Βούλγαρης Ευγένιος [1716, Κέρκυρα – 1806, Πετρούπολη]

Voulgaris


 

 

Ο Ευγένιος Βούλγαρης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1716. Παρά την επίδραση που άσκησε στην εποχή του, υπάρχουν αρκετά κενά στη βιογραφία του. Η βασική πηγή από την οποία όλοι οι μεταγενέστεροι ιστορικοί αντλούν τις πληροφορίες τους για το βίο του Ευγενίου —ιδιαίτερα μέχρι τη μετάβασή του στη Ρωσία— είναι η βιογραφία που συνέταξε ο Γεώργιος Αινιάν, στις αρχές του 19ου αιώνα [Αινιάν, 1838]. Πέρα από ορισμένες διαπιστωμένες ανακρίβειες (όπως ότι ο Βούλγαρης δίδαξε στα Αμπελάκια και ότι κατατρόπωσε τον Βολταίρο σε αντιπαράθεση που είχαν ενώπιον του Φρειδερίκου Β’ στο Βερολίνο) φαίνεται ότι οι υπόλοιπες πληροφορίες που δίνει αυτή η σύντομη βιογραφία ανταποκρίνονται, σε γενικές γραμμές, στην πραγματικότητα. Για το διάστημα που ο Ευγένιος έζησε στη Ρωσία έχουμε τη μελέτη του Stephen Batalden, η οποία εκπονήθηκε βάσει των στοιχείων που συγκέντρωσε ο συγγραφέας από έρευνα σε ρωσικά αρχεία. Η βιογράφηση του Βούλγαρη ως αυλικού και αξιωματούχου στην υπηρεσία της Αικατερίνης Β’ αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μαρτυρία για την πολιτική δραστηριότητα των ελληνόφωνων λογίων του 18ου αιώνα [Batalden, 1982].
Από τον Αινιάνα μαθαίνουμε ότι ο νεαρός Ευγένιος πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του δίπλα στον ιερομόναχο Ιερεμία Καββαδία. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη, αλλά όχι πλήρως διακριβωμένη άποψη, μετά τον Καββαδία μαθήτευσε για ένα διάστημα δίπλα στον Αντώνιο Κατήφορο (1685-1763) στη Ζάκυνθο. Αν η πληροφορία αυτή είναι ορθή, τότε ο Βούλγαρης πρέπει να βρέθηκε στη Ζάκυνθο μετά το 1725, οπότε ο Κατήφορος εγκατέλειψε οριστικά τη διδασκαλία του στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο της Βενετίας και εγκαταστάθηκε στο νησί αναλαμβάνοντας το αξίωμα του πρωθιερέα. Σύμφωνα με τον Αγγέλου, ο Κατήφορος, ο οποίος είχε εντρυφήσει στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία κατά την παραμονή του στη Βενετία, είναι αυτός που εισήγαγε τον Βούλγαρη στο έργο του John Locke και στην πειραματική φιλοσοφία του ‘sGravesande [Αγγέλου, 1954: 2-4]. Πιθανολογείται, επίσης, ότι ο Βούλγαρης σπούδασε δίπλα στον Βικέντιο Δαμοδό, στην Κεφαλονιά. Και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, “το αναφέρουν οι βιογράφοι του χωρίς να το τεκμηριώνουν” [Μπόμπου-Σταμάτη, 1998: 56]. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι ο Βούλγαρης παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή του Δαμοδού στα Χαβριάτα. Από την άλλη, όπως ορθά σημειώνει η Μπόμπου-Σταμάτη, αποκλείεται να τον αγνοεί, τη στιγμή που ζουν σε γειτονικά νησιά και η φήμη του Δαμοδού είναι αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Μία ένδειξη που συνηγορεί σε αυτή την κατεύθυνση είναι ότι ο Βούλγαρης είναι ο μόνος λόγιος του 18ου αιώνα που υιοθετεί την προτίμηση του Δαμοδού για το τυχώνειο αστρονομικό σύστημα, μια προτίμηση που έχει σημαντικές συνέπειες στη διάρθρωση του φιλοσοφικού του λόγου.
Οι εικασίες συνεχίζονται και για τις σπουδές που πραγματοποίησε ο Βούλγαρης στην Ήπειρο, στις σχολές της Άρτας και των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τον Αινιάνα, ο Ευγένιος μαθήτευσε για ένα διάστημα στην Άρτα, “όπου εσχολάρχει σοφός τις διδάσκαλος Αθανάσιος ονομαζόμενος”. Λόγω προστριβών με τοπικούς εκκλησιαστικούς παράγοντες, σύντομα εγκατέλειψε την πόλη και μετέβη στα Γιάννενα, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του Ανθρακίτη (στη σχολή Επιφανείου) [Αινιάν, 1838: ια’-ιβ’]. Τα γεγονότα αυτά τοποθετούνται, ασφαλώς, πριν από το 1736, οπότε ο Ανθρακίτης αποσύρθηκε οριστικά από την ενεργό δράση. Κάποια στιγμή μεταξύ 1737 και 1738 ο Βούλγαρης χειροτονήθηκε διάκονος στα Γιάννενα και άλλαξε το βαπτιστικό του όνομα από Ελευθέριος σε Ευγένιος [Μπόμπου-Σταμάτη, 1998: 58].
Από το 1738 μέχρι το 1742, οπότε αναλαμβάνει τη διεύθυνση της σχολής Μαρούτση, τα ίχνη του χάνονται. Πιθανολογείται ότι λίγο μετά τη χειροτονία του επέστρεψε στη Ζάκυνθο με σκοπό να ασκήσει τα καθήκοντα του ιερέα σε κάποια ενορία, αλλά έφυγε όταν του αρνήθηκαν τη θέση του πρωθιερέα. Επίσης, εικάζεται ότι το 1739 ή το 1740 έλαβε οικονομική υποστήριξη από τους προκρίτους των Ιωαννίνων για να μεταβεί για σπουδές στην Ιταλία. Μολονότι υπάρχουν μαρτυρίες για το ότι πέρασε δύο ή τρία χρόνια στη Βενετία, δεν έχουμε καμία ένδειξη που να πιστοποιεί ότι φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Σύμφωνα με τον Batalden, στη Βενετία εργάσθηκε ως καθηγητής στο “ελληνικό γυμνάσιο”, ενώ ταυτοχρόνως τελούσε χρέη ιεροκήρυκα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ήταν το κέντρο των δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινότητας [Batalden, 1982: 3]. Η ικανότητά του ως δασκάλου και ιεροκήρυκα δεν πέρασε απαρατήρητη: οι πλούσιοι έμποροι αδελφοί Μαρούτση τον κάλεσαν να επιστρέψει στη γενέτειρά τους, τα Ιωάννινα, για να αναλάβει τη θέση του διευθυντή στη σχολή Επιφανείου, που είχαν σκοπό να ανακαινίσουν [Batalden, 1982: 3 και Χατζόπουλος, 1991: 94].
Παρά την ασάφεια των πληροφοριών που έχουμε για τα πρώτα χρόνια και τις σπουδές του Ευγένιου, ένα είναι βέβαιο: όταν, σε ηλικία 26 ετών, αναλαμβάνει τη σχολαρχία της Μαρουτσαίας σχολής (δηλαδή της ανακαινισμένης από τους αδελφούς Μαρούτση σχολής Επιφανείου) είναι ένας από τους πιο καταρτισμένους στη φιλοσοφία λογίους της εποχής του. Και όχι μόνο αυτό. Είναι αποφασισμένος να καθιερώσει στην πνευματική ζωή ένα νέο φιλοσοφικό και εκπαιδευτικό πρότυπο. Η αλλαγή που επιφέρει στο καθιερωμένο και —όπως αποδείχτηκε από την περιπέτεια του Ανθρακίτη— νομιμοποιημένο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο κορυδαλικό πρόγραμμα διδασκαλίας της φιλοσοφίας είναι ριζική: για πρώτη φορά, η διδασκαλία της Εισόδου Φυσικής Ακροάσεως και του Περί Γενέσεως και Φθοράς παραχωρεί τη θέση της στα “νέα φιλοσοφήματα του Λωκκίου, Λεϊβνιτείου και Ουολφίου, τα οποία σιμάτουνεωτερισμούταανέδειχνεναξιοτιμητότεραηευγλωττίακαιηπολυμάθειατουανδρός,οςτιςανεμίγνυεθαυμασίωςπαλαιάκαικαινά” [Κούμας, 1832: 560].
Όλοι οι ιστορικοί συγκλίνουν στην άποψη ότι οι νεωτερισμοί του Βούλγαρη προκάλεσαν την αντίδραση του Βασιλόπουλου Μπαλάνου (1690-1760), “συντηρητικού” δασκάλου της αντίπαλης σχολής Γκιούνμα των Ιωαννίνων. Το 1746, μετά από σύγκρουση μαζί του, ο Βούλγαρης εγκαταλείπει τα Γιάννενα και αναλαμβάνει τη σχολαρχία της σχολής της Κοζάνης. Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι υλικοί όροι δεν έπαιξαν μικρότερο ρόλο στην απόφασή του να ανταποκριθεί θετικά στην πρόσκληση του επισκόπου Σερβίων και Κοζάνης, Μελετίου: ο Ευγένιος φεύγει από τη Μαρουτσαία Σχολή με μισθό 500 γροσίων, ο οποίος στην Κοζάνη αυξάνεται στα 800 γρόσια. Το 1750 έρχεται σε συνεννόηση με τους αδελφούς Μαρούτση και αναλαμβάνει εκ νέου τη σχολαρχία της σχολής των Ιωαννίνων με τον αστρονομικό, για την εποχή, μισθό των 1.000 γροσίων [Στόγιογλου, 1992: 25-33]. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Βούλγαρης έχει απόλυτη συνείδηση της αξίας του ως δασκάλου της φιλοσοφίας και του εύρους του ανανεωτικού του εγχειρήματος. Γι’ αυτό και απαιτεί να αμείβεται αναλόγως.
Φαίνεται ότι η δεκάχρονη εκπαιδευτική δραστηριότητα του Ευγενίου τον έχει κάνει ευρύτερα γνωστό στον ελλαδικό χώρο. Έτσι, όταν “η εν Κωνσταντινουπόλει ιερά σύνοδος επί Κυρίλλου ΣΤ’ Πατριαρχεύοντος έκρινεν ωφέλιμον να συστήση σχολείον του γένους εις τον Άθωνα” αποφάσισε να αναθέσει τη σχολαρχία στο Βούλγαρη, “ος τις μετά της φιλοσοφίας ηδύνατο να διδάσκη τους μέλλοντας κληρικούς και ποιμένας του Χριστιανικού λαού τα υγιά δόγματα της ιεράς ημών πίστεως. Με τιμήν μεγάλην επροσκαλέσθη ο Ευγένιος εις το Πατριαρχείον (1753), εσυμφωνήθη με τον ανήκουστον τότε διδασκαλικόν μισθόν χιλίων γροσίων, και εις οικοδόμημα νέον του Άθωνος χωρούν περίπου 500 μαθητάς εστάλθη εις την νέαν καθέδραν του” [Κούμας, 1832: 561]. Έτσι, το 1753, ο Βούλγαρης εγκαταλείπει οριστικά τα Γιάννενα και αναλαμβάνει τη σχολαρχία της Αθωνιάδας. Ο Κούμας, αξιόπιστος μάρτυρας της εποχής, μας περιγράφει πολύ εύγλωττα την αποστολή του Βούλγαρη: να προσφέρει στους μελλοντικούς κληρικούς και ποιμένες υψηλού επιπέδου φιλοσοφική και θεολογική παιδεία. Η σχολή είναι σχεδιασμένη για να χωρά 500 μαθητές, πράγμα που δηλώνει ότι το Πατριαρχείο προσβλέπει σε μια ριζική αναβάθμιση της θρησκευτικής και πνευματικής ζωής, με την παραγωγή μεγάλου αριθμού φιλοσοφικά καταρτισμένων στελεχών. Ο Αγγέλου μας δίνει τις διαστάσεις του εγχειρήματος από μια άλλη σκοπιά: μολονότι όταν αναλαμβάνει ο Βούλγαρης, η ανέγερση της σχολής δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως, μετά την έκδοση ενός προτρεπτικού σιγιλίου από τον πατριάρχη Κύριλλο σπεύδουν να συμβάλουν στην αποπεράτωσή της διάφοροι φορείς. Ο ηγεμόνας της Βλαχίας προικίζει τη σχολή με ετήσιο εισόδημα 600 γροσίων, οι Σμυρναίοι συγκεντρώνουν το ποσό των 750 γροσίων και ορίζουν επίτροπο για τη συλλογή και άλλων χρημάτων. Οι Χίοι κάνουν το ίδιο και, γενικότερα, “όλαι αι επαρχίαι θέλουν βοηθήσει το κατά δύναμιν” [Αγγέλου, 1963: 120-121].
Η τοποθέτηση στην ηγεσία ενός εγχειρήματος, το οποίο συγκεντρώνει τη φροντίδα όλων των στρωμάτων της υπό διαμόρφωση ελληνικής κοινωνίας (του Πατριαρχείου, ενός Φαναριώτη ηγεμόνα και εκπροσώπων των εμπορικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας), ενός ανθρώπου που είναι γνωστός για τον καινοτόμο χαρακτήρα της φιλοσοφικής του διδασκαλίας δεν πρέπει να αποτελεί τυχαίο συμβάν. Φαίνεται μάλλον ότι η ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας, η οποία υπερβαίνει τα ποσοτικά και ποιοτικά πρότυπα που κυριαρχούν μέχρι εκείνη την εποχή στην εκπαίδευση, αντανακλά τη συνειδητή πρόθεση όλων των εμπλεκομένων φορέων να δημιουργήσουν μια νέα πραγματικότητα στην πνευματική ζωή του τόπου. Ο Βούλγαρης γίνεται μέρος και, μάλιστα, ακρογωνιαίος λίθος αυτού του προγράμματος. “Το σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο σχολαρχεί ο Ευγένιος στην Αθωνιάδα αποτελεί, από κάθε άποψη, τη σημαντικότερη περίοδο της ζωής του. Όταν φθάνει στο Όρος είναι πια ώριμος. Πλούσιος σε πείρα και σε γνώσεις, τις οποίες του εχάρισε η διδακτική του δράση στα Γιάννενα και στην Κοζάνη, με απλωμένη την φήμη του, με ισχυρή την υποστήριξη της Εκκλησίας, με ακμαία την θέληση και το φρόνημα, φιλοδοξεί να παίξει ηγετικό ρόλο στην αναγέννηση της πατρίδος του” [ό.π.: 122]. Η περίοδος της Αθωνιάδας αποτελεί την —αναμφίβολα δύσκολη— περίοδο κατά την οποία ο Βούλγαρης συνειδητοποιεί πλήρως το εύρος και τις συνέπειες της προσωπικής του συμμετοχής σε ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης της πνευματικής ζωής: είναι ο άνθρωπος που προορίζεται να διαδεχθεί στο πνευματικό στερέωμα τη φυσιογνωμία που κυριαρχούσε επί ενάμιση αιώνα στα ελληνικά γράμματα, τον Θεόφιλο Κορυδαλέα.
Η διδασκαλία του στην Αθωνιάδα συνδυάζεται με μια συστηματική προσπάθεια αναμόρφωσης του φιλοσοφικού λόγου και του διδακτικού προτύπου. Οι οργανωτικές καινοτομίες στις οποίες προβαίνει δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Έχει ενδιαφέρον, ωστόσο, να επισημάνουμε την προσπάθεια που κάνει να αναβαθμίσει το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών στους τομείς της φιλοσοφίας και των μαθηματικών. Το διάστημα που βρίσκεται στον Άθωνα ολοκληρώνει τη μνημειώδη Λογική του, που προορίζεται να εκτοπίσει τη διδασκαλία της κορυδαλικής λογικής. “Εις όλην την Ελλάδα υπερενίκησεν η φιλοσοφία του Ευγενίου. Οι εις την Αθωνιάδα σχολήν μαθητεύσαντες εδίδασκαν την Λογικήν του χειρόγραφον. Η εις το σύγραμμα τούτο εμφαινομένη πολυμάθεια, ο καινοπρεπής και σοβαρός ελληνισμός, η αντιπαράθεσις των νεωτέρων θεωριών προς τα παλαιάς, εκυρίευσαν γενικώς τα γνώμας. Και ήρχισαν όλοι οι σπουδασταί να μην ζητώσιν άλλην, ει μη την Λογικήν του Ευγενίου” [Κούμας, 1832: 566]. Παράλληλα, ο Βούλγαρης εισάγει τη διδασκαλία μιας σειράς έργων της νεότερης φιλοσοφίας και των μαθηματικών. Ήδη από την εποχή που σχολαρχεί στα Γιάννενα και την Κοζάνη έχει αρχίσει να μεταφράζει και να χρησιμοποιεί για διδακτικούς σκοπούς πολλά από αυτά τα έργα [Αγγέλου, 1954: 9]. Στην Αθωνιάδα το πρόγραμμά του περιλαμβάνει την Εισαγωγή εις τη Φιλοσοφία του W. J. ‘sGravesande, την Εισαγωγή εις τη Μεταφυσική του A. Genovesi, τα Στοιχεία Αριθμητικής του C. Wolff, τα Στοιχεία Γεωμετρίας του A. Taquet, τη Φυσική του J.Fr. Wuckerer και το Περί συστήματος του παντός (το τελευταίο, σύμφωνα με τον Καρά [1993: 69], αποτελεί μετάφραση της τέταρτης πραγματείας του έργου Philosophia Sensuum Mechanica Methodice Tractata του Fortunato de Brescia, η οποία φέρει τον τίτλο “De systemate Universi”). Το πλήθος των μαθηματαρίων και των αντιγράφων που σώζονται μέχρι σήμερα μαρτυρεί τη διάδοση της διδασκαλίας του Βούλγαρη και την κεντρική θέση που αρχίζουν να καταλαμβάνουν στο φιλοσοφικό στοχασμό της εποχής οι νεότερες επιστημονικές και φιλοσοφικές ιδέες.
Παρά το μέγεθος του εγχειρήματος και τη συλλογική μέριμνα με την οποία περιεβλήθη, η Αθωνιάδα δεν ευδοκίμησε. Ή, ακριβέστερα, δεν ευδοκίμησε ο Βούλγαρης, που ήταν η ψυχή του εγχειρήματος. Μια σειρά από συγκρούσεις που οφείλονται στις μηχανορραφίες του πατριαρχικού περιβάλλοντος και τις έριδες των τοπικών φατριών τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τη διεύθυνση της σχολής. Αναχωρεί από τον Άθωνα, τον Ιανουάριο του 1759, και αποσύρεται στη Θεσσαλονίκη [Γριτσόπουλος, 1966: 387]. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη, αλλά μετά από λίγους μήνες καλείται να αναλάβει νέα εκπαιδευτική αποστολή. Με τη μεσολάβηση του “πρίγκηπος Γρηγορίου του Γκίκα διερμηνέως τότε της των Οθωμανών βασιλείας, ανδρός πολυμαθούς και ενθέρμου υποστηρικτού των σοφών ανδρών” [Αινιάν, 1838: ια’], καλείται στην Κωνσταντινούπολη για να αναλάβει τη σχολαρχία της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Ο πατριάρχης που αναθέτει αυτό το καθήκον στον Ευγένιο είναι ο ίδιος άνθρωπος που πριν από πολλά χρόνια τον χειροτόνησε διάκονο και ο μόνος αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου που μετά από μερικά χρόνια θα παραβρεθεί στη χειροτονία του σε αρχιεπίσκοπο Σλαβινίου και Χερσώνος στη Μόσχα: ο Σεραφείμ Β’ ο Άννινος.
Η ανάληψη της σχολαρχίας της Πατριαρχικής Ακαδημίας από τον Βούλγαρη, το Νοέμβριο του 1759, συνοδεύεται από την έκδοση, λίγους μήνες αργότερα, πατριαρχικής απανταχούσας που αναγγέλλει την αναβάθμιση της σχολής. Η απανταχούσα “απολύεται” το Φεβρουάριο του 1760 και αναφέρει ότι “συνεκροτήθη εν τη βασιλευούση των πόλεων κοινόν φροντιστήριον, εις παράδοσιν των θύραθεν επιστημονικών και της καθ’ ημάς ιεράς θεολογίας, εν ω αποκατεστάθη καθηγεμών και διδάσκαλος ο οσιώτατος και σοφολογιώτατος κυρ-Ευγένιος, ανήρ σοφώτατος και πολυμαθέστατος, καθ’ α διά μακράς πείρας εγνώσθη”. Η επιστολή συνεχίζει ζητώντας την οικονομική συνδρομή όλων όσοι ενδιαφέρονται για την ευόδωση του εγχειρήματος και ορίζει τους επιτρόπους που θα μεριμνήσουν για τη συγκέντρωση των χρημάτων. Ένας από αυτούς είναι ο “μέγας δραγομάνος Γρηγοράσκος Γκίκας” [Γριτσόπουλος, 1966: 388].
Η όλη υπόθεση έχει πολλές ομοιότητες με την Αθωνιάδα. Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι περιορισμένες, η επιστολή του Σεραφείμ φαίνεται ότι αντανακλά την πρόθεση κάποιων εκκλησιαστικών και κοσμικών κύκλων να μεταφέρουν το πρότυπο της Αθωνιάδας στην Κωνσταντινούπολη. Το είδος της παρεχόμενης παιδείας (ο συνδυασμός “θύραθεν φιλοσοφίας” και “ιεράς θεολογίας”), η ανάθεση της σχολαρχίας σε έναν άνθρωπο με ρηξικέλευθες φιλοσοφικές αντιλήψεις και η επιδιωκόμενη συναινετική στήριξη του εγχειρήματος είναι τα ίδια χαρακτηριστικά που συναντήσαμε και στην περίπτωση του Αγίου Όρους. Ο Βούλγαρης αποτελεί και πάλι τον ακρογωνιαίο λίθο. Με εικοσαετή, σχεδόν, πείρα στη διδασκαλία της φιλοσοφίας, με διαδεδομένο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο, με τη φήμη του απλωμένη σε όλες τις σχολές του ελλαδικού χώρου και με ισχυρούς προστάτες —τον πατριάρχη και το μέγα δραγομάνο— πρόθυμους να στηρίξουν τις φιλοσοφικές και εκπαιδευτικές του καινοτομίες αναλαμβάνει το έργο, προσβλέποντας, επιτέλους, στην ευόδωση των προσδοκιών του.
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή και για έναν άλλο λόγο: ο Γρηγόριος Γκίκας Γ’ (1724;-1777) είναι “ένθερμος υποστηρικτής των σοφών ανδρών”. Δεν προσφέρει προστασία μόνο στον Βούλγαρη αλλά και στο συμπατριώτη του Νικηφόρο Θεοτόκη, ο οποίος βρίσκεται την ίδια εποχή στην Πόλη. Σκοπός του είναι να κάνει τους δύο άντρες μέλη της Ιεράς Συνόδου: “Ο Γκίκας εννοήσας τας βαθείας γνώσεις και την ευσέβειαν των δύω μεγάλων τούτων ανδρών Ευγενίου και Θεοτόκη, ενήργησε την ανάβασιν αυτών εις τους αρχιερατικούς θρόνους Δέρκων και Χαλκηδόνος, ίνα ευρίσκωνται εις την σύνοδον πάντοτε” [Αινιάν, 1838: ιζ’].
Ο Βούλγαρης επιχειρεί να εφαρμόσει στην Πατριαρχική Ακαδημία το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που ακολούθησε στην Αθωνιάδα. Η Πατριαρχική Ακαδημία είναι η σχολή η οποία κατά κύριο λόγο προορίζεται για την αναπαραγωγή των ανώτερων στελεχών του κλήρου. Επί ενάμιση αιώνα έζησε στο κλίμα της συνύπαρξης των θεολογικών σπουδών με την κορυδαλική φιλοσοφία. Ο Βούλγαρης είναι ήδη ένας αναγνωρισμένος θεολόγος, αλλά το πρόγραμμά του περιλαμβάνει ένα νέο συνδυασμό της θεολογίας με τη θύραθεν φιλοσοφία. Στη θέση της συμβατικής συνύπαρξης της νεοαριστοτελικής φυσικής με την Ορθόδοξη πίστη επιχειρεί να θέσει ένα νέο εκπαιδευτικό πρότυπο, το οποίο θα γεφυρώνει τη δογματική θεολογία με τα πορίσματα της σύγχρονής του φυσικής φιλοσοφίας. Παράλληλα, επιχειρεί να αναβαθμίσει τη διδασκαλία της αριθμητικής και της γεωμετρίας εγκαταλείποντας τη “Λογαριαστική” του Μανουήλ Γλυτζούνη [ό.π.: ιστ’] και εισάγοντας τη διδασκαλία των έργων του Wolff και του Taquet, τα οποία είχε μεταφράσει κατά το διάστημα της προηγούμενης θητείας του στην εκπαίδευση.
Οι προσδοκίες του Βούλγαρη και των προστατών του, ωστόσο, δεν υλοποιούνται σε κανένα επίπεδο. Ο Γρηγόριος Γκίκας αποτυγχάνει να αναγορεύσει τους δύο προστατευόμενούς του σε συνοδικούς μητροπολίτες. Και ο Βούλγαρης αποτυγχάνει να εγκαθιδρύσει το εκπαιδευτικό του πρότυπο στην Πατριαρχική Ακαδημία. Δίχως, πάλι, να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τους λόγους που εμπόδισαν αυτές τις προσπάθειες να τελεσφορήσουν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απομάκρυνση από τον πατριαρχικό θρόνο του Σεραφείμ υπήρξε καθοριστική. Οι βιογράφοι του Βούλγαρη αναφέρονται στην ψυχρότητα με την οποία αντιμετώπισε ο νέος πατριάρχης Ιωαννίκιος Γ’ τον Ευγένιο, στο εχθρικό κλίμα που δημιουργήθηκε στην Πατριαρχική Ακαδημία, και σε πιθανές αντιδράσεις των επιτρόπων και των μαθητών της σχολής στους εκπαιδευτικούς νεωτερισμούς του [Ενδεικτικά, Γριτσόπουλος, 1966: 389-390]. Όπως και να έχει το πράγμα, ο Βούλγαρης, τον Απρίλιο του 1761, μόλις ένα μήνα μετά την απομάκρυνση του Σεραφείμ από την πατριαρχία, παραιτείται και εγκαθίσταται στο σπίτι του Γρηγορίου Γκίκα, όπου, την ίδια εποχή, φιλοξενείται και ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Κατά τον Γριτσόπουλο, η ανάρρηση στον πατριαρχικό θρόνο, δύο χρόνια αργότερα, του Σαμουήλ Χατζερή, ο οποίος “ανήκεν εις κύκλους συντηρητικούς” εξανέμισε και τις τελευταίες ελπίδες του Βούλγαρη να επανέλθει στην ενεργό δράση [ό.π.: 404].
Μέχρι τώρα, το δρομολόγιο του Βούλγαρη δεν διαφέρει από την τυπική διαδρομή που ακολουθούν οι περισσότεροι λόγιοι του ελλαδικού χώρου κατά το 18ο αιώνα. Επτάνησα — Βενετία — Πάντοβα — Γιάννενα — Άθως — Κωνσταντινούπολη. Η διαφορά έγκειται στο μέγεθος της προσωπικότητας και της φιλοδοξίας του Ευγένιου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πρόκειται για ένα λόγιο ο οποίος σε όλους τους σταθμούς της σταδιοδρομίας του επιχειρεί να υλοποιήσει ένα μείζονος σημασίας μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Στόχος του είναι η εκτόπιση της κορυδαλικήςδιδασκαλίας και η καθιέρωση ενός εκπαιδευτικού προτύπου, το οποίο θα στηρίζεται σε μια νέου τύπου σύζευξη της δογματικής θεολογίας με τη φυσική φιλοσοφία. Οι δύο σημαντικότερες αποστολές που αναλαμβάνει —η οργάνωση της Αθωνιάδας και η διεύθυνση της Πατριαρχικής Ακαδημίας— έχουν “οικουμενικό” χαρακτήρα, με την έννοια ότι του ανατίθενται από ένα σώμα στο οποίο εκπροσωπούνται όλα τα στρώματα της υπό διαμόρφωση ελληνικής κοινωνίας, που αποβλέπουν στη ριζική αναδιάρθρωση της πνευματικής ζωής. Ο Βούλγαρης θεωρείται ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο έργο. Το γεγονός ότι αποτυγχάνει, καθώς και η αδυναμία των πατρώνων του να τον στηρίξουν στην υλοποίηση των σχεδίων του είναι, αναμφίβολα, αποτέλεσμα των διενέξεων ανάμεσα στα διάφορα κέντρα εξουσίας της περιόδου. Δεν υπάρχουν, όμως, τα απαραίτητα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να ανασυγκροτήσουμε τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν σε αυτή την έκβαση.
Όταν, δύο χρόνια μετά την παραίτησή του από την Πατριαρχική Ακαδημία, ο Ευγένιος αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη δεν έχει εγκαταλείψει ακόμα τα σχέδιά του. Κατευθύνεται αρχικά προς το Βουκουρέστι, όπου μένει περί τον ένα χρόνο. Εκεί “τον δεξιώνεται” ο ηγεμόνας της Βλαχίας Κωνσταντίνος Ρακοβίτζα και ο διάδοχός του Στέφανος Ρακοβίτζα. Κατά τον Γριτσόπουλο, ο Βούλγαρης επισκέπτεται και τη Μολδαβία, όπου το 1764 αναλαμβάνει καθήκοντα ηγεμόνα ο προστάτης του Γρηγόριος Γκίκας [ό.π.: 404]. Δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ο —προφανώς διερευνητικός— σκοπός αυτών των επισκέψεων. Πάντως, από το 1764 ο Βούλγαρης βρίσκεται εγκατεστημένος στη Λειψία. Οι πληροφορίες μας και πάλι είναι σποραδικές, αλλά εδώ έχουμε ορισμένα ασφαλή τεκμήρια για να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή του – τις εκδόσεις του. Φαίνεται ότι ένας από τους μείζονες στόχους του Ευγενίου κατά την παραμονή του στη Λειψία είναι η υλοποίηση ενός συγγραφικού και εκδοτικού προγράμματος, που οι περιπέτειες των προηγούμενων χρόνων δεν του είχαν επιτρέψει να πραγματώσει.
Το έργο που σηματοδοτεί την έναρξη αυτού του προγράμματος είναι η Λογική του, που εκδίδεται το 1766. Η Λογική είναι ένα έργο ήδη γνωστό και εξαιρετικά διαδεδομένο στον ελληνόφωνο πνευματικό χώρο. Η έντυπη έκδοσή της αυξάνει ακόμα περισσότερο το κύρος της και την καθιστά το τυπικό εγχειρίδιο των φιλοσοφικών τμημάτων όλων των σχολών. Το ότι ο Βούλγαρης, παρά την αποχώρησή του από την εκπαίδευση, δεν έχει σταματήσει να ελπίζει ότι θα του δοθεί η ευκαιρία να επανέλθει, ή, έστω, να συμβάλει με κάποιο τρόπο σε αυτή, δηλώνεται και από το έργο που εκδίδει την αμέσως επόμενη χρονιά. Πρόκειται για τη μετάφραση του εγχειριδίου Elementa arithmeticae et geometriae του γερμανού μαθηματικού Johann Andreas von Segner (1704-1777) με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία [Αγγέλου, 1992: 43]. Το έργο δημοσιεύεται με τίτλο Των μαθηματικών στοιχείων αι πραγματείαι αι αρχοειδέσταταικαι αποτελεί ένα υψηλού επιπέδου μαθηματικό σύγγραμμα, το οποίο προορίζεται για διδακτική χρήση. Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι ο Ευγένιος δέχτηκε την κριτική των συγχρόνων του γι’ αυτή την επιλογή του. Ο άνθρωπος που θεωρείται (από όλους ανεξαιρέτως τους ιστορικούς) ο πιο ένθερμος προπαγανδιστής της εισαγωγής των μαθηματικών στην εκπαίδευση, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, γράφει στα 1780 ότι ο Ευγένιος αδυνατεί να καταλάβει ότι το Γένος έχει ανάγκη από σαφή και εύληπτα μαθηματικά συγγράμματα: “Ο μέγας Ευγένιος εκοπίασε πάντως μεγάλως μεταγλωττίζων τον ειρημένον συγγραφέα, πλην εκοπίασε προς δόξαν μόνον του Σεγνερίου, ουχί όμως και προς όφελος του Γένους” [ό.π.: 42-43]. Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και η κριτική του Αθανασίου Ψαλίδα, δεκαπέντε χρόνια αργότερα: “Αυτός εκοπίασε τόσον καιρόν […] διά να γίνη δούλος ενός […] Γερμανού Μαθηματικού, μεταφράζοντας […] την νηστικήν, ξηράν και ισχνήν Αριθμητική, και Γεωμετρίαν” [Ψαλίδας, 1795: 19].
Η περίοδος της Λειψίας είναι για τον Βούλγαρη μια περίοδος ανασύνταξης, αλλά όχι σε ένα μέτωπο μόνο. Ένα ζήτημα που τον έχει απασχολήσει από πολύ νωρίς είναι η προάσπιση της Ορθοδοξίας από τη ουνιτική “απειλή”. Στη Λειψία έχει την ευκαιρία να στραφεί συστηματικότερα στη μελέτη αυτού του θέματος. Το έτος 1766 σηματοδοτεί την αρχή της περίφημης πνευματικής του σχέσης με το Βολταίρο. Τη χρονιά αυτή δημοσιεύει, με τον τίτλο Ουολταίρου ο Μέμνων, το σύντομο διήγημα Memnon ou la sagesse humaine —που έγραψε ο Βολταίρος το 1749— μεταφέροντάς το στην ελληνική σε έμμετρη απόδοση. Το έργο που σημαδεύει τη σχέση των δύο φιλοσόφων, όμως, είναι το Essai historique et critique sur les dissensions des eglises de Pologne, το οποίο μεταφράζει ο Βούλγαρης με τον τίτλο Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολονίας. Δοκίμιον ιστορικόν και κριτικόν. Η μετάφραση δημοσιεύτηκε στη Λειψία το 1768 “χωρίς όνομα τόπου και προσώπου διά τον επικρατούντα φόβον εκ της Δυτικής Εκκλησίας” [Αινιάν, 1838: κγ΄]. Το θέμα του δοκιμίου είναι η ουνιτική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας και τα δικαιώματα των Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων πληθυσμών της Πολωνίας έναντι των Καθολικών. Η προώθηση της ιδέας της ανεξιθρησκίας από τον Βολταίρο έχει πολιτική βάση: την ίδια χρονιά που δημοσιεύεται το δοκίμιο, το 1767, η Μεγάλη Αικατερίνη εισβάλει στην Πολωνία, ως υπερασπίστρια των Ορθοδόξων αδελφών και με πρόσχημα την αποτροπή του εμφυλίου πολέμου. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι λόγοι που οδηγούν τον Βούλγαρη στην επιλογή του έργου δεν είναι άσχετοι από αυτό το γεγονός.
Ο Ευγένιος δεν περιορίζεται μόνο στη μετάφραση, αλλά προσθέτει και εκτενείς ιστορικές και κριτικές σημειώσεις, οι οποίες τεκμηριώνουν το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Ορθόδοξοι πληθυσμοί της Πολωνίας. Παράλληλα, συγγράφει και δημοσιεύει στον ίδιο τόμο και ένα δικό του έργο, το Σχεδίασμα περί της ανεξιθρησκείας, ήτοι περί της ανοχής των ετεροθρήσκων. Είναι σαφές ότι δράττεται της ευκαιρίας να θέσει το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας και από τη δική του σκοπιά. Ο Βούλγαρης δικαιολογεί την προσθήκη του κειμένου του με τα εξής λόγια: “Εφάνη εύλογον και αναγκαίον να προστεθή [το Σχεδίασμα], ως υπόθεσις, περί ης συχνή γίνεται μνεία, και περί ην επ’ ευθείας αποβλέπει όλον τον εκδιδόμενον πονημάτιον”. Ωστόσο, μία ανάγνωση των δύο κειμένων είναι αρκετή για να γίνει φανερό ότι οι αντιλήψεις των δύο ανδρών παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές. Το έργο του Βολταίρου έχει, ουσιαστικά, στόχο να καταδείξει την επιθετική πολιτική της Ρώμης και της Καθολικής Εκκλησίας εις βάρος των άλλων θρησκευμάτων στην Πολωνία. Με αυτή την έννοια, το ζήτημα των Ουνιτών και των Ορθοδόξων διαφωνούντων στην Πολωνία αφορά, πρωτίστως, την έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας. Για τον Βούλγαρη, όμως, η έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο που της δίνει ο Βολταίρος. Ελευθερία της σκέψης μπορεί να υπάρχει μόνο στις ανθρωπιστικές τέχνες και τις επιστήμες. Aλλά, “εις τα θεία και μυστηριώδη της πίστεως δόγματα, η ελευθερία του συλλογίζεσθαι είναι θρασύτης, διότι το να ζητή τις λόγον εις τα λόγου επέκεινα είναι άνοια”. Το όριο, όμως, ανάμεσα στη δογματική Ορθοδοξία και την κοσμική γνώση δεν είναι σαφές: συνεπώς, όταν η ψυχή προσπαθεί “να ιδή με άλλο φως” όσα διδάσκει η Aγία Γραφή και η Eκκλησία, τυφλώνεται και παραπλανάται [Βούλγαρης, 1768: 133 κ.ε.]. Ελευθερία τέτοιου είδους δεν επιτρέπεται να διεκδικεί κανείς ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους άλλους. Και οι ευσεβείς ηγεμόνες οφείλουν να μεριμνούν ώστε να αποφεύγεται η διαφθορά που προκαλείται από την κακή χρήση τούτης της ελευθερίας.
Αν το μέλημα του Βολταίρου, λοιπόν, είναι να προωθήσει την ιδέα της θρησκευτικής ελευθερίας και να νομιμοποιήσει την πολιτική της Μεγάλης Αικατερίνης, το αντίστοιχο μέλημα του Βούλγαρη είναι πιο σύνθετο: να χρησιμοποιήσει την έννοια της ανεξιθρησκίας για να προασπίσει τα συμφέροντα των Ορθοδόξων πληθυσμών και να προπαγανδίσει τη θρησκευτική και διοικητική ενοποίηση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Με τις σημειώσεις και τα σχόλιά του στο κείμενο του Βολταίρου καθώς και με την προσθήκη του δικού του Σχεδιάσματος περί της ανεξιθρησκείας επιχειρεί να μεταπλάσει το αρχικό έργο σύμφωνα με τις προσωπικές του πολιτικές προσδοκίες.
Η φήμη του Βούλγαρη, μετά τη δημοσίευση της Λογικής του και τις μεταφράσεις του Βολταίρου, έχει φτάσει μέχρι τη Ρωσία σε μία εποχή κατά την οποία η Αικατερίνη επιθυμεί να σχηματίσει αυλή διανοουμένων στα πρότυπα των φωτισμένων δεσποτών της Ευρώπης. Η συνάντηση του Ευγένιου με τους αδελφούς Ορλώφ, οι οποίοι τον έφεραν σε επαφή με την Μεγάλη Αικατερίνη, άνοιξε το δρόμο για την εκπλήρωση των πολιτικοθρησκευτικών του στόχων. Οι στόχοι αυτοί σχετίζονται με την επιθυμία του για επέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προς όφελος των Ορθοδόξων ελληνοφώνων πληθυσμών. Πρόκειται για μια πολιτική που είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στη ρωσική προσδοκία ως τη μόνη εφικτή λύση του Ανατολικού ζητήματος. Τις ελπίδες αυτές, που συμμεριζόταν μεγάλο κομμάτι των ελληνοφώνων πληθυσμών, αναζωπύρωνε η εξωτερική πολιτική της Μεγάλης Αικατερίνης. Η πρόσκληση του Βούλγαρη στη Ρωσία, μάλιστα, συμπίπτει με την εκστρατεία των Ορλώφ στη Μεσόγειο.
Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Βούλγαρη είχαν τις ρίζες τους στην αντίληψη ότι η ηθική και πολιτική ανάπλαση της ελληνικής κοινωνίας θα έπρεπε να στηριχθεί στη θεωρία και την πρακτική του φωτισμένου απολυταρχισμού. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα ανάβλυζε από τη λαϊκή πολιτισμική παράδοση: λαϊκοί θρύλοικαι δημοτικά τραγούδια από το μεσαιωνικό παρελθόν σχημάτιζαν το πλέγμα των δοξασιών του προφητικού χιλιασμού, με επίκεντρο τη μελλοντική απολύτρωση του γένους. Σύμφωνα με τον προφητικό χιλιασμό, τα δεινά της αιχμαλωσίας στους Οθωμανούς θα έπαιρναν τέλος με την ανάσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων, όταν θα είχε συντελεστεί η εξιλέωση των αμαρτημάτων που ευθύνονταν για την αιχμαλωσία. Αυτό το υπόστρωμα παρέσχε την ψυχολογική βάση σε μία πολιτική θεωρία εθνικής απολύτρωσης κατά το 18ο αιώνα. Η αποφασιστική εξέλιξη που προσέδωσε πιο συγκεκριμένη μορφή σε αυτή την πολιτική θεωρία ήταν η ανάδειξη της Ορθόδοξης Ρωσίας σε μείζονα δύναμη μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Οι φιλοδοξίες της Ρωσίας και τα επεκτατικά της σχέδια προς το νότο, που την οδήγησαν σε σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποτέλεσαν το περίγραμμα των ελληνικών υπολογισμών και ελπίδων.
Η αποφασιστική σύνδεση της ρωσικής προσδοκίας με την παράδοση του προφητικού χιλιασμού πραγματοποιήθηκε κατά τα μέσα του 18ου αιώνα χάρη στις δραστηριότητες του αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Πολυείδη. Με τους νέους “χρησμούς” τους οποίους συνέταξε προσέδωσε πολιτική μορφή στην έξαρση του προφητικού χιλιασμού, που υποδαύλιζε η ρωσική προπαγάνδα στα Βαλκάνια εκείνη την εποχή. Οι “προφητείες” του κυκλοφορούσαν με το όνομα του “μακαρίου Αγαθαγγέλου” και διαδόθηκαν, σε χειρόγραφη μορφή, σε όλο τον ελληνόφωνο κόσμο. Σύμφωνα μάλιστα με μία αξιόπιστη μαρτυρία, ο Ευγένιος Βούλγαρης, κατά τη διάρκεια της θητείας του στη διεύθυνση της Αθωνιάδας, είχε έρθει σε επαφή με τον Πολυείδη και είχε δείξει ενδιαφέρον για το κίνημα του προφητικού χιλιασμού. Ωστόσο, μόνο το νέο πολιτικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν οι συνθήκες της βασιλείας της Αικατερίνης Β’ κατόρθωσε να δώσει συγκεκριμένη ορθολογική έκφραση σε αυτό το όραμα [Κιτρομηλίδης, 1996: 169-78].
Οι πολιτικοί δεσμοί του Βούλγαρη με τη Ρωσία της Μεγάλης Αικατερίνης είχαν αρχίσει να παίρνουν μορφή με τη μετάφραση ενός πολύ σημαντικού έργου, την οποία έκανε αρκετά πριν από τη μετάβασή του στη Ρωσία. Πρόκειται για τη μεταφορά στην ελληνική του περίφημου Νακάζ, της Εισηγήσεως, δηλαδή, της Αικατερίνης στην επιτροπή των αντιπροσώπων που συγκάλεσε η ίδια, το 1767, με σκοπό τη σύνταξη ενός νέου νομοθετικού κώδικα για τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο Βούλγαρης σε ανέκδοτη επιστολή του 1771 αναφέρει σχετικά: “Προ δύο χρόνων και επέκεινα πολλά παρά της Μεγάλης Αυγούστης έδωκάν μοι να ελπίζω τινές των εκεί εγκρίτων, εμοί ευνούστατοι, εάν θελήσω να απέλθω εις την επ’ ονόματι του Κορυφαίου [= του Μεγάλου Πέτρου] τιμωμένην μητρόπολιν [= Πετρούπολη], όπερ εγώ έως του νουν [=νυν] το απέφυγον! Πέρυσι απεστάλη μοι το παρ’ αυτής της Μεγάλης συνταχθέν εις νομοθεσίαν του Κράτους βιβλίον, διά να το ερμηνεύσω εκ της Γαλλικής εις την γλώσσαν την ημετέραν, και προσετάγην εξ αυτής της Αυλής να αφιερώσω την μετάφρασιν εις την Αυτοκρατορικήν Μεγαλειότητα. Υπήκουσα, έστειλα το έργον τετελειωμένον κατά το παρελθόν Πάσχα και εις το αυτό ευηρέστησα, παρά πάσαν ελπίδα. Τεκμήριον, ότι το κράτος αυτής έπεμψέ μοι τον παρελθόντα Αύγουστον όσον δέκα πουγγία εις ανταπόδοσιν του κόπου μου. Προςτούτοις δε επροβάλθη μοι, να αναδεχθώ και την του νεωστί ιδρυθέντος εκεί Αυτοκρατορικού Φροντιστηρίου, επί παιδεύσει των ευγενών, επιστασίαν” [Παρατίθεται από τον Αγγέλου, 1993: 68-69].
Η ελληνική μετάφραση του έργου έχει τίτλο Εισήγησις της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος Αικατερίνας προς την επιταχθείσαν επιτροπήν επί τη εκθέσει του προβλήματος ενός νεαρού Νομικού Κώδικος και εκδόθηκε το 1771 στην Πετρούπολη. Το κείμενο αρχίζει με προσφώνηση του μεταφραστή προς την αυτοκράτειρα, όπου ιστορούνται οι αρετές και τα επιτεύγματά της. Εδώ, ο Βούλγαρης βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει ρητά τις προσωπικές του πολιτικές απόψεις. Ξεκινώντας από μία ανάλυση του πολιτικού περιεχομένου και του ηθικού νοήματος της φωτισμένης δεσποτείας, παρομοιάζει τη Μεγάλη Αικατερίνη με μητέρα, που φροντίζει όχι μόνο για τους υπηκόους της, αλλά και για το καλό των όμορων εθνών, στα οποία εμφανίζεται ως “ειρηνεύτρια και προστάτις αδικουμένων”. Η Αικατερίνη, για τον Ευγένιο, κατατάσσεται μεταξύ των μεγάλων νομοθετών της ανθρωπότητας.
Προκειμένου να κάνει πιο πειστική και ελκυστική στη λαϊκή συνείδηση τη συνηγορία του υπέρ της μεταρρυθμιστικής απολυταρχίας που εκπροσωπεί η Αικατερίνη, ο Βούλγαρης καταφεύγει σε περικοπές από την Προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Ιστ’, 1-2), καθώς και από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (Ι’, 16) οι οποίες είχαν αναγνωστεί κατά την τελετή στέψης της αυτοκράτειρας [Κιτρομηλίδης, 1996: 182-83]. Επίσης, προχωρεί στη διάκριση μεταξύ γένους και έθνους, καθιστώντας σαφές ότι όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ανήκουν, κατά τη γνώμη του, στο αυτό γένος, το οποίο απαρτίζεται από Έλληνες και άλλες εθνικές ομάδες. Η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων —του “ξανθού γένους”— μολονότι εμφανίζεται σε άλλα κείμενα του Βούλγαρη, εδώ δεν θεωρείται σημαντική, όταν συγκριθεί με αυτό που ενώνει τις δύο εθνικές ομάδες, δηλαδή την κοινή τους πίστη στην Ορθοδοξία [Batalden, 1982: 19].
Πριν από την εμφάνιση του Βούλγαρη, η ένταξη της μετάφρασης στο οπλοστάσιο του ελληνόφωνου λόγιου δεν ήταν αυτονόητη. Ο Βούλγαρης είναι ο πρώτος λόγιος των νεότερων χρόνων που καταφεύγει στη μεταφραστική πρακτική κατά τρόπο συστηματικό και μεθοδικό, στην προσπάθειά του να στηρίξει τις επιστημονικο-φιλοσοφικές του απόψεις και τα θεολογικο-πολιτικά του οράματα. Έτσι, παράλληλα με τον κλασικό τρόπο της συγγραφής, επιλέγει μία μεταφραστική στρατηγική, η οποία αντανακλά τις επιδιώξεις του στις τρεις σημαντικές πτυχές της ζωής του — τη θητεία του στην εκπαίδευση, την ιερατική του ιδιότητα και τις πολιτικές του επιλογές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Βούλγαρης, κατά την πρώτη φάση της σταδιοδρομίας του, επιχειρεί να συγκροτήσει ένα νέο εκπαιδευτικό και φιλοσοφικό πρότυπο. Για το σκοπό αυτό συγγράφει πρωτότυπα έργα και επιδίδεται σε πληθώρα μεταφράσεων χάρη στις οποίες εμφανίστηκαν, για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο, τα επιτεύγματα της νεότερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης. Μολονότι ο ίδιος τελικά δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί από τη νέα αντίληψη που εισήγαγε στην πνευματική ζωή του τόπου —αφού η εκπαιδευτική του σταδιοδρομία χαρακτηριζόταν από διαρκείς ρήξεις με τους εκπροσώπους των παραδοσιακών αντιλήψεων— το έργο του έμελε να σηματοδοτήσει τη μετάβαση από την κορυδαλική παράδοση στο νεότερο φιλοσοφικό στοχασμό που κυριάρχησε τις επόμενες δεκαετίες στην ελληνόφωνη παιδεία. Από την άλλη, ως ενεργός παράγοντας στα ζητήματα της Εκκλησίας, χρησιμοποίησε τη μετάφραση και τη συγγραφή για να ενισχύσει τις θέσεις της Ορθοδοξίας απέναντι στην ουνιτική πολιτική του Καθολικισμού. Τέλος, ως πολιτική προσωπικότητα χρησιμοποίησε τις μεταφράσεις προκειμένου να εκφράσει και να προπαγανδίσειτο πολιτικό όραμα της μεγάλης Ορθόδοξης αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο που μεταφράζεται το Νακάζ βρίσκεται σε εξέλιξη ο πρώτος Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-74), με νίκες των ρωσικών στρατευμάτων κατά των Οθωμανών, αλλά και τα Ορλωφικά, η εξέγερση των πληθυσμών της Πελοποννήσου, που είχε οικτρό τέλος. Ο Βούλγαρης προσβλέπει στην επεκτατική πολιτική της Αικατερίνης για την ευόδωση των προσδοκιών του περί αποκοπής εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσάρτησής τους στη μεγάλη Ορθόδοξη κοινότητα της ανατολικής Ευρώπης.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι η περίοδος της Λειψίας αντιπροσωπεύει για το Βούλγαρη μια φάση αναζήτησης, στη διάρκεια της οποίας συνεχίζει να επεξεργάζεται τα σχέδιά του για τη δημιουργία ενός νέου εκπαιδευτικού και φιλοσοφικού προτύπου στην ελληνόφωνη πνευματική ζωή, ενώ, παράλληλα, καλλιεργεί ένα δίκτυο πολιτικών επαφών που σχετίζονται με την υλοποίηση των πολιτικών του βλέψεων. Τελικώς, το πρώτο δεν τον οδηγεί πουθενά ενώ το δεύτερο καταλήγει σε μια τιμητική πρόσκληση να μεταβεί στη Ρωσία και να ενταχθεί στην αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης. Έτσι, το 1771, σε ηλικία 55 ετών, ο Ευγένιος αρχίζει μια νέα σταδιοδρομία ως αυλικός και αξιωματούχος της ρωσικής αυλής.
Οι πολυσχιδείς δραστηριότητες της Αικατερίνης καλλιεργούσαν με συνέπεια την εικόνα της φωτισμένης δεσποτείας. Το πολιτιστικό στίγμα της αυλής, που αντανακλούνταν στην τακτική αλληλογραφία, την οποία διατηρούσε η Αικατερίνη με μεγάλες μορφές του Διαφωτισμού στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και η αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος μεταξύ των ρωσικών λογοτεχνικών κύκλων της περιόδου είχαν ήδη δημιουργήσει ένα κλίμα που είναι γνωστό ως ρωσικός κλασικισμός. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ειδικό βάρος της άφιξης του Βούλγαρη στην Πετρούπολη δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Τα χρόνια του στη Ρωσία ήταν δημιουργικά από πολλές απόψεις.
Από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της εγκατάστασής του ο Βούλγαρης ξεκινάει τη μετάφραση μιας σειράς κειμένων κατόπιν αιτήσεως της ίδιας της αυτοκράτειρας και συγγράφει την πραγματεία Στοχασμοί εις τους παρόντας κρισίμους καιρούς, του κράτους του Οθωμανικού (1772), προπαγανδίζοντας την ίδρυση μίας νέας ελληνικής ηγεμονίας ως εγγύηση της ευρωπαϊκής σταθερότητας [Batalden, 1982: 29].
Τέσσερα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στην Πετρούπολη και αφού διέτρεξε μέσα σε ελάχιστο χρόνο όλους τους βαθμούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας χειροτονείται, στη Μόσχα, αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος. Η ανάρρησή του στο υψηλότερο εκκλησιαστικό αξίωμα λειτουργεί ως εγγύηση για τις ρωσικές υποσχέσεις προς τους Ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς που βρίσκονται στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το επόμενο έτος φεύγει για την Παλτάβα, όπου βρίσκεται η έδρα της αρχιεπισκοπής. Κατά την παραμονή του εκεί φροντίζει, μεταξύ άλλων, για την ίδρυση σχολείου, όπου παραδίδονται και σεμινάρια ελληνικών σπουδών, και καλεί το φίλο και συμπατριώτη του Νικηφόρο Θεοτόκη να αναλάβει επικεφαλής των σεμιναρίων [Batalden, 1982: 53].
Κατά το διάστημα της θητείας του στην αρχιεπισκοπή, η συγγραφική και μεταφραστική του δραστηριότητα ατονεί, εξαιτίας των νέων του καθηκόντων. Ωστόσο, δεν παραλείπει να μεταφράσει ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο, τον Πνευματικό Κανονισμό του Φεοφάν Προκοπόβιτς, που αποτελούσε το καθοδηγητικό έγγραφο της ρωσικής Ιεράς Συνόδου. Με το έργο αυτό επιχείρησε να θέσει τις βάσεις για την ευρύτερη κατανόηση των ζητημάτων που άπτονται των δικαιοδοσιών των Ορθοδόξων Εκκλησιών – στο πλαίσιο, πάντοτε, των βλέψεών του περί ενοποίησης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Batalden, ωστόσο, παρόλο που η θέση του Βούλγαρη στην αρχιεπισκοπή είχε σκοπό την προώθηση των ρωσικών επεκτατικών συμφερόντων στη Νότια Ουκρανία, ο ίδιος εξέφραζε μία ευρύτερη οικουμενική θεώρηση, η οποία ερχόταν συχνά σε αντίθεση με τα στενά πλαίσια της ρωσικής Ορθόδοξης πολιτικής. Εξάλλου, οι θέσεις του στα ζητήματα των Ρασκολνικών, αλλά και της ουνιτικής πολιτικής, αποτέλεσαν σημεία τριβής στις σχέσεις του με τη ρωσική Ιερά Σύνοδο [Batalden, 1982: 59-64].
Το 1779 ζητάει από την Αικατερίνη και την Ιερά Σύνοδο να τον απαλλάξουν από τα καθήκοντά του. Οι λόγοι είναι πολλοί: τα σημαντικά προβλήματα που έπρεπε να επιλύσει από το αξίωμα του αρχιεπισκόπου, οι συγκρούσεις του με τη Σύνοδο στα ζητήματα των Ουνιτών, το προχωρημένο της ηλικίας του, η υγεία του, αλλά και η διάθεσή του να επιδοθεί απερίσπαστος στις αγαπημένες του πνευματικές ενασχολήσεις, τη συγγραφή και τη μετάφραση. Ορίζει διάδοχό του τον Νικηφόρο Θεοτόκη και αποσύρεται από το αξίωμά του. Παραμένει στην Παλτάβα επί δύο χρόνια και στη συνέχεια πηγαίνει στη Χερσώνα για να συμμετάσχει στις προσπάθειες ειρήνευσης των εκεί ελληνόφωνων πληθυσμών, οι οποίοι είχαν εξεγερθεί κατά της ρωσικής πολιτικής. Κατά την παραμονή του στη Χερσώνα ασχολήθηκε με τη συγγραφή αρκετών έργων σχετικών με την ιστορία της περιοχής και με εκκλησιαστικά ζητήματα, καθώς και με τη μετάφραση των Γεωργικών, του Βιργιλίου. Η μετάφραση, σε αττική διάλεκτο, αφιερώνεται στον Γκριγκόρι Ποτέμκιν, πράξη που συνοψίζει τις ελπίδες που είχε εναποθέσει ο Βούλγαρης στον ηγεμόνα της Νοβορωσίας για την αναγέννηση του ελληνισμού [Batalden, 1982: 72].
Το 1789 επιστρέφει στην Πετρούπολη όπου παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του ασχολούμενος, κυρίως, με θεολογικές μελέτες, εκδόσεις και μεταφράσεις κειμένων της κλασικής και λατινικής γραμματείας. Ολοκληρώνει τη μετάφραση της Αινειάδας, του Βιργιλίου, η οποία εκδόθηκε από την Ακαδημία Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης (1791-92) και θεωρήθηκε από τους μεταγενέστερους σχολιαστές σύμβολο του σχολαστικισμού και της αφοσίωσης του Βούλγαρη στη νεκρή αττική διάλεκτο. Ωστόσο, οι μεταφράσεις του Βιργιλίου έμελε να επηρεάσουν μία ολόκληρη γενιά Ρώσων λογοτεχνών, όπως ο Μαρτίνοφ και ο Γκνέντιχ, οι οποίοι επιδόθηκαν στη μετάφραση Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων στις αρχές του 19ου αιώνα [Batalden, 1982: 80]. Η συμβολή του Βούλγαρη στη ρωσική λογοτεχνία δεν σταμάτησε εκεί, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1790 ήταν ο πρώτος που μετέφρασε  στα Ρωσικά ποιήματα του Ανακρέοντα, στα οποία έδωσε κατόπιν ποιητική μορφή ο Νικολάι Αλεξάντροβις Λβοφ, διατηρώντας το χαρακτηριστικό ανακρεόντειο μέτρο.
Από το 1776 ο Βούλγαρης ήταν επίτιμο μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.
Προς το τέλος της ζωής του αποσύρθηκε στο μοναστήρι Αλεξάντρ Νέφσκι της Πετρούπολης, όπου και πέθανε το 1806.Εργογραφία


Πρωτότυπα έργα

  • Αδολεσχία φιλόθεος ήτοι της αναγνώσεως της ιεράς μοσαϊκής. 2 τόμοι. Βιέννη, 1801.
  • Ανάκρισις περί Νικηφόρου του Βλεμμίδου. Λειψία, 1784 [Περιέχεται στον τρίτο τόμο συλλογικής έκδοσης των έργων του Ιωσήφ Βρυεννίου από τον Βούλγαρη].
  • Αντιπληκτισμός γραμματικού και φιλοσόφου. Ανέκδοτο.
  • Απόκρισις ορθοδόξου τινός προς τινά αδελφόν ορθόδοξον περί της των καθολικών δυναστείας, και περί του τίνες οι σχίσται και οι σχισματικοί και οι εσχισμένοι και περί της βαρβαρικώς λεγομένης ουνίας και των ουνιτών, και περί του πώς δει τους ορθοδόξους απαντάν τη των καθολικών τυραννία. Χάλη – Μαγδεμβούργο, 1775 [Ο Βούλγαρης αναφέρει ως δικό του το έργο αυτό στον προσωπικό κατάλογο των έργων του, ενώ από τον Legrand θεωρείται ότι συγγραφέας του είναι ο Νικηφόρος Θεοτόκης].
  • Τα Αρέσκοντα τοις φιλοσόφοις, ήτοι τα περί των φύσει όντων φιλοσοφούμενα… Βιέννη, 1805.
  • “Breves Adnotatiunculae, in numero 68”. Ανέκδοτο. [Στα λατινικά. Αναφέρεται από τον Βούλγαρη στον αυτόγραφο κατάλογο των έργων του [Batalden, 1982: 150]].
  • “Contra existementem se solvissa per elementarem geometriam problema: ‘Datis duabus rectis lineis, invenire duas medias in proportione continua’”. Ανέκδοτο. [Αναφέρεται από τον Βούλγαρη στον αυτόγραφο κατάλογο των έργων του. Δεν γνωρίζουμε αν γράφτηκε στα λατινικά ή στα ελληνικά [Batalden, 1982: 150]].
  • Διατριβή περί της ευθανασίας. Αγία Πετρούπολη, 1804.
  • Εκατονταετηρίς των από Χριστού Σωτήρος ενανθρωπήσαντος. Λειψία, 1805.
  • Επί τη πανενδόξω ειρήνη ην η αεισέβαστος, ευτυχής, ευσεβής, μεγάλη πασών των ρωσσιών αυτοκράτωρ Αικατερίνα Β’ μετά πολλάς και μεγάλας ας διά τε της και θαλάσσης ήρατο νίκης, τοις οθωμανοίς εχαρίσατο. Αγία Πετρούπολη, 1774.
  • Επί τοις παναισίοις και πανολβίοις βασιλικοίς γάμοις του αυτοκρατορικού ύψους Παύλου Πετρίδου δουκός μεγάλου ρωσσίας μετά της γαληνοτάτης λανδγραβιίδος δάρμσταδ Ναταλίης Αλεξιέβνης. Αγία Πετρούπολη, 1773.
  • “‘Επίκρισις’ ad Binas Philosophicas Questiones ex operibus philosophicis doctissimis Theophanis Procopovitz”. Ανέκδοτο. [Αναφέρεται από τον Βούλγαρη στον αυτόγραφο κατάλογο των έργων του [Batalden, 1982: 150]].
  • Επιστολή περί φιλίας. Κωνσταντινούπολη, 1850.
  • Επιστολή του σοφωτάτου κυρίου Ευγενίου αρχιεπισκόπου πρώην σλαβωνίου και χερσώνος. Τριέστη, 1797.
  • Ευχαριστία προς την μεγάλην κυρίαν και τρισσέβαστον των ρωσσιών αυτοκράτορα Αικατερίναν Β’ εκφωνηθείσα επ’ εκκλησίας ενώπιον του αυτοκρατορικού θρόνου αυτής. Μόσχα, 1775. [Στην ίδια έκδοση περιλαμβάνεται και ο λόγος του Βούλγαρη προς τον Πλάτωνα Λέβσιν, Μητροπολίτη Μόσχας, με τίτλο: Προσλαλία προς τον πανιερώτατον και σοφολογιώτατον αρχιεπίσκοπον μοσχοβίας κύριον Πλάτωνα].
  • “Γενεαλογικός κατάλογος των Οθωμανών Σουλτάνων”. Μόσχα, 1812. [Περιλαμβάνεται στην έκδοση Επιτομή της Ιστορίας Γεωργίου του Καστριώτου του επονομασθέντος Σκεντέρμπεη Βασιλέως της Αλβανίας].
  • Istoricheskoe rozyskanie o vremeni kreshcheniia rosiiskoi velikoi kniagini Ol’gi. Αγία Πετρούπολη, 1792. [Δίγλωσση έκδοση, λατινική-ρωσική. Το πρωτότυπο έργο γράφτηκε από τον Βούλγαρη στα λατινικά].
  • Κριτικαί επιστάσεις. Επί των υπομνηματικών παρεκβολών του σοφολογιωτάτου εν Ιεροδιακόνοις Νεοφύτου των εις το τέταρτον της Γραμματικής Θεοδώρου του Γαζή. Βιέννη, 1806.
  • “Κύκλος ποιητικών αθυρματίων”. Ανέκδοτο.
  • Η Λογική εκ παλαιώντε και νεωτέρων συνερανισθείσα. Λειψία, 1766.
  • “Λόγος εκφωνηθείς κατά την ημέραν του αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου”. Αθήνα, 1838.
  • Ορθόδοξος Ομολογία ήτοι πίστεως έκθεσις κατά την του Χριστού αγίαν καθολικήν, αποστολικήν και ανατολικήν εκκλησίαν. Άμστερνταμ, 1767.
  • “Otvet mitropolitu rimsko-katolicheskoi tserkvi Stanislavu Sestrentsevichu na vopros ego, ‘Kakim iazykom govorili drevnie sarmaty’?”. 1805. [Το πρωτότυπο κείμενο γράφτηκε στα ιταλικά. Αναφέρεται από τον Βούλγαρη στον αυτόγραφο κατάλογο των έργων του [Batalden, 1982: 155]].
  • [Otvet preosviashchennomu Methodiiu, arkhiepiskopu Tverskomu] Μόσχα, 1805. [Αμφιλεγόμενο. Ο Βούλγαρης δεν το παραθέτει στα έργα του. Περιλαμβάνεται στον πρόλογο του έργου του Μεθοδίου Latinskaia tserkovnaia istoriia [Batalden, 1982: 155]].
  • Περί συστήματος του παντός επίτομος έκθεσις σαφώς ως οιόν τε εκ διαφόρων φιλοσόφων. Βιέννη, 1805.
  • Περί των μετά το σχίσμα αγίων της ορθοδόξου ανατολικής εκκλησίας και των γινομένων εν αυτή θαυμάτων. Επιστολή προς Πέτρον τον Κλαίρκιον. Αθήνα, 1844.
  • Πραγματεία περί μουσικής. Τριέστη, 1868.
  • “Problematis Censura”. Ανέκδοτο.
  • Σχεδίασμα de Zichis ad Czechos designandos extorsis: Tum de erroribus a P. Dobnero in lingua commissis. Λειψία, 1772.
  • Σχεδίασμα περί της ανεξιθρησκείας. Λειψία, 1768. [Περιλαμβάνεται στη μετάφραση του έργου του Βολταίρου Περί των διχονοιών…].
  • Στοχασμοί εις τους παρόντας κρισίμους καιρούς, του Κράτους του Οθωμανικού. Αγία Πετρούπολη, 1772.
  • “Στοιχεία Αλγεβραϊκά”. Ανέκδοτο.
  • Στοιχεία της μεταφυσικής. Βενετία, 1805.
  • Θεολογικόν. Βενετία, 1872.
  • Βίος του Μακαρίου Θεοδωρίτου, Επισκόπου Κύρου. Χάλλη, 1768-1775. [Περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο των Σωζομένων του Θεοδωρίτου, που επιμελήθηκε ο Βούλγαρης].
  • Βιβλιάριον κατά Λατίνων έχον όνομα εγκύκλιος επιστολή. Κωνσταντινούπολη, 1756.
  • “Zapiska o luchshem sposobe vossoedineniia uniatov s pravoslavnoiu tserkov’iu”. 1887. [Το αρχικό κείμενο, γραμμένο στα ελληνικά, παρέμεινε μέχρι σήμερα ανέκδοτο. Έχει εκδοθεί μόνο η ρωσική του μετάφραση].

Καταλογος Σωζόμενων Μεταφράσεων
[Οι πληροφορίες αντλούνται από τους βιβλιογραφικούς καταλόγους των Γκίνη-Μέξα [1939, 1941, 1957], από τη μονογραφία του Batalden [1982] και από το βιβλιογραφικό κατάλογο του Καρά [1993]. Οι πληροφορίες για τη μετάφραση του Pourchot προέρχονται από αυτοψία του μοναδικού σωζόμενου χειρογράφου, το οποίο είχε στην κατοχή του ο Άλκης Αγγέλου.]

Share Button