Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης
Ἀπό τά «Πάτρια» στήν «Ἀθωνιάδα» τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου (19ος αἰ.). Ἡ καταγραφή τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες λογίους.
Γιά τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω, ἤδη ἀπό τόν 15ο αἰώνα, ὑπάρχουν σημαντικές ἀναφορές σέ πτυχές τῆς ἱστορίας του, μέσα ἀπό τίς καταγραφές τῶν ἐντυπώσεων πολλῶν ἀπό τούς ἕλληνες καί ξένους περιηγητές καί λογίους, πού ἐπισκέφθηκαν τήν ἀνατολικότερη ἀπό τίς χερσονήσους τῆς Χαλκιδικῆς, ἕναν ἀπό τούς ἐλάχιστους ἱστορικούς χώρους τοῦ κόσμου, πού ἀντιστέκονται στίς ποικίλες μεταβολές τίς ὁποῖες ἐπιφέρει ὁ πανδαμάτωρ χρόνος.
Στό ἴδιο τώρα τό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό πολύ νωρίς, δημιουργήθηκε ἡ ἀνάγκη διατηρήσεως τῆς συλλογικῆς ἱστορικῆς μνήμης τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ἔτσι, ἀρχικά σέ προφορική καί ἀργότερα σέ γραπτή μορφή, ἄρχισε νά καταγράφεται ἡ ἄποψη, τήν ὁποία οἱ ἴδιοι οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες διαμόρφωσαν σταδιακά γύρω ἀπό τό παρελθόν τοῦ τόπου τους, τήν ὀνομασία καί τίς ἀπαρχές τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς μοναστικοῦ κέντρου ἀλλά καί τῶν ἐπιμέρους ἱερῶν μονῶν. Ἤδη ἀπό τόν 16ο αἰώνα, κυκλοφοροῦν συλλογές Διηγήσεων, οἱ ὁποῖες καταγράφουν τίς μέχρι τότε προφορικές πατριογραφικές παραδόσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως τό ἔργο πού μέ παραλλαγές καταγράφεται ὑπό τούς τίτλους: «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω ἐκ παλαιῶν ἱστοριῶν», «Τόμος καί τύπος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τοῦ Πρωτάτου» καί «Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Πρόκειται γιά συναγωγή κειμένων καί συμπιλήματα διηγήσεων καί ἄλλων ἱστορικῶν πληροφοριῶν σχετικά μέ τό Ἅγιον Ὄρος καί τά ἱερά καθιδρύματά του, τήν ἱστορία καί τίς παραδόσεις τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Σέ ὁρισμένα ἀπό αὐτά ἐμπεριέχονται ἔγγραφα περί ἀθωνικῶν μονῶν γνήσια ἤ ἀκόμη καί νόθα, ἐνῶ πλούσια εἶναι ἡ ἀναφορά σέ θαύματα πού ἀποδίδονται στίς ἐφέστιες ἱερές εἰκόνες, οἱ ὁποῖες φυλάσσονται στά ἀθωνικά καθιδρύματα. Ἐδῶ ἡ τάση νά ἀποδοθοῦν οἱ ἀπαρχές τῶν περισσότερων ἀπό τίς μονές σέ ὅσο τό δυνατόν ἀρχαιότερο χρόνο, καί ἡ προσπάθεια περισσότερο «ἔνδοξης» ἑρμηνείας τῶν ὀνομάτων τους, εἶναι περισσότερο ἀπό ἐμφανής.
Ἀπό τά μέσα, κυρίως, τοῦ 18ου αἰώνα, ὄψεις τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας παρέχονται καί ἀπό Ἁγιορεῖτες συγγραφεῖς κειμένων, στά ὁποῖα ἀποτυπώνονται Βίοι Ἁγιορειτῶν Ἁγίων καθώς καί ἁγιολογικές καί λειτουργικές ἀθωνικές παραδόσεις. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ θέματος θά μποροῦσε ἀπό μόνη της νά ἀποτελέσει τό θέμα ἑνός προσεχοῦς συνεδρίου, ὡστόσο ὀφείλουμε τουλάχιστον νά ὑπογραμμίσουμε τήν σημαντική συμβολή τῶν ἁγιολογικῶν αὐτῶν κειμένων στή μελέτη τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας, ἀναφέροντας ἀκροθιγῶς ἕνα παράδειγμα. Πρόκειται γιά τήν περίπτωση τοῦ ἀρχαγγελικοῦ ὕμνου Ἄξιόν Ἐστιν καί τό ὁμώνυμο θαῦμα στό λάκκο τοῦ Ἄδειν στίς Καρυές. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.), ἀναφέρεται σαφῶς καί ἀπό τούς δύο βυζαντινούς βιογράφους του, ἅγιο Θεοφάνη Περιθεωρίου καί ὅσιο Μακάριο Μακρῆ, ὅτι κατά τήν ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στόν ὅσιο Μάξιμο στήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα, ὁ ὅσιος ἔψαλε τόν ἀρχαγγελικό ὕμνο «τό τε ‘’ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον‘’, προσάδων μάλ᾿ ἐνθεαστικῶς». Εἶναι μάλιστα ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Θεοφάνης ὑπογραμμίζει πώς τόν ὕμνο ἔψαλε πρῶτος ὁ ὅσιος Μάξιμος. Τό στοιχεῖο αὐτό ἐπιβεβαιώνει τήν ἄποψη ὅτι ἡ διήγηση περί τοῦ Ἄξιόν Ἐστίν κυκλοφορεῖ, τουλάχιστον προφορικά, στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τόν 14ο αἰ., πολύ πρίν δηλ. ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σεραφείμ Θυηπόλος καταγράψει τόν 16ο αἰ. τήν παράδοση αὐτή.
Στήν παραπάνω χορεία τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων, ἀνάμεσα στούς: Ἀγάπιο Λάνδο, Γαβριήλ τόν Πρῶτο, Σεραφείμ Θυηπόλο, Καισάριο Δαπόντε, Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτη, Κύριλλο Λαυριώτη, Ἀθανάσιο Πάριο, Κύριλλο Καστανοφύλλη, Δοσίθεο Κωνσταμονίτη, Ὀνούφριο Ἰβηρίτη, Ἀγαθάγγελο Ἐσφιγμενίτη καί Εὐθύμιο Σταυρουδᾶ, ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, κυρίως μέ τόν Ἐγκωμιαστικό του Λόγο στούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί τούς ἐπί μέρους Βίους Ἁγιορειτῶν ἁγίων πού συνέταξε.
Μέ τήν εἴσοδο τοῦ 19ου αἰώνα, οἱ ἀθωνικές ἱστορικές σπουδές ἄρχισαν νά καλλιεργοῦνται συστηματικά, ἀναζητώντας τήν, ὅσο τό δυνατόν, ἀντικειμενικότερη προσέγγιση τῶν πηγῶν. Κατά τήν τελευταῖα αὐτή ἀθωνική περίοδο, καί ἀπό μία καινούργια γενιά Ἁγιορειτῶν, κατεβλήθη προσπάθεια γιά μία συστηματικότερη μελέτη τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας. Ἔτσι ἔχουμε τήν ἀνάδειξη πλειάδας λογίων μοναχῶν μέ πολυσχιδῆ πνευματική δράση, πού ἔδειξαν μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν μελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου τους, ἐπηρεασμένοι ἀπό τό δραστήριο ἱστοριογραφικό κλῖμα τῆς ἐποχῆς, κυρίως τοῦ 19ου αἰώνα. Οἱ λόγιοι αὐτοί, στό γενικότερο πλαίσιο τῆς μελέτης τῶν ἱστορικῶν πηγῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἑστίαζαν στή μελέτη τῆς ἱστορίας, μέσα ἀπό τίς βιβλιοθῆκες καί τά ἀρχεῖα τῶν ἀθωνικῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων. Σέ μερικές περιπτώσεις μάλιστα, παρόλο πού τό ἐγχείρημα ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο, τά ἐρευνητικά αἰτούμενα καί ἡ μεθοδολογική προσέγγιση ἐκ μέρους τους, δέν ὑπολείπονταν ἀπό τόν τρόπο ἐργασίας ἄλλων ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς τους, ὅπως τῶν ρώσων Πορφυρίου Οὐσπένσκυ, Σεβαστιάνωφ καί Κοντακώφ.
Ἀνάμεσα στούς Ἁγιορεῖτες, πού συνέβαλαν καθοριστικά στίς ἁγιορειτικές ἔρευνες, δραστηριοποιούμενοι στήν καταγραφή τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας, ξεχωρίζει ἡ μορφή τοῦ ἱερομονάχου Θεοδωρήτου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, προηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου. Στόν Θεοδώρητο ὅμως καί στό κυριότερο ἱστορικό του ἔργο «Περιγραφή τοῦ ὄρους Ἄθω» θά ἐπανέλθουμε στή συνέχεια. Ἀναφέρουμε ἐπίσης τόν ἁγιοπαυλίτη ἡγούμενο Σωφρόνιο Καλλιγᾶ, τόν ἁγιοπαυλίτη ἱεροδιάκονο Κοσμᾶ Βλάχο, τόν λαυριώτη Ἀλέξανδρο Εὐμορφόπουλο, τόν ἐσφιγμενίτη ἱερομόναχο Γεράσιμο Σμυρνάκη, τόν χιλανδαρινό μοναχό Σάββα, τόν προδρομίτη μοναχό Εἰρήναρχο Σισμάν, τόν κατουνακιώτη μοναχό Δανιήλ Σμυρναῖο, τόν σημαντικότερο ἁγιορείτη ἱστορικό τοῦ 20οῦ αἰώνα Εὐλόγιο Κουρίλα, τόν ἐπίσης λαυριώτη Σωφρόνιο Εὐστρατιάδη, τόν δοχειαρίτη ἱερομόναχο Χριστοφόρο Κτενᾶ, τόν λαυριώτη μοναχό Σπυρίδονα Καμπανάο, τόν ἱεροδιάκονο Ἀρκάδιο Βατοπαιδινό, τόν μοναχό Ἀλέξανδρο Λαυριώτη (Λαζαρίδη) κ.ἄ.
Στήν παραπάνω χορεία τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων πού προσπάθησαν νά καταγράψουν συστηματικά τήν ἀθωνική ἱστορία, ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης. Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε πιθανότατα τήν τελευταία δεκαετία τοῦ 18ου αἰ. στά Κύθηρα, ἐνῶ τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκάρη μοναχός στή μονή Ἐσφιγμένου, ἀλλά ἀσκήθηκε καί σέ ἄλλα ἀθωνικά καθιδρύματα, ὅπως ἡ μονή Ἁγίου Παύλου, ἡ Νέα Σκήτη καί ἡ βατοπαιδινή σκήτη Ἁγίου Δημητρίου. Ἐκοιμήθη τό 1869. Ἡ ἔρευνα πού πρόσφατα ὁλοκληρώσαμε στό πλαίσιο τῆς διδακτορικῆς μας διατριβῆς ἀναδεικνύει τόν Ἰάκωβο ὡς τόν παραγωγικότερο Ἁγιορείτη συγγραφέα τοῦ 19ου αἰ. Παρήγαγε ἕνα ἐξαιρετικά μεγάλης ἐκτάσεως ἔργο, τό ὁποῖο ἀποσκοποῦσε στό νά συμβάλει στό διάλογο γιά τά διάφορα θεολογικά προβλήματα τῶν ἡμερῶν του, ἀλλά καί στήν κάλυψη τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν πού δημιουργοῦσε τό ὑπάρχον ἑορτολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του, καθώς καί ἡ ἀνάγκη λειτουργικῆς τιμῆς νέων ἁγίων. Στήν πλούσια κωδικογραφική καί συγγραφική δράση του, πού τοποθετεῖται τήν περίοδο 1824-1868, συμπεριλαμβάνονται ἁγιολογικά, ὑμνογραφικά, θεολογικά μεταφραστικά, λειτουργικά καί ἱστορικά ἔργα.
Ὁ μοναχός Ἰάκωβος συνέβαλε στήν καταγραφή τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας
κυρίως μέ τό σπουδαῖο του, ἀνέκδοτο στό σύνολό του, ἔργο Ἀθωνιάς, πού ἀποτελεῖ ἐκτενέστατη ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἕως τήν ἐποχή τοῦ συγγραφέα μας. Στό ἔργο αὐτό ὁ Ἰάκωβος, ἀξιοποιώντας τόσο τή σύγχρονη μέ αὐτόν βιβλιογραφία ὅσο καί τίς ἀρχειακές πηγές, ἀνασυνθέτει, περιγράφει καί ὑπομνηματίζει ἱστορικές πληροφορίες σχετικές μέ τό Ἅγιον Ὄρος καί τά σκηνώματά του.
Σύμφωνα μέ τήν μέχρι σήμερα ἔρευνα τό ἔργο πρωτογράφηκε ἤ ἄρχισε νά γράφεται τό 1848, σέ ἁγιαννανίτικο κώδικα, ὑπό τόν τίτλο: «Βίβλος παλαιῶν καί νέων ὑπομνημάτων Ἀθωνιάς καλουμένη». Πληρέστερη παρουσίαση τῆς Ἀθωνιάδος παρέχει ὁ Ἰάκωβος ἑπτά χρόνια μετά, τό 1855, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ ρώσου ἀρχιμανδρίτου Ἱερωνύμου καί τοῦ λογίου μοναχοῦ Ἀζαρία τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Τό ἔργο αὐτό συμπλήρωσε ὁ Ἰάκωβος τό 1860 σέ βατοπαιδινό κώδικα, ἐνῶ τό 1865, πάλι μέ πρωτοβουλία τῶν ρώσων παραγόντων τῆς μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος καί ὑπό τόν πληρέστερο τίτλο «Βίβλος σύν Θεῷ ἁγίῳ, Ἀθωνιάς καλουμένη, περιέχουσα τά ἐν τῷ Ὄρει συμβάντα, καί περί ἀρχαίων Μονῶν καί νεοτέρων. Καί ὅσα χρυσόβουλα παλαιῶν βασιλέων καί συγγίλλια πατριαρχικά πρός τούς ἐν αὐτῷ ἐνασκουμένους πατέρας κατά καιρούς ἐξεδόθησαν καί ὁπόσοι ἅγιοι ἤσκησαν ἐν μοναῖς καί ἐρημίαις, παλαιοί τε καί νεώτεροι. Εἰς τρία μέρη διαιρουμένη. Τό μέν πρῶτον προλεγόμενα, περιέχον τῶν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄχρι τοῦδε συμβεβηκότων ἐν τῷ Ὅρει. / Τό δεύτερον, βίους ἁγίων τῶν πρῶτον ἀσκησάντων ἐν τῷ Ὄρει, χρυσοβούλλιά τε καί τυπικά τοῦ Τράγου. / Τό δέ τρίτον, περιγραφήν τῶν νῦν σωζωμένων Μονῶν εἴκοσι καί τῶν ὅσων παλαιῶν ἐν ἀρχαίοις ὑπομνήμασι εὑρισκομένων».
Φαίνεται ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἀξιοποίησε καί ἐπηύξησε, κατόπιν προσωπικῆς του ἔρευνας, τό ὑλικό πού εἴτε βρῆκε σωζόμενο αὐτούσιο, εἴτε διέσωσε μέσω ἀντιγράφων τοῦ ἀνέκδοτου ἔργου Περιγραφή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μιᾶς χαμένης σήμερα Ἀθωνικῆς Ἱστορίας, τήν ὁποία ὁ ἤδη ἀναφερθείς Θεοδώρητος Λαυριώτης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων συνέγραψε περί τό 1804, ἀφοῦ ἀνεδίφησε τά ἀρχεῖα τῶν μονῶν καί συνέλεξε ἀπό τίς τοπικές ἁγιορειτικές πηγές σπουδαῖα πρωτότυπη ὕλη. Πιθανότατα ὁ Ἰάκωβος κατά τήν παραμονή του στή μονή Ἐσφιγμένου κράτησε πολλές σημειώσεις ἀπό τά χειρόγραφα τοῦ Θεοδωρήτου ἤ καί ἀντέγραψε αὐτά στό σύνολό τους κάτι πού φαίνεται ἄλλωστε σέ ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπως τό κείμενο πού ἐπιγράφεται: «Τοῦ ἀοιδίμου διδασκάλου Θεοδωρήτου Ὑπομνήματα περί τῶν Μονῶν τοῦ ὄρους Ἄθω ἀρχαίων». Σημειώνει μέ ἀνακούφιση ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας: «Εὐτυχῶς ὁ Νεασκητιώτης Ἰάκωβος, ἀνεψιός τοῦ Θεοδωρήτου, εἶχεν, ὡς φαίνεται, ἀντίγραφον καί ἐπί τῇ βάσει τούτου συνέπηξε τήν ἐν πολλοῖς χειρογράφοις σωζομένην Ἀθωνιάδα. Ἐνταῦθα συναντῶμεν σχεδόν πάντα τά σπουδαιότερα ἐπίσημα ἔγγραφα τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
Στό στενό πλαίσιο μιᾶς προφορικῆς εἰσήγησης δέν εἶναι δυνατόν νά περιηγηθοῦμε στίς πλέον τῶν δύο χιλιάδων σελίδων πού καταλαμβάνει τό ἱστορικό αὐτό ἔργο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου, στούς 4 κώδικες ὅπου αὐτό παραδίδεται. Ἀπό τό ὀγκῶδες ἀλλά καί σημαντικό ἱστορικό αὐτό ἔργο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου παραθέτουμε τούς τίτλους ὁρισμένων χαρακτηριστικῶν θεμάτων:
– Περί ἀρχαιότητος τοῦ ὄρους Ἄθω. Πότε ἤρξατο κατοικεῖσθαι ἀπό Μοναχούς, καί ἀντίῤῥησις τῶν ὅσων οὐκ ὀρθῶς, οὐδέ ὑγιῶς ἐρέθησαν καί ἐγράφησαν.
– Ὑπόμνημα περί τοῦ ὄρους Ἄθωνος, πόθεν ἔλαβε τήν κλῆσιν καί ἀπό ποίους ἐκατοικεῖτο καί πότε ηὔξησεν.
– Περί κλήσεων καί ὀνομασιῶν τῶν μονῶν καί Μονιδρίων τοῦ ὄρους Ἄθω.
– Ἀπόδειξις ἐκ παλαιῶν χειρογράφων σωζομένων περί τοῦ ὄρους Ἄθως, ὅτι ἀπό τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔγινεν Μοναστῶν οἴκησις.
– Περιγραφή τῶν παλαιῶν καί νεωτέρων Μονῶν τοῦ ὄρους Ἄθω, ὅσων εἰς ἔτι σώζονται, καί ὅσων κατά καιρούς ἐρημώθησαν.
– Περιγραφή τῶν ὅσων παλαιῶν Μονῶν καί Μονηδρίων, ὡς ἐν τοῖς παλαιοῖς Κώδιξι καί ἐν τῷ Α΄ καί Β΄ Τυπικῷ αἱ κλήσεις αὐτῶν φέρονται.
– Περιγραφή τῶν ὅσων Μονῶν καί Μονηδρίων τό πάλαι εὑρίσκοντο ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, ὡς εἰς τόν Τράγον καί ἐν παλαιοῖς κώδιξι φαίνονται.
– Ὑπόμνημα περί τῆς εἰς τό Ὄρος ἐλεύσεως καί καταδρομῆς τοῦ Μιχαήλ Παλαιολόγου καί Βέκκου πατριάρχου τῶν λατινοφρόνων.
– Πίναξ χρονολογικός τῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως.
– Τά μετά τήν ἅλωσιν Κωνσταντινουπόλεως ἄθλα καί τρόπαια τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων.
– Τά κατά τόν 18ο αἰώνα συμβάντα ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω.
– Τά ὅσα κακά συνέβησαν εἰς τό Ὄρος ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐπαναστάσεως καί μετά τήν ἐπανάστασιν, ἤτοι ἀπό τοῦ 1821 ἄχρι τοῦ 1855.
Ἡ ἐπισήμανση τῶν πηγῶν, χειρογράφων καί ἐντύπων τίς ὁποῖες ἀξιοποίησε ὁ Ἰάκωβος γιά τή σύνταξη τῆς Ἀθωνιάδος εἶναι ἕνα σημαντικό ζήτημα, στοῦ ὁποίου τή διερεύνηση ἐργαζόμαστε. Στά ὑπό δημοσίευση Πρακτικά τοῦ παρόντος Συνεδρίου θά ἀναφερθοῦμε, σύν Θεῷ, διεξοδικά…
(…) Ἄς εὐχηθοῦμε, ἡ συνεχιζόμενη ἀνάλυση τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ἔργου νά φωτίσει περισσότερο τίς πηγές του καί νά δείξει ἐκτυπώτερα τό εὖρος τῆς ἐπίδρασης πού αὐτό εἶχε στήν ἐξέλιξη τῆς ἀθωνικῆς ἱστοριογραφίας.
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν προφορική εἰσήγηση τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στό Η΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας, Ἅγιον Ὄρος καί Λογιοσύνη, Θεσσαλονίκη 22-24 Νοεμβρίου 2013