Εν τη Αγία Λειτουργία του Αποστόλου Μάρκου φέρεται η εξής υπέρ των κεκοιμημένων ευχή. «Και τούτων (υπέρ ων προσεκόμισε και εδεήθη) και πάντων τας ψυχάς ανάπαυσον, Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών, εν ταις των αγίων Σου σκηναίς, εν τη βασιλεία Σου, χαριζόμενος αυτοίς και τας επαγγελίας Σου, ανεκλάλητα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασας, ο Θεός, τοις αγαπώσι το όνομά Σου το άγιον. Αυτός μεν ουν τας ψυχάς ανάπαυσον, Κύριε, και βασιλείας Ουρανών αξίωσον,» και εν ετέρω, «και εν τη σήμερον την υπόμνησιν ποιούμεθα.» Εν δε τη Αγία λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, εν τω δευτέρω διπτύχω μετά την ανάμνησιν των Αποστόλων, Προφητών, και λοιπών Αγίων, φέρεται. Μνήσθητι Κύριε ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός ων εμνήσθημεν και ων ουκ εμνήσθημεν Ορθοδόξων, εκεί αυτούς ανάπαυσον, εν χώρα ζώντων εν τη βασιλεία Σου, εν τη τρυφή του Παραδείσου, εν τοις κόλποις Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, των Πατέρων ημών, ένθα απέδρα οδύνη και στεναγμός, ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου Σου και καταλάμπει δια παντώς …. Δος γενέσθαι την προσφοράν ημών ευπρόσδεκτον, ηγιασμένην εν πνεύματι αγίω, εις εξιλασμόν των ημετέρων πλημμελημάτων και των του λαού αγνοημάτων, και εις ανάπαυσιν των προκεκοιμημένων ψυχών». Επίσης και εν τη θεία λειτουργία του Κλήμεντος (Μαθητού του Αποστόλου Πέτρου) Πάπα Ρώμης αναγινώσκομεν. «Έτι δεόμεθά Σου, Κύριε, και υπέρ της αγίας Σου Εκκλησίας της από περάτων έως περάτων … έτι προσφέρομέν Σοι και υπέρ πάντων των απ’ αιώνως Σοι ευαρεστησάντων Αγίων, Πατριαρχών, Προφητών, Δικαίων, Αποστόλων, Μαρτύρων, Ομολογητών, Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, Διακόνων, Υποδιακόνων, Αναγνωστών, Ψαλτών, Παρθένων, λαικών, και πάντων, ων αυτός επίστασαι τα ονόματα.», (ο δε Διάκονος παρακελεύεται τον λαόν, όπως συνδεηθή «υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων»). Επίσης και εν ταις θείαις λειτουργίαις του Αγίου Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννου μνεία γίνεται των κεκοιμημένων. Του Αγίου Ιωάννου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού, των αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων, και πάντων Σου των Αγίων, ων ταις ικεσίαις επίσκεψαι ημάς ο Θεός, και μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, και ανάπαυσον αυτούς όπου επισκοπεί το φως του προσώπου Σου». (Ενταύθα ο Ιερεύς μνημονεύει ζωντων και τεθνεώτων, ων θέλει, και υπέρ ων παράκλησιν έλαβεν, υπέρ δε των τεθνεώτων λέγει). Υπέρ αναπαύσεως και αφέσεως της ψυχής του δούλου Σου (δείνος) εν τόπω φωτεινώ, ένθα απέδρα λύπη, και στεναγμός, ανάπαυσον αυτόν ο Θεός ημών».
(κείμενο του Αγίου περί Ιερών Μνημοσύνων από το βιβλίο του «Μελέτη περί αθανασίας της ψυχής και ιερών μνημοσύνων») ΠΕΡΙ TΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ ΤΩΝ ΤΕΛΟΥΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η Eκκλησία τελεί ετήσια μνημόσυνα υπέρ των τέκνων αυτής των μη τυχόντων των νενομισμένων, και στερηθέντων της εκ τούτων ωφελείας διά το αποθανείν αυτά είτε εν ξένη γη, εν θαλάσση, είτ’ εν ερήμω. Ώδε εκτίθενται οι λόγοι οι εν τω Tριωδίω, δι ους η Εκκλησία τελεί το υπέρ των κεοιμημένων μνημόσυνον τω Σαββάτω τω πρό της απόκρεως, όπερ και πρώτον λέγεται, (κοινώς ψυχοσάββατον).
α’. Περί του πρώτου ψυχοσαββάτου. Υπόμνημα περί του πρώτου ετησίου μνημοσύνου.
«Τη αυτή ημέρα μνείαν ποιείσθαι των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν». «Αμνημόνησον πταισμάτων νεκροίς,, Λόγε, τα Χρηστά νεκρά σπλάγχνα σου μή δεικνύων». «Επειδή τινες άωρον πολλάκις επί ξένης υπέστησαν θάνατον εν θαλάσση τε και αβάτοις όρεσι, κρημνοίς τε και χάσμασι, καί λοιμοίς, και λιμοίς, και πολέμοις και εμπρησμοίς, και κρυμοίς, και άλλους παντοίους θανάτους υπομεμενηκότες, ίσως και πένητες όντες και άποροι και των νενομισμένων ψαλμωδιών και μνημοσύνων ουκ έτυχον, φιλανθρώπως οι θείοι Πατέρες κινούμενοι κοινώς τούτων μνείαν απάντων την καθολικήν Εκκλησίαν ποιείσθαι εθέσπισαν, από των Ιερών Αποστόλων διαδεξάμενοι, ίνα και οι των νενομισμένων ανά μέρος διά τινος συμβάντος μη τετυχηκότες, τη νυν κοινή μνεία κακείνοι περιλαμβάνοιντο δεικνύντες ως και τα υπέρ αυτών γινόμενα μεγάλην αυτοίς προξενεί την ωφέλειαν. Καθ’ ένα μέν ουν τρόπον ούτως η του Θεού Εκκλησία μνείαν επιτελεί των ψυχων, δεύτερον δέ, επειδή την δευτέραν του Χριστού παρουσίαν θείναι τη επαύριον έμελλον, αρμοζόντως και των ψυχών μνημονεύουσιν. Ωσανεί τον φοβερόν Κριτήν καί απαραλόγιστον ιλεούμενοι τη συνήθει προς αυτάς χρήσασθαι συμπαθεία, και τη επηγγελμένη ταύτας κατατάξαι τρυφή. Άλλως τε και την του Αδάμ εξορίαν οι άγιοι μέλλοντες τη εσομένη εκθείναι Κυριακή, ώσπερ τινα κατάπαυσιν προσεπινοούσι, και τέλος παντων των καθ’ ημάς δια της παρούσης νυν καταπαύσεως, ίνα εκείθεν ως απ’ αρχής άρξωνται, το γαρ ύστατον των παρ’ ημίν πάντων, η των βεβιωμένων παρά του αδεκάστου Κριτού έσται εξέτασις, και ίνα τους ανθρώπους διά τούτων φοβήσαντες, προς τους της νηστείας αγώνας ποιήσωσιν ευχερείς. Εν Σαββάτω δε την των ψυχων μνείαν ποιούμεθα, ότι το Σάββατον κατάπαυσιν σημαίνει Εβραιστί και των τεθνεώτων τοίνυν, ως των βιωτικών και των λοιπών απάντων καταπαυσαμένων, καν τη καταπαυσίμω των ημερών τας υπέρ αυτών δεήσεις ποιούμεθα, ο δη και επί παν κεκράτηκε γίνεσθαι Σάββατον. Το δε γε νυν καθολικώς μνημονεύομεν υπέρ παντός δεόμενοι ευσεβούς, ειδότες και γαρ οι Θείοι Πατέρες, ως τα υπέρ των κεκοιμημένων γινόμενα Μνημόσυνα, λέγω ελεημοσύναι και λειτουργίαι, και ιδίως και κοινή την Εκκλησίαν τούτο ποιείν επιτρέπουσι, παρά των Αγίων Αποστόλων τούτο παραλαβόντες, ως είρηται, καθ’ α και ο Αρεοπαγίτης φησί Διονύσιος». Εν τω Η’. Βιβλίω των Αποστολικών διαταγών εν κεφαλαίω μα’. Υπάρχει προσφώνησις υπέρ των κεκοιμημένων έχουσα ώδε: «Υπέρ του αναπαυσαμένου εν Χριστώ αδελφού ημών δεηθώμεν, όπως ο φιλάνθρωπος Θεός, ο προσδεξάμενος αυτού την ψυχήν, παρίδη αυτώ παν αμάρτημα εκούσιόν τε και ακούσιον, και ίλεως και ευμενής γενόμενος, κατατάξη εις χώραν ευσεβών ανειμένων εις κόλπον Αβραάμ, και Ισαάκ, και Ιακώβ μετά πάντων των απ’ αιώνως ευαρεστησάντων και ποιησάντων το θέλημα αυτού. Όθεν απέδρα οδύνη λύπη και στεναγμός». Και αύθις, «Αυτός και νυν έπιδε επί τον δούλον σου τον δε, ον εξελέξω και προσελάβου εις ετέραν λήξιν και συγχώρησον αυτώ ει τι εκών ή άκων εξήμαρτε και Αγγέλους ευμενείς παράστησον αυτώ και κατάταξον αυτόν εν τω κόλπω των Πατριαρχών και των Προφητών και των Αποστόλων, και πάντων των απ’ αιώνως σοι ευαρεστησάντων, όπου ουκ ένι οδύνη, λύπη και στεναγμός, αλλά χορός ευσεβών ανειμένος και γη ευθεία συνανειμένη και των εν αυτή ορώντων την δόξαν Χριστού κτλ.» Εν δε τω μβ’ κεφ. υπάρχει διάταξις περί του πως δει και πότε γίνεσθαι τας των κοιμηθέντων πιστών μνείας, και οτι εκ των υπαρχώντων αυτοίς δει παρέχεσθαι πένησι, έχουσα ώδε: «Επιτελείσθω δε τρίτα των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς διά τον διά τριών ημερών εγερθέντα, και ένατα εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων, και τεσσαράκοντα κατά τον παλαιόν τύπον. Μωσήν γαρ ούτως ο λαός επένθησε, και ενιαύσια υπέρ μνείας αυτού, και διδόσθω εκ των υπαρχόντων αυτού πένησιν εις ανάμνησιν αυτού». Εν δε μγ’. κεφαλ. λέγονται τα εξής περί των εν ευσεβεία τελευτησαντων, οτι τους ασεβείς τελευτώντας ουδέν ωφελούσι μνείαι η εντολαί. «Ταύτα δε περί ευσεβών λέγομεν, περί γαρ ασεβών, εάν τα του κόσμου δως πένησιν ουδέν ονήσεις αυτόν, ω γάρ περιόντι εχθρόν ην το θείον, δήλον οτι και μεταστάντι, ου γαρ εστιν αδικία παρ’ αυτώ, δίκαιος γαρ ο Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησε και ιδού άνθρωπος και το έργον αυτού». Εν τώ συγγράμματι τού Αθανασίου του Παρίου αναγιγνώσκομεν τα εξής: «Ουκ οίμαι θαυμαστόν είναι, όπερ ο νομομαθής και προφητοδίδακτος Ιούδας ο Mακκαβαίος περί αθανασίας της ψυχής καλώς εφρόνει. Το θαυμαστόν δήπου εκείνο εστιν, ότι άπαντα σχεδόν τά έθνη πεπεισμένα εστίν, ότι παρά ταύτην και άλλη τις εστι ζωή τέλος μη έχουσα. Και τις των πάλαι σοφών, ότι μεγίστην έχει δύναμιν έφασκε παρ’ ημίν, περί της των ψυχών αθανασίας η ομοφωνία των ανθρώπων εκείνων, ότι τινές η φοβούνται η τιμώσι τους καταχθονίους. Μαρτυρεί δε και ο Mακρόβιος, ακριβής ανιχνευτής της αρχαίας σοφίας, ότι κοινή ην γνώμη την ψυχήν ουχ ήττον αθάνατον είναι ή ασώματον. Εν όλη τη Αμερική τη τε προς Βορράν, τη τε προς Νότον η ιδέα μιας άλλης ζωής πη μεν μάλλον, πη δ’ ήττον καθαρά, το θεμελιον έστι της εαυτων θρησκείας, τουτ’ αυτο ειρήσθω και περί πάντων των της Αφρικής αγρίων λαών, των της Σιβηρίας, των Σαμοιέδων, των Σκυθών. Άπαντα τα βάρβαρα ταύτα έθνη τους εαυτών νεκρούς ενταφιάζουσι μετά παρασκευών τοιούτων, αι το χρήσιμον εαυτών εις έτερων βίον επιδεικνύονται, και υπέρ αυτών ετησίως δέονται». Το πνεύμα, και ο τρόπος και ο λόγος της δεήσεως της Εκκλησίας εμφαίνονται έντε ταις ευχαίς και τοις τροπαρίοις των μνημοσύνων, τα οποία αντιγράφομεν ώδε. α’.) «Των απ’ αιώνος σήμερον νεκρών απάντων κατ’ όνομα μετά πίστεως ζησάντων ευσεβώς μνήμην τελούντες οι πιστοί τον Σωτήρα και Κύριον ανυμνήσωμεν αιτούντες εκτενώς τούτους εν ώρα της κρίσεως απολογίαν αγαθήν δούναι αυτώ τω Θεώ ημών τω πάσαν κρίνοντι την γην, της δεξιάς αυτού παραστάσεως τυχόντες εν χαρά, εν μερίδι Δικαίων, και εν αγίω κλήρω φωτεινώ, και αξίους γενέσθαι της ουρανίου βασιλείας αυτού». β’.) «Ο εν τω οικείω αίματι Σωτήρ βροτούς εκπριάμενος, και θανάτω Σου θανάτου του πικρού εκλυτρωσάμενος ημάς και ζωήν την αιώνιον παρασχών τη αναστασει Σου ημίν, πάντας ανάπαυσον, Kύριε, τους κοιμηθέντας ευσεβώς, ή εν ερήμοις, ή πόλεσιν, ή εν θαλάσση ή εν γη, ή εν παντί τόπω, Βασιλείς τε, Ιερείς, Αρχιερείς, Μοναστάς καί μιγάδας, εν ηλικία πάση παγγενεί, και αξίωσον αυτούς της ουρανίου βασιλείας σου». γ’.) «Τη εκ νεκρών εγέρσει Σου Χριστέ ουκέτι ο θάνατος κυριεύει των θανόντων ευσεβώς, διό αιτούμεν εκτενώς τους Σους δού-λους ανάπαυσον εν αυλαίς Σου καί εν κόλποις Αβραάμ, τους εξ Αδάμ μέχρι σήμερον λατρεύσαντάς Σοι καθαρώς πατέρας καί αδελφούς ημών, φίλους ομού και συγγενείς, άπαντα άνθρωπον τα του βίου λειτουργήσαντα καλώς και προς Σε μεταστάντα πολυειδώς καί πολυτρόπως ο Θεός, και αξίωσον τούτους της ουρανίου βασιλείας Σου». Η δε αίτησις έχει ώδε: « ‘Eλέησον ημάς, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου, δεόμεθά Σου, επάκουσον, και ελέησον. Έτι δεόμθα υπέρ μακαρίας μνήμης καί αωνίου αναπαύσεως πάντων των κεκoιμημένων ευλαβών και ορθοδόξων Χριστιανών, βασιλέων, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, ιεροδιακόνων, μοναχών, μοναζουσών, πατέρων, προπατόρων, πάππων και προπάππων, εκ των απ’ αρχής και μέχρι των εσχάτων και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτοίς παν πλημμελημα εκούσιόν τε και ακούσιον» . (Έπειτα αι συνήθεις ευχαί).
β’. Περί του δευτέρου ετnσίου μνημοσύνου.
Το δεύτερον ετήσιον μνημόσυνον υπέρ των ψυχών των κεκοιμημενων η Εκκλησία τελεί λίαν καταλλήλως ημέρας 9 μετά την Ανάληψιν του Σωτήρος Χριστού, ήτoι τω Σαββάτω τω προ της Πεντηκοστής του Πάσχα, ο «ψυχοσάββατον» επίσης καλείται, ως το προ της Κυριακής των Απόκρεων Σάββατoν «πρώτον ψυχoσάββατον». Κατα την ημέραν ταύτην μνήμην ποιείται η Εκκλησία πάντων των από Αδάμ ευσεβώς κοιμηθέντων, δέεται υπέρ αυτών, και αιτείται παρά Χριστου του Θεού του αναληφθέντος εις τους ουρανούς και εν δεξιά καθεσθέντος του Πατρός, όπως εν ώρα της κρίσεως απολογίαν αγαθήν δώσωσιν αυτώ τω Πάσαν κρινοντι την Γην, τύχωσι της εκ δεξιών αυτού παραστάσεως εν χαρά, εν μερίδι δικαίων, και κλήρω φωτεινώ αγίων, και γείνωσιν άξιοι της ουρανίου βασιλίας κληρονόμοι. Η Εκκλησία δεομένη υπέρ πάντων των από Αδάμ μέχρι σήμεpον ευσεβώς κοιμηθέντων εύχεται ουχί βεβαίως μόνον υπέρ Χριστιανών, διότι ουδείς Χριστιανός από Αδάμ μέχρι Χριστού, αλλ’ υπέp πάσης ψυχής παντός γένους βροτών εναρέτως βιωσάσης είτε εν νόμω, είτε εν ακροβυστία, εύχεται δ’ εν τοις τροπαρίοις, ίνα «άπαντα άνθρωπον τα του βίου λειτουργήσαντα πιστώς και προς Θεόν μεταστάντα πολυειδώς και πολυτρόπως ο Θεός αξιώση της ουρανίου βασιλείας αυτού». Δια της τοιαύτης υπέρ των ευσεβώς κοιμηθέντων διαταχθείσης ακολουθίας η Εκκλησία κηρύττει οτι οι από Αδάμ μέχρι Χριστού τελειωθέντες ενάρετοι άνδρες εισίν άξιοι τού θείου ελέους και δέεται του Θεού υπέρ αυτών, όπως δώση αυτοίς εν τη ημέρα της κρίσεως ευπρόσδεκτον απολογίαν. Το φρόνιμα τούτο της Eκκλησίας, όπερ από των αποστολικων χρόνων γινώσκομεν, είναι λίαν ορθόν δίκαιον, διότι, αφού ο Κύριος ημών ήλθεν, ίνα σώση τον κόσμον, έπεται οτι έμελε να σώση και πάντας τους εναρέτως διαβιώσαντας, προ της αφίξεως αυτού , διότι ουχί η έλλειψις αρετής εν τω κόσμω προυκάλεσε την ανάγκην της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού, αλλ’ η έλλειψις της προς τον Θεόν φιλίας και το μεσότοιχον της έχθρας το διαχωρίζον Θεόν και άνθρωπον και, όπερ ο Υιός του Θεού ήλθε να καθέλη. Λόγος λοιπόν της αφίξεως του Υιού του Θεού ήτο η συμφιλίωσις Θεού μετά του ανθρώπου και ουχί η έλλειψις αρετής. Είναι αληθές ότι ο Ιησούς διά της θείας αυτού διδασκαλίας απεκάλυψε τοις ανθρώποις νέας τελειωτικάς αρχάς και υπέδειξεν αυτοίς ουρανόν καινόν, και γην καινήν, αλλα τούτο δεν αναιρεί την ύπαρξιν αρετής εν τω κόσμω, η αρετή λοιπόν εν τω κόσμω υφίστατο, αλλ’ ο άνθρωπος ευρίσκετο υπό δυσμένειαν και εδέετο διαλάκτου, τούτου δε ελθόντος ο ενάρετος εύρε χάριν παρά τω Θεώ και έτυχε της σωτηρίας. Ότι τοις δικαίοις επεφυλάσσετο σωτηρία διά Ιησού Χριστού, τούτο διδασκόμεθα εκ της Παλαιάς Διαθήκης, εν ταύτη ο Θεός υπέσχετο τοις Ιουδαίοις σωτηρίαν, εάν ετήρουν τον νόμον, τούτο εβεβαίωσε και ο Σωτήρ, ως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ειπών προς τον ερωτήσαντα τι να ποιήση, ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήση, ότι αρκετή ήτο προς τούτο η των εντολών τήρησις. Βεβαίως ουδέποτε θα έλεγεν αυτώ να τηρήση τας εντολάς (Ματθ. 19. 17), εάν εν τη τηρήσει των εντολών δεν τω επεφυλάσσετο σωτηρία διά Ιησού Χριστού. Επίσης ουδέ προς τους ελέγχοντας αυτόν Φαρισαίους οτι μετά αμαρτωλών και τελωνών εσθίει και πίνει, θα έλεγεν ο Ιησούς, το «οι ισχύοντες ουκ έχουσι χρείαν ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες…ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. 9.12.13). Οι λόγοι ούτοι του Ιησού αποδεικνύουσι σαφώς ότι οι δίκαιοι είχον μερίδα εν τη διά του Ιησού Χριστού ελευσομένη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Αφού δε οι υπό νόμον είχον μέρος εν τη σωτηρία, διατί τα έθνη τά έχοντα τον νόμον γραπτόν εις τας καρδίας αυτών και ποιούντα αυτόν να αποκλεισθώσι της σωτηρίας; μη προσωπολήπτης ο Θεός; ή μήπως Ιουδαίων ο Θεός μόνον; άπαγε ! ο Θεός είναι Θεός δίκαιος καί πατήρ πάσης φυλής καί γένους ανθρώπων, εάν λοιπόν υπεσχέθη σωτηρίαν τοις υπό νόμον, εάν τηρήσωσι τον νόμον, θέλει σώσει και τους εν τη ακροβυστία τους τηρήσαντας τον νόμον τον γεγραμμένον εν ταις καρδίαις αυτών. Ο Άγιος ‘Αναστάσιος ο Πατpιάρχης Αντιοχείας διαβεβαιοί ότι δι’ αποκαλύψεως εγνώσθη αυτώ η των εθνικών δικαίων σωτηρία. αναφέρει δε την καθ’ ύπαρ εμφάνειαν του σοφού Πλάτωνος προς τινα ευσεβή μοναχόν εξυβρίζοντα αυτόν διά τινας πλάνας αυτού, και λέγει ότι εμφανισθείς εδίδαξεν αυτόν τα περί της σωτηρίας του διά Ι. Χριστού και προέτρεψε μη αμαρτάνειν υβρίζων. Η μαρτυρία αύτη, καίτοι αξιόπιστος ως από αξιοπίστου συγγραφέως προερχομένη, και αν μη ληφθή υπ’ όψει, η δόξα περί της σωτηρίας των εθνικών εδραζομένη επί των ορθών συλλογισμών, ίσταται καθ’ εαυτήν. Η σωτηρία λοιπόν η τω ανθρωπίνω γένει χορηγηθείσα διά Ιησού Χριστού, εγένετο γενική πάσι τοις εναρέτως ζήσασι. Διά τα τοσαύτα αγαθά, όσα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρέσχε τη ανθρωπότητι, ήτις πάσα οφείλει νά ευxαριστή τω Θεώ, η Εκκλησία αναπέμπει ευχαριστίας προς αυτόν ως πρός τον Δεσπότην των απάντων και λυτρωτήν, δοξάζει αυτόν ως Θεόν αληθινόν, και δέεται υπέp των ψυχών πάντων των ευσεβώς κοιμηθέντων πάσης φυλής καί γένους.. Ή ακολουθία των κεκοιμημένων ετέθη λίαν καταλλήλως μετά τον χρόνον της Αναλήψεως του Σωτήρος Χριστού, διότι διά ταύτης γενόμενος ο Κύριος εν τοις κόλποις του Πατρός καί λαβών πάσαν εξουσίαν εν Ουρανώ και επί γης, εγένετο ζώντων και τεθνεώτων Δεσπότης, η Εκκλησία λοιπόν ένθεν μεν θέλουσα να ομολογήση τον Ιησούν Χριστόν ζώντων τε και νεκρών εξουσιαστήν, ένθεν δε να ανακηρύξη την πίστιν αυτής εις την δευτέραν παρουσίαν, την υπέρ των κεκοιμημένων ακολουθιαν συνέταξεν.
γ ‘. Περί τής προσγιvομέvnς ωφελείας ταις ψυχαίς εκ τωv ιερώv μvnμοσύvωv.
Τα ιερά μνημόσυνα και υπό ηθικήν έποψιν εξεταζόμενα εισί λίαν αναγκαία, καθόσον παρέχουσι και τοις επιζώσι μεγάλην ωφέλειαν, δι’ αυτών η Εκκλησία διδάσκει τα εαυτής τέκνα την αληθή χριστιανικήν φιλοσοφίαν και υπομιμνήσκει εις αυτά τας θεμελιώδεις αρχάς του Χριστιανισμού, κηρύττει ως δι’ υψηλού κηρύγματος την αθανασίαν της ψυχής, και την έναρξιν μετά θάνατον νέου σταδίου ζωής αλήκτου και ατέρμονος. Επίσης κηρύττει την διηνεκή εν τω κόσμω του Σωτήρος Χριστού παρουσίαν, την μεθ’ ημών επικοινωνίαν και σχέσιν, των τεθνεώτων και, ίνα συλλήβην περιλάβω άπαν το πνεύμα των τελουμένων μνημοσύνων, δι αυτών διδάσκει η Εκκλησία τα τέκνα της, ότι ο άνθρωπος είναι ουρανοπολίτης, ότι από της εν γή στρατευομένης Εκκλησίας μεταβαίνει εις την εν Ουρανώ θριαμβεύουσαν, οτι αμφοτέρων κεφαλή είναι ο Χριστός, όστις εισακούει πάντων τας δεήσεις και ικεσίας και επικάμπτεται ταις πρεσβείαις των αγίων και της Θεοτόκου, οτι η ελπίς της σωτηρίας του Χριστιανου δεν απόλλυται και μετά θάνατον, οτι η Εκκλησία πιστεύει, οτι αι δεήσεις αυτής και ικεσίαι αι υπέρ των τέκνων αυτής γινόμεναι εισακούονται παρά του φιλανθρώπου Σωτήρος ημών και παρέχεται τοις υπέρ ων γίνονται τα μνημόσυνα άφεσις παραπτωμάτων, οτι η οριστική απόφασις περί της αμοιβής και τιμωρίας εισέτι δεν εξεδόθη, οτι αύτη επιφυλάσσεται εν τη δευτέρα καί φρικτή του Δεσπότου Χριστού παρουσία, ότε έκαστος θα λάβη το γέρας και τους στεφάνους, ου επολιτεύθη βίου, οτι μέχρι της δευτέρας του Χριστού παρουσίας δύναται η Εκκλησία να αναπέμπει ευχάς και δεήσεις προς τον Κύριον υπέρ των τέκνων αυτής, οτι ως εν τη στρατευομενη Εκκλησία οι υπο Εκκλησιαστικήν ποινήν ευρισκόμενοι δια τας πεπραγμένας αυτών αμαρτίας στερούνται των θείων μυστηρίων, ούτω και εν τη θριαμβευούση Εκκλησία οι εν αμαρτίαις θανοντες μακράν των αγίων και δικαίων εισίν εστερημένοι της δόξης και χάριτος της απορρεούσης εκ του αρ–ρήτου κάλλους του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όπερ επιποθεί και ζητεί πάσα ψυχή, όπως χορτασθή, κατά το ρητόν, «Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν Σου», πλην ουχί εκτός του Άδου, εν ω έκαστος αποτίνει την ποινήν κατά το βάρος της εαυτού συνειδήσεως, όπως δε υπέρ των κατηχουμένων της στρατευομένης Εκκλησιας εύχεται η Εκκλησία αδιαλείπτως προς τον Κύριον, ίνα ενώση αυτούς τη αγία καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ούτω και υπέρ των εν αμαρτίαις κοιμηθέντων πιστών δύναται να εύχηται και να αιτήται συναντιλήπτορας και τους αγίους της θριαμβευούσης Εκκλησίας, όπως εξιλεώσει τον Θεόν υπέρ αυτών και τάξη αυτούς εν σκηναίς δικαιων, εν κόλποις Αβραάμ, και συναριθμήση αυτούς μετά των σεσωσμένων. Ταύτα πάντα δια των μνημοσύνων διδάσκει η Εκκλησία, δι’ ων παραμυθείται και παρηγορεί τους των μεταστάντων συγγενείς και φίλους και θεραπεύει τας τρωθείσας καρδίας δια του ουρανιου βαλσάμου του υπό του Σωτήρος πεμπομένου αυταίς. Διά των μνημοσύνων η Εκκλησία πρώτον συναγείρει το των πιστών σύστημα και παρακελεύεται αυτό να ενδείξη την προς τον μεταστάντα αδελφόν οφειλομένην αγάπην, αφήση αυτώ την οφειλήν, δεηθή υπέρ αυτού μετά της Εκκλησιας προς τον Κύριον των ζώντων τε και νεκρών Δεσπότην και εξουσιαστήν, αιτήσηται παρ’ αυτού την συγχώρησιν των υπ’ αυτού πραχθέντων πλημμελημάτων, την δαψίλειαν της θείας χάριτος, και την κληρονομίαν της ουρανίου βασιλειας, δεύτερον παραμυθείται η των πιστών ομήγυρις τω τεθλιμμένων τας καρδίας, αίτινες εν τη ενδείξει της αγάπης και της συμπαθείας της όλης Εκκλησίας ευρίσκουσιν ανακούφισιν και παρηγορίαν, διότι ούτω η του πάθους συμ-μετοχή φερει παρηγορίαν τω τεθλιμμένω ως η του βάρους συναντίληψις ελάττωσιν και ανακούφισιν τω πεφορτισμένω, και τρίτον διά των μνημοσύνων γίνεται ανάμνησις του θανάτου, υπόμνησις της ματαιότητος των πραγμάτων του κόσμου, του προσκαίρου βίου και της αιωνίου ζωής, προτροπή προς αρετήν και ενάρετον πολιτείαν, ενθάρυνσις προς ευεργεσίας και αγαθοεργίας, και εν γένει αφορμή προς προκοπήν εν τη αρετή και προς τελείωσιν, και ούτος εστιν ο ηθικός χαρακτήρ των μνημοσύνων.
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ ΟΤΙ ΛΥΣΙΤΕΛΗ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΞ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΕΙΣΙΝ
α’. Mαρτυρίαι εκ των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Ιωαννης ο Δαμασκηνός ομιλών περί των υπό της Εκκλησίας τελουμένων ιερών μνημοσύνων εν τω λόγω αυτού «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων» (τόμ. Α’. σελ. 585-595) αναπτύσσει θαυμασίως το περί μνημοσύνων κεφάλαιον ως εξής: «Ίδετε γαρ τι φησιν η θεία Γραφή. «Ώς Ιούδας ο Mακκαβαίος εν τη Σιών τη πόλει του Βασιλέως του Μεγάλου, οπηνίκα τεθανα-τωμένον είδε τον υπ”αυτών λαόν υπό των αλλοφύλων εχθρών, ερευ–νήσας αυτών τους κόλπους και τούτων ένδοθεν ευρών ειδωλεία, εξι-λασμόν αυτίκα υπέρ εκάστου τούτων προς τον εις οίκτον έτοιμον Κύ–ριον προσενήνοχε. πανευσεβώς ποιήσας και φιλαδέλφως λίαν», όθεν και παρά τη θεία Γραφή, ως εν πάσι, και εν τούτω τεθαύμασται. Οι δε γε μύσται και αυτόπται του λόγου, οι τον του κόσμου γύρον ζωγρήσαντες μαθηταί του Σωτήρος και θείοι Απόστολοι, επί των φρικτων και αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων μνήμην ποιείσθαι των πιστώς κοιμηθέντων εθέσπισαν, ο και κατέχει βεβαίως και λίαν, αναντιρρήτως η του Χριστού και Θεού απο περάτων μέχρι περάτων Αποστολική και Καθολική Εκκλησία έκτοτε μέχρι του νυν και της του κόσμου λήξεως άχρι, ουκ αλογίστως πάντως, ουδέ ματαίως, ουδέ εική και ως έτυχε, τούτο θεσπίσαντες. Ουδέν γαρ ανόνητον η των Χριστιανών απλανής θρησκεία παρείληφε και εις αιώνα κατέσχεν απαρασάλευτον, αλλά πάντα επωφελή και θεάρεστα και λίαν ονησι–φόρα, και σωτηρίας μεγίστης πρόξενα». «Mετά δε τούτον αύθις ο της θεολογίας επώνυμος θεορρήμων Γρηγόριος εν τω εις Καισάριον τον αδελφόν επιταφίω λόγω, περί της ιδίας μητρός, «Ηκούσθη, φησί, κήpυγμα πάσης ακοής άξιον, και μητρός πάθος κενούται δι υποσχέσεως καλής και οσίας δούναι τα πάντα τω παιδί τον εκείνου πλούτον υπέρ εκείνου δώρον επιταφιον,» και μεθ έτερα, «τα μεν ουν παρ’ ημών τοιαύτα, και τα μεν αποδεδώκαμεν, τα δε δώσομεν τας δι’ έτους προςφέροντες τιμάς τε και μνήμας, οίγε τω βίω περιλειπόμενοι.» Οράς πως βεβαιοί και καλάς και οσίας καλεί τας υπέρ των κατοιχομένων τω Θεώ προςαγωγάς και τας ετησίας μνήμας, ειςδέχεται; Είτα μετ’ αυτόν ο Χρυσορρήμων όντως και χρυσεπώνυμος Ιωάννης, ο της πτωχείας και της μετανοίας οδηγός και διδάσκαλος εν τη προς Φιλιππησίους αυτού και Γαλάτας θεοφεγγεί ερμηνεία. «Ει γάρ oι Έλληνες, φησί, συγκατακαίουσι τοις απελθούσι τα εαυτών, πόσω γε μάλλον σε τον πιστόν συμπαραπέμψαι δει τω πιστώ τα οικεία, ουχ ίνα τέφρα γένωνται, καθά εκείνα και ταύτα, αλλ’ ίνα μείζονα τούτο πεpιβάλης την δόξαν, και ει μεν αμαρτωλός ο τεθνηκώς ή, ίνα τα αμαρτήματα λύση, ει δε δίκαιος, ίνα πpοςθήκη γένηται μισθού και ανταποδόσεως,» και πάλιν εν ετέρω λόγω, «Eπινοήσωμεν, φησί, τοις απελθούσιν ωφέλειαν, δώμεν αυτοίς την προςούσαν βοήθειαν, ελεημοσύνας, λέγω, και προςφοράς, και φέρει τούτοις πολλήν το πράγμα την όνησιν, και μέγα το κέρδος και την ωφέλειαν, ου γαρ είκη και ως έτυχε ταύτα νενομοθέτηται, και τη του Θεού Εκκλησία υπό των αυτού πανσόφων μαθητών παραδέδοται, φημμί δη το επί των φρικτών μυστηρίων ευχήν πιείσθαι τον ιερέα υπέρ των εν πίστει κεκοιμημένων, ει μη ίσασιν αυτοίς πολύ το κέρδος εκ τούτου και πολλήν την ωφέλειαν.» Είτα συν τούτοις ο πάνσοφος αύθις Νυσσαέων Γρηγόριος ούτω φησίν, «ουδέν αλογίστως ουδέ ακερδώς υπό των του Χριστού κηρύκων και μαθητών παραδέδο–ται και εν τη του Θεού πανταχού εκκλησία διακεκράτηται, αλλά το πpάγμα επωφελές και θεάρεστον, το μνήμην δηλονότι ποιείν επί της θείας και παμφαούς μυσταγωγίας των εν ορθή πίστει κεκοιμημμένων. Το γαρ ειπείν ότι, συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού, και θερίσει πάς τις, ο έσπειρε, και τα τούτων ακόλουθα, περί παρουσίας πάντως του κτίστου και της τότε φρικής αποφάσεως είρηται και της του κόσμου τούδε συμπερατώσεως. Tότε γαρ όλως βοη–θείας ουκ έστι καιρός, αλλά πάσα παράκλησις άπρακτος. της πανηγύρεως γαρ διαλυθείσης, ουκ έστι πραγματειας εμπόρευμα, που γαρ οι πένητες τότε; που λειτουργίαι; που ψαλμωδίαι; που ευποιίαι; Διό προ της ώρας εκείνης, αλλήλοις επικουρήσωμεν, και τω φιλαδέλφω και φιλανθρώπω και φιλοψύχω Θεώ, τα της φιλαδελφείας προσείσωμεν. Δέχεται γαρ ευ μάλα και τοις ασυμφθάστως και, οίον ειπείν, ανετοίμως εκδημήσασι, τας υπό των οικείων τούτοις προσφερομένας των υστερημάτων αναπληρώσεις, και εις έργον τούτοις και πράξιν λογίζεται. Θέλει γαρ ούτως ο φιλάνθρωπος Κύριος αιτείσθαι, και νέμειν τα των ιδίων κτισμάτων προς σωτηρίαν αιτούμενα, και τότε μάλλον αυτοίς ολικώς επικάμπτεται, ουχ όταν τις μόνον υπέρ ιδίας ψυχής αγωνίζεται, αλλ’ όταν και υπέρ του πέλας τούτο εργάζεται, εντεύθεν γαρ επί το θεομίμητον εκτυπούται, και τας ετέρων δωρεάς ως οικείας εξαίτει χάριτας, και της τελείας αγάπης τον όρον εμπερικλείει, και τον μακαρισμόν εκ τούτου πορίζεται και την ιδίαν συν τη του πέλας ευεργετεί ψυχήν ότι μάλιστα. Τι δε και δυσαχθές το πράγμα νενόμισται; Μη οτι την Φαλκονίλλαν η πρωτομάρτυς ουκ έσωσε μετά θάνατον; αλλ’ ίσως ερείς οτι αύτη κατ’ αξίαν επεί πρωτομάρτυς και ταύτης δέον εισακουσθήναι την δέησιν, εγώ δε προς τούτο φημι, καλώς η πρωτομάρτυς εκεί, σκόπει υπέρ τίνος η αίτησις, οτι περ υπέρ Ελληνίδος ειδωλολάτριδος τε, και πάμπαν ανιέρου και αλλοτρίας Κυρίου εργάτιδος, ενταύθα δε πιστός υπέρ πιστού προς τον αυτόν Δεσπότην, θες τοίνυν και εκ θατέρου εις θάτερον, ως αν το πράγμα εξισωθήσεται, και το διστάζον ουκ υπολειφθήσεται». Δέδεικται τοίνυν τη του Χριστού συνεργεία ότι περ γέγονε και εν τω άδη εξομολόγησις. Ταύταα δε φαμεν, ουχί την προφητείαν αvαιρούντες, μη γέvοιτο, αλλά δείξαι βουλόμενοι τον υπεράγαθον Kύριoν υπό της οικειας φιλανθpωπίας νικώμενον, ώσπερ και το, τη Νινευί, καταστραφήσετε, και αύτη ου κατέστραπται, αλλά νενίκηκε την κρίσιν η αγαθότης. Και εν τω Εζεκία, Τάξαι, φησί περί του οίκου σου, αποθνήσκεις γάρ συ και ου ζήση, και αυτός ουκ απέθανε. Και εν τω Αχαάβ, επάξω, φησί, κακά, και ουκ επήγαγεν, αλλ’ είπεν, ίδε πως κατενύγη Αχαάβ, διό ουκ επάξω εν ταις ημέpαις αυτού κακά αλλά και πάλιν την απόφασιν η αγαθότης υπερενίκησεν, ως και εν άλλοις πλείστοις κρίμασι, και εις αεί νικήσει μέχρι της εσχάτης ανταποδόσεως, όταν η λήξις της πανηγύρεως ήξει και βοηθείας ουκ έσται καιρός, αλλ’ άνθρωπος και το φορτίον αυτού νυν δε και καιρός πραγματείας, καιρός συναλλάγματος, καιρός κόπου, δρόμου και μόχθου, και μακάριος ο μη οκλάσας μήτε χαυνωθείς τη ελπίδι, μακαριώτερος δε, ο και υπέρ εαυτού και υπέρ του πλησίον αγωνισάμενος. Τούτο γαρ μάλλον και τερπει, και κατευφραίνει τον φιλοικτίρμονα Κύριον, τό σπεύδειν έκαστον εις την του πέλας βοήθειαν, τούτο και θέλει ο ελεήμων και βούλεται, ίνα υπ’ αλλήλων οι πάντες ευεργετώμεθα, και ζώντες και μετά θάνατον, ου γαρ αν ημίν αφορμήν εδεδώκει, το μνήμην επί της αναιμάκτου θυσίας ποιείσθαι των προλαβόντων και πάλιν τρίτα και ένατα και τεσσαράκοντα και τας ετησίους μνήμας και τελετάς, άτινα πάσης αντιρρήσεως άνευ η καθολική αυτού και Αποστολική Εκκλησια, και ο ταύτης θεοσύλλεκτος και πανευσεβής λαός απαρασάλευτα κατέχει και αδιάβλήτα, ει μη τούτο ευθές ην εν οφθαλμοίς αυτού. Πάντως γάρ ει χλεύη το πράγμα ην και ακερδές και ανόνητον, πολλών γεγονότων θεοφόρων αγίων πατριαρχών, πατέρων και διδασκάλων, ενέσκηψεν αν τούτων ενί καταπαύσαι την πλάνην, αλλ’ ουδείς τούτων ανατρέψαι τούτο ποτε δεδοκίμακε, μάλλον μεν ουν και κεκύρωκε κα οσημέραι το πράγμα επαύξεται και προστίθεται, πpοσθήκην επί προσθήκη δεχόμενον. Και αύθις ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. «Ούκ εική ταύτα ενομοθετήθη υπό των Αποστόλων, το επί των φρικτών μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι των απελθόντων. Ίσασιν αυτοίς πολύ κέρδος γινόμενον, πολλήν την ωφέλειαν. Όταν γαρ εστήκη λαός ολόκληρος χείρας ανατείνοντες, πλήρωμα ιερατικόν, και πρόκειται η φρικτή θυσία, πως ου δυσωπήσωμεν υπέρ τούτων τον Θεόν παρακαλούντες; αλλά τούτο μεν περί των εν Πίστει παρελθόντων, οι δε κατηχούμενοι ουδέ ταύτης καταξιούνται της παραμυθίας, αλλ’ απεστέρηνται πάσης της τοιαύτης βοηθείας, πλην μιας τινος, ποιάς δη ταύτης; ένεστι πένησιν υπέρ αυτών (των κατηχουμένων) διδόναι, ποιείν τινα αυτοίς παραψυχήν το πράγμα, και γαρ παρ’ αλλήλων ημάς ωφελείσθαι βούλεται ο Θεός, διατί γαρ υπέρ ειρήνης και ευσταθίας του κόσμου εκέλευσεν εύχεσθαι; διατί περί πάντων ανθρώπων; καίτοι γε ενταύθα εν πάσιν εισι και λησταί και τυμβωρύχοι και κλέπται, και μυρίων κακών γέμοντες, αλλ’ όμως υπέρ πάντων ευχόμεθα, ίσως γαρ έσται τις αυτών επιστροφή, ώσπερ ουν υπέρ των ζώντων ευχόμεθα των ουδέν διαλλαττόντων των νεκρών, ούτως ένεστι και υπέρ εκείνων εύχεσθαι. Ο Ιώβ υπέρ των παίδων αυτού εποίει θυσίας, και απήλλαττεν αυτούς των αμαρτημάτων, μήποτε ενενόησαν, φησί, τι εν τη καρδία αυτών». (Χρυσόστομος Τομ ΙΑ. Σελ 217). Και αύθις, «Κλαίωμεν ουν τούτους (τους εν αμαρτίαις αποθανόντας), βοηθώμεν αυτοίς κατά δύναμιν, επινοήσωμεν αυτοίς τινα βοήθειαν, μικράν μεν, βοηθείν δε όμως δυναμένην. Πώς και τίνι τρόπω; Αυτοί τε ευχόμενοι και ετέρους παρακαλούντες ευχάς υπέρ αυτών ποιείσθαι, πένησιν υπέρ αυτών διδόντες συνεχώς. Έχει τινά το πράγμα ωφέλειαν» (αυτόθι). Και αύθις, «Έστι γαρ έστιν, εάν θέλωμεν, κούφην αυτώ γενέσθαι την κόλασιν. Αν ουν ευχάς υπέρ αυτού ποιώμεν συνεχείς, εάν ελεημοσύνην διδώμεν, καν εκείνος ανάξιος, ημάς ο Θεός δυσωπηθήσεται….Περίστησον χήρας….ειπέ τούνομα. Πάσας κέλευσον υπέρ αυτού ποιείσθαι τας δεήσεις και τας ικετηρίας….Ουκ εική προσφοραί γίνονται υπέρ των επελθόντων, ουκ εική ικετηρίας, ουκ εική ελεημοσύναι». (Τομ. ΙΑ. Σελ 174, 175, 217). Και εν ομιλία 41η. «Ει δε και αμαρτωλός απείλθε, και διά τούτο δε χαίρειν, οτι ενεκόπη τα αμαρτήματα, και ου προσέθηκε τη κακία, και βοηθείν, ως οιόν τε η, ου δάκρυσιν, αλλ’ ευχαίς και ικετηρίαις και ελεημοσύναις και προσφοραίς. Ου γαρ απλώς ταύτα επινενόηται, ουδέ εική μνήμην ποιούμεθα των απελθόντων επί των θείων μυστηρίων, και υπέρ αυτών πρόσιμεν, δεόμενοι του αμνού του κειμένου, του λαβόντος την αμαρτίαν του κόσμου, αλλ’ ίνα τις αυτοίς εντεύθεν γένηται παραμυθία. Ουδέ μάτην ο παρεστώς τω θυσιαστηρίω των φρικτών μυστηρίων τελουμένων βοά υπέρ πάντων των εν Χριστώ κεκοιμημένων και των τας μνείας υπέρ αυτών επιτελούντων. Ει γαρ μη υπέρ αυτών αι μνείαι εγένοντο, ουδ΄αν ταύτα ελέχθη. Ου γαρ εστι σκηνή τα ημέτερα, μη γένοιτο! Πνεύματος γαρ διατάξει ταύτα γίνεται». «Βοηθώμεν τοίνυν αυτοίς , και μνείαν αυτών επιτελώμεν. Ει γαρ τους παίδας του ιώβ εκάθαιρεν η του Πατρός θυσία , τι αμφιβάλλεις, ει και ημών υπέρ των απελθόντων προσφερόντων γίνεταί τις αυτοίς παραμυθία; Είωθε γαρ ο Θεός και ετέροις υπέρ ετέρων χαρίζεσθαι, και τούτο εδείκνυ ο Παύλος λέγων, «Ίνα εκ πολλών προσώπων το εις υμάς χάρισμα διά πολλών ευχαριστηθή υπέρ ημών». Μη δη αποκάμωμεν τοις απελθούσι βοηθούντες, και προσφέροντες υπέρ αυτών και αξιούντες ευχάς υπέρ αυτών τελείσθαι. Και γαρ το κοινόν της οικουμένης κείται καθάρσιον. Διά τούτο θαρρούντες υπέρ της Οικουμένης δεόμεθα τότε και μετά Μαρτύρων αυτούς καλούμεν, μετά Ομολογητών, μετά Ιερέων. Και γαρ εν σώμα εσμεν πάντες, καν λαμπρότερα μέλη μελών, και δυνατόν πάντοθεν συγγνώμην αυτοίς συναγαγείν, από των ευχών, από των υπέρ αυτών δώρων, από των μετ΄αυτών καλουμένων. Τι τοίνυν αλγείς, τι θρηνείς, οπότε τοιαύτην δυνατόν συγγνώμην συναγαγείν τω απελθόντι; Χρησοστόμ. Τομ. Β’ ομιλ. 41η Σελ. 525-526). Συμεών ο Θεσσαλονίκης απάντων εις την ερώτησιν «τας εξερχομένας ψυχάς ένας Άγγελος λαμβάνει ή πολλοί, και αν ελεύθεροι απέρχονται, και που πορεύονται»; λέγει, «Λαμβάνεται δε υπ’ Αγγέλων αύλων η ψυχή, άυλος ούσα κατά λόγων ορθόν και πρεπόντως, μάλλον δε κατά φύσιν, συγγενώς δε προς τα άυλα και οικείως οι Άγγελοι έχουσιν.» Αι ψυχαί δε πηγαίνουσιν, ως παρά των Αγίων εμάθομεν, εις τόπους αξίους της ζωής και πολιτείας αυτών, και αι μεν πορεύονται εις τον ουρανόν, όσαι δηλαδή και ζώσαι το πολίτευμα εν τοις ουρανοίς, ήγουν έζων εναρέτως, και θεαρέστως, αι οποίαι και μετά του σώματος ούσαι εφέρθησαν εις τους Ουρανούς, καθώς ο Παύλος αρπαχθείς εκείσε, εις τους Ουρανούς, διδάσκει με το να επεθύμει να αναλυθή από την ζωήν, δια να είναι μαζύ με τον Χριστόν, και δια να πληρωθή το ρητόν το λέγον «όπου ειμί εγώ, και αυτοί ώσι μετ’ εμού» το οποίον είπεν ο Κύριος, άλλαι δε ψυχαί εις τον Παράδεισον είναι κατά το ρητόν «σήμερον μετ’ εμού έσει εν τω παραδείσω» ώστε πρέπει να πιστεύσωμεν, οτι εκεί είναι και όλαι αι ψυχαί εκείνων, οι οποίοι εν μετανοία απέθανον καθώς και η του ευγνώμονος εκείνου ληστού ψυχή. Και δικαίως τούτο ότι, όσοι εμιμήθησαν διόλου τον Χριστόν εις την ζωήν των, πρέπει να συνευρίσκωνται με αυτόν τον Χριστόν, όστις εις τους Ουρανούς ανελήφθη, όσοι δε μετενόησαν καθώς ο ληστής και είναι εις τον παράδεισον, επειδή ο Χριστός και τον ουρανόν και την γην ήνοιξεν. «Αναλόγως δε, ήγουν αρμοδίως, εις την ζωήν κάθε ψυχή δέχεται και την παρηγορίαν από τον Θεόν, όλαι δε είναι ατελείς κατά την απόλαυσιν, έως έλθη ο Κύριος, καθώς διδασκόμεθα, «ίνα μη χωρίς τελειωθώσι, καθώς λέγει ο Παύλος, «και ούτοι πάντες τελειωθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν». Αι δε των Αμαρτωλών και των απίστων ψυχαί ομοίως πρέπει να πιστεύωμεν ότι εις τον άδην είναι εις τόπους σκοτεινούς και θλιβερούς, καθώς και αι των αγίων εν τω Ουρανώ, και κατ’ αναλογίαν των αμαρτιώντων, και της απιστίας των υπό των δαιμόνων εξουσιάζονται και τυραννούμενοι καταθλίβονται, δεν παρεδόθησαν όμως ακόμη εις την τελείαν κόλασιν, επειδή ακόμη δεν ηνώθησαν με τα σώματά των, με τα οποία και εξήμαρτον, ουδέ ο Κύριος ακόμη ήλθεν εξ ουρανού, ο οποίος θέλει κρίνει όλους, και θέλει αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού, αλλά μήτε κόλασις είναι προτέρα, εις την οποίαν αι αμαρτωλαί ψυχαί εμβαλλόμεναι και τιμωρούμεναι κατά το μέτρον της κακίας των θέλουν ελευθερωθή ποτε από την τιμωρίαν, καθώς τινες δοξάζουσιν. Ειδέ και ο θείος Γρηγόριος ο Διάλογος λέγει, οτι αι ψυχαί εις την φλόγα τιμωρούνται, νοητώς τούτο λέγει, και οτι είναι ως δέσμιοι αι ψυχαί αι αμαρτωλαί εις κάποιον τόπον, ως καταδεδικασμέναι και θλιβόμεναι, και ότι με το πυρ της συνειδήσεως φλέγονται, και οτι χάριν Θεού δεν έχουσι, και οτι υπό δαιμόνων καταθλίβονται, και υπό δαιμόνων οδύνωνται και ταλαιπωρούνται τιμωρούμεναι τω συνειδότει, καθώς και ο Χρυσορρήμων λέγει εν τη Ερμηνεία των πράξεων, «και το μη παρακαλείσθαι και απεκδέχεσθαι την τελευταίαν εκείνην κόλασιν», όλα ταύτα ως νοητώς λεγόμενα πρέπει να τα εκλάβωμεν, εάν λοιπόν και μερικοί ημάρτησαν μετρίως, φθάνει μόνον να εξήλθον με μετάνοιαν από την ζωήν, και δια μέσου της Ιερωτάτης θυσίας, και των ευεργεσιών και ελεών και λοιπών άλλων ειμπορούν να επιτύχουν ελευθερίαν και προτού να έλθη ο κριτής. Τούτο και η Εκκλησία δεχομένη κάμνει τας προσευχάς και θυσίας δια τους κεκοιμημένους, και πολλοί τούτο μαρτυρούσι και μάλιστα οι λυόμενοι και μετά θάνατον από τον δεσμόν της τιμωρίας του αφορισμού, ωσάν όπου βλέπομεν δια των δεήσεων λύονται τα σώματά των. «Όθεν δια τούτο την μεν φλόγα του πλουσίου εκείνου του Ευαγγελίου ας την εννοήσωμεν δια την τιμωρίαν της συνειδήσεως και την στέρησιν της χάριτος του Θεού, το δε οτι έβλεπεν από μακράν τον Αβραάμ τον μακρυσμόν του από τον Θεόν, σημαίνει και την τιμωρίαν και θλίψιν, όπου πάσχει από τους δαίμονας, δεν παρεδόθη όμως ακόμη εις την τελείαν κόλασιν. Επειδή είπεν ο Κύριος οτι είναι εν τη γεένη ο πλούσιος, πρέπει και να πιστεύσωμεν οτι είναι και εις την κόλασιν, και οτι είναι εις τας ψυχάς των αμαρτωλών κόλασις αιώνιος και αρραβών της μελλούσης κολάσεως, πλην από όσον εμπορούμεν να εννοήσωμεν από τας γραφάς με το να μη είναι ακόμη ο διάβολος με τους δαίμονας υποκάτω από τα δεσμά, και εις το πυρ το ητοιμασμένον εις αυτούς, αλλ’ ακόμη ενεργούσι την κακίαν των εις τον κόσμον, και με τον να μην έγεινεν ακόμη τελεία απόφασις, το «πορεύεσθαι απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον». «Από αυτά λοιπόν πρέπει να συμπεράνωμεν οτι αι ψυχαί των αμαρτωλών δεν παραδίδονται τώρα εις την τελείαν κόλασιν, και θέλει είναι όχι όμως εις την τελείαν, και μήτε δι’ αυτήν την κατά μέρος κόλασιν θέλει ελευθερωθή από την τελείαν, καθώς οι Λατίνοι διά το πουργατόριον φρονούσι, και δηλόν τούτο από το ακόλουθον. Λέγων ο Αβραάμ οτι είναι χάσμα μέγα αναμέσον των αμαρτωλών και των δικαίων, το αδύνατον παρασταίνει της ενώσεως, και οτι δεν δύναται να υποστρέψει πλέον εις τους ζώντας, και σωθή δια της μετανοίας, επειδή η εν τω άδη μετάνοια δεν σώζει, αλλά, καθώς δοξάζομεν οτι ακόμη δεν ευρίσκουσι τελείαν δοκιμήν κολάσεως, έως ου φθάση εις καθένα το τέλος και έλθη πάλιν ο Κύριος, θέλει δε είναι υπό δεσμόν και οδύνην το άυλον πνεύμα εις την γέεναν κατά λόγον πρέποντα, και το μανθάνομεν από τας αγίας γραφάς, πλην και εξ όσων συμβαίνουν εδώ εις ημάς, δύναται έκαστος να γνωρίση και στοχασθή διά τα μέλλοντα.
λβ’. Μαρτυρίαι εκ των θείων λειτουργιών