Ο Κόλπος του Αβραάμ – τοιχογραφία (Ιερά Μονή Δοχειαρίου). |
Μίαν φοράν βαδίζων την νύκτα – ούσα πανσέληνος – επήγαινα εις τον Γέροντα να ειπώ τους λογισμούς και να κοινωνήσω. Αφού έφθασα, εστάθην ολίγον μακράν απεπάνω εις ένα βραχάκι, να μην τους ανησυχήσω την νοεράν αγρυπνίαν τους. Και καθήμενος και ευχόμενος νοερώς ήκουσα μία γλυκείαν φωνήν, όπου εκελαϊδούσε ένα πουλί. Θα ήτον ώραν τέσσαρες της νικτός. Και ηρπάγη ο νους μου εις την φωνήν. Και ηκολούθουν οπίσω να ιδώ που είναι αυτό το πουλί. Και προσεκτικά παρετήρουν εδώ κι εκεί. Όπου ερευνώντας εισήλθον εις ένα ωραίον λιβάδι. Και προχωρών, ήτον χιονόλευκος δρόμος με αδαμάντινα και κρυστάλλινα τείχη. Μέσον δε από τα τείχη ήτον άνθη πολυποίκιλα και χρυσόχρωμα, όπου ο νους μου αλησμόνησε το πουλί και όλος ηχμαλωτίσθη εις την θεωρίαν του Παραδείσου εκείνου. Και προχωρών, ήτον ένα παλάτι υψηλόν και θαυμάσιον, εκπλήττον νουν και διάνοιαν. Και εις την θύραν ίστατο η Παναγία μας βαστάζουσα ως βρέφος τον γλυκύτατον Ιησούν εις την αγκαλιάν της. Όλη ωσεί χιών κατάλευκος και απαστράπτουσα. Και προσεγγίσας εγώ ησπασάμην ως εν απείρω αγάπη. Και ως βρέφος με ενηγκαλίσθη και κάτι με είπε. Δεν αλησμονώ την αγάπην, όπου με έδειξεν ως γνησία Μητέρα. Τότε χωρίς φόβον ή συστολήν ήλθον πλησίον της, καθώς πλησιάζω εις την εικόνα της. Και ό,τι κάμνει ένα μικρό και αθώον παιδάκι, όταν ιδεί την γλυκιά του μανούλα, τα όμοια και εγώ. Πώς δε έφυγα από κοντά της μήτε τώρα δεν το γνωρίζω, καθότι ο νους μου άνωθεν είχεν όλος καταποθεί. Κακείθεν αναχωρήσας από άλλην οδόν ήλθον πάλιν εις το λιβάδι. Όπου ήτον κατοικίαν ωραία. Και μοι έδωκαν ευλογίαν τινά και με είπαν ότι εδώ είναι ο κόλπος του Αβραάμ. και είναι συνήθεια, όποιος διέλθει απ΄ εδώ, να τον δίδομεν ευλογίαν. Και ούτως παρήλθον και από εκεί και ήλθον εις τον εαυτόν μου. Και ήμην πάλιν εις το βραχάκι ακουμπισμένος.
ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ, ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ, εκδ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2003, σσ. 226-227.