Μνήμη Αγίου Μάξιμου Καυσοκαλύβη (+1365)

Maximos

 ‘Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, έργο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Καλύβη Αγίου Ακακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων
Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος. Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ “διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ’ ὅλους τούς αἰῶνες” . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.

Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, “καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας”. Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.

Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ’ αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: “Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν’ ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις”. Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ’ ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν “καυσοκαλύβη” , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ’ αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.

Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ’ αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ’ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ’αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ’ ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.

Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.
Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική “ὑπέρβαση” σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά “ἀδιέξοδα”. Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.
Share Button