Στο παρόν άρθρο, η σημαντική αυτή προσωπικότητα προσεγγίζεται ως θεολόγος, ιδιότητα υπό την οποία δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς, διότι συνήθως προτάσσεται η θέση του στην πορεία του Ελληνικού Διαφωτισμού.
Ο Ευγένιος Βούλγαρης1 εισήχθη ουσιαστικά στην θεολογία, πέρα από την προσωπική του σχέση με την Αγία Γραφή και την πατερική παράδοση, από τους κληρικούς Αντώνιο Κατήφορο και Ιερεμία Καββαδία2, οι οποίοι υπήρξαν οι πρώτοι διδάσκαλοί του, και από τον Ληξουριώτη Βικέντιο Δαμοδό3, κοντά στον οποίο έμεινε περίπου ένα χρόνο σε νεαρότατη ηλικία. […]
Είναι γνωστό ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης δίδαξε Θεολογία στα Γιάννενα (1742-49, 1751-52/3), όπου άρχισε η διδακτική σταδιοδρομία του. Το πρόγραμμα της διδασκαλίας του δεν φαίνεται να τροποποιήθηκε στο σύντομο διάλειμμα της Κοζάνης (1750-1751/2).
Ως προς την Αθωνιάδα4, δεν είναι αυτονόητο ότι δίδαξε και Θεολογία. Διότι δεν μαρτυρείται σαφώς, αλλά μόνο έμμεσα συνάγεται. Δεδομένου μάλιστα ότι κατά την μαρτυρία του μαθητή του στην Σχολή αυτή αγίου Αθανασίου Παρίου (1721-1813), δεν χρησιμοποιούσε πια το «θεολογικόν» του5, η αμφιβολία νομιμοποιείται. Εν τούτοις στο σιγίλλιο του πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄6, που εξεδόθη τον Μάϊο του 18507 και ρύθμιζε την λειτουργία της Σχολής, ορίζεται ρητά η συμπερίληψη στο Πρόγραμμα Σπουδών και της Θεολογίας: Ιδρύεται «… φροντιστήριον ελληνικών μαθημάτων, παιδείας τε και διδασκαλίας παντοδαπούς, εν τε λογικαίς, φιλοσοφικαίς τε και θεολογικαίς επιστήμαις…». […]
Τίποτε όμως δεν μαρτυρεί την αυτοτελή διδασκαλία και της Θεολογίας, είναι δε περίεργο ότι, ενώ για το πρώτο στάδιο της διδασκαλίας του υπάρχει το «Θεολογικόν», για την περίοδο της Αθωνιάδος δεν έχουμε κάποια ανάλογη τεκμηρίωση. Βέβαιο είναι ότι κοντά στις θετικές επιστήμες ( Αριθμητική, Γεωμετρία, Φυσική και Κοσμογραφία) δίδαξε και Λογική, Εισαγωγή στην Φιλοσοφία και Μεταφυσική8.
Δεν είναι εύκολο, εν τούτοις, να δεχθεί κανείς ότι στην Σχολή του Αγίου Ορους ήταν δυνατόν η θεολογική προσφορά του να περιορισθεί στην Μεταφυσική, κάτι που η ύπαρξη του «Θεολογικού» και της « Ομολογίας» του δεν επιτρέπει.
Αλλωστε, στην Λογική διαφοροποιείται ριζικά η Φιλοσοφία από την Θεολογία. Η Φιλοσοφία είναι μεν «γνώσις θείων τε άμα και ανθρωπίνων», που οφείλει να κάνει λόγο για την ύπαρξη του Θεού, όχι όμως και να εισέρχεται στον χώρο της «μυστικωτέρας θεολογίας», που γνωρίζεται μόνο με την θεία αποκάλυψη9.
Αυτή την «μυστικωτέραν θεολογίαν», όπως την περιγράφει στο «Θεολογικόν»10, είναι ανάγκη να δεχθούμε ότι δίδασκε ο Βούλγαρης και στην Αθωνιάδα. Αλλωστε, και ο Αθανάσιος Πάριος στην « Επιτομήν» του, κάνοντας λόγο για την μη χρησιμοποίηση από τον Βούλγαρη του «Θεολογικού», δεν αρνείται σαφώς την διδασκαλία και στοιχείων Θεολογίας από τον μεγάλο Διδάσκαλό του11.
Ο Βούλγαρης έχει συντάξει πολλά έργα με θεολογικό περιεχόμενο12. Δεν υπάρχει έργο του, εξ άλλου, και από τα μη θεολογικά, που να μην έχει θεολογικές παρεμβολές, ακόμη και τα καθαρά «επιστημονικά» του συγγράμματα13. Ο θεολογικός στοχασμός είναι κυρίαρχος σ’ όλη την συγγραφική παραγωγή του, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι δεν υπήρξε «κατά τύχην», όπως κάποιοι θα ήθελαν, κληρικός. Και αυτό έχει τεκμηριωθεί, κατά τον πληρέστερο τρόπο, από τον Martin Knapp14.
Τα βασικά θεολογικά έργα του είναι το «Θεολογικόν»15 και η «Ομολογία»16, η κύρια εκπροσώπηση της θεολογίας του, που ήταν αρκετή για να καταλάβει ο Βούλγαρης μια θέση στον ταλαντευόμενο ακόμη θεολογικά ελληνικό 18ο αιώνα17. Ως θεολόγος ο Βούλγαρης παραμένει, κατά τον Podskalsky, «συμπιλητής» και όχι πρωτότυπος. Αλλ’ η κρίση αυτή, προερχόμενη από έναν Ιησουΐτη επιστήμονα, εκφράζει την δυτική εκδοχή του φιλοσοφούντος θεολόγου και όχι την πατερική έννοιά του, που επικεντρώνεται στην επίτευξη της συνέχειας της παραδόσεως και όχι στην εντυπωσιάζουσα πρωτοτυπία18. Η επανέκφραση της παραδόσεως σε κάθε εποχή είναι ο στόχος του ορθόδοξου θεολόγου. […]Τα έργα του Βούλγαρη πιστά στην παράδοση
Η «παραδοσιακότητά» του είναι διάχυτη σε όλα τα έργα του και προπάντων στα θεολογικού περιεχομένου. Γράφει ως υπέρμαχος της πίστεως της Εκκλησίας του. Είναι όμως γνωστό ότι η «παραδοσιακότητα» και πατερικότητα δεν κρίνεται πρωταρχικά από τα κείμενα, αλλά από την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με το γεγονός της παραδόσεως επικεντρούμενη στις ασκητικολειτουργικές πρακτικές της. Και αυτό επιβεβαιώνουν σοβαροί μελετητές του.
Ο Podskalsky λ.χ. αναγνωρίζει στον Βούλγαρη «αγάπη για τον ησυχαστικό μοναχισμό»19. Οι δικοί μας Β. Τατάκης20 και Πασχ. Κιτρομηλίδης21 τον θεωρούν κληρονόμο της μυστικής θεολογίας της Ορθοδόξου Ανατολής. Ο Knapp τον βλέπει ως «εκατό τοις εκατό στο έδαφος της παραδοσιακής Ορθοδοξίας, όχι μόνο ως προς το δόγμα, αλλά και ως προς την εκκλησιαστική πράξη22. Το ίδιο και ο Β. Μακρίδης23 και ο π. Ειρηναίος Δεληδήμος24, ορθόδοξοι θεολόγοι.
Οι γνωστές και πολυχρησιμοποιούμενες από ακραιφνείς διαφωτιστές φράσεις του «κινδυνεύω να γίνω και φιλακόλουθος» και «διατί δεν είμαι … νηστευτής»25 δεν είναι παρά ευφυολογήματα του διαθέτοντος ισχυρή την αίσθηση του χιούμορ, πατερικού και σ αυτό, Ευγενίου26. Δεν μπορεί έτσι να γίνει δεκτή, άνευ ετέρου, η κρίση του μακαρίτη Κων/νου Δημαρά27, που στηρίζεται στην δική του αντίληψη για την Ορθοδοξία: «Τον φανταζόμαστε πιο πολύ σαν τους ελευθεριάζοντες καθολικούς αββάδες της εποχής, παρά σαν αγιορείτη καλόγερο».
Ο Γούδας, όμως, τον παρουσιάζει ως φιλακόλουθο28. Ο δε Τατάκης δεν διστάζει να γράψει γι’ αυτόν: « Ο Βούλγαρις παρουσιάζεται τύπος του Νεοέλληνα λογίου, που πηγαίνει προς την Δύση, αποδέχεται την φιλοσοφία και την επιστήμη, αλλά δεν θυσιάζει τίποτε από την κληρονομία του Ελληνος ορθοδόξου»29.
Η ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του φαίνεται, ως ελέχθη, από την μόνιμη προσήλωσή του στην διάκριση θείας ουσίας και άκτιστης θείας ενεργείας30, την απουσία της analogia entis31, την διδασκαλία για την θέα του Θεού (θεοπτία-θέωση) κ.α. Το «Περί του που παράδεισος και που κόλασις και τι εστι ταύτα»32 μικρό έργο του ορίζει ορθόδοξα «τον τόπον της ψυχής μετά τον θάνατον» ως «κατάστασιν», στην οποία η ψυχή, που εγκαταλείπει την παρούσα ζωή «εν ευσεβεία και πίστει, εν μετανοία και εξομολογήσει, εν χάριτι Θεού δεδικαιωμένη», «έχει τον αρραβώνα της τελείας απολαύσεως, φωτιζομένη παρά Θεού, δοξαζομένη (δόξα= θέωση) […] συνόμιλος με τους αγγέλους, συνοδευομένη με τους προφήτας και Αποστόλους και Μάρτυρας και με όλον τον χορόν των δικαίων […].
Οι σκέψεις αυτές τεκμηριώνονται σιωπηρά στο Λουκ. 16, 19-31 (παραβολή πλουσίου και πτωχού Λαζάρου) και κορυφώνονται με την απόρριψη του λατινικού «καθαρτηρίου», ως «τρίτου τόπου καθάρσεως», κλείνοντας με την νουθεσία: «πίστευε μόνον, ότι είναι (παράδεισος και κόλασις) και μη ερεύνα, που είναι»!
Ακόμη και το «Περί μουσικής»33 έργο του είναι ενισχυτικό της παραδόσεώς του, διαφοροποιώντας την μουσική της Εκκλησίας του από εκείνη της Δυτικής χριστιανοσύνης. Πλήρη ταύτιση όμως με την ησυχαστική θεολογική θεματική και τις πρακτικές της δείχνει η «Προς Κλαίρκιον» Επιστολή του34, όπου ο λόγος περί αγίων και αγιότητος, περί θαυμάτων θεμελιωδών, όπως ο Αγιος άρτος και το ύδωρ του Αγιασμού, τα ιερά λείψανα κ.α. Αλλωστε ο ορθοδοξοπατερικός λόγος δεν είναι καρπός στοχασμού, θεμελιούμενος σ’ αυτές τις πραγματικότητες που μαρτυρούν την παρουσία του Ακτίστου μέσα στο κτιστό.
Ανάλογη στάση δείχνουν και οι εκδόσεις του. Δεν εκδίδει μόνον έναν αντίστοιχό του πολυσύνθετο συγγραφέα, όπως ο Θεοδώρητος Κύρου35, που στα θέματά του περιλαμβάνονται και αγιολογικά η μοναστικά κείμενα αξιοπρόσεκτα, αλλά δείχνει ιδιαίτερη αγάπη στον μεγάλο ησυχαστή Ιωσήφ Βρυέννιο36. Δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί «αποκομμένος από το εκκλησιαστικό βίωμα του λαού και του τόπου του»37, όπως φαίνεται ιδιαίτερα στις επιστολές του.
Δεν είναι δυνατόν, άλλωστε, να συγκρίνεται η θεματική του Βούλγαρη, που αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων επί πολλά έτη να ζήσει έξω από την ελληνική αμεσότητα (μήπως αυτό δεν συνέβη και με άλλους, όπως ο Κοραής;), με τους Κολλυβάδες, που ήσαν στο επίκεντρο των ενδοελλαδικών εξελίξεων.Η σαφής οριοθέτηση της εκκλησιαστικής του παράδοσης
Η αναφορά του Βούλγαρη στον Παπισμό, στους Παπιστές και Παποσέκτες-Παπολάτρες38 είναι συχνή, διότι θεωρεί τον Παπισμό την μεγαλύτερη αναίρεση του Χριστιανισμού και άμεση απειλή κατά της Ορθοδοξίας39.
Γι αυτό και δεν περιορίζεται σε ακαδημαϊκές μόνο αποστασιοποιήσεις, αλλά και με λαϊκά αντιλατινικά έργα επιχειρεί την ενημέρωση του ορθοδόξου λαού, που βρισκόταν υπό την άμεση επιρροή του παπικού στοιχείου και κυρίως της Ουνίας. Τέτοιο έργο είναι το «Βιβλιάριον κατά Λατίνων», που στέλνεται στους Σέρβους ορθοδόξους της Αυστροουγγαρίας40. Σ αυτό καταδεικνύει την πλαστότητα του Παπισμού, καλώντας τους πιστούς να αποκρούσουν τα προσηλυτιστικά σχέδιά τους, μη διστάζοντας να προτείνει και το μαρτύριο ως μέσο διαφυλάξεως της ορθοδόξου πίστεως.
Ανάλογο χαρακτήρα έχει και ο Λόγος του «Εις τον άγιον Ανδρέαν»41. Αντιλατινικά στοιχεία περιέχουν και η « Ομολογία» και η « Απόκρισις»42, αλλά και οι μεταφράσεις του από τα Ρωσικά43. Ακόμη και στο «Σχεδίασμα περί της ανεξιθρησκείας» παρεμβάλλει πολλά αντιπαπικά στοιχεία, κυρίως στις σημειώσεις που ακολουθούν την μετάφραση του σχετικού έργου του Βολταίρου44.
Αλλωστε και αυτή η μετάφραση ουσιαστικά εξυπηρετεί αντιπαπικούς σκοπούς και στόχους. Ο Podskalsky χαρακτηρίζει τον Βούλγαρη «σφόδρα αντιλατίνο» και τον εντάσσει, μάλιστα, στην αδιάλλακτη μερίδα των οπαδών του αναβαπτισμού45. Γεγονός πάντως είναι ότι ο Βούλγαρης στην αντιλατινική στάση του πλησιάζει περισσότερο τον Δαμοδό και λιγότερο τον Αθανάσιο Πάριο.
Η διαφοροποίησή του από τις αντορθόδοξες τάσεις του Διαφωτισμού
Σοβαρό λάθος είναι η κατάταξη του Βούλγαρη μεταξύ των Διαφωτιστών, όπως γίνεται και για τον Πατροκοσμά, στον χώρο της εκπαιδεύσεως. Το άνοιγμα του Βούλγαρη στην ευρωπαϊκή επιστήμη είναι καθαρά πατερική στάση46 και καθόλου δεν σημαίνει ότι ο Βούλγαρης μπορεί να εγκλωβιστεί σε κάποια παράταξη του Διαφωτισμού η να ταυτιστεί με όλο το φάσμα του πολύπλευρου αυτού κινήματος.
Ο Διαφωτισμός είναι για τον Βούλγαρη «ένα προκλητικό πεδίο γνώσης, αλλά ποτέ μια αποδεκτή κοσμοθεωρία»47.
Ακόμη και σε καθαρά επιστημονικά θέματα παραμένει κριτικός έναντι του Διαφωτισμού, μένοντας πιστός στην παράδοση των αγίων Πατέρων48. Η επιστημονική αυτοσυνειδησία του Βούλγαρη δηλώνεται σαφώς στο «Κατά Λατίνων»: «Τι κοινόν έχει η σοφία του κόσμου με την σοφίαν του Θεού;
Η σοφία του κόσμου είναι πλάνη, είναι αφροσύνη, είναι μωρία, κατά τον Παύλον, όταν είναι κεχωρισμένη από την σοφίαν του Θεού, ήτις είναι η αληθινή πίστις. Αυτή είναι η όντως σοφία, η άσφαλτος σοφία και άπταιστος, σοφία ορθή»49.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται και η κρίση του ειδικού ερευνητή του Βούλγαρη Martin Knapp, ο οποίος ορθότατα διευκρινίζει ότι «η απλή ενασχόληση του Βούλγαρη με θέματα των Φυσικών Επιστημών δεν σημαίνει και διαφωτισμό»50.
Το βάρος στον Βούλγαρη πέφτει πάντα στην Θεολογία της Εκκλησίας του51. Αυτό ακριβώς φαίνεται και στην ενασχόλησή του με έργα του Βολταίρου. Μεταφράζει έργα του Βολταίρου52, αλλά απολύτως επίκαιρα, που ταυτίζονται με την πίστη της Εκκλησίας του και ενισχύουν τους δικούς του στόχους. […] Η στάση του Βούλγαρη όμως έναντι στον Βολταίρο παραμένει πάντα κριτική53. […]
Ανοιγμα στην κοινωνία και την σύγχρονη πραγματικότητα
Αυτό επιτυγχάνεται, κυρίως, με το «Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας». Διότι σ’ αυτό αντιμετωπίζει ένα κοινωνικό φαινόμενο και την κατάχρηση της θρησκείας στον κοινωνικό χώρο από την πολιτική εξουσία. Διοχετεύει, έτσι, την Θεολογία του στο κοινωνικό Status54.
Βέβαια, μην μπορώντας να υπερβεί την εποχή του, δεν φθάνει ο Βούλγαρης στην έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας55, κατορθώνει όμως να διαφοροποιηθεί από τις δυτικές αυθεντίες (Locke, Βολταίρο κ.α.) και να οδηγηθεί «στην συναίσθηση ότι μόνο η ανοχή και ο αμοιβαίος σεβασμός των πνευματικών αντιλήψεων μπορούν να εξασφαλίσουν την κοινωνική ειρήνη».
Με τον Βούλγαρη «η έννοια της ανοχής, ως η θεμελιακότερη ιδέα του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού»56, περνά στην ελληνική κοινωνία57, φιλτραρισμένη όμως μέσα από την Ορθόδοξη συνείδησή του.
Έτσι διαχωρίζει την θέση του από εκείνη των Δεϊστών η Θεϊστών, καταδικάζει την παπική διασύνδεση πνευματικής και κοσμικής εξουσίας, αρνείται τις προτάσεις του Πεταβίου («βία εναντίον όλων των ψευδών θρησκειών»), αλλά και του Βερνάρδου του Κλαιρβώ («επιχειρήματα αντί για όπλα»), καταλήγοντας στο δικό του συμπέρασμα, ότι όταν τα πνευματικά μέσα της Εκκλησίας δεν επαρκέσουν, ακόμη και αυστηρές ποινές (με εξαίρεση της θανατικής) εκ μέρους της Πολιτείας θα μπορούσαν να επενεργήσουν θεραπευτικά58. Κυρίως, όμως, διαφοροποιείται από τον Βολταίρο: ο ανεξίθρησκος του Βούλγαρη είναι ζηλωτής της ευσεβείας, αλλ’ όχι αδιάφορος. « Ο αδιάφορος δεν γίνεται ανεξίθρησκος, αλλ’ είναι άθρησκος»59.
Τελικά, δίνει τον δικό του ορισμό: Ανεξιθρησκεία είναι «επιεικής και πραεία διάθεσις ψυχής ευσεβούς ήτις κατά ζήλον επιγνώσεως προς τους οπωσούν αθετούντας τα της πίστεως, μεταχειριζομένη τους ευλόγους και επιτηδείους τρόπους, εις την τούτων μεν διόρθωσιν, των δε άλλων την προφυλακήν, τελευταίον και απειθούντας μακροθύμως και ανεξικάκως τους υποφέρει, οικτείρουσα μεν την αυτών ζημίαν, προαναστέλλουσα δε εμποδίζουσα την δι’ αυτών λύμην των άλλων και παραφθοράν· αλλ’ όχι ποτέ τυραννικώς και ωμώς και απανθρώπως κατ’ αυτών αγριαίνουσα»60. Δεν φθάνει μεν στην θρησκευτική ελευθερία, αλλά ανοίγει τον δρόμο προς αυτήν, πρωτοπορώντας.
Ευγένιος Βούλγαρης
Γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου του έτους 1716 στην Κέρκυρα, από Ζακυνθινούς γονείς. Σπουδές: Αρχικά στην Κέρκυρα, έπειτα σε Αρτα, Ιωάννινα, κοντά στους πιο γνωστούς δασκάλους της εποχής του (Αντώνιος Κατήφορος, Βικέντιος Δαμοδός και Ιερεμίας Καββαδίας). Ανώτερες σπουδές στην Πάδοβα (Ιταλία) και συγκεκριμένα αρχαία ελληνική, λατινική και εβραϊκή φιλολογία, θεολογία, θετικές επιστήμες, ξένες γλώσσες και προπάντων νεότερη φιλοσοφία (Ντεκάρτ, Λοκ, Λάιμπνιτς, Φρειδερίκος Βολφ). 1737: Χειροτονείται διάκονος. 1742: Επιστρέφει από τις σπουδές του στην Ιταλία και αρχίζει την διδασκαλία σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Ιωάννινα (1742-46), Κοζάνη (1746-50), Ιωάννινα (1750-52), Αγιον Ορος- Αθωνιάδα (1753-59), Κωνσταντινούπολη-Μεγάλη του Γένους Σχολή (1759-61). 1762: Αναχωρεί, απογοητευμένος από τις διώξεις του, για την Βλαχία και από εκεί για την Λειψία. 1772: Επειτα από πρόσκληση της τσαρίνας Αικατερίνης Β , αναχωρεί από το Βερολίνο, όπου ζούσε, για την Αγία Πετρούπολη. 1776: Χειροτονείται στην Μόσχα Αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος. 1787: Παραιτείται από Αρχιεπίσκοπος, προσφέροντας την θέση στον συμπατριώτη του σοφό Νικηφόρο Θεοτόκη. Επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, όπου γίνεται μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην μελέτη και την συγγραφή βιβλίων. 1802: Εγκαταβιώνει πλέον στην Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου (Νιέφσκι), μέχρι τον θάνατό του (1806).
==== ==== ===== ==== ==== =====
1.Για το πρόσωπο και το έργο βλ. στου Gerhard Podskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Türkenherrschaft (1453-1821), München 1988, σ. 344-353 και σποραδικά. Πρβλ. Vasilios Makrides, Die religiöse Kritik am Kopernikanischen Weltbild in Griechenland zwischen 1794 und 1821, Frankfurt am 1995, σ. 231 ε.ε. Χ. Γ. Πατρινέλη, άρθρο στο «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό» της Εκδοτικής Αθηνών, τ. 2 (1950), σ.σ. 353-354.
2.Αυτούς αναφέρουν ως πρώτους δασκάλους τους ο Κ. Σάθας (Νεοελληνική Φιλολογία…, Εν Αθήναις 1868, σ. 566), ο Αν. Ν. Γούδας (Βίοι Παράλληλοι… τ. Β , Εν Αθήναις 1870, σ.σ. 2-3) και οι συνεχιστές τους ως τον Podskalsky, ο.π., σ. 344-345, μολονότι το πρόβλημα δεν φαίνεται να έχει λυθεί.
3.Βλ. Βασιλικής Μπόμπου-Σταμάτη, Ο Βικέντιος Δαμοδός. Βιογραφία- Εργογραφία, Αθήνα 1982, σ. 36.
4.Για την Σχολή παραπέμπουμε ενδεικτικά στις μελέτες: το άρθρο «Βίος Ευγενίου Βουλγάρεως» του Π. Καλλιγά στην Πανδώρα, τ. 1ος (1850-1851), σ. 494 ε.ε. (εδώ: 494 ε.ε.). Αλκη Αγγέλου, Των Φώτων- Οψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Αθήνα 1988, σ. 111-131 (Το Χρονικό της Αθωνιάδας). Κ. Χατζόπουλου, Ελληνικά Σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 84 ε.ε. Βλ. και το λήμμα « Η Αθωνιάς Σχολή» στην ΘΗΕ, τ. 1 (1962), στ. 933-935 (με την παλαιότερη βιβλιογραφία – Ο Μιλητουπόλεως Ναθαναήλ). Για την παρουσία του Ευ. Βούλγαρη στην Αθωνιάδα (1753-1759) πέρα από αυτά βλ. Ειρ. Δεληδήμου, ο.π., σ. 8 ε.ε. G. Podskalsky, ο.π., σ. 345 ë. V. Makrides, ο.π., σ. 231 ε., Αν. Γούδα, ο.π., σ. 10 ε.ε.
5.Αθανασίου Παρίου, Επιτομή είτε Συλλογή των θείων της Πίστεως Δογμάτων, Λειψία 1805, σ. v.
6.1748-1751 και 1752-1757. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν βάπτισμα, Αθήνα 1996, σ. 13 ε. ε. (και σημ. 2, όπου η βιβλιογραφία).
7.Βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος 20ον (1900), σ. 395-398.
8.Στο ίδιο, σ. 10.
9.Ευγ. Βουλγάρεως, Λογική εκ παλαιών τε και νεωτέρων συνερανισθείσα, Λειψία 1766, σ. 63 ε.ε.
10.Θεολογικόν, ο.π., σ. 86 ε. Πρβλ. σ. 83 ε.ε.
11.Επιτομή, ο.π., σ. α και στην σημ. 1: «ο σοφώτατος Ευγένιος ούτος ην, ος εν τη νεότητι αυτού εν Ιωαννίνοις σχεδιάσας αυτά, ύστερον ουδέ μνήμης αξιούν αυτά ήθελε». Βέβαια, στο ανέκδοτο έργο του Εγχειρίδιον Απολογητικόν ο Αθ. Πάριος, θέλοντας να εξηγήσει την «φυγή» του Ευγενίου από την Αθωνιάδα, σημειώνει ότι «ο τελευταίος εις επτά χρόνους δεν επαράδωκεν ει μη μόνον λογικήν και αριθμητικήν και γεωμετρίαν και ατελή μεταφυσικήν» (σ. 7). Δεδομένης όμως της «σκοπιμότητας» υπό την οποία γράφει ο Πάριος (περί το 1809), δεν είναι δυνατό να δεχθεί κανείς ως αξιόπιστη αυτήν την πληροφορία. Μάλλον η «σιωπή» του Θεολογικού του Παρίου έχει μεγαλύτερη εγκυρότητα [Βλ. Βασ. Ν. Μακρίδη, « Η φυγή του Ευγενίου Βούλγαρη από την Αθωνιάδα», μέρος πρώτο, Ιστωρ 9 (1996), σ. 87-108 (εδώ: 106). Μέρος δεύτερο, Ιστωρ 10 (1997), σ. 139-183].
12.Για τα έργα του Βούλγαρη -και τα θεολογικά- κάνουν εκτενή λόγο ο Π. Καλλιγάς (ο.π., σ. 502 ε.ε.), ο Κ. Σάθας (ο.π., σ. 569 ε.ε.), ο G. Podskalsky (ο.π.), ο π. Ειρ. Δεληδήμος (σ. 23 ε.ε.), ο K. Batalden (Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806, Univ. of Minnesota 1975, σ. 148 ε. ε.). Πρβλ. το άρθρο του Κ.Ι. Δυοβουνιώτη στην ΜΕΕ (Π. Δρανδάκη) τ. 7, β, χ. χρ., σ. 621-622 και το άρθρο του Ιω. Κωνσταντινίδου στην ΘΗΕ, τ. 5 (1964), στ. 1010 ε.ε.
13.Π.χ. στο έργο του Περί συστήματος του Παντός επίτομος έκθεσις, Βιέννη 1805. Ανάπτυξη βλ. στου V. Makrides, ο. π.
14.Martin Knapp, Evjenios Vulgaris im Einfluss der Aufklärung, Amsterdam 1984.
15.Εξεδόθη για πρώτη φορά από τον αρχιμ. Αγαθ. Λοντόπουλο το 1872 (Βενετία). Εμεινε ανολοκλήρωτο. Για το έργο και την β΄ έκδοσή του βλ. στην σημ. 1. Επίσης στου G. Podskalsky ο. π. και Πανδώρα, σ. 517 ε. όπου και για τις πηγές του (μεθοδολογικό πρότυπο οι Chr. Wolff (διαφωτιστής) και ο αντιγιανσενίτης H. Tourneley). Ο αντιδυτικισμός του τον φέρνει κοντά στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο (†1707).
16.Ορθόδοξος ομολογία, ήτοι Πίστεως Εκθεσις κατά την του Χριστού αγίαν, καθολικήν, αποστολικήν και ανατολικήν Εκκλησίαν, Amsterdam.
17.Βλ. Κ. Κ. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, Εν Αθήναις 1971, σ. 25 ε. Πρβλ. Κ. Βλάχου, Η χερσόνησος του Αγίου Ορους Αθω και αι εν αυτή μοναί και οι μοναχοί πάλαι τε και νυν, Βόλος 1903, σ. 110.
18.Στυλ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α , Αθήνα, σ. 58 ε.
19.Ο.π., σ. 352.
20.«Τον βυζαντινό μυστικισμό αναπνέει. Θεολογεί, όπως οι Βυζαντινοί με μυστικό οίστρο και έξαρση» (Β. Τατάκη, Σκούφος-Μηνιάτης-Βούλγαρις-Θεοτόκης, Βασική Βιβλιοθήκη αρ. 8, Αθήναι 1953- 57, σ. 24-29 και 239-249· εδώ σ. 28).
21.Κατά τον Κιτρομηλίδη, « Η πολιτική σκέψη του Ευγ. Βουλγάρεως», Ιστορικά, τ. 7 (1990), σ. 169), «υπόστρωμα του διανοητικού βίου και των πνευματικών βιωμάτων του Βούλγαρη παρέμεινε πάντα η Ορθόδοξη παρακαταθήκη της καθ’ ημάς Ανατολής με τις ησυχαστικές ρίζες και τις αποφατικές της εκφάνσεις, παρά τις κατά καιρούς αποστάσεις που παίρνει από την εκκλησία και τα ζωηρά φιλοσοφικά και τα επιστημονικά του ενδοιαφέροντα. Πάνω σ’ αυτό το παραδοσιακό, που υποβόσκει πάντα στις παρυφές της σκέψης όταν δεν καταλαμβάνει το προσκήνιο, θεμελιώθηκε το επιβλητικό οικοδόμημα του έργου του».
22.M. Knapp , ο.π., σ. 121.
23.Ο.π., σ. 239-240.
24.Ο.π., σ. 15 ε.ε.
25.Και τις φράσεις παραθέτει ο Κ. Θ. Δημαράς (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 41968, σ. 132 και 135) και επαναλαμβάνονται, κυρίως η πρώτη, για να δειχθεί η απόσταση του Βούλγαρη από την ζωή της Εκκλησίας του: Πρώτος διδάξας σ αὐτό είναι ο φανατικός πολέμιος του Βυζαντίου Π. Καλλιγάς (ο.π., σ. 502: «… πόσον ολίγον συμμερίζεται τον τύφον και τας προλήψεις του τάγματός του»). Η δεύτερη φράση προέρχεται από γράμμα του (Πετρούπολη 1775) σε Ζακύνθιο συγγενή του (σ. 135). Ψυχογραφική ερμηνεία της πρώτης φράσεως δώσαμε σε άλλο μελέτημα για τον Βούλγαρη (Φώτα και φως, υπό δημοσίευση), την παραθέτουμε δε και εδώ: Πιστεύω ότι κακοποιείται αθέλητα μια φράση του Βουλγάρεως για την ζωή του στην Λειψία: «εις την ιδίαν οικίαν είναι η Καπέλλα ώστε κινδυνεύω να γίνω φιλακόλουθος». Πέρα από το αναμφισβήτητο χιούμορ του, ως λόγιος κληρικός (βέβαια, mutatis mutandis) τον κατανοώ διαφορετικά και ίσως ορθότερα. Συχνά εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στους μοναχούς και τους απλούς κληρικούς, διότι αναπληρώνουν το δικό μου υστέρημα στην λατρεία, τελώντας όλη την λατρειακή πρακτική του νυχθημέρου. Και τούτο διότι λόγω και των ακαδημαϊκών και των λοιπών καθηκόντων μου δεν μπορώ να είμαι συνεπής. Αυτό, πιστεύω, υπαινίσσεται αυτοσαρκαζόμενος και ο Βούλγαρης. Ηταν δυνατόν ένας κληρικός ευρισκόμενος στον ίδιο χώρο με την Καπέλλα να απουσιάζει από τις ακολουθίες; Μήπως άλλωστε και μεις, επισκεπτόμενοι τα αγιορείτικα μοναστήρια λ.χ., δεν γινόμαστε εκ των πραγμάτων «φιλακόλουθοι»;
26.Ορθότατη είναι σ αυτό η παρατήρηση του Π. Καλλιγά: «Φαιδρός και εύθυμος εις τους τρόπους του, ηγάπα την κοσμίαν αστειότητα, ήτις είναι ιδία εις τας ψυχάς, αίτινες δεν φυσιούνται από τύφον» (Πανδώρα, ο. π., σ. 502). Ετσι, λ.χ. ο Ευγένιος έγραφε στον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη (στο ίδιο): «Πολλάκις, όταν ο βηξ σφοδρότερος μοι συνέχη, φοβούμαι μη και οδόντα ένα των περιλοίπων συναποχρεμφθώ». Πολλά, άλλωστε, παραδείγματα αναλόγου χιούμορ βρίσκουμε στην πατερική γραμματεία. Βλ. Αλ. Μ. Σταυροπούλου, «Ποιμένες και χιούμορ», Ο Εφημέριος ΛΒ (1983), σ. 8-9.
27.Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα4 1968, σ. 132.
28.Βίοι Παράλληλοι, ο.π., σ. 7.
29.Ο.π., σ. 29.
30.«Θεολογικόν», σ. 163 ε. (κεφ. ΙΕ : Πότερον η καταληπτική όρασις υπέρ φύσιν ανθρώπω δυνατή ούσα τυγχάνει). Και σελ. 163: « Ενέργειαί εισιν υπερφυσικαί…». Και στην ομολογία για τον Θεό ονομάζει «άκτιστον» και «δημιουργόν πάντων των όντων … ου προβλητικώς, ουδέ εκ φύσεως, ουδ’ εξ ανάγκης …, δημιουργικώς δε και αυτοθελήτως …, εν χρόνω… εκ του μηδενός…» (κεφ. α ).
31.Στο ίδιο, σ. 163: «Ουδεμία δε αναλογία Θεού μεταξύ και κτιστής διανοίας εστί, του μεν απείρου όντος, της δε πεπερασμένης».
32.Ο πλήρης τίτλος: «Σοφίας των Ελλήνων του παρόντος αιώνος διασάφησις περί του που Παράδεισος και που Κόλασις, και τι εστι ταύτα». Βλ. Γ. Αινιάνος, Συλλογή ανεκδότων συγγραμμάτων του αοιδίμου Ευγενίου Βουλγάρεως…, Αθήναι 1838, σ. 1-5.
33.«Πραγματεία περί μουσικής», Trieste 1868 (= Ευαγγελικός Κήρυξ, αρ. 1 (1870), σ.σ. 111-142.
34.Βλ. παραπάνω, σημ. 31.
35.Του μακαρίου Θεοδωρίτου (ύάή), επισκόπου Κύρου, τα Σωζόμενα … υπό Ευγενίου Διακόνου του Βουλγάρεως, τ. Α -Ε , Εν Χάλλη 1768-1775.
36.Ιωσήφ μοναχού του Βρυεννίου, Τα Ευρεθέντα…, δι’ επιμελείας Ευγενίου Διακόνου του Βουλγάρεως ήδη το πρώτον τύποις εκδοθέντα, τ. Α -Β , Εν Λειψία 1768 και Ιωσήφ Μοναχού του Βρυεννίου, Τα παραλειπόμενα…, τ. Γ , Εν Λειψία 1784. Στον τόμο συνεκδίδει μετάφραση ενός έργου «Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» του Θεοφάνους Προκόποβιτς.
37.Χρ. Γιανναρά, ο.π., σ. 162.
38.Οι όροι αυτοί απαντούν συχνά στο «Περί των διχονιών…» του Βολταίρου (βλ. παρακάτω σημ. 66).
39.Αυτό συνάγεται και από τις «Σημειώσεις» του στο προηγούμενο έργο αλλά και από όλα τα έργα του.
40.Βιβλιάριον κατά Λατίνων έχον όνομα Εγκύκλιος Επιστολή, Κωνσταντινούπολις 1756. Βλ. M. Knapp, ο.π., σ. 81 ε. ε. Ο G. Podskalsky (σ. 347) θεωρεί το έργο «μία από τις αδυναμίες του Βολταίρου, που αδικεί τις άλλες ικανότητές του».
41.Εξεδόθη από τον Γ. Αινιάνα, ο.π., σ. 64-86 (= Λόγος εκφωνηθείς κατά την ημέραν του αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου). Βλ. την ανάλυσή του από τον Π. Καλλιγά στην Πανδώρα, ο.π., σ. 501. Στρέφεται κατά του παπικού πρωτείου.
42.Απόκρισις· Ορθοδόξου τινός προς τινα αδελφόν Ορθόδοξον περί της των Καθολικών δυναστείας, και περί του τίνες οι σχίσται και οι σχισματικοί και οι εσχισμένοι, και περί της βαρβαρικής λεγομένης Ουνίας και των Ουνιτών, και περί του πως δει τους Ορθοδόξους απαντάν τη των Κατολίκων τυραννία, Χάλλη 1775 (Για την γνησιότητα του έργου βλ. G. Podskalsky, σ. 329). Το έργο στρέφεται κατά των Ουνιτών της Ουκρανίας.
43.Βλ. στου K. Batalden, ο.π., σ. 138 ε.ε.
44.Π.χ. σ. 83, 176 κ. α.
45.Ο.π., σ. 347. Για το ζήτημα του «αναβαπτισμού» βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ομολογῶ εν βάπτισμα, Αθήνα2, 1996.
46.Πχ. Γρηγόριος Θεολόγος († 390): «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, επεί ούτω δοκεί τισιν». Υποστηρίζει δε ότι η «παίδευσις» είναι «των παρ’ ημών αγαθών το πρώτον» και όχι μόνο η χριστιανική, αλλά και η «έξωθεν», που κάποιοι «χριστιανοί» την απορρίπτουν «κακώς ειδότες». Αυτή είναι η ορθοδοξοπατερική αποτίμηση της παιδείας ( Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. ΙΑ ). Για την στάση του Βούλγαρη, ειδικότερα, βλ. στου π. Ειρηναίου Δεληδήμου, ο.π., σ. 15 ε.ε.
47.G. Podskalsky, ο.π., σ. 353.
48.Βλ. V. Makrides, ο.π., π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ευγ. Βούλγαρης (Φώτα και φως, υπό έκδοση). Πρβλ. Ειρ. Δεληδήμου, ο.π., σ. 20ε.
49.Ο.π., σ. 6. Η συνέχεια του κειμένου είναι εξ ίσου αποκαλυπτική: « Εκείνην την σοφίαν την μανθάνει τις εις τας νεωτέρας ακαδημίας, ταύτην εις την παλαιάν Εκκλησίαν· εις τα βιβλία των φιλοσόφων, ταύτην εις τα συγγράμματα των Πατέρων· εκείνην με την οξύτητα της αγχινοίας, ταύτην με την θερμότητα της καθαράς και ευδιαθέτου ψυχής· εκείνην με πολυπλόκους συλλογισμούς πολυτρόπων επιχειρημάτων, ταύτην με απλήν και στερεάν συγκατάθεσιν αδιστάκτου πίστεως· εκείνην με περίεργον έρευναν και εξέτασιν, ταύτην με απράγμονα του νοός αιχμαλωτισμόν».
50.Ο.π., σ. 133-134.
51.Σημειώνει ο Knapp (στο ίδιο): «Es gab immer zur den Konservativen Kleriker Vulgaris, der zwar eine ausgeprägte Neigung zu Philosophie und Naturwissenschaft besass, der aber im Konfliktfall zwissen Wissenschaft und Religion genau wusste, dass er ein Mann der Kirche war». Και σ’ άλλο σημείο γράφει: «Blosse Beschäftigung mit naturwissenschaftlichen Themen ist nicht gleich Aufklärung. Die geistesgeschichtliche Strömung der Aufklärung ist ohne den absoluten Primat der Verkunft nicht denkbar. Aufklärung zeigt sich gerade in den Grenzgebieten zwissen Naturwissenschaft und Tleologie» (σ. 121-122).
52.Π.χ.: «Το διεγερτικόν των βασιλέων» (1772;), « Επιστολή προς την αυτοκρατόρισσαν των Ρώσσων» (1771), «Λόγος του Παπα-Χαριστησκίου» (1771;), «Περί διχονοιών, των εν ταις Εκκλησίας της Πολωνίας» (1768). Βλ. Batalden, σ. 169 ε.
53.Βλ. π.χ. την Επιστολήν του σοφωτάτου Κυρίου Ευγενίου, αρχιεπισκόπου πρώην Σλαβωνίου και Χερσώνος, Τριέστη 1797. Είναι απάντηση στα «Καλοκινήματα» του Ψαλίδα, με αντιβολταιρικό χαρακτήρα. Για το θέμα βλ. στου V. Makrides, σ. 239 ε.ε.
54.Σκοπεύουμε να ασχοληθούμε συν Θεώ ειδικότερα με το έργο αυτό σε άλλη ευκαιρία.
55.Αναστ. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία, Αθήναι 1972, σ. 4 ε.ε.
56.Πασχ. Κιτρομηλίδης, ο.π., σ. 170.
57.Ο Π. Καλλιγάς (ο.π., σ. 517) ορθά επεσήμανε: «Το σύγγραμμα τούτο είναι προσέτι αξιοπερίεργον ως γεγραμμένον εις την καθομιλουμένην γλώσσαν μ’ εκείνην την γλαφυρότητα και σύμμετρον απόστασιν από τον αρχαϊσμόν και την βάναυσον φράσιν, των οποίων ο Κοραής κατόπιν ανέπτυξε τους κανόνας».
58.Πρβλ. G. Podskalsky, ο.π., σ. 348. Βλ. το «Σχεδίασμα», σ. 208 ε. «Κατά τούτων η ακοινωνησία, ο αφορισμός, το ανάθεμα, και όσα τοιαύτα της Εκκλησίας κανονικά επιτίμια· έπειτα ανίσως και αυτά αδρανή φανούν και ανίσχυρα, κατά τούτων και οι εξωτερικοί Ηγεμόνες (= οι Αρχοντες) εξοπλίζονται με ζήλον ένθεον».
59.«Σχεδίασμα», σ. 151-152.
60.Στο ίδιο, σ. 151.
*Το παρόν άρθρο αποτελεί σύντμηση της εισηγήσεως από την Επιστημονική Ημερίδα « Αθωνιάς Ακαδημία-250 έτη από της ιδρύσεως», που έγινε στο Πολεμικό Μουσείο στις 11-12 Δεκεμβρίου 1999 και διοργάνωσαν η Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ – ΤΕΥΧΟΣ 21