Διὰ τοῦ ὀνόματος «Θηκαρὰς» δηλοῦται τόσονη συλλογή, ὅσον καὶ τὸ πρόσωπον τὸ ὁποῖον ἐπέλεξεν ἡ συνέταξε τὰ σχετικὰ κείμενα. Τὸ πρόσωπον δὲ αὐτὸ ἐταυτίσθη κατὰ τὸ παρελθόν με τὸν Διονύσιον μοναχόν, τὸν Θεοδοῦλον μοναχόν, τὸν Ἰωάννην μοναχόν, ἀκόμη καί με τὸν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν. Ἡ σύγχρονος ὅμως ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἔχει ἀποδείξει τὴν μὴ ταύτισιν τῶν ἄνῳ μοναχῶν με τὸν Θηκαρὰν.
Σαφεῖς καὶ ἐγκύρους πληροφορίας περὶ τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ τόπου καταγωγῆς τοῦ μοναχοῦ Θηκαρὰ ἔχομεν ἀπὸ τοὺς «Στίχους διαφόρων φιλοσόφων ἀνδρῶν εἰς τοὺς θείους Ὕμνους», ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ δύο ὑπομνηματικὰ κείμενα τῆς συλλογῆς τοῦ Θηκαρά. Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ «Διήγησις περὶ τῶν Ὕμνων» τοῦ Θεοδούλου μοναχοῦ, ὑποτακτικοῦ τοῦ Θηκαρὰ, καὶ τὸ δεύτερον ἡ «Εἴδησις τοῖς ἐντυγχάνουσι» τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνους.
Ἀπὸ τὴν «Εἴδησιν» τοῦ Μητροφάνους, ὁ ὁποῖος ἧτο νεώτερος τοῦ Διονυσίου, γνωρίζομεν ὅτι οἱ πρὸς τὸ θεῖον ἐρωτικοὶ Ὕμνοι εἶναι «πόνημα Θηκαρα μοναχοῦ ἀπὸ τῆς Κωνσταντινουπολεως», «οἰκτροῦ τάλανος Θηκαρα μονοτρόπου» ὅπως σημειουται εἰς τοὺς Στίχους οἱ ὁποῖοι προηγοῦνται τῆς «Ἑρμηνείας τῶν Ὕμνων», συγγραφεὺς τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θηκαρας.
Ὁ Θηκαρας, λοιπόν, ἧτο μοναχὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινουπολιν, χωρὶς «ἔνδοξον ὄνομα», διακρινόμενος διὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου, τὸ ἠσυχαστικον πνεῦμα καὶ τὴν κᾆτα Θεὸν ἀρετήν. Τιμώμενος βεβαίως ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας δεν εἶναι, ἀλλὰ εἰς ἀρκετὰ χειρογραφα τὸ ἔργον τοῦ ἐπιγράφεται ὡς «Ὕμνοι τοῦ ἁγίου Θηκαρα καὶ Ἀκολουθίαι».
Τὸ ὄνομα «Θηκαρας» εἶναι ψευδώνυμον. ὁ ἴδιος ἔκρυπτε τὸ ὄνομα τοῦ «διὰ ταπεινοφροσύνην». Δεν τὸν ἐνδιεφερε ἡ διαιωνισις τοῦ ὀνόματος τοῦ, ἀλλ’ ἐπίστευε ὅτι οἱ «Αἰνοῖ ἐκ τῆς θείας Γραφῆς εἰσιν, ἡ δὲ σύνταξις ἐκ τῆς ὁδηγίας τῆς χάριτος». «Ἀνοίκειόν μοι ἐπιγράφειν τὸ ἐμὸν ὄνομα», ἔλεγε, «ἀλλ’ ἐπὶ τῷ δόντι τὴν χάριν τούτους ἀναγράφειν δεῖ». Τὸ πραγματικὸν ὄνομα τοῦ Θηκαρα τὸ ἐγνώριζε μόνον ὁ ὑποτακτικὸς τοῦ Θεοδοῦλος, ὁ ὁποῖος εἶχε δεσμευθει μὲ ὅρκον διὰ να μὴν τὸ ἀποκαλύψῃ. «καί τι μὲν πόθεν ἐξεδόθησαν (οἱ Ὕμνοι) -λέγει εἰς τὴν διήγησιν τοῦ- βουλομαι ὡς ἤκουσα φράζειν, περὶ δὲ τὸ ἔκ τινος… ἐρεῖν οὐ τολμῶ, ὄρκου κλειδίῳ κλείσας τὰ χείλη μου μὴ ἐκφάναι τούτου τὸ ὄνομα». Κᾆτα δὲ τὸν μοναχὸν Μητροφανην τὸ ψαυδωνυμον «Θηκαρας» ἐδόθη «κατ’ ἐπωνυμίαν τοῦ ἐργοχείρου αὐτοῦ», δηλαδὴ ὁ μοναχὸς αὐτὸς κατεσκεύαζε θήκας μαχαιρῶν. Ἔτσι τὸν ἀναφερουν καὶ ἐπώνυμοι στιχοποιοι, ὅπως ὁ Φιλῆς (14ος αἱ.): «…καὶ θηκαρουργους οἵδε δρὰν ὑμνογραφους», ὁ Γαλακτιων (15ος αἱ.): «Θηκαρας ἂν ᾖς, ὢ μοναστα, πρὶν δέμας/ἄρτι μαχαιρεις καὶ τὸ πνεῦμα δεῖν πελεις» κ.α. .
Ἑρμηνεία τῶν Ὕμνων (ἀποσπάσματα)
Η. Ἐὰν αὐτὸς ὁ ὁποῖος ποθει τὴν ὑμνῳδία, λόγῳ ῥᾳθυμίας τις παραλείψει, ἂς μὴν προτιμήσει χωρὶς συγκριση να οἰκοδομεῖ διχῶς να ἔχει βαθια θεμέλια καὶ να ἐπιδιῴκει τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ οὐρανία. Ἂς σου εἶναι, ὢ φίλε, ὑπόδειγμα τὸ κερι. ἐὰν δὲ μαλακωσει μὲ καποία θερμότητα, δεν ἐνδιδει να ἀποκαλύψει τὸ σῶμα τοῦ καὶ να δεχθει ἐκτυπωμα δαχτυλιδιου.
Θ. Ἐμπρός, ἂς δωσουμε καὶ πάλι ἀποκρίσῃ για τοὺς Ὕμνους. Προεξάρχει, λοιπόν, σὰν ἀπὸ ὑψηλὴ σκοπιά, ὅπως ἀκριβῶς ἔπρεπε σὲ μυσταγωγο πανσοφο καὶ θεολογιο θαυμασιο, αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι περισσότερο σοφὸς ἀπὸ τοὺς σοφοὺς καὶ συνομίλει με τοὺς ὁσίους, δηλαδὴ ὁ κυρις Βλεμμυδης, καθοδηγωντας μας μὲ τὸν δικο τοῦ Ὑμνο πρὸς τὸ ὕψος τῆς θεολογίας καὶ ἐν συνεχείᾳ βροντοφωναζοντας ῥητὰ ὅτι δεν εἶναι ἐφῖκτο να ὑμνησουν ἐπάξια τὸ κᾆτα πάντα ἄπειρον τοῦ Θεοῦ οὔτε αὐτες οἱ αὐλες καὶ νοερες, ἐπουρανιες δυνάμεις. Ἐμεις, ὅμως, ἐξαιτίας τοῦ πόθου πρὸς αὐτὸν ὁ ὁποῖος μας ἐπλασε καὶ μας ἐδωσε τὴν ψυχὴ καὶ προσέφερε τὴν γνώση, μὲ συντομια διαβαζουμε ἀπό τις ἰδιοτητες τοῦ τὴν ἀπειρία, τὴν ἀκαταληψία, τὸ ἄναρχον, τὸ ἀπεριοριστον, τὸ ἀόρατον, τὸ ἄφραστον, τὸ ἀπερινοητον, τὸ παντοδυναμον, τὸ ὑπερούσιον, τὸ ὑπεραγαθόν, καὶ σὲ ὅλα χωρὶς συγκριση τὸ ὑπέρ. Διότι καθόλου δεν ὑπάρχει ἡ δυνατοτητα να ἀναπαραστήσει κανείς με κατανοητο λογο καποία ἀπό τις ἰδιοτητες τοῦ ἀπείρου Θεοῦ, μάλιστα δὲ τὸν δοξολογουμε ἀπὸ τὰ μεγαλουργήματα τοῦ, τὰ ὁποῖα εἶναι πανω ἀπὸ καθε διηγήσῃ καὶ πανω ἀπὸ καθε ἐκπληκτικο γεγονός. Καὶ ὅλα αὐτά, ὄχι ἀπὸ μονοὶ μας, ὅπως ἐχουμε ἤδη πει, ἀλλὰ ἀφοῦ συλλεξαμε ἀπὸ τὰ συγγραματα τῶν ἁγίων καὶ θεοσοφῶν θεολόγων ἀνδρών, καὶ ἀπὸ τὴν παλαιὰ καὶ νέα Διαθήκη.
ΙΑ. Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρεψουμε ὅπου ἀρχισαμε, ἐξηγωντας για τὸν Ὀρθρο. Λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπό τις ὑποθέσεις τῶν Ὠδῶν, συνδεσαμε ταιριαστα, ὅπως ἔπρεπε, μὲ καθε Ὠδὴ τοὺς Ὕμνους. Ἡ πρώτη λοιπὸν Ὠδὴ πραγματεύεται τὴν ἀληθινὴ καὶ εἰλικρινῆ καὶ ὀρθὴ ὁμολογία μας πρὸς τὸν Θεο. διότι λέγει: «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν. Θεὸς τοῦ πατρός μου καὶ ὑψωσω αὐτόν». Καὶ ἐπειδή με δοτικὴ ἀρχιζει ἡ Ὠδή, μὲ δοτικὴ ὅλος ὁ Ὕμνος δοξολογει. Ἀπὸ τὴν φύσῃ τοῦ δὲ ὁ Ὕμνος βεβαιωνει καὶ ἐπιδεικνυει για τὸν πάντοτε ὑπάρχοντα καὶ αἰτιο ὅλων ὅσων ὑπαρχουν. ὑστέρα δὲ καταλήγει σύμφωνά με τὴν ὑποθεση τῆς Ὠδῆς ἀπὸ τὴν δευτερη Δόξα τῆς τρίτης Στιγμῆς, καθὼς αὕτη πλησιαζει στον πρωτο τῆς αἰνο. Ἀρχιζει λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀπὸ τὰ ὑψηλοτερα καὶ καταλήγει στα χαμηλοτερα.
Διήγησις περὶ τῶν Ὕμνων
ς. Ταὐτὸν Κάποια μερα ἐκεῖ που καθομουνα, ἔπεσα ξαφνικὰ σὲ ἐκστάσῃ. Καὶ βλέπω στα χερια μοῦ τοὺς ὕμνους, τὸν καθένα χωρισμενο σὲ τρία τμήματα, ὅπως εἶναι χωρισμενοι καὶ τώρα. Ἀφοῦ ἠρθα γρήγορα εἰς ἑαυτὸν καὶ βαριαναστεναξα μὲ δάκρυα, ἀναφωνησα πρὸς τὸν Θεο λέγοντας: «Κύριε, ἐπειδὴ ἔχεις πλουσιο τὸ ἔλεος, εὐδοκησε γρήγορα ἔτσι να γινει. ἀξιωσε μὲ τὸν ἀναξιο, να γεμισει ἡ ψυχή μου σὲ ὁλο τῆς τὸ πλάτος με τετοιου εἴδους Ὕμνους τῆς βασιλείας σου.
Δεν περᾶσαν πολλες ἡμερες, καὶ βρισκω κάπου τὸ βιβλιο τοῦ ἁγίου Διονυσιου τοῦ Ἀεροπαγιτου. καὶ ἀφοῦ διαβᾶσα τὰ περιεχόμενα καὶ βρηκα ὅτι τὰ περισσότερα ἀναφέρονται στην θεολογία, χαρηκα ὑπερβολικά. Ἀφοῦ διαβᾶσα λοιπὸν ὁλο τὸ βιβλιο, συνέλεξα ὅσα ἠταν ταιριαστα στους Ὕμνους καὶ τοὺς συνέταξά με τὴν βοηθείᾳ τῆς χάρης καὶ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν συνεγραφα συντάσσοντας τοὺς Αἰνούς, ἐβλεπα ἐπανῶ μού με τοὺς νοητοὺς ὀφθλαμους πάντοτε -καὶ ὅταν συνεγραφα καὶ ὅταν προσευχομουν- ἕνα ὡραιοτατο χερι ποὺ κρατουσε ἕνα μικρο κοντυλι καὶ ἐφριττα καὶ μαζευομουν ἀπὸ φοβο, λέγοντας μονο τὸ «Κύριε ἐλεησον»
Ἄλλοτε καταλαβαινα ὅτι ἀγγελοῖ μου ἐπιδεικνυαν κώδικά που κρατοῦσαν στα χερια τούς. καὶ ὀσο ἐβλεπα αὐτά, πολλαπλασιαζοταν μέσα μου ἡ προθυμία καὶ ὁ ἀγῶνας.
Ι. Ἀφοῦ σκέφθηκα αὐτὰ καὶ θυμήθηκα ὅσα προανέφερα, ἄρχισά με μεγάλη ὁρμὴ να καταγράφω τοὺς Ὕμνους με πολὺ ἐπιμελείᾳ καὶ χωρὶς καμια ἀμφιβολία. Ὅταν ἀρχισα λοιπὸν να γραφῶ τὸν Ὑμνο τῆς πρώτης Ὠδῆς, ἔπεσε ἡ νυχτα. καὶ ἀφοῦ σηκωθηκα τὸ μεσονυκτιο, ὅπως συνηθιζουν οἱ μοναχοί, ἐψαλλα τὴν διατεταγμένη μου ἀκολουθία. μετὰ τὴν ἀπολύσῃ καθησα να κοιμηθω για λιγο. καὶ ἀμέσως καταλαβαινω να στεκεται ἐπανῶ μου καποιο εἰδὸς ἀρχιστρατήγου, ὁ ὁποῖος φορουσε βασιλικο διάδημα καὶ εἶχε φτερα καὶ στους δυο ὠμοὺς καὶ κρατουσε στο χερι τοῦ χρυσο θυμιατηριο, ἐκεῖ που βρισκονταν τὰ καρβουνα, βλέπω να κεῖται τὸ σχεδίασμα τὸ ὁποιο ἐγρα τὴν προηγουμένη ἡμέρα. Καὶ δεν μοῦ εἶναι δυνατὸν να μιλησω λεπτομερῶς για καθε Ὑμνο, γι’ αὐτο ἂς προχωρησουμε στα τελευταία.
Ὅταν ἐγραφα τὸν Ὑμνο τῆς ἐνάτης Ὥρας, στο τέλος τοῦ τοποθετησα Αἰνο τοῦ Ἁγίου Μαξιμου ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «καὶ πάντων τῶν νοητῶν νοητὸς» καὶ ἀκούω ἀπὸ ἐπανῶ μου νοερη φωνή, ἡ ὁποία μου ἔλεγε: «καὶ πάντων τῶν νοητῶν ἀπερινοητος».
Στον Ὑμνο τοῦ Ἐσπερινου, στο δευτερο μέρος, μελετουσα πὼς να τοποθετησω τὰ κεφάλαια τῶν Αἰνῶν τοῦ. καὶ ἀφοῦ πηγα στην ἐκκλησία -διότι σημανε τότε ὁ Ἐσπερινος- ἀκούω ἀπὸ τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ ἁγίου βήματος καποία νοερη φωνὴ να λεει: «Εὐλογημενον τὸ κράτος τῆς βασιλείας σου, καὶ ὑπερυμνητον καὶ ὑπερυψουμενον». καὶ ἀμέσως δόξασα τὸν Θεο, διότι αὐτο μὲ ἀπασχολουσε.
Ὅταν τελειωσα τὴν συγγραφὴ τῆς Εὐχαριστίας τῶν Ἀποδείπνων, ἐπροκειτο να ὑψωσω τὰ χερια μοῦ καὶ να δοξάσω τὸν Θεο καὶ να εὐχαριστήσω, ὅπως ὀφειλα, αὐτόν που ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητας τοῦ μου δωρισε ὅσα ἀγαπησε ἡ ψυχή μου, πανω ἀπ’ ὅλα τὰ πολύτιμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ πρὶν σηκωθω βλέπω να κατεβαινουν μὲ θορυβώδη ὁρμή, τρεῖς μεγαλες σταγόνες νερο. καὶ ἔπεσαν ἐπάνω στο χαρτι, στα γράμματά που μόλις εἰχα γράψει. καὶ ἀφοῦ κοιταξα ψηλα, δεν εἰδα οὔτε συνεφο οὔτε πουλι. Μετὰ ἀπὸ λιγο, ὅταν τις σκουπισα, τὸ χερι μοῦ καὶ τὸ χαρτο ὑγρανθηκαν, ἐνῶ τὰ γράμματα δεν ἀλλάξαν καθόλου μορφή, ἂν καὶ τὸ μέλανι ἠταν ἀκομη ὑγρο. καὶ αὐτο εἶναι τὸ μεγαλυτερο θαῦμα, ὅτι οὔτε μιᾷ τελείᾳ δεν ἑξαφανισθηκε. Ἐγὼ λοιπὸν ἀφοῦ εἰδα αἰσθητὰ τὴν φροντίδα τοῦ παναγάθου Θεοῦ, σηκωθηκα γεματος δάκρυα, φοβο καὶ ἀγαλλιαση, για να τοῦ ἀποδώσω, ὅπως ἠταν δικαιο, τὴν δόξα καὶ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν προσκυνήσῃ.
Κς.
…
Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἀδελφὸς τοὺς ἀγάπησε, θὰ προσπαθήσει με ὅλη τοῦ τῇ δύναμη να τοὺς ἀποστηθίσει (*ἐννοεῖ τοὺς Ὕμνους). καὶ θὰ τοῦ πεις ὅτι ἐὰν δεν τοὺς ἀποστηθισεις, δεν θὰ αἰσθανθεις τὴν εὐφροσύνη ἀπὸ τῇ γλυκύτητα τούς, οὔτε τὴν δυναμη, οὔτε θὰ καταλαβεις ἀκριβῶς σὲ τι διαφερουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Ὅταν λοιπὸν τοὺς ἀποστηθισει, ἀντὶ για ζάλη καὶ φοβο, θὰ γεμισει μὲ χαρὰ καὶ ἀρρήτη ἀγαλλιαση καὶ θὰ στερεωθει μέσα τοῦ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεο καὶ δεν θὰ μπορει κανεὶς ἐχθρικὸς λογισμὸς να τὸν κλονισει. Διότι θὰ αἰσθανθει τὴν χαρῇ τοῦ ἁγίου Πνεύματος σὰν φωτια ποὺ τοῦ ἀναβει τὸν θεῖο ποθο. Καὶ θὰ δεῖ με τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τὴν σκέπη τοῦ Θεοῦ να τὸν φυλάσσει ἀπὸ καθε κακο. Ἀλλὰ καὶ κᾆτα τάγματα τοὺς ἁγίους ἀγγέλους στον δρομο τῆς ὑμνῳδίας τοῦ θὰ θεωρήσει ἡ ψυχὴ να στεκονται ἀπέναντι καὶ ἐπανῶ τοῦ καὶ να παραλαμβανουν μέ τις χλαμύδες τοὺς τὸν θεῖο Ὑμνο, πρᾶγμα ἀκριβῶς που δεν μπορει να δεῖ κανεὶς σὲ ξένη προσευχή. Καὶ τότε πόση πληροφορία θὰ μπορουσε κανεὶς να λαβει ἀπὸ τὸν Θεο γι’ αὐτούς!
Αὐτοὶ γρήγορα ἀναβιβαζουν τὸ νοῦ σὲ θεωρία. αὐτοὶ σύντομα θὰ προκοψουν στην ψυχή. Καὶ ὅταν κανεὶς χρονισει λέγοντας τοὺς καὶ τοῦ γινουν ἕξῃ, τότε θὰ δεῖ με τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς ὑψηλοτερες θεωριες, ἀπειρες δοξες, διότι θὰ βλέπει στον ἰδιο τοπο ἐπανῶ τοῦ, σὰν σὲ καθρεπτη, να μεταβάλλεται ἡ μιᾷ δόξᾳ σὲ ἄλλῃ δόξᾳ. Ὢ ἄβυσσος τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ! Ἐπειδὴ καθε ἥμερα ὁλο καὶ περισσοτερες δοξες δημιουργεῖ στῇ στιγμὴ ἐνώπιον αὐτοῦ που τὸν δοξάζει με εἰλικρινείᾳ, τὶς ὁποιες δεν μπορει στόμα ἀνθρώπου να ἑρμηνεύσει.
…
Εκδοσις Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος – Ἅγιον ὍροςΔείτε περισσότερα