιλλος όδιακριτικότατος τρόπος, με τον όποιο εντόπιζε την περίπτωση κι εφιστούσε την προσοχή, παρηγορούσε κι ενίσχυε: «Τί γίνεται; Βλέπω σήμερα και «μαύρισες», πού σκόνταψες»;
– Γέροντα, είμαι χάλια…
Μπα, λίγη ομίχλη βλέπω, ένα μικρό σύννεφο σαν αυτά, πού κρύβουν καμιά φορά για λίγο τονήλιο και παρέρχονται. Δεν είναι τίποτα.
Λοιπόν, αυτό, πού αισθάνθηκες στην προσευχή σου, αυτό το «κάψιμο» την καρδιά ήταν από τη Χάριτού Θεού. Όμως μετά, ώς φαίνεται, υπερηφανεύτηκες κι έδωσες δικαίωμα στον εχθρό. Ναπροσέχεις πολύ, διότι ή νοερά προσευχή έχει και πολλές πλάνες. Θέλει ταπείνωση. Γι’ αυτόεπιτρέπει ό Θεός και κατέβηκε ή θερμότης προς τά πόδια, για να ταπεινωθείς.
Να ξέρης, όταν κατά την ώρα της «ευχής» μάς πιάσει θερμότητα στο στήθος, είναι από τη Χάρι.Όταν όμως κατέβει προς τά νεφρά, τά υπογάστρια μέρη ή τά πόδια, τότε είναι της πλάνης. Καισένα λοιπόν, ήταν μεν της χάριτος, αλλά την έδιωξες με κάποιο, έστω “ψιλό”, λογισμόυπερηφάνειας κι άπεμακρύνθη, κι έπειτα σ’ έπιασε ή πλάνη. Λοιπόν να προσπαθείς, όσομπορείς, να ταπεινώνεσαι, ν’ αφήνεις τον εαυτό σου στα χέρια τού Θεού• κι αν αγωνίζεσαι,μυστήρια πολλά θα δεις».
-Πάτερ, τώρα τελευταία μού συμβαίνει κάτι παράξενο: Να, οπόταν σάς βλέπω, και χωρίς να μούμιλήσετε, μόνο να σάς δώ, αμέσως γεμίζει ή καρδιά μου κατάνυξη, κι αισθάνομαι μεγάληεσωτερική συντριβή και πένθος… -Χμ…σού μεταδίδεται! Διότι εγώ πάντοτε πενθώ…
-Μα, παλαιότερα δεν το ένιωθα αυτό!
-Έ, τότε δεν ήσουν σέ θέση. Τώρα, πού έγινες δεκτική, παίρνεις.