Περπατώντας τις τελευταίες ημέρες στους δρόμους της Μητέρας Θεσσαλονίκης σταμάτησα μπροστά σε τοίχο κατεδαφιστέου κτηρίου, όπου με τεράστια γράμματα αναγράφονταν το εξής σύνθημα: «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;». Δεν ξέρω ποιος το έγραψε, μπορώ όμως να φανταστώ αυτά τα παιδιά με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια, τα παιδιά του λεγόμενου περιθωρίου. Αυτούς τους νέους που νιώθουν να περνά καθημερινά από τα χέρια τους ολάκερη η θάλασσα χωρίς αυτοί να μπορούν να κρατήσουν μια στάλα της. Τα παιδιά που καλούνται να πετάξουν σ’ έναν κόσμο χωρίς ουρανό. Ένιωσα τότε ότι εδώ υπάρχει, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει, μια βαθιά συγγένεια αυτών των παιδιών με τα άλλα παιδιά, αυτά για τα οποία μας μιλάει ο δωροδότης Χριστός και προς την παιδικότητα των οποίων μας καλεί. Φωτίσθηκε, λοιπόν, τότε και με άλλον τρόπο, η αίσθηση που ήδη υπήρχε μέσα μου, ότι η παιδικότητα, ως αθωότητα και παρθενία υπάρξεως, είναι η προϋπόθεση, η μόνη προϋπόθεση για να εισέλθει κάποιος στη βασιλεία των ουρανών. «Και είπεν», σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, μεταφέροντας τα λόγια του Ιησού, «αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών. Και ος εάν δέξηται εν παιδίον τοιούτο επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται· ος δ΄αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός περί τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης»[3].
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η αλήθεια ενός τέτοιου κειμένου συγκλονίζει την ύπαρξη και στέλνει μηνύματα για πολλούς αποδέκτες. Τα παιδιά της βιβλικής διηγήσεως και συνεπώς όλα τα μικρά και μεγάλα παιδιά του κόσμου νιώθουν πολλές φορές να βρίσκονται ανάμεσα Σκύλα και Χάρυβδη. Ανάμεσα ενός συνεχώς αυξανόμενου αντικοσμικού, αντιανθρωπιστικού και συνεπώς αντίθεου «εκκλησιαστικού» αναχωρητισμού και ενός άκρως ειδωλοποιημένου υλισμού, που επιτρέπει τη λατρεία του τέρατος του αυτοερωτισμού και της εξαχρείωσης[4]. Λείπει, δίχως άλλο, η όραση του αοράτου, η προφητική ματιά, η αναφορικότητα που ανοίγει την ύπαρξη εδώ και τώρα στο θαύμα. Απουσιάζει η παιδική απλότητα που φανερώνει την ύπαρξη ως ύπαρξη που αναπνέει και συνεπώς κοινωνεί διά του μυστηρίου της εκπλήξεως τον συνεχώς εκπλήσσοντα Θεό.
Ως συνεπή κατάληξη όλων των παραπάνω θα θεωρούσε ο βιαστικός ακροατής, ο μένων στην επιφάνεια των φαινομένων, την εκ μέρους μου απόρριψη του ασκητικού αναχωρητισμού. Ουδέν αναληθέστερον. Και τούτο το γνωρίζει εκείνος που γονατίζει ενώπιον αυτών των παιδιών, το γνωρίζουν εκείνοι που ποιούν καθημερινώς παιδικότητα, εκείνοι που η ψυχή τους γίνεται συνεχώς παιχνίδι του ανέμου προκειμένου να δουν τη δόξα του πραγματικού. Εκείνοι που εγκατέλειψαν διαμιάς τη βεβαιότητα και την ασφάλεια της σύμβασης, ως άλλοι «βεβαιόπιστοι», προκειμένου να κινδυνέψουν στο «πέλαγος της αυταπαρνήσεως» για χάρη της έσχατης κοινωνίας με τον προσωπικό Θεό της Βίβλου και των Πατέρων της Εκκλησίας, για χάρη της αγάπης[5]. Μια κοινωνία που προϋποθέτει και συνάμα ενισχύει την παιδικότητα και όσα από αυτή απορρέουν.
Και για να γίνω περισσότερο σαφής οφείλω να σημειώσω ότι ο αναχωρητισμός τούτος, ο ασκητικός αναχωρητισμός και εξάπαντος όχι ο αναχωρητισμός των «καθαρών»[6], που προκύπτει από κάθε είδους ψυχολογισμούς και ηθικισμούς, που γεννούν αισιοδοξίες ή απαισιοδοξίες, αναφέρεται σε όλους όσοι μέσα από το μυστήριο της ελπίδας αναζητούν το κάλλος εντός ενός κόσμου που ταλανίζεται από τις αλλοτριώσεις, τις παραμορφώσεις που γεννά το μεσοβέζικο και οι ασχήμιες του κακοτέχνη[7]. Πρόκειται δηλαδή για τροπικό και όχι κατανάγκην τοπικό αναχωρητισμό· αναχωρητισμό από τα είδωλα που γεννά η απώλεια της αναφοράς, η απώλεια της σχέσης, η απώλεια της ανθρωπινότητας. Εάν ο Θεός χάνεται, χάνεται γιατί χάνεται από τα μάτια των ανθρώπων ο άνθρωπος και η κτίση. «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα η γη,/ Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη», αναφωνεί ο ποιητής Γιώργος Θέμελης και συνεχίζει, «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο ουρανός./Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή/Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα./Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θάταν,/Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη./Τι σάρκα θάπαιρνε για να φανεί/Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο/Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,/Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα./Τι ράπισμα κ’ αίμα, ποιο μαρτύριο/Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:‘Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός’./Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς/Ταφή και θρήνο-δίχως ανάσταση./Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο θάνατος».[8]
Βαθιά εκκλησιαστική η αναφορά του Θέμελη συμποσώνει την αλήθεια της βιβλικοπατερικής παράδοσης και προοδοποιεί μια σύγχρονη και συνάμα τόσο παλιά ολιστική θεώρηση που διά της φιλανθρωπίας οδηγεί στη φιλοθεΐα. Μιας τέτοιας φιλανθρωπίας και φιλοθεϊας εκφραστής υπήρξε δίχως άλλο ο μέγας ασκητής, ο μακαριστός γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής, η χάρις του οποίου μας συνάζει αυτές τις ημέρες επί το αυτό.
Πρόκειται ουσιαστικά για πρόσωπο που φανερώνει εξαιρέτως ότι το κάλλος το ασκητικό, που εξάπαντος δεν περιορίζεται στους ασκητές και σε αυτό το σημείο ο γέρων είναι ξεκάθαρος[9], δεν βρίσκεται στον αντίποδα του ασκητισμού, αλλά τουναντίον αποτελεί την καλλίστη έκφρασή του ίδιου του τρόπου του.
Συνεπής συνεχιστής μιας ζώσας παράδοσης ο αγιορείτης πατέρας, ως άλλος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, αναγνωρίζει σε κάθε βήμα του ότι ο αγαθός Θεός είναι αγάπη και αγαπητόν, είναι φως και ζωή, είναι κάλλος και ωραιότης, είναι τέλος έρως, που αιχμαλωτίζει την ύπαρξη και την οδηγεί σε μια ζωή συνεχούς θαυμασμού[10]. Έτσι κάθε καλλοποιός ενέργεια του ανθρώπου εντός του διασπασμένου κόσμου δεν αποτελεί παρά ανταύγεια του όντως καλού, της αληθινής ωραιότητας, του προστάτη Θεού.
Εκπληκτική φανέρωση μιας τέτοιας αλήθειας, που καινοποιείται όμως μέσα από τη σύνδεσή της με την τριαδική παιδικότητα, αποτελεί η εκ μέρους του γέροντα περιγραφή της εμπειρίας συνάντησής του με τον Τριαδικό Θεό σε ώρα προσευχής, στο καλύβι του στα Κατουνάκια. Έλεγε σχετικά: «Βρισκόμουν βυθισμένος στον εαυτό μου…και πρόσεχα την γλυκύτητα της ευχής. Ξαφνικά γέμισα από φως που σιγά σιγά αυξήθηκε, ώστε όλος ο τόπος έγινε φως. Αυτό βέβαια δεν ήταν όπως το φως της ημέρας που βλέπουμε. Τότε παρουσιάστηκαν τρία παιδάκια ηλικίας έξι ως οκτώ ετών, όμοια κατά πάντα στη μορφή και τα χαρακτηριστικά τους. Ήταν τόσο χαριτωμένα και τόσο ωραία, που η θέα τους αιχμαλώτιζε όλες τις αισθήσεις μου. Δεν ένοιωθα τίποτα άλλο. Μόνο θαύμαζα. Ήταν σε μικρή απόσταση από μένα, μερικά μέτρα, και βάδιζαν προς το μέρος μου με τον ίδιο ρυθμό, με το ίδιο βήμα, με την ίδια κίνηση. Οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά τους ήταν σαν να ήταν ένα, αλλά ήταν τρία. Έψαλλαν μελωδικώτατα το <όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούϊα>. Όταν με πλησίασαν, νόμιζα ότι αν άπλωνα τα χέρια μου θα τα έφτανα. Πήγαν πάλι ρυθμικά προς τα πίσω, χωρίς να γυρίζουν την πλάτη και συνέχισαν με τον ίδιο ύμνο. Στο <αλληλούϊα> με ευλογούσαν με τα χεράκια τους, καθώς κάνει ο ιερέας[11]…Εγώ δε έλεγον διαλογιζόμενος· πού έμαθαν τόσον μικρά να ψάλλουν τόσον ωραία και να ευλογούν; Χωρίς να έλθη στον νουν μου ότι εις το Άγιον Όρος δεν υπάρχουν τόσον μικρά και τόσον ωραία παιδάκια. Και ούτως πάλιν, ως ήλθον, έφυγαν να υπάγουν να ευλογήσουν και άλλους. Και εγώ έκθαμβος, ημέρες παρήρχοντο να διαλυθή η χαρά, να εξαλειφθούν από την μνήμην μου. Αλλά μήτε εξαλείφονται ποτέ τα τοιαύτα»[12].
Δίχως δυσκολία αναγνωρίζει κάποιος, από ένα τόσο ευαίσθητο κείμενο, ότι η περί κάλλους διδασκαλία του ησυχαστή έχει ρίζες τριαδοκεντρικές και ως εκ τούτου χριστοκεντρικές. Πρόκειται δηλαδή για μια αισθητική με αναφορά, μια φιλόκαλη αισθητική, όπως αυτή συναντάται σε όλες τις φάσεις της Εκκλησίας του Χριστού, που ξεκινά από τη δημιουργία και πορεύεται δοξολογικά και συνάμα ασκητικά στα έσχατα. Η ωραιότητα του τριαδικού Θεού, στην περίπτωσή μας των τριών μικρών παιδιών, σε συνδυασμό με την ωραιότητα του δοξολογούμενου σαρκωμένου Λόγου του Θεού Πατέρα, του Χριστού, αποτελούν τη βάση για να ντύσει κανείς τη γύμνια του, να ντυθεί δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό και μέσα από μια τέτοια σχέση να παραδοθεί «αυτεξουσίως», δηλαδή διά της λειτουργίας του μυστηρίου της «γνωμικής εκχωρήσεως», σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή[13], στην αιχμαλωσία της θεωρίας, σε μια συνεχή έκπληξη, σε έναν ακραίο ερωτικό θαυμασμό που «καταλάμπεται από τη θεία Χάρη»[14].
Σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι να τονισθεί ότι ο γέροντας δεν κάνει λόγο για κατάργηση των αισθήσεων, αλλά για «καθαγνισμό»[15], αιχμαλωτισμό τους από το ωραίο[16]. Έτσι μέσα από μια τέτοια ερμηνεία καταλαβαίνει κάποιος πόσο αφελής είναι η άποψη που πολλές φορές παρουσιάζεται με κύρος και βεβαιότητα, και η οποία αβασάνιστα ταυτίζει την «κατάπαυση» των αισθήσεων με τον μηδενισμό τους. Καταλαβαίνει ακόμη πόσο δίκαιο είχε ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς, ο πατριάρχης της σερβικής Ορθόδοξης θεολογίας, όταν στο κλασικό έργο του Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σημείωνε τα εξής αποκαλυπτικά και προφητικά για το θέμα μας: «Η αίσθηση…Ποιός μπορεί να μου εξηγήσει αυτό το μυστήριο που υπάρχει εντός μου, την αίσθηση; Μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε αίσθηση, ποιός ξέρει ποια αινίγματα και ποια μυστήρια έχει ενώσει και έχει συγχωνεύσει ο Θεός!…Αίσθηση! Θαυμαστό και φοβερό δώρο. Δι αυτής ο παράδεισος αποδεικνύεται παράδεισος, και η κόλαση κόλαση, δι αυτής ο πόνος φανερώνεται ως πόνος, και η μακαριότητα ως μακαριότητα, η λύπη βιώνεται ως λύπη, και η χαρά ως χαρά, η απόγνωση ως απόγνωση, και η έξαρση ως έξαρση. Διότι, τι είναι κόλαση; Αίσθηση άνευ του Θεού Λόγου, αίσθηση εκ της οποίας εξεδιώχθη ο Θεός. Και τι είναι παράδεισος; Αίσθηση του Θεού, αίσθηση ανακραθείσα μετά του Θεού και πληρωθείσα υπό του Θεού Λόγου. Πράγματι κόλαση είναι η ά-θεος (α-θεωμένη), η «καθαρά αίσθηση», ενώ παράδεισος είναι η λογοποιημένη, η χριστοποιημένη, η θεανθρωποποιημένη αίσθηση»[17].
Στην ίδια γραμμή στοιχώντας και ο γέροντας φανερώνει εδώ, όπως και παντού, μια θεολογία που στηρίζεται στο «άπλωμα», στο «πλάτεμα» και εξάπαντος όχι στο στένεμα της ύπαρξης[18]. Έτσι, ο άνθρωπος του Θεού, ο φίλος Θεού βάζει «αρχή αισθήσεως εν Θεώ»[19], καθίσταται, ως άλλη Θεοτόκος, χωρίον και χώρα του αχωρήτου και φανερώνει την ύπαρξή του ως τόπο λειτουργίας του παράδοξου και της αμφισημίας, που διώχνει μετά μανίας την τακτοποίηση και το βόλεμα σε σχήματα ιδανικά, αλλά οπωσδήποτε γυμνά από αλήθεια, φως, ομορφιά και έρωτα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μεταμόρφωση και ο μετασχηματισμός δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την ελευθερία και η ελευθερία χρειάζεται ολάκερο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που φανέρωσε ο Χριστός με τη σάρκωσή του. Τον άνθρωπο που ανέδειξε ο Χριστός με την ανάστασή του[20]. Εκείνο που «τιμάται και βραβεύεται», παρατηρεί ο γέροντας και αποτινάζει με μιας από πάνω του κάθε τυπολατρία και κάθε νομικισμό, δεν είναι «η τήρηση των εντολών, αλλά η πίστη στον Θεό, για χάρη του οποίου αποφάσισε κάποιος και ενήργησε»[21]. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκείνο που θα κυριαρχεί θα είναι ο μερισμός και η διαίρεση, η έκπτωση και η ηθικιστική θρησκειοποίηση της Εκκλησίας έτσι όπως τη φανέρωσαν παλιοί ηθικιστές, όπως ο Νεστόριος, ο Απολινάριος και άλλοι. Άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η Εκκλησία δεν είναι χώρος αφαίρεσης μήτε χώρος διόρθωσης, αλλά χώρος πρόσληψης, χώρος μεταμόρφωσης, χώρος ένωσης του κτιστού με το άκτιστο, χώρος αίσθησης του Θεού, χώρα του αχωρήτου. «Οπόταν λοιπόν η χάρις πληθυνθή εις τον άνθρωπον», σημειώνει ο γέροντας, «και γνωρίζη όλα τα γεγραμμένα, ως είπομεν, έρχεται εις μεγάλην απλότητα· ο νους του απλώνει έχων Μεγάλην Χωρητικότητα»[22], «πλατύνεται και περισσεύει», όλα γίνονται φως και ο προσευχόμενος καταξιώνεται την όραση του αοράτου.[23] Και αλλού παρατηρεί: «Αυτό το φως τον μεταμορφώνει (εν. τον προσευχόμενο) και τον μετασχηματίζει στην δική του υπερφυσική λεπτότητα, οπότε δεν αισθάνεται ούτε βάρος, ούτε πάχος, ούτε κανένα αδιάβλητο πάθος· έπειτα αρπάζει τον νου του όπου η θεία Χάρις θελήσει, ενώ δεν λειτουργούν ούτε οι αισθήσεις ούτε ο νους που ακολουθεί την πορεία του αγίου φωτός. Θαυμάζει, εκπλήσσεται…Η αγάπη του Θεού κατακλύζει την αίσθησή του, νοιώθει τον Θεό παρόντα, αναπνέει την αίσθησή Του και ψηλαφεί και κρατεί τον ακράτητο…Αυτό το φως είναι υπέρλογο, υπερούσιο, ασύλληπτο, και τόσο μόνο μπορεί να χωρέσει στον ανθρώπινο νου, όσο αυτό το ίδιο τον πλαταίνει…μετέχει ολοκληρωτικά σε μια απέραντη πανευτυχία»[24].
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια «μυστηριακή» θεώρηση του άκτιστου κάλλους, ως έκφραση έρωτος μανικού[25], σχετικοποιεί, αλλά αλίμονο δεν υποβαθμίζει, πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μηδενίζει, δεν αφανίζει τη σχέση του γέροντος με το κτιστό καλό[26]. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί ο ησυχαστής πατέρας τονίζει ότι ο κόσμος ολάκερος είναι ο κόσμος του Θεού, τον οποίο ο Δημιουργός δημιούργησε «λίαν καλόν»[27]. Εάν η σχέση του Θεού με το δημιούργημά του, λογικό και άλογο είναι σχέση «συγκαταβάσεως» και «συμπαθείας», πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετική η σχέση του γέροντος με αυτό[28];
Με άλλα και απλούστερα λόγια, οφείλει κανείς να ομολογήσει ότι η θεοκεντρική, τριαδοκεντρική και ταυτόχρονα χριστοκεντρική κατανόηση του κάλλους από τον γέροντα του επιτρέπει να ανακαλύπτει μέσω των γεγυμνασμένων του αισθητηρίων το κάλλος και το καλό στις πολύμορφες εκφάνσεις του[29]. Να ανακαλύπτει δηλαδή και να αποκαλύπτει το κάλλος της Παναγίας Μητέρας του Θεού, το κάλλος των Αγίων, το κάλλος των αγγέλων, το κάλλος της ευχής, το κάλλος του Παραδείσου, αλλά και το κάλλος του ανθρώπου, το κάλλος των ζώων και των πουλιών, των φυτών, των δέντρων, το κάλλος [30] της κτίσης ολάκερης. Η σχέση του με τον κόσμο, όπως και η σχέση του με τον Θεό, είναι σχέση φιλίας και έρωτος, σχέση ειρήνευσης[31]. Και η καρδιά του μια καρδιά αγαπώσα, μια καρδιά που ξεχειλίζει από αγάπη. «Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπαστώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας»[32]. Δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτή η σχέση, αυτός ο θείος έρωτας δεν επιτρέπει στον άρχοντα του αιώνος τούτου να στρέψει, όπως άλλωστε συνηθίζει, τα πράγματα του κόσμου εναντίον του ανθρώπου, μειώνοντας την πίστη του προς τον Θεό, ανατρέποντας τις πεποιθήσεις του και διαψεύδοντας τις ελπίδες του[33]. Ο Γέροντας μένει «επ’ ελπίδι»[34], «βλέπει τα πράγματα εις την φύσιν τους…Το κάθε πράγμα στέκει φυσικώς στην πραγματικήν του αλήθειαν»[35] και τούτο το φανερώνει με κάθε τρόπο. Γράφει σχετικά και αποκαλύπτει το πρόσωπο τούτης της ελπίδας του: «Αφού είναι διαρκώς παρών ο Θεός, διατί ανησυχείς; Εν αυτώ ζώμεν, κινούμεθα. Εις την αγκάλην του βασταζόμεθα. Θεόν αναπνέομεν· Θεόν περιβαλλόμεθα· Θεόν ψηλαφώμεν· Θεόν εσθίομεν εν Μυστηρίω. Όπου στρέψης, όπου ιδής, παντού Θεός· εν ουρανοίς, επί γης, εις τας αβύσσους, εις τα ξύλα, μέσα στις πέτρες, εις τον νουν σου, εις την καρδίαν σου»[36].
Και αλλού, απαντώντας σε γράμμα που του έστειλε κάποιο πνευματικό του τέκνο, κάποιος ιερέας, ο ησυχαστής πατέρας σημειώνει επιπρόσθετα τα εξής αποκαλυπτικά και συνάμα άκρως ευαίσθητα για το θέμα μας: «Δεύρο λοιπόν, ο αγαπητός μου υιός και πεφιλημένος. Ελθέ το νυν έστω και μίαν ημέραν. Να θεολαλήσωμεν και θεολογήσωμεν, να απολαύσης όπερ νοσταλγείς. Να ακούσης τα άγρια βράχια, τους μυστικούς θεολόγους να σου αναπτύσσουν βαθέα νοήματα και να οδηγούν καρδίαν και νουν προς τον Κτίστην. Μετά την άνοιξιν είναι ωραία εδώ· από το Άγιον Πάσχα έως της Παναγίας τον Αύγουστον. Θεολογούσιν οι άφωνοι θεολόγοι, τα ωραία βραχάκια και όλη η φύσις. Το καθένα με την φωνήν ή την αφωνίαν του. Εάν εγγίσης το χέρι εις ένα μικρόν χορταράκι ευθύς φωνάζει πολύ δυνατά με την φυσικήν του ευωδίαν· ωχ! δεν με βλέπεις, αλλά με εκτύπησες! Και καθεξής τα πάντα έχουν την φωνήν τους, όπου με το φύσημα του αέρος κινούμενα γίνεται εναρμόνιος μουσική δοξολογία προς τον Θεόν. Τι δε είπομεν πλέον διά τα ερπετά και πετεινά πτερωτά; Αφού εκείνος ο Άγιος έστειλε τον μαθητήν του να ειπή τους βατράχους να σιωπήσουν διά να διαβάσουν το Μεσονυκτικόν και τον απάντησαν: Κάνετε υπομονή να τελειώσωμεν τον όρθρον!»[37].
Βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος. Ελπίζω να προσεγγίσαμε στο μέτρο του δυνατού, στα πλαίσια μιας μικρής εισήγησης την φιλόκαλη αισθητική του γέροντος. Αισθητική με αναφορά, αισθητική ολιστική, αισθητική ευχαριστιακής εξομολόγησης[38], που στοχεύει τη μεταμόρφωση της αδοξίας σε δόξα, του ακαλλούς σε κάλλος, της φθοράς σε ζωή, της διαίρεσης σε κοινωνία έρωτος, σε κοινωνία φωτός. Ο γέροντας σε αυτή του την πορεία δεν υπήρξε μόνος. Φίλος του ο Θεός, φίλοι του οι συγγραφείς της Βίβλου, φίλοι του οι Πατέρες της Εκκλησίας, όλοι αυτοί που φανερώνουν με τον τρόπο τους ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι Εκκλησία μεταμόρφωσης και δοξασμού[39].
«Ένιωσα το χέρι του Θεού πάνω μου», σημειώνει ο προφήτης Ιεζεκιήλ και συμποσώνει τα πράγματα, «κι ήταν το πνεύμα του που με έβγαλε έξω και με οδήγησε σε μια πεδιάδα, γεμάτη με οστά ανθρώπινα· και με γύρισε πάνω από αυτά. Κι ήταν πάμπολλα, αποξηραμμένα πέρα για πέρα, απλωμένα στην πεδιάδα. Μου είπε, λοιπόν, ο Κύριος· υιέ ανθρώπου, μπορούν τούτα τα οστά να ζωντανέψουν; Κι εγώ απάντησα· αυτό το ξέρεις εσύ, Κύριε. Τότε μου είπε· προφήτεψε γι’ αυτά τα οστά, και πες σ’ αυτά· ακούστε το λόγο του Κυρίου, οστά αποξηραμμένα· σας λέει τα εξής· θα σας δώσω πνοή ζωής και θα σας προικίσω με νεύρα και θα σας ντύσω με δέρμα και θα χαρίσω την πνοή μου σε σας, και έτσι θα ζωντανέψετε· και θα δείτε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Προφήτεψα, λοιπόν, καθώς με πρόσταξε. Κι ενώ προφήτευα, έγινε σεισμός, κι ο Κύριος μάζευε τα οστά και έβαζε το καθένα στην οικεία θέση του αρμονικά. Και να, βλέπω να φυτρώνουν νεύρα και σάρκες, και δέρμα απλωνόταν πάνω τους, αλλά πνεύμα δεν υπήρχε ακόμη. Και τότε μου είπε· προφήτεψε για το πνεύμα, και πες σ’ αυτό· ο Κύριος μου λέγει τα εξής· από τις τέσσερις γωνιές των ανέμων έλα και φύσηξε πνοή σ’ αυτούς τους νεκρούς, έτσι ώστε να αναστηθούν. Προφήτεψα αμέσως, καταπώς με πρόσταξε· κι ήλθε σ’ αυτούς το πνεύμα κι αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους, μία σύναξη απέραντη»[40].
(στον τόμο, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Άγιον Όρος-Φιλοκαλική Εμπειρία. Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου, εποπτεία Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, εκδ. Ι.Μ. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2008, σ. 339-353).