Η ορθόδοξη άσκηση

 

Ένα από τα γνωρίσματα της Ορθοδοξίας, η ασκητικότητα, έχει πολλές φορές και από πολλούς παρεξηγηθεί. Πολλοί άνθρωποι, από άγνοια, θεωρούν τους ασκητές ως ανθρώπους απομονωμένους από την πραγματικότητα της ζωής, αδύναμους να αντιμετωπίσουν τη ζωή ή και εχθρικούς προς αυτήν. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως, αντίθετα, η άσκηση είναι απάντηση σε πολλά αδιέξοδα της εποχής μας;

α) Τι είναι η άσκηση
Άσκηση είναι ένα μέσον και ένας τρόπος συνεχούς και επαναλαμβανόμενης προετοιμασίας, για να επιτύχει κανείς ένα σκοπό. Στο Χριστιανισμό άσκηση είναι η προσπάθεια του πιστού να τιθασεύσει τις ψυχικές και σωματικές ορμές και αδυναμίες, που τον εμποδίζουν να ζήσει την αγάπη του Χριστού, να τις υποτάξει στο σκοπό που έχει θέσει, να ετοιμάσει, δηλαδή, ο πιστός τον εαυτό του, ώστε να δεχθεί τη χάρη του Θεού και να φτάσει στην ομοίωσή του με το πρότυπο του, το Χριστό, στη θέωση. Η αντίληψη που επικρατεί ότι η ορθόδοξη ασκητικότητα είναι εναντίον του ανθρώπινου σώματος είναι λαθεμένη, γιατί δεν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός σώματος και ψυχής ως διαφορετικών συστατικών που αντιμάχονται μεταξύ τους (πυθαγόρεια και πλατωνική αντίληψη). Ο ασκητής δεν πολεμάει το σώμα του αλλά τα πάθη του, που εμφωλεύουν στο σώμα του και στην ψυχή του.
Μια βασική προϋπόθεση για τη χριστιανική άσκηση, που αποβλέπει στο σκοπό που εκθέσαμε παραπάνω, είναι το να δώσει ο άνθρωπος νέο νόημα στα εγκόσμια πράγματα από την αγάπη του στο Θεό. Αυτή η ολοκληρωτική αγάπη προς το Θεό και η παράδοση σ’ Αυτόν οδηγεί και στη θυσιαστική αγάπη προς το συνάνθρωπο. Αξεπέραστο πρότυπο άσκησης αγάπης υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός, που σταυρώθηκε για να σώσει τον άνθρωπο, και παραδείγματα προς μίμηση οι μεγάλοι ασκητές που μιμήθηκαν το Χριστό, για να ζήσουν μια ζωή προσφοράς.

Όπως διαπιστώνουμε οι στόχοι που θέτουν οι ασκητές δε διαφέρουν από αυτούς που ο κάθε πιστός θέτει στη ζωή του. Επομένως, τα μέσα της άσκησης που χρησιμοποιεί ο ασκητής μπορούν σε ένα βαθμό να γίνουν και μέσα του κάθε πιστού, στο βαθμό που ο καθένας μπορεί να πραγματοποιήσει την άσκηση στην καθημερινή ζωή.β) Χαρακτηριστικά της ορθόδοξης άσκησης
Η ορθόδοξη μοναστική άσκηση χαρακτηρίζεται από τρία βασικά στοιχεία, τρεις αρετές, που διακρίνουν τον ασκητή: την ακτημοσύνη1, την υπακοή2 και την εγκράτεια3. Αυτές οι αρετές οδηγούν τον ορθόδοξο μοναχό (και κάθε ασκούμενο) να τοποθετηθεί απέναντι στον άνθρωπο και τον κόσμο με ταπείνωση, με σεβασμό και σωστή χρήση της κτιστής δημιουργίας. Γενικά χαρακτηριστικά της πολιτείας του ασκητή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι:
1. Ολοκληρωτικό δόσιμο στο θεό. Η ορθόδοξη άσκηση αξιολογείται πολλές φορές αρνητικά, γιατί θεωρείται ότι ο ασκητής αρνείται τη ζωή και τους ανθρώπους. Η εμπειρία, όμως, των πιστών από την επαφή με τους ασκητές δείχνει ότι ασκούν πλούσια την αρετή της αγάπης προς
Εικόνανεται κυρίως στο κοινωνικό και ιεραποστολικό έργο των μεγάλων κοινοβίων μοναστηριών αλλά και στη φιλοξενία που προσφέρουν οι ασκητές προς τους επισκέπτες, καθώς και στη διαρκή προσευχή τους για τη σωτηρία του κόσμου.
2. Σεβασμός του φυσικού κόσμου. Άσκηση δε σημαίνει περιφρόνησηΠρόκειται για την παραίτηση από κάθε προσωπική περιουσία και τη χρήση μόνο των αναγκαίων για επιβίωση.
Είναι ο απαραίτητος όρος για την επιτυχία της άσκησης, αφού πολεμά το μεγαλύτερο εχθρό του ασκητή: τον εγωισμό. 0 ασκητής παραδίδει τον εαυτό του στην καθοδήγηση ενός εμπειρότερου (γέροντα) που τον μαθαίνει να ταπεινώνεται.
Εγκράτεια είναι η αποχή από τη σχέση με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, ώστε ο ασκητής να ασκηθεί στην παρθενία και την ολοκληρωτική αφοσίωση στο Θεό και μέσω αυτών στην αγάπη προς όλους.
Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (έργο π. Σταμάτη Σκλήρη).
Παράσταση<br /><br /><br />
στυλίτη ασκητή από χειρόγραφο του Αγίου Όρους.

του φυσικού κόσμου, αλλά αγωνιστική προσπάθεια για καθοδήγηση της φύσης προς το Θεό, καθώς ο ασκητής μαθαίνει να γίνεται το εργαλείο με το οποίο περνά η αγάπη του Θεού προς τα πλάσματά Του. Έτσι, μεταχειρίζεται με σύνεση και σεβασμό το περιβάλλον και το χρησιμοποιεί χωρίς να το τραυματίζει. Επικοινωνεί με την έμψυχη και άψυχη φύση με έναν τρόπο διαφορετικό, και προσεύχεται για όλη τη δημιουργία.
3. Αντίσταση στην απολυτοποίηση της ύλης. Ο ασκητής εγκαταλείπει τον κόσμο όχι τοπικά αλλά ως τρόπο σκέψης. Εγκαταλείπει το πνεύμα του κόσμου, και μάλιστα της σημερινής εποχής, που είναι πνεύμα σε μεγάλο βαθμό υλιστικό και χρησιμοθηρικό. Η ακτημοσύνη του ασκητή

Η άσκηση έχει πολλές μορφές από το οργανωμένο κοινόβιο (επάνω) έως το ερημικό ασκητήριο (κάτω).
σημαίνει τέλεια αποδέσμευση από τα υλικά αγαθά. Οι προτεραιότητες που θέτει έχουν στόχους που οδηγούν στον εξαγιασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
4. Συμμετοχή σώματος και ψυχής. Η άσκηση δεν έχει χαρακτήρα διανοητικής ενασχόλησης με το Θεό. Είναι πνευματική και σωματική, συνδυάζοντας την προσευχή και τη χειρωνακτική εργασία. Το αντίθετο άλλωστε θα σήμαινε απολυτοποίηση του πνεύματος που είναι εξίσου επικίνδυνο με την απολυτοποίηση της ύλης.
γ) Εμπόδια στην ορθόδοξη ασκητικότητα
Η ορθόδοξη ασκητική ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η άσκηση και η συνεχής προσπάθεια του ορθόδοξου ασκητή είναι μια επίπονη δοκιμασία που αντιμετωπίζει πολλά εμπόδια. Αυτά μπορεί να προέρχονται:
1. Από τις δυνάμεις του κακού, το οποίο εμφανίζεται ως πειρασμός στην καθημερινή ζωή, με πάθη και αδυναμίες, που απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη σχέση του με το Θεό και το συνάνθρωπο του και τον οδηγούν σε
• χαλάρωση του ασκητικού φρονήματος (αμαρτίες κτλ.)
• εξομοίωση με το κοσμικό φρόνημα (εκκοσμίκευση)
• θεοποίηση του εαυτού του (εγωισμός, φιλαυτία , ματαιοδοξία).
2. Από τον ίδιο τον εαυτό του, όταν, αντί να είναι ο Χριστός το πρότυπο για την ομοίωση, δημιουργούνται πρότυπα αγιότητας που βασίζονται στην εξωτερική συμπεριφορά, με εκδηλώσεις εξωτερικής ευσέβειας, με την πεποίθηση ότι οι ευσεβείς πράξεις σώζουν και όχι ο Χριστός. Όταν η εξωτερική ευσέβεια είναι αποκομμένη από την εσωτερική (κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, κατάνυξη, ψυχικές αρετές κ.ά.) και δεν έχει στόχο την ομοίωση με το Χριστό, τότε έχουμε τα φαινόμενα του ευσεβισμού και της τυπολατρείας. Η ευσέβεια αυτή έχει ως στόχο την ευσέβεια καθ’ αυτήν και όχι την ομοίωση με το Χριστό. Πρόκειται για ένα φαινόμενο ευσεβισμού. Οι άνθρωποι αυτοί
• απορρίπτουν την ύλη ως κάτι αμαρτωλό,
• εξουθενώνουν τους άλλους ανθρώπους που δεν ασκούνται όπως αυτοί,
• παύουν να αγαπούν πραγματικά το Χριστό, αφού δεν αγαπούν τους συνανθρώπους τους.
Επομένως, όχι μόνο δεν ωφελεί αυτή η «άσκηση» αλλά βλάπτει, αφού επαναλαμβάνεται με τη στάση αυτή το προπατορικό αμάρτημα. Για την αντιμετώπιση αυτών των εμποδίων υπάρχουν πολλοί τρόποι και όπλα πνευματικά που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο ασκητής. Τέτοιοι τρόποι ή μέσα είναι:
1. Ασκητικές πρακτικές, όπως νηστεία, προσευχή, μετάνοια και εξομολόγηση, έμπρακτη αγάπη και βοήθεια στον πλησίον. Η νηστεία δεν είναι απλά αποχή από συγκεκριμένες τροφές αλλά άσκηση εγκράτειας και απόρριψη του καταναλωτισμού. Η διαρκής μετάνοια και η εξομολόγηση καταπολεμούν τον εγωισμό.
2. Η οργανωμένη ασκητική ζωή στα κοινόβια μοναστήρια, που αναπτύχθηκαν από τον 4ο αιώνα, κρατάει την άσκηση στα πλαίσια της ταπείνωσης και της προσφοράς.
3. Η προβολή των αγίων ασκητών, των προτύπων εκείνων που ασκήτευσαν σωστά, ώστε να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση.
4. Η διαρκής προσευχή. Εκτός από τη λατρευτική προσευχή, με τις ακολουθίες, ο ασκητής αλλά και ο κάθε χριστιανός, διαθέτει ένα ισχυρό όπλο. Είναι η νοερά προσευχή, η συνεχής επίκληση του ονόματος του Ιησού: «Κύριε, Ιησού, Χριστέ, ελέησόν με». Όταν ο όλος άνθρωπος (σώμα και ψυχή) είναι δοσμένος στην προσευχή, τα αποτελέσματα, χωρίς αυτά να είναι πάντοτε ορατά, μπορεί να είναι εντυπωσιακά. Στην ιστορία της ορθόδοξης ασκητικότητας αναφέρονται παραδείγματα ασκητών, που η αγιότητά τους και η άσκηση σ’ αυτού του είδους την προσευχή τους οδήγησαν σε καταστάσεις πνευματικότητας αξιοζήλευτες. Πρόκειται για την πνευματική κατάσταση, στην οποία ο άνθρωπος πλημμυρίζει από το φως του Χριστού, το φως της Μεταμόρφωσης. Είναι αυτονόητο ότι η νοερά προσευχή δεν είναι μια «τεχνική» αυτόνομη από την υπόλοιπη λειτουργική ζωή, αλλά οπλίζει πνευματικά τον ασκητή για την άξια μετοχή του στη θεία Ευχαριστία.
δ) Άσκηση και ελευθερία
Τελικά άσκηση δεν είναι εχθρότητα προς τη ζωή ή τον άνθρωπο, αλλά αντίθετα είναι η έμπρακτη επιβεβαίωση της «εξ όλης της ισχύος και διανοίας» αγάπης του ανθρώπου για το Χριστό και άρα και για τους συνανθρώπους του. Στην περίπτωση της ολοκληρωτικής παράδοσης
στο Θεό ο άνθρωπος όχι μόνο δε χάνει την ελευθερία του, αλλά την πραγματώνει, επειδή ξεπερνά τη δουλεία στον εαυτό του, την ψευτοθεοποίηση, που τον οδηγεί στο θάνατο, όπως οδήγησε τον Αδάμ. Ο άνθρωπος ασκείται και θυσιάζει τις εγωιστικές του επιδιώξεις και τις ιδιοτροπίες του, αρνείται την αδικία και το συμβιβασμό, θυσιάζεται ακόμη και για τον εχθρό του. Αυτά τα ιδανικά μπορεί να τα επιτύχει κάθε χριστιανός, κάθε εποχής και κάθε ηλικίας. Η άσκηση είναι κάτι που απευθύνεται στον καθένα μας, σε κάθε στιγμή της ζωής μας.

ΚΕΙΜΕΝΑ
«Έστειλε κάποτε ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κύπρου, και προσκάλεσε τον Αββά Ιλαρίωνα, παρακαλώντας τον και λέγοντάς του: έλα να ιδωθούμε, προτού εγκαταλείψουμε το σώμα μας. Έφθασε εκείνος, χάρηκαν που είδε ο ένας τον άλλο και, καθώς έτρωγαν, τους έφεραν πτηνό. Πήρε ο επίσκοπος κι έδωσε στον Αββά Ιλαρίωνα. Του λέγει ο γέροντας: να με συγχωρείς, αλλά από τότε που καλογέρεψα δεν έχω φάει κρέας. Του λέει κι ο επίσκοπος: κι εγώ από τότε που ιερώθηκα δεν άφησα κανέναν να πάει στο κρεβάτι του να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, κι ούτε κι εγώ κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον άλλον. Του λέει ο γέροντας: συγχώρεσέ με γιατί αυτό που εφαρμόζεις εσύ είναι ανώτερο απ’ αυτό που κάνω εγώ» .

(Το Γεροντικόν, ιστορία του Αγίου Επιφανίου, επισκόπου Κύπρου κεφ. δ’, παράφραση).

Ο Μέγας Βασίλειος (330-379) ήταν από τους σημαντικότερους οργανωτές του μοναχισμού στην Ορθόδοξη Ανατολή: «Ο Βασίλειος, προωθούσε το μοναχισμό, όχι σαν ξεχωριστό τάγμα, ούτε καν σαν μια ειδική κατηγορία χριστιανών, αλλά σαν ένα ιδανικό για «πλήρεις» ή «τελείους» χριστιανούς που απαρτίζουν την κοινότητα της Εκκλησίας. Στα Ασκητικά, όταν ο άγ. Βασίλειος μιλάει για κοινότητα, δεν εννοεί ένα μοναστήρι, αλλά την ίδια την Εκκλησία. Όλοι οι ιστορικοί του μοναχισμού έχουν προσδιορίσει το Βασίλειο σαν ένα δυναμικό
και εύγλωττο αντίπαλο τον ατομισμού, τον ερημιτισμού, που κατανοείται ως πρόσκτηση ατομικού οφέλους, και σαν ένα συνήγορο τον κοινοβίου ή της «κοινής ζωής». Οι μοναστικοί ηγέτες της Ανατολής και της Δύσης, όπως ο άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης και ο άγ. Βενέδικτος της Νουρσίας, εμπνεύστηκαν από την έμφαση που δίνει στην αγάπη και την κοινότητα. Πράγματι, ο Βασίλειος πάντα επαναλαμβάνει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ατομικά αυτάρκης, ότι όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται γείτονες να τους επιτιμούν για τα λάθη τους, ότι η μονήρης ζωή δεν ευνοεί τις πράξεις φιλανθρωπίας χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει Χριστιανισμός, ότι τα δώρα τον Πνεύματος λαμβάνονται πάντα μαζί με τους άλλους και για τους άλλους. Όλες αυτές οι συστάσεις έγιναν ουσιώδεις για τον κοινοβιακό μοναχισμό» .

(I. Μέγιεντορφ, Η βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα 1990, σσ. 248-249).

Share Button