Ο Γέρων Θεόφιλος, η «αγία ψυχή» (†1870)
Από το βιβλίο «Αγιορείτες Πατέρες του
ΙΘ΄ αιώνος» του Ιερομονάχου Αντωνίου
Ο π. Θεόφιλος, κατά κόσμον Θεοδώρητος, γεννήθηκε το έτος 1777. Ασκούσε το επάγγελμα του επιπλοποιού, αφιέρωνε όμως πολύ χρόνο στο να εξυπηρετεί τους χριστιανούς, όταν προέκυπταν διαφορές με τους Τούρκους στο δικαστήριο, επειδή γνώριζε τέλεια την τουρκική γλώσσα.
Ο Θεοδώρητος, βλέποντας τη ματαιότητα όλων των επιγείων, ανεχώρησε για το Άγιον Όρος. Εισήλθε στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό) περί το 1800, επί ηγουμενίας Σάββα, όταν εσκόπευαν να αρχίσουν το άνοιγμα των θεμελίων για το κτίσιμο του νέου μοναστηριού στην παραλία.
Από το Ρωσικό ο Θεοδώρητος πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, όπου έζησε έξι χρόνια, ενώ κατά τον καιρό της ελληνικής επαναστάσεως έμενε στην Νέα Σκήτη· εκεί έγινε ρασοφόρος με το όνομα Θεοδόσιος. Το Σχήμα του το έδωσε ο πνευματικός του π. Ιωάσαφ από την Σκήτη της Αγίας Άννης, μετονομάζοντάς τον Θεόφιλο.
Τον τίτλο «αγία ψυχή» του τον έδωσαν όσοι έμεναν στην σκήτη, για την εξαιρετική καλοσύνη και ολοκληρωτική αγάπη του προς πάντας. Κανείς δεν τον αποκαλούσε διαφορετικά, πολλοί μάλιστα ούτε ήξεραν το πραγματικό του όνομα.
Γνωρίζοντας καλά τα τουρκικά, υπερασπίσθηκε με επιτυχία πολλούς μοναχούς ενώπιον των Τούρκων, ελευθερώνοντας άλλον από τον θάνατο και άλλον από κάποια δυστυχία. Συχνά μάλιστα εκινδύνευσε να συλληφθεί ο ίδιος αντί των αδελφών του, για τους οποίους παρακαλούσε να σωθούν. Βλέποντας την μαρτυρική του διάθεση πολλοί Τούρκοι έλεγαν:
– Γιατί ο μοναχός αυτός υπερασπίζεται τους ενόχους, που αξίζουν την τιμωρία; Και τον προέτρεπαν να απομακρυνθεί από το Άγιον Όρος.
Αλλά ο φιλάδελφος Γέροντας ήταν έτοιμος να προσφέρει και την ζωή του ακόμη για τον πλησίον. Στην Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν τους Αγιορείτας και ελευθέρωσε πολλούς από την φυλακή. Επίσης, έσωσε και αρκετά αγόρια από τον τουρκικό εξισλαμισμό, ένα από τα οποία έγινε αργότερα ηγούμενος της Μονής Κουτλουμουσίου.
Από τα μαστιγώματα των Τούρκων είχε μείνει ανάπηρος: το χέρι του ήταν σπασμένο, η σπονδυλική στήλη κυρτωμένη και όλο το σώμα του καταπληγωμένο.
Την εποχή της ελληνικής εξεγέρσεως, από τους ελαχίστους κατοίκους που είχαν μείνει στην σκήτη έλειπαν τα πάντα και ιδιαιτέρως το ψωμί· τροφή τους ήταν τα κάστανα και τα χόρτα. Μια φορά ήλθε κάποιος υπάλληλος του πασά της Θεσσαλονίκης, και η αγία ψυχή του είπε:
– Να ενημερώσεις τον πασά ότι εμείς πεθαίνομε από την πείνα, αλλά και οι στρατιώτες σας δεν έχουν τι να φάνε. Ας στείλει σιτάρι!
Από τότε ο πασάς άρχισε να στέλνει ψωμί!
Όλοι εφοβούντο τους Τούρκους και την αγριότητά τους, αλλά η αγία ψυχή είχε ιδιαίτερο θάρρος και υπερασπιζόταν άφοβα τους πάντας. Πολλές φορές οι Τούρκοι ενήργησαν κατά την επιθυμία του, αλλά μερικές φορές τον ξυλοκόπησαν άγρια. Όταν ο πασάς πληροφορήθηκε ότι στο Άγιον Όρος έμειναν πολλά αγόρια, διέταξε να τα συγκεντρώσουν όλα. Συνέλαβαν τότε περίπου τριακοσίους δοκίμους και λαϊκούς, τους οποίους εξισλάμισαν στην Θεσσαλονίκη. Η αγία ψυχή ήταν εκεί, τους είδε πρίν τελεσθεί ο εξισλαμισμός και είπε στον πασά:
– Γιατί συγκέντρωσες τα αγόρια;
– Ο προφήτης μας Μωάμεθ, απήντησε αυτός, διέταξε αν βρούμε χριστιανό αγόρι, να το πείσουμε με ωραία λόγια να δεχθεί την πίστη μας· και αν το συλλάβουμε, να το εξισλαμίσουμε διά της βίας! Να, πως ο προφήτης μας εμερίμνησε για την εξάπλωση της πίστεώς μας!
– Ο προφήτης σας, σας οδηγεί κατ’ ευθείαν στην κόλαση και εσείς τον υπακούετε! Αντέδρασε ο π. Θεόφιλος.
Ένας Τούρκος θέλησε τότε επί τόπου να τον φονεύσει, αλλά συγκρατήθηκε και είπε:
– Έπρεπε να σε σκοτώσω, αλλά σε λυπόμαστε και σου χαρίζομε την ζωή. Να εγκαταλείψεις όμως το έργο της προστασίας αυτών των νεαρών!
Όταν στην Θεσσαλονίκη φυλάκισαν τους αντιπροσώπους του Αγίου Όρους, μεταξύ αυτών ήσαν και δύο ιερομόναχοι από τη Νέα Σκήτη, ο Ιωάσαφ και ο Γεράσιμος. Η αδελφότητα παρακάλεσε τον π. Θεόφιλο να πάει στην Θεσσαλονίκη και να ικετεύσει για την απελευθέρωσή τους· είχε υποφέρει όμως τόσα δεινά από τους Τούρκους– μια φορά μάλιστα απλώς για να διασκεδάσουν πυροβόλησαν εναντίον του- , ώστε δεν ήθελε να πάει. Γρήγορα συλλογίσθηκε όμως πόσο υποφέρουν οι κρατούμενοι και δεν άντεξε· από συμπόνια ξεκίνησε.
Φθάνοντας, ικέτευσε τον πασά να αφήσει ελεύθερους τους δύο ιερομονάχους. Πήγαν οι Τούρκοι να τους ελευθερώσουν, και την ίδια στιγμή πολλοί άλλοι φυλακισμένοι με δάκρυα παρακαλούσαν να αναλάβει και την δική τους απελευθέρωση. Έπεφταν μπροστά στα πόδια του και, φιλώντας το μέρος όπου στέκονταν, τον αποκαλούσαν «πατέρα» και «ευεργέτη». Η απελπιστική τους θέση και τα πικρά δάκρυα συγκίνησαν βαθειά την αγία ψυχή, ώστε παρ’ όλες τις δυσκολίες ξαναπήγε στον πασά· πάλι ο Κύριος τον βοήθησε και ο πασάς αμέσως άφησε ελεύθερους είκοσι τρείς ανθρώπους.
Κάποτε στο Άγιον Όρος ο Μπιλέ-πασάς ρώτησε ενώπιο άλλων την αγία ψυχή:
– Πώς βλέπετε τον προφήτη μας Μωάμεθ;
– Εμείς δεν έχομε τίποτε μαζί του. Αυτό αφορά εσάς! Είπε εκείνος.
– Και τι πιστεύετε για τον Χριστό;
– Πιστεύομε ότι ακριβώς είναι: ο αληθινός Θεός, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανό και τη γή, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, την θάλασσα και όλη την ορατή κτίση.
Σ’ αυτά τα λόγια ο πασάς προσποιήθηκε ότι λιποθύμησε· σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και περίμενε τον βέβαιο θάνατο. Ο εκατόνταρχος της συνοδείας του, που ήταν εκεί έφιππος, έσυρε αμέσως το σπαθί και ήθελε να σφάξει την αγία ψυχή, που στεκόταν φοβισμένη. Εκείνη τη στιγμή όμως ο πασάς άρχισε να ανασηκώνεται. Τον πρόσεξε ο καβαλάρης, πήδησε αμέσως από το άλογό του και τον ρώτησε:
– Τι συνέβη με σένα και γιατί συμμετέχεις σε τέτοια συζήτηση, αφού δεν αισθάνεσαι καλά;
– Συζήτησα με πολλούς Έλληνες , απήντησε αλλά από κανέναν δεν άκουσα τέτοια λόγια. Αυτός πρέπει να είναι ξεχωριστός άνθρωπος.
Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι με την φυγή των Τούρκων από το Άγιον Όρος όλοι αυτοί, τους οποίους η αγία ψυχή είχε βοηθήσει, θα προσπαθούσαν να του το ανταποδώσουν το συντομότερο· έτσι θα εξασφάλιζε τα πάντα ως το τέλος της ζωής του· όμως δεν έγινε. Όταν λοιπόν τον ρώτησαν γιατί ζει με τέτοια πτωχεία, είπε ότι σχεδόν πουθενά δεν πηγαίνει, επομένως λίγοι τον γνωρίζουν και τον βοηθούν. Επίσης, όσοι απελευθερώθηκαν με την βοήθειά του, όλοι έχουν ήδη πεθάνει.
Ο π. Θεόφιλος είχε καλύβη στη Νέα Σκήτη και ησχολείτο με το εργόχειρο. Αλλά του αφήρεσαν εν τέλει και την καλύβη με τον εξής τρόπο: Όταν η σκήτη βρισκόταν σε διαμάχη με τα μοναστήρια εξ αιτίας τω φόρων, παρακάλεσαν τον πατριάρχη να ξεκαθαρίσει το ζήτημα. Τότε η αγία ψυχή ήταν πρώτη μεταξύ των γερόντων της Νέας Σκήτης που υπέγραψαν. Το πληροφορήθηκαν αυτό στην Μονή Αγίου Παύλου, πούλησαν την καλύβη του και αυτός έμεινε χωρίς να έχει τίποτε απολύτως. Αλλά στον Γέροντα Μελέτιο του Κελιού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ήλθε φώτισις από τον Κύριο να τον δεχθεί στην κατοικία του και να τον κρατήσει ως Γέροντα του. Η αγία ψυχή ένοιωθε διαρκώς γι’ αυτόν βαθειά ευγνωμοσύνη.
Ο γέρων Θεόφιλος ανεχώρησε για την αιωνιότητα το έτος 1870.