ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗ ~ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

B. N. Τατάκη
Ο Βυζαντινός Μυστικισμός ( Κυριώτερα Ρεύματα )Γρηγόριος Παλαμάς
Δεν είναι δυνατό να σταματήσωμε σε όλους τους σημαντικούς αντιπροσώπους του Βυζαντινού μυστικισμού, τους μετά τον Συμεώνα, στο φλογερό λόγου χάρη μυστικό Νικήτα το Σταθάτο, το μαθητή του Συμεώνος (σημαντικά μυστικά έργα του είναι ανέκδοτα) ή τον Κάλλιστον τον Καταφυγιώτην (12ος αιώνας). Τον Κάλλιστον απασχόλησε αποκλειστικά το θέμα της θεώσεως, που το παρουσίασε με σπάνια διαλεκτική λεπτότητα. (Ελληνική Πατρολογία (Migne) τόμος 147, 833-941). Οι σελίδες του ανήκουν στις εκλεκτότερες της Βυζαντινής φιλοσοφίας.
Θα κλείσωμε το λόγο μας για το μυστικισμό του Βυζαντίου με την τελευταία μεγάλη κίνησή του τον ησυχασμό (14ος αιώνας), στα σπουδαιότερα σημεία του οποίου θα σταματήσωμε σύντομα.
Πρέπει πρώτα να υπενθυμίσω ότι, ενώ ως τον 11ον αιώνα η Μικρά Ασία παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου, αυτή αναδεικνύει τα περισσότερα στελέχη, στους τρεις τελευταίους αιώνες ο ρόλος αυτός περιέρχεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της, Αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος αναδεικνύονται τώρα τα σπουδαιότερα, μαζί με τη Βασιλεύουσα, κέντρα της πνευματικής ζωής.
Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιον Όρος τήν Ησυχίαν, τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής. Εδώ τώρα στο Άγιο Όρος η Ησυχία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε στο ζωηρό μυστικό κίνημα του ησυχασμού. Την αφορμή στη μεγάλη έριδα που άναψε γύρω από τον ησυχασμό, που συνετάραξε την Ορθοδοξία πάνω από εκατό χρόνια και έληξε με τη νίκη του ησυχασμού και την αποδοχή του από την επίσημη Εκκλησία, την έδωσεν ένας Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348). Θα. δούμε αμέσως πώς έγιναν τα πράγματα.
Οι ησυχασταί του Αγίου Όρους είχαν καταλήξει ,να πιστεύουν ότι ωρισμένη στάση του σώματος κατά. την ώρα της προσευχής, βοηθούσε πολύτιμα να φτάσουν στην εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή ένωση με το Θεό. Έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της καρδιάς. Η ένωση με .το Θεό, έλεγαν, γίνεται όταν το πνευμα επιτύχη να προσελκύση το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίση, του απαγορέψη τη συνήθη κίνησή του προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την Βαβυλώνα τον επαναφέρη στη Σιών. Μόνο η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια,. γιατί είναι ενέργεια απλή και καθαρή, χωρίς καμμιά μορφή,δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα προς το Θεό, αντιδιανοητική ευθύς από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότετο ευρύνεται η περιοχή που άνοιξεν η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάση όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού κηρύγματος στάθηκαν οι μυστικοί.
Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν. οι ησυχαστές στο λόγο, τον νουν και την καρδιά. Όταν η καρδιά στραγγαλίση το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση των θείων εντολών. Είναι η γλώσσα που πολύ αργότερα θα μιλήση πολύ καθαρά ο μεγάλος Πασκάλ, αλλά και ο Ρουσσώ. Και οι δυο τους δίνουν τα πρωτεία στη γλώσσα της καρδιάς, στη λογική, όπως λένε, της καρδιάς, όχι του λόγου. Με την επιμονή σ’ αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους έλεγαν ότι έφταναν να βλέπουν γύρω τοιυς ένα δυνατό φως, που τους πλημμύριζε με άρρητη χαρά. Και πρόσθεταν ότι το φως αυτό ήταν το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό από την ουσία του Θεού. Είχε όμως την ίδια φύση με το φως που εθάμπωσε τα μάτια των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Αυτά είναι που εξένισαν τον Βαρλαάμ. Είχε έλθει από την Καλαβρία στην Κωνσταντινούπολη για να μελετήση τον Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Στη Δύση είχε από καιρό επιβληθή ο Αριστοτέλης. Τον εγνώρισαν κυρίως από τους Άραβες σε μεταφράσεις, αλλά και από έργα Βυζαντινών. Σημειώνομε ιδιαίτερα «την πηγήν της γνώσεως» του Δαμασκηνού, που ως την εποχή τούτη είχε μεταφρασθή τέσσερις φορές στα Λατινικά και άσκησε εξαιρετική επίδραση στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτο. Είχε κιόλας ασκήσει ο Αριστοτέλης μοναδική επίδραση στη σκέψη των Δυτικών, που από τον 11ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζη μια πρώτη άνθηση. Η επίδραση αυτή έφτασε στο κατακόρυφό της με τον περίφημο Θωμά τον Ακινάτο. Ο Ακινάτος είδε στον Ατριστοτέλη τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο με τα μεθοδικά όπλα εκείνου συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή και γι’ αυτό, όπως είπε, και μόνη χριστιανική. Ειναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία. Η κίνηση αυτή για τον Αριστοτέλη εξύπνησε, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον των Δυτικών για τα πρωτότυπα αριστοτελικά κείμενα και για τη σπουδή της Ελληνικής, αυτή έφερε και τον Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη. Ενδιαφέρουσα και περίεργη μορφή ο Βαρλαάμ. Μελέτησε τον Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε εξ βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο για τους Στωϊκούς. Επηρμένος από τη σοφία του και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου ήθελε, φαίνεται, να προξενήση την εντύπωση ότι η σοφία των Δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη.
Η προκλητικότητα του Βαρλαάμ προκάλεσε δημόσια συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα στο παλάτι, μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Γ’ και την αυλή του, (1330). Τον Βαρλαάμ ανέλαβε να αντικρούση ένας μεγάλος Βυζαντινός σοφός ο Νικηφόρος ο Γρηγοράς. Ο διάλογός του “Φλωρέντιος”, αν και όχι αντικειμενικός, δείχνει καθαρά τι επιδίωξε και τι πέτυχε στη συζήτηση εκείνη ο Γρηγοράς. Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ θέλει να ξεσκεπάση τον σοφιστή, τον επιπόλαια διαβασμένο άνθρωπο. Αρχίζει τον έλεγχο της σοφίας του από την αστρονομία, και τον αναγκάζει, ευθύς από την αρχή να σβύση και την αστρονομία και τις συναφείς επιστήμες από τον κατάλογο των επιστημών για τις οποίες μπορεί να απαντήση σε όποιον τον ρωτά. Περήφανος ο Γρηγοράς για την μαθηματική του σοφία -ήταν κοντά στα άλλα δυνατός μαθηματικός και την εποχή εκείνη ιδιαίτερα ή αστρονομία εγνώριζε σημαντική ακμή στο Βυζάντιο- θέλει να ξεσκεπάση την αμάθεια του Βαρλαάμ και του Δυτικού κόσμου, να δείξη τον κατώτερο βαθμό της επιστήμης των πόσο η σοφία των περιοριζόταν στη φυσική και τη λογική του Αριστοτέλη και τι αξία είχε.
Ντοπιασμένος από την αποτυχία του ο Βαρλαάμ κατέφυγε στη Θεσσαλογίκη και από κει πέρασε στο Άγιο Όρος. Εκεί γνώρισε από ένα αμαθή μοναχό τη διδασκαλία της ησυχίας την οποία παραμόρφωσε και γελοιοποίησε. Ονόμασεν ομφαλοσκόπους τους ησυχαστάς και πρόβαλε δριμύς κατήγορός των για κακοδοξία. Αφού ισχυρίζονται, λέγει, ότι βλέπουν με τα σωματικά τους μάτια το θείο και άκτιστο φως, αυτό σημαίνει ότι γι’ αυτούς η θεία χάρη είναι κάτι κτιστό. Καταστρέφουν λοιπόν, συμπεραίνει, θεμελιώδη δόγματα της Εκκλησίας. Η θεωρία του θείου, αντιτάσσει ο Βαρλαάμ και εδώ φαίνεται ο άκρος ορθολογισμός του, είναι επιστήμη και γνώση. Όποιος γνωρίζει τη σοφία, γνωρίζει και την αλήθεια; και όποιος γνωρίζει την αλήθεια γνωρίζει το Θεό και μένει κοντά του κατ’ ανάγκην. Αφού σπουδάσης, προσθέτει, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τότε θα φτάσης στη σύλληψη της αλήθειας. Είναι φανερό ότι για τον Βαρλαάμ η θύραθεν σοφία είναι μια κάθαρση της ψυχής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να φτάσης στο Θεό, να ενωθής μαζί του. Αντίθετη θέση προς τη θέση των μυστικών της σχολής του Συμεών πού ακολουθούν οι ησυχαστές. Κάθε ορατό ον, λέγει ακόμη ο Βαρλαάμ, είναι κτιστό το Θαβώρειο φως έγινε ορατό από σωματικά μάτια, δεν είναι λοιπόν καθόλου άκτιστον. Είναι κτίσμα, «περιγραπτόν», και δέ διαφέρει από το φως που βλέπομε με τις αισθήσεις μας είναι κάτι κατώτερο από. το νου.
Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του είναι εντελώς ξένη προς το μυστικισμό, τον αγνοεί, ή αδυνατεί να τον κατανοήση είναι μια σκέψη πολύ κοντά στα ελληνικά μέτρα και θέλει, όπως εκείνη, να στηρίζεται σε φυσικά, λογικά επιχειρήματα. Ενω ο μυστικισμός αυτό ακριβώς θέλει να ξεπεράση. Αν και Έλλην ο Βαρλαάμ, επειδή είναι κάτοχος της Λατινικής και έζησε στη Δύση, δέχτηκε την επίδραση των δυτικών σχολαστικών, ιδιαίτερα του Ακινάτου, και αυτών τις τάσεις και τα επιχειρήματα ακολουθεί. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι αντίπαλοι των ησυχαστών, εκτός από τον Γρηγορά. Έχουν όλοι δεχτή την επίδραση των λατίνων, που είχαν αρχίσει να μεταφράζωνται ελληνικά. Αρκετοί απ’ αυτούς εκδηλώθηκαν και ως λατινόφρονες. Ο ίδιος ο Βαρλαάμ έγινεν αργότερα καρδινάλιος της καθολικής Εκκλησίας. Έτσι ο αγών κατα των ησυχαστών παίρνει στο βάθος μορφή αντιδικίας ανάμεσα στην Ανατολή, που τάσσεται με τον μυστικισμό, και τη Δύση που με τον Ακινάτο υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι το μόνο όργανο για να σκεφτούμε το Θεό. Για μια φορά ακόμη το βαθύ, το ριζικό θέμα που είχε να αντιμετωπίση η Ορθοδοξία εδώ στην Ανατολή με τις λογής αιρέσεις ορθώνεται μπροστά της αλλά αυτή τη φορά έρχεται από τη Δύση, χειραγωγημένη μονοκόμματα από τον Αριστοτέλη που και ατελώς τον γνωρίζει ακόμη. Η Θεολογία, ο περί Θεού δηλαδή λόγος είναι γνώση (Ακινάτος-Βαρλαάμ), η αφήγηση θεωρίας (Συμεών); Είναι διαλογισμός ή ενόραση; Γύρω σ’ αυτό το ερώτημα διεξάγεται η μάχη (βαρλααμιτών και ησυχαστών. Εκείνο που σκανδαλίζει περισσότερο τους βαρλααμίτες είναι ο ισχυρισμός των ησυχαστών ότι βλέπουν το άκτιστον φως. Αυτό το θεωρούν σαν υλοποίηση του Θεού.
Πριν περάσωμε στο Γρηγόριο Παλαμά (1296-1359/60) τον αρχηγό των ησυχαστών, για να δούμε πώς αντικρούει τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, θα .πάμε στον Νικηφόρο Γρηγορά, τον κορυφαίο αντιπαλαμίτη. Αντίθετα προς όλους τους άλλους ο Γρηγοράς αντλεί τα επιχειρήματά του από τη βυζαντινή παράδοση, όχι από τη Δύση. Οξύς διαλεκτικός, δόκιμος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, στη θεωρία των ησυχαστών, η οποία διακρίνει στο Θεό ουσία και ενέργεια, βλέπει σοβαρό κίνδυνο επιστροφής στον πολυθεϊσμό. Ο Παλαμάς, λέγει ο Γρηγοράς, ξαναφέρνει στη ζωή τις Ιδέες του Πλάτωνος, που είναι όντα μεσάζοντα ανάμεσα στο Θεό και τον αισθητό κόσμο. Ουσία και ύπαρξη, δέχεται ο Γρηγοράς ακολουθώντας την παραδομένη ορθόδοξη διδασκαλία, συμπίπτουν στο Θεό.Επειδή ο Γρηγοράς έβλεπε στον ησυχασμό μορφή πολυθεϊσμού τον πολέμησε με μεγάλη οξύτητα. Στην πάλη αυτή θυσίασε τα πάντα, αυτοκρατορική εύνοια, αξιώματα και τιμές, και προτίμησε τη φυλακή. Στή φυλακή πέθανε. Κι’ όταν μαθεύτηκεν ο θάνατός του ξέσπασεν ασυγκράτητη η οργή των παλαμιτών. Ρίχτηκαν στο νεκρό του σώμα το ύβρισαν και το έσυραν μέσα στους δρόμους της πρωτεύουσας. Αναφέρω το θλιβερό αυτό περιστατικό γιατί δείχνει την οξύτητα των παθών που ξεσήκωσεν η «ησυχαστική έρις». Ας προσέξωμε ακόμη κάτι. Ο Γρηγοράς ήταν μεγάλος λόγιος και σοφός. Ήξερε καλά τους κλασικούς και προήγαγε τη σύγχρονή του επιστήμη, ιδίως τα μαθηματικά. Η μόρφωσή του όμως δεν εμπόδισε την ψυχή του να στραφή προς το υπερπέραν. «Έμεινα, λέγει, υπερήφανα, ακλόνητος (στον αγώνα κατά των παλαμιτών) για να σώσω τις ιδέες μου και την ψυχή μου».
Ας έλθωμε τώρα στον Παλαμά. Γόνος από ευγενή οικογένεια ανατράφηκε στην αυλή του Ανδρονίκου του Β’. Ενωρίς όμως τον κέρδισεν ο μυστικισμός, που την εποχή εκείνη είχε μεγάλη επίδοση σε όλη σχεδόν τη χριστιανοσύνη. Σύγχρονοι του Παλαμά και του Καβάσιλα είναι οι δυο πρώτοι σημαντικοί Γερμανοί μυστικοί ο Eckart και ο Tauler και μιλούν πολύ συγγενική γλώσσα. «Και γιατί, ρωτά ο Tauler, πρέπει να σωπαίνης; Γιατί τότε ο Λόγος θα μπορέση να γεννηθή μέσα σου και να βρή έκφραση, και να γίνη ακουστός. Αλλά είναι φανερό ότι, αν συ μιλάς, ο Λόγος θα σωπαίνη. Είναι αδύνατο να υπηρετήσης καλύτερα το Λόγο παρά σωπαίνοντας και ακούοντας. Αν τώρα εσύ βγης εντελώς έξω από τον εαυτό σου, τότε θα μπη μέσα σου ο Λόγος ολόκληρος…».
Νέος ο Παλαμάς εγκατέλειψε την αυλή, δέχτηκε το μοναχικό σχήμα στή Θεσσαλονίκη και αποσύρθηκε σε απόμερη σκήτη κοντά στη Βέρροια για να μονάση. Ήρθε όμως ο Βαρλαάμ με την επίθεσή του κατά των ησυχαστών και του διέκοψε τη συλλογή και τη μελέτη. Για να υποστηρίξη τη μέθοδο της προσευχής των ησυχαστών και να ανασκευάση τη γελοιοποίηση που επεχείρησεν ο Βαρλαάμ στηρίζεται ο Παλαμάς στη χριστιανική διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα, ναός του Θεού, δεν είναι αρχή του κακού. Πάνω στο θέμα αυτό έχομε ένα ενδιαφέρον έργο την «Προσωποποιΐα», που κι αν δεν είναι έργο του Παλαμά, όπως ήταν παλαιότερα γενικά αποδεκτό, απηχεί πάντως τις απόψεις που και εκείνος υποστηρίζει. Στο έργο αυτό η ψυχή προσωποποιημένη απαγγέλλει δριμύ κατηγορητήριον κατά του σώματος, και το σώμα, προσωποποιημένο κι’ αυτό, απαντά με την σειρά του ανασκευάζει τις κατηγορίες και κατευθύνει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, όσα είπε η ψυχή δεν είναι χριστιανικά αλλά νεοπλατωνικά. Συμπέρασμα που δίνει την ορθή θέση, τη χριστιανική, στο σώμα, το έτερο απαραίτητο σκέλος για την υπόσταση του ανθρώπου.
Πλανερός λοιπόν ο δρόμος των νεοπλατωνικών για την αλήθεια. Ο απλανής δρόμος, λέγει ο Παλαμάς, που οδηγεί στο Θεό είναι εκείνος που περνά μέσα από το νου, ο δρόμος του νου. Πού είναι όμως η θέση του νου; Εδώ είναι η ρίζα της διαφωνίας με τους Βαρλααμίτες. Είναι ο νους έξω από το σώμα ή μέσα στο σώμα; Να θέσωμε, λέγει ο Παλαμάς, το νου απόλυτα έξω από το σώμα για να απολάψωμε νοητά θεάματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη ελληνική πλάνη, ρίζα και πηγή κάθε κακοδοξίας, ανακάλυψις των δαιμόνων, καρπός της απουσίας του πνεύματος … Και σε μας, συνεχίζει, οι οπαδοί της πλάνης υποστηρίζουν ότι ο νους κατά την προσευχή πρέπει να είναι έξω από το σώμα. Όταν ο ησυχαστής λέγη έξω από το σώμα, εννοεί φυσικά έξω από τη σωματική αίσθηση, όχι τόπο, θέση, αφού ο νους είναι ασώματος. Ξέρομε όμως καλά, προσθέτει ο Παλαμάς, ότι, όταν ο νους είναι μέσα στην καρδιά,βρίσκεται μέσα στο όργανό του, μέσα στο θησαυροφυλάκιό του. Όταν λοιπόν θέλωμε να καθαρίσωμε το νου πρέπει να τον συγκεντρώσωμε μέσα στην καρδιά. Φαίνεται καθαρά η θέση που παίρνει ο Παλαμάς στο βασικό αυτό πρόβλημα. Αντιτίθεται καθαρα και ξάστερα στον αντικειμενισμό της συλλογιστικής που βλέπει, θα λέγαμε, τον άνθρωπο σα συλλογιστική μηχανή, αντιτίθεται και στην έκσταση του νεοπλατωνισμού, που βγάζει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο (φυγή, .έκστασις). Και προσπαθεί να διατυπώση μια θεωρία που πηγάζει από τη βαθύτερη ρίζα του χριστιανισμού. Θέλει το νου να βαφτίζεται μέσα στην καρδιά και να αφήνεται στην οδήγησή της. Για να αποφύγη την κατηγορία για υποκειμενισμό προσθέτει ο Παλαμάς ότι οι ησυχαστές δε θέλουν το νου μόνο μέσα στο σώμα και μέσα στην καρδιά, αλλά ότι θέλουν να τον ωθήσουν ως μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Μόνο τότε ο νους ξαναβρίσκει τη δική του ουσία, αφού περάση από την καρδιά, και, ξεπερνώντας κάποτε τον εαυτό του, αναστρέφεται με το Θεό.
Υποστήριξεν ο Βαρλαάμ ότι δεν υπάρχει θεωρία, που ξεπερνά τις νοητικές ικανότητες και θεώρησε γελοίο τον ισχυρισμό των ησυχαστών ότι φτάνουν στη γνώση του Θεού με μυστικό τρόπο. Ο Παλαμάς απαντά ότι η μυστική θεωρία αυτή και μόνο παρέχει την πιό λαμπρή απόδειξη για το ότι υπάρχει Θεός και είναι πάνω από όλα, τα όντα. «Εγώ, συνεχίζει ο Παλαμάς στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, θέτω ότι η άγια πίστη μας, πάνω από όλες τις αισθήσεις καί διανοήσεις είναι ένα όραμα της καρδιάς μας με ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ξεπερνά όλες τις νοητικές ικανότητες της ψυχής μας». Μόνο,. προσθέτει αλλού, όταν το φως πλημμυρίζη την καρδιά μας, μόνο τότε ο αληθινός άνθρωπος πηγαίνει στο αληθινό έργο του, ανεβαίνει στα αιώνια βουνά, βλέπει τον αόρατο, και από κει και πέρα μπαίνει ολοκληρωτικά στη χώρα του θαύματος. Εδώ θα σας θυμίσω πάλι τον Πασκάλ που μίλησε για Θεό που τον αισθάνεται η καρδιά (sensible au coeur) και τόνισε ότι άλλο πράγμα είναι να αισθανθής την αλήθεια με την καρδιά, άλλο να τη γνωρίσης με το λόγο. Αυτό το ίδιο ζήτημα απασχολεί και τον Παλαμά και την ίδια λύση .του δίνει. Η φωτισμένη καρδιά, όχι ο νους, αυτή μας οδηγεί στο Θεό, αυτή μας σώζει.
Πώς απαντά όμως στα επιχειρήματα του Βαρλαάμ ότι το θαβώρειο φως είναι υλικό, κτιστό και αισθητό; Θέτει, όπως είδαμε, πραγματική διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού. Υπάρχει, λέγει ο Παλαμάς, απειρία,θείων ενεργειών μια απ’ αυτές είναι το θαβώρειο φώς. Όλες αναβρύζουν από την ουσία του Θεού, σαν από αστείρευτη πηγή, και είναι δεμένες μαζί της με τρόπο αξεδιάλυτο. Η θεία ουσία είναι, λέγει ακολουθώντας το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο θείος γνόφος, από όπου αποροέουν οι θείες ενέργειες, που αποτελούν τις εκδηλώσεις του Θεού, την προχώρησή τους προς εμάς. Ο άνθρωπος βοηθημένος από την θεία χάρη ενώνεται όχι με την ουσία αλλά με την ενέργεια του Θεού. Επειδή όμως και το πιο μικρό μόριο της θείας ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της θεότητας, -η θεότητα δεν μερίζεται όπως τα σώματα- όσοι δέχτηκαν μέσα τους μια θεία ενέργεια δέχτηκαν ολόκληρο το Θεό.
Και πώς είναι δυνατό, αναρωτιέται ο Παλαμάς, να διανοηθούμε φύση χωρίς.ενέργεια; Πώς μπορούμε να πούμε ότι η πρόνοια, η πρόγνωση, η δημιουργία είναι ουσία και όχι ενέργεια; Όπως και στο μονοθελητισμό, τίθεται και εδώ το πρόβλημα των σχέσεων ουσίας και ενεργείας, από άλλη σκοπιά. Οι Βαρλααμίτες έβλεπαν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος μόνο με τρόπο φυσικό ή λογικό: Θεός -δημιουργία- κτίσματα. Οι Παλαμίτες με τη θεία χάρη βλέπουν το Θεό με τα ίδια τους τα μάτια. Οι πρώτοι φτάνουν τη θέωση μόνο με το νου. Οι δεύτεροι με τη θεία χάρη. Ο Παλαμίτης ζει δίπλα ή κάτω από τη στέγη της θείας ενεργείας. Αντί να ζητά αιτιολογικό προσδιορισμό, λογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού ο Παλαμίτης βλέπει το Θεό, ζει εν τω Θεώ. Η συγκεκριμένη αυτή θέα .του θείου που αναστρέφεται με τον μυστικό σα φίλος ή τον συμβουλεύει σα δάσκαλος δεν έρχεται σε αντίφαση με την ιδέα που την ίδια ώρα έχει για τον ίδιο το Θεό ότι είναι άπειρος και περίγραπτοs. Γιατί ο Θεός που βλέπει τώρα δα ο μυστικός είναι μια θεία ενέργεια, όχι η θεία ουσία. Αλλά και έτσι, μόνο όσοι έχουν καθαρούς οφθαλμούς βλέπουν το Θεό, και όχι ένα κτίσμα όπω έλεγαν ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του. Οι. οφθαλμοί που βλέπουν κατά φύσιν είναι τυφλοί για το θείο φως, που δεν είναι αισθητό, κι ας το βλέπουν τα σωματικά μάτια. Τη στιγμή που έγινεν η Μεταμόρφωσις ο Θεός άφησε λίγο ανοιχτή την πύλη της θεότητας σε όσους έδωσε τη χάρη του και έδειξε στους μυημένους το Θεό που κατοικεί εκεί μέσα. Και αν ο απόστολος Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς έλαμψε σαν ήλιος, -και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως- το λέγει για να μας κάμη να εννοήσωμε πως ό,τι είναι ο ήλιος για κείνους που ζουν μέσα στις αισθήσεις και βλέπουν σύμφωνα μ’ αυτές, είναι ο Χριστός για όσους ζουν εν,Πνεύματι καί βλέπουν εν Πνεύματι. Το θεϊκό φως δεν είναι κάτι που τώρα υπάρχει και σε μια στιγμή εξαφανίζεται, ούτε είναι περιγραπτόν. Εκείνοι που είδαν τον Ιησού στο Θαβώρ επέρασαν από τη σάρκα στο πνεύμα, με αλλοίωση των αισθήσεων ενεργημένη από το πνεύμα, και τότε μόνο είδαν το μυστικό φως. Πώς αυτό γίνεται μόνο ο Θεός και κείνοι που το δοκίμασαν ξέρουν. Όσοι δεν σκέπτονται αυτό μεταβάλλουν και αυτό το φως και το Άγιο Πνεύμα σε κάτι το κτιστόν.
Ακόμη μια φορά η βυζαντινή πνευματικότητα βρίσκει στο πρόσωπο του Παλαμά τη δύναμη να επισύρη την προσοχή του ανθρώπου στο μυστικό βάθος της θρησκείας, στο μυστικό βάθος. του ίδιου του ανθρώπου. Να αντιπαλαίση τον ορθολογισμό που ήθελε να ορθωθή μονοκράτορας και στην περιοχή της θρησκείας. Η αληθινή θεολογία, η αλήθεια, λένε οι ησυχαστές,θέλει την καθαρότητα της καρδίας, σφιχτά δεμένη δηλαδή τη θεωρία με την πράξη. Γιατί μόνο αυτή η καθαρότητα εξασφαλίζει στους πιστούς το μεγάλο βήμα που τους επιτρέπει να περάσουν από τη γνώση στο ανθρώπινο μέτρο στη γνώση στο μέτρο του Θεού.
Δεν είναι λοιπόν η ησυχαστική έριδα ένα απλό επεισόδιο ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και στο Βυζάντιο, όπως είπαν. Εκείνοι που μάχονται και αντιπαλαίουν είναι από τη μια η θρησκεία σε ό,τι βαθύτερα ιδιαίτερο έχει, τη δίψα του πνεύματος, του ανθρώπου, να ξεπεράση τον εαυτό του για να ενωθή με τον Θεό, και, από την άλλη, μια άλλη δίψα του πνεύματος, δίψα για νοητική και ενιαία συστηματοποίηση της γνώσης.
Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, μας βυθίζει διά μιας σε ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσωμε στο Θεό, με όραση μακαριστή, ό,τι απόλυτα ιδιαίτερο έχει. Γενικά ο μυστικισμός, στις καλύτερές του στιγμές, δεν αρνείται τη γνώση, τη θύραθεν σοφία. Εκείνο που αρνείται είναι ότι η γνώση αυτή οδηγεί στις ρίζες, στη θεωρία και στη θέωση του ανθρώπου. Για τούτο το μεγάλο εγχείρημα επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο, συναιρεί τις αντινομίες και, με τον ησυχασμό, δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο νους, μόνο αν βαφτιστή στην καρδιά βρίσκει τον εαυτό του. Δε θέλει άρά γε να πη ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να εξαντικειμενικεύεται, να γίνεται συλλογιστική μηχανή, αλλά να μένη πάντα ένα υπεύθυνο πρόσωπο; Έτσι ίσως θα λέγαμε, το ίδιο στο βάθος πράγμα, σήμερα.
Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και οξεία διαμάχη ο ησυχασμός επικράτησε, όπως είπαμε. Τούτο δείχνει, για μια ακόμη φορά, ότι όχι μόνο στην επίσημη εκκλησία, αλλά και στο λαό του Βυζαντίου ήταν ακόμη πολύ έντονο και ζωηρό το αίσθημα της μυστικότητος της θρησκείας.
Ιωάννης ο Κλίμαξ
Mιλώντας για την Ορθοδοξία σταματήσαμε αρκετά στη μυστική ρίζα της. Θα δούμε τώρα κάπως αναλυτικώτεοα το Βυζαντινό μυστικισμό στην πορεία που ακολούθησε μέσα στην ιστορία του Βυζαντίου, σταματώντας ιδιαίτερα στους σπουδαιότερους εκπροσώπους του και στα κυριώτερα ρεύματα που σημειώθηκαν.
Από πολύ νωρίς, από τον τρίτο κιόλας αιώνα άρχισεν η επίδοση και η μεγάλη διάδοση του πνεύματος του ασκητισμού. Είναι η εποχή του αγίου Αντωνίου και του Παχωμίου, των μεγάλων ασκητών της Αιγυπτιακής Ερήμου. Μέγα πλήθος Χριστιανών, που όλο και περισσότερο γίνεται, ασπάζονται τον μοναχικόν βίον, και καταφεύγουν στα μοναστήρια, τίς πόλεις των αγγέλων, όπως τα έλεγαν, ή διάγουν ζωή «ερημίτου», «αναχωρητού» σε απόμερα καταφύγια, σε σπηλιές, ή~πάνω σε στύλους αρχαίων οικοδομών. Ζητούν με την απόλυτη αυτή απόσπασή τους από τις μέριμνες της εγκόσμιας ζωής να εξασφαλίσουν την άνεση, την «σχολήν» και το πρόσφορο περιβάλλον που θα τους επιτρέψη να επιδοθούν στην τελείωσή των. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και ο μοναχισμός πήρε πολύ μεγάλη ανάπτυξη και απέκτησε μεγάλη ηθική επιβολή. Τόσο που οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες έπρεπε να έχουν υπ’ όψη τους την άποψη των μοναχών στις μεγάλες εκκλησιαστικές και θρησκευτικές, ακόμη και στις πολιτικές υποθέσεις. Ήταν φυσικό για μια κοινωνία όπως η Βυζαντινή, που ζητούσε όχι απλώς να συλλάβη το ρυθμό της αιωνιότητος, αλλά και να τον πραγματώση εδώ στην επίγεια ζωή της. Αυτό ακριβώς πίστευαν οι Βυζαντινοί ότι κατόρθωναν σε μεγαλύτερο βαθμό οι μοναχοί με τη ζωή που διάλεγαν. Αυτοί ήταν οι μύστες, να πούμε, για την αιωνιότητα. Αίρονταν από τα επίγεια και τα εγκόσμια προς τα ουράνια.
Σε όλη τη Βυζαντινή εποχή ο ασκητισμός απετέλεσε έναν από τους κύριους, αρκετές φορές τον ,κυριώτερο τόνο της ζωής. Ήταν φυσικό στους .κύκλους των ασκητών να είναι πιό έκδήλη η μυστική, ουσία του Χριστιανισμού. Όλη των η ζωή, ως τις μικρότερες λεπτομέρειες, πήρε σιγά σιγά μυστικό και συμβολικό νόημα, τέτοιο που να θυμίζη ή να κατατείνη προς τον κύριο σκοπό. Το ένδυμα του μοναχού, λέγει ο Άγιος Δωρόθεος (6ος αιώνας), δεν έχει χειρίδες, για να φωνάζη με τη γλώσσα του αυτή στο μοναχό, ότι δεν έχει χέρια για να κανη το κακό.
Δε συνειδητοποίησαν όμως οι μοναχοί αμέσως το πρόβλημά τους σε όλο του το βάθος, ούτε το είδαν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε στα ίδια θέματα. Έργο μας ακριβώς θα είναι να συλλάβωμε το βηματισμό του βυζαντινού, μυστικισμού στις κυριώτερες γραμμές του. Η συγκομιδή του είναι πολύ πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Μπορούμε, νομίζω, να ξεχωρίσωμε στο Βυζάντιο δυο μεγάλα ρεύματα ασκητισμού, που συνυπάρχουν πάντα.
Από τη μια έχομε τη λαϊκώτερη και εξωτερικώτερη μορφή του, αυτήν που επικρατούσε στους κύκλους των απλών μοναχών, αυτήν που διαμορφώθηκε κυρίως στην έρημο της Αιγύπτου. Κύριο θέμα του έχει ο μυστικισμός αυτός την πάλη «κατά της σαρκός». Παιδεύουν τη σάρκα και τη βασανίζουν, γιατί αυτή, σαν ύλη πού είναι, αποτελεί την ενσάρκωση του κακού. Ο ασκητισμός, αυτός στρέφεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις εξωτερικές πολλαπλές υποχρεώσεις του χριστιανικού βίου. Το προσφιλέστερο θέμα του είναι η πραγματεία περί των αρετών και των αντίστοιχών τους κακιών. Τα θέματά του μας θυμίζουν συχνά το αντίστοιχο ασκητικό πνεύμα του νεοπλατωνισμού (η ύλη το κακό), και τον ασκητισμό των κυνικών (η αρετή). Αυτόν τον λαϊκώτερο, τον εμπειρικό, τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό του Βυζαντίου γνωρίζομε μόνο σχεδόν και απάνω στις εκτροπές του στηρίζονται συχνά άδικες κρίσεις για το Βυζάντιο. Όμως και ο ασκητισμός αυτός έδωκεν έξοχους τύπους εναρέτων ανθρώπων, οσίων, αγίων.
***
Στην κορυφή τους στέκεται ο Άγιος Ιωάννης ο Κλίμαξ, ή ο σχολαστικός (525-(605). Τον είπαν σχολαστικό για τη μεγάλη του μόρφωση. Κλίμακα τον είπαν από το ομώνυμο σύγγραμά του.
Ο Κλίμαξ μας παρουσιάζει τον υψηλότερο βαθμό πνευματικότητας στον οποίο μπορούσε να φτάση ο λαϊκώτερος μυστικισμός. Σ’αυτόν βρήκαν τον ανώτεοο ερμηνευτή των, η δίψα για την τελειότητα, ή βαθειά αγάπη για την αγγελική πολιτεία (την κοινότητα των μοναχών), με λίγα λόγια η μοναστική αρετή. Το όνομα του μοναδικού έργου του, η Κλίμαξ, υποδηλώνει την ουράνια κλίμακα που είδε στ’ όνειρό του ο Ιακώβ. Τα 30 πάλι κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται, ή 30 σκαλοπάτια, υποδηλωνουν αλληγορικά τα 30 χρόνια της κρυφής ζωής, του Χριστού.
Η Κλίμαξ ήταν το προσφιλέστερο ανάγνωσμα των Βυζαντινών μοναχών, αλλά και των λαϊκών. Λίγα βιβλία διαβάστηκαν περισσότερο από αυτό. Πλήθος είναι τα χειρόγραφα που μας σώζονται. Οι πολλές έπειτα μεταφράσεις του στη Συριακή, τη Λατινική, την Ισπανική, τη Γαλλική και τις Σλαβικές, γλώσσες μαρτυρούν την εξάπλωση και την ακτινοβολία του στο εξωτερικό.
Ας δούμε τώρα το περιεχόμενο της Κλίμακος. Ο συγγραφεύς ξεκινά από την ιδέα ότι το μοναστήρι είναι η προπαρασκευαστική σχολή για τη μέλλουσα ζωή. Όλη του τη ζωή ο μοναχός την περνά εκεί σα μαθητής, σε σκληρό αγώνα για να κερδίση την τελειότητα. Αγώνα εναντίον του εαυτού του και εναντίον των άλλων. Η κλίμαξ έρχεται ακριβώς να του είναι.οδηγός, να του δείξη τη μέθοδο με την οποία κερδίζεται η μάχη και στεφανώνεται ο νικητής. Η μέθοδος αυτή είναι στο βάθος μια παιδαγωγία, ή καλύτερα μια ψυχαγωγία, όπως ήθελεν ο Πλάτων τη φιλοσοφία, με διαφορετικό βέβαια περιεχόμενο. Η ουσία είναι πώς θα οδηγήσης την ψυχή του ατελούς, του αμαρτωλού ανθρώπου, αφού κατανοήση το βόρβορο της αμαρτίας μέσα στον οποίο κυλιέται, να βρη τον τρόπο να στραφή προς το ανέσπερο φώς, το Θεό.
Για το δύσκολο αυτό έργο δεν μπορεί ο μοναχός -και τούτο αποτελεί ουσιωδέστατο χριστιανικό τόνο- να ελπίζη ότι μόνος του θα κερδίση την τελειότητα· αυτό θα ήταν η χειρότερη μορφή εγωϊσμού. Ο μοναχός πρέπει να φτάση την υπέρτατη ταπεινοφροσύνη, που θα εξαλείψη μέσα του κάθε ίχνος εγωϊσμού, και θα του δώση τη δύναμη να προσκολληθή στον οδηγό του, τον ποιμένα του. Ποιός είναι όμως ο αληθινός ποιμένας; Είναι, λέγει ο Κλίμαξ, εκείνος που μπορεί με την αγαθότητά του, με την ενεργό δράση και την προσευχή του να αναζητά και να ανευρίσκη τους απολωλότας. Τέτοια δύναμη μόνο απ’ το Θεό μπορεί να του έρχεται και από τους δικούς του αγώνες. Μέ τη δύναμή του αυτή μπορεί να σώζη το πλοίο όχι από τη θύελλα μόνο μπορεί να το ανασύρη ακόμη και από την άβυσσο. Ο αληθινός ποιμήν γνωρίζει το Θεό από εσωτερική έλλαμψη, που κάνει περιττά τα κείμενα. Δεν ταιριάζει στους δασκάλους να παιδαγωγούν με αντίγραφα, με γνώσεις δηλαδή που τους έρχονται απ’ έξω. Οι αληθινοί ποιμένες προσφέρουν στα πρόβατά των την ίδια των την ψυχή. Την από το Θεό δοσμένη τούτη σοφία θα την αναγνωρίση ο ποιμένας, όταν μπορεί να οδηγή στην τελειότητα όχι τους επιμελείς, αλλά τους δυσήνιους και άξεστους. Και δε θα παύη ποτέ να παίζη τον αυλό του «λόγου» στα πρόβατά του, ακόμη και όταν βόσκουν, ακόμη και όταν πηγαίνουν για ύπνο. Τίποτε δε φοβάται ο λύκος, όσο τον ήχο του ποιμενικού αυλού. Βλέπομε καθαρά, ότι πρότυπο για τον ποιμένα χρησιμεύει στον Κλίμακα ο ίδιος ο Χριστός, ο θείος ποιμήν. Ας δούμε τώρα, αφού βρήκε τον ποιμένα, τι μέθοδο θα ακολουθήση ο μοναχός. Αυτήν διαγράφουν τα 30 σκαλοπάτια.
Αφετηρία για την ευαγγελική ζωή είναι η παραίτηση από τα εγκόσμια, τέρμα η απάθεια στην οποία φτάνει κανείς με διαδοχική πρόοδο. Ο μοναχός είναι κατά τον Κλίμακα «τάξη και κατάσταση των ασωμάτων» μέσα σε ένα υλικό και ακάθαρτο σώμα. Και πώς μπορεί να κάμη κανείς-τον εαυτό του «οίκον ασωμάτων δυνάμεων» ; Θα αρχίση, όπως είπαμε, με παραίτηση όσο γίνεται πλήρη από τα εγκόσμια την παραίτηση αυτή από τα εξωτερικά πράγματα θα ακολουθήση η εσωτερική απόσπαση από τα πράγματα του κόσμου. Θα έλθη έπειτα η αποχώρηση από τον κόσμο. Αποχωρώ θα πη αποχωρίζομαι από όλα και τότε αποχωρίζομαι, όταν μέ το στοχασμό δένομαι αδιάσπαστα με το Θεό. Με την αποχώρηση γλυτώνομε από το είδωλο του όντος, τη ματαιότητα, την ανυπαρξία, και κερδίζομε το ον που αληθινά υπάρχει. Μόνο έτσι φτάνει κανείς την απάθεια που είναι «θάνατος της ψυχής και θάνατος του νου, πριν από το θάνατο του σώματος». Μ’ αυτό τον τρόπο ο ασκητής θα απομακρύνη τον εαυτό του από ό,τι γίνεται μέσα του και γύρω του στο ανθρώπινο μέτρο, και θα είναι έτοιμος να ντυθή ένα άλλο εγώ, να μπη σε άλλη ζωή, να δεχτή αυτόν που ξεπερνά τον άνθρωπο, το Θεό. Νεκρώνοντας μέσα του τον κόσμο ανασταίνεται στη θεωρητική ζωή. Η τόσο τέλεια τούτη αποχώρηση τον κάνει άξιο και της υπακοής, που είναι «νέκρωση των μελών μέσα σε ένα ζωντανό νου». Ο άνθρωπος που έφτασε την τέλεια υπακοή, τότε μόνο λυπάται όταν πιάνη τον εαυτό του να ακολουθή τη δική του θέληση.
Στην τέλεια απομόνωσή του θα έχη ο μοναχός πιστό σύντροφο τη μελέτη του θανάτου. Ο ιστορικός Προκόπιος είχε κιόλας ονομάσει τη ζωή του μοναχού «τέλεια μελέτη του θανάτου». Τι είναι όμως ο θάνατος; Θάνατος στην κυριολεξία του είναι ο χωρισμός από το Θεό. Ο αληθινός ασκητής θα θεωρήση χαμένη κάθε μέρα που θα την περάση χωρίς να πενθήση. Γιατί να πενθήση; Διότι η μελέτη του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος, και η μελέτη της στιγμής που παραδίνει το πνεύμα είναι ένας ατέλειωτος στεναγμός. Φοβάται ο ασκητής το θάνατο γιατί μπορεί να έλθη σε ώρα που δεν θα είναι έτοιμος· φοβάται το θάνατο που είναι χωρισμός από το Θεό, το θάνατο της θεωρίας, πoυ είναι ανάσταση στον κόσμο τούτον. Μελετώντας λοιπόν το θάνατο και πενθώντας αγωνίζεται ,εναντίον του θανάτου, εργάζεται για την αθανασία. «Είναι αλήθεια, λέγει ο Κλίμαξ, «παράξενο, ότι και οι Έλληνες είπαν κάτι ανάλογο, γιατί ορίζουν τη φιλοσοφία ως μελέτη του θανάτου». Έχει υπόψη του τον Πλατωνικό Φαίδωνα αλλά εκεί έχομε καθαρά διαλεκτική στάση ενώ εδώ η στάση είναι καθαρά μυστική.
Αφού ο μοναχός νικήση όλες τις αδυναμίες και τις κακίες της σάρκας και της ψυχής; αφού αποχωριστή από τον κόσμο, υψωθή με τη σκέψη πάνω από τη δημιουργία, με ζωηρή αγάπη για την αρετή και για το Θεό, τότε πια φτάνει στην άγια ησυχία του σώματος και της ψυχής, που τέλος της είναι η απάθεια, η ειρήνη της ψυχής λυτρωμένης από το σάλο των παθών. Του μένει ακόμη να ενωθή με το Θεό. Σ’ αυτό θα τον φέρη η προσευχή. Η προσευχή που είναι οικεία συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό. Στην τέλειά της μορφή είναι η προσευχή αρπαγή προς τον Θεόν.
Η σκέψη των ασκητών περιέχει, όπως είπαμε και πριν, πλήθος στοιχεία από την κυνική διατριβή και την αρετολογία των Στωϊκών και το νεοπλατωνικό θέμα της αποστροφής της ύλης. Δεν αποτελεί όμως αναγέννηση του πρακτικού λόγου των αρχαίων. Είναι περιττό και να το σημειώσωμε, ότι όλα τα ελληνικά στοιχεία είναι τώρα βαφτισμένα στο χριστιανικό κλίμα. Κύριες αρετές τώρα είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Και η πιο μεγάλη, λέγει ο Κλίμαξ, είναι η αγάπη.
Γνώρισμα της αγνής ψυχής είναι η αδιάκοπη αγάπη για το Θεό. Ενωμένη με αγνότητα η ψυχή με το Θεό δε θάχη καθόλου ανάγκη το νου να τη διδάξη. Θα έχη μέσα της, η μακάρια, τον αιώνιο νου μυσταγωγό και οδηγητή και φως. Δε φτάνει λοιπόν ο άνθρωπος στο Θεό με νοητική και διαλεκτική πορεία, αλλά με ερωτική προσκόλληση της ψυχής. Ο Κλίμαξ είναι ένας εραστής του Θεού. Στις 30 Μαρτίου αναφέρει το Μηνολόγιο για τον Κλίμακα, ότι έζησε 40 χρόνια ως αναχωρητής με ένα φλογερό έρωτα, ότι την ψυχή του πυρπολούσε το πυρ του θείου έρωτος·ο δρόμος του ήταν ακατάπαυτη προσευχή, ανεξήγητη αγάπη για το Θεό. Δεν έχει φτάσει ακόμη την ολοκλήρωσή του αυτός ο έρως· τονίζεται περισσότερο η αγάπη του ανθρώπου προς το Θεό, λιγώτερο η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Βρίσκεται ακόμη κάτω από την επίδραση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, που τον έβλεπε ως έρωτα για την αλήθεια. Την ολοκλήρωσή του ,θα την φτάση αργότερα, όπως θα δούμε, με τον Συμεώνα κυρίως το νέο Θεολόγο. Όπως κι αν έχη, και έτσι που είναι αυτή η ερωτική προσκόλληση της ψυχής προς το Θεό αποτελεί ένα σπουδαίο γεγονός εισάγει στη συναισθηματικτή ζωή τον πλούσιο εκείνο τόνο από τον οποίο πηγάζει ο ιδανισμός των νεωτέρων χρόνων. Εδώ στο Βυζάντιο και στην περιοχή της ,θεολογίας παίρνει ο Έρως το προβάδισμα.Η χριστιανική αίσθηση της αμαρτίας από τη μια, και η εξιδανίκευση της γυναίκας από την άλλη στο πρόσωπο της Παναγίας -(από τον 7ο κιόλας αιώνα παρουσιάζεται σε έντονο βαθμό η Μαριολατρεία, όπως ωνόμασαν την ιδιαίτερη τιμή προς το πρόσωπο της Παναγίας. Αλλά και το περίφημο ανέκδοτο του Θεοφίλου και της Κασσιανής, -ο πρώτος αντιπροσωπεύει το πνεύμα της Π. Διαθήκης για τη γυναίκα, ενώ η Κασσιανή αντιπροβάλλει το πνεύμα της Καινής Διαθήκης, δείχνει αυτή την πορεία προς την εξιδανίκευση της γυναίκας)- δίνουν το κλίμα μέσα στο οποίο αναφάνηκε σε όλη την ιδανική του λαμπρότητα ο έρως προς τον Χριστόν, που είναι ο νυμφίος της Εκκλησίας, αναρριπίζουν την ψυχή προς τα ύψη του μυστικού γάμου με τον Θεόν.
Όταν αργότερα η έξαρση αυτή στράφηκε και προς τις ανθρώπινες σχέσεις, τους χάρισε ένα υψηλό ιδανισμό, πήρε τη μορφή του ιπποτικού έρωτα, που βλέπει στη γυναίκα ανώτερο πλάσμα, ενσάρκωση των πιό ακριβών ιδανικών αρετής και αγνότητος. Με άλλα λόγια ο έρως των μυστικών προς τον Θεό βρίσκεται στη βάση, αποτελεί την πηγή, από την οποία απέρρευσε ο ιδανισμός που πήρε στους νεώτερους χρόνους ο έρωτας, και που αποτελεί μια από τις ουσιωδέστερες διαφορές ανάμεσα στον αρχαίο και το νεώτερο κόσμο.
Δε διαμορφώθηκαν λοιπόν εδώ στην Ανατολή μόνο τα πλαίσια της Ορθοδοξίας. Η ίδια αυτή Ορθοδοξία με τον μυστικόν έρωτα προς το Θεό αποκαλύπτει τον συναισθηματικό εκείνο πλούτο που πλημμυρίζει τη ζωή με έντονο και υψηλό ιδανισμό. Από την ελληνική Ανατολή διαδόθηκαν για πρώτη φορά σε όλη τη Χριστιανωσύνη τα ασκητικά κείμενα, και κυρίως, η Κλίμαξ, η γεμάτη από παλμούς του θείου έρωτος που πυρπολούσε την ψυχή των ασκητών.
Είπαμε ότι ο Κλίμαξ μας θυμίζει συχνά τους στωϊκούς και τους κυνικούς. Άκρον αγαθόν, αλήθεια, των στωϊκών ιδίως ήταν η απάθεια, η αταραξία της ψυχής, αυτή που επιτρέπει στο ηγεμονικό, το νου, να είναι τέλεια απερίσπαστος, πραγματικά ηγεμονικός. Και κατά τον Κλίμακα η απάθεια είναι το τελευταίο, το υψηλότερο σκαλοπάτι. Μ’ αυτήν ο άνθρωπος έχει νεκρώσει τα μέλη του, όχι όμως μόνο τα μέλη του έχει νεκρώσει και το νου του, τον ανθρώπινο, και το άτομό του και έχει φτάσει στον υψηλότερο βαθμό της υποταγής. Για τον Στωϊκό η απάθεια είναι σκοπός, ο έσχατος σκοπός, η τελειότητα του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος δέχεται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα του, εντάσσεται εκούσια στό ρυθμό του κόσμου, στο ρόλο που του ώρισεν ο Λόγος (ο Ζεύς). Κι’αν δη, λέγουν οι Στωϊκοί, ότι ο Λόγος του ώρισε να είναι βασιλιας θα δεχτή το ρόλο του βασιλια, αν δη ότι του ώρισε ναι είναι σαλτιμπάγκος, πάλι θα το δεχτή. Αυτή η εκούσια αποδοχή και εγκαρτέρηση αποτελεί την άκρα σοφία κατά τους Στωϊκούς. Για τους ασκητές, για τον Κλίμακα η απάθεια δεν είναι τέρμα, ούτε σκοπός αλλά μέσον. Είναι η κατάσταση στην οποία φτάνει ο άνθρωπος, αφoύ έκαμε ό,τι μπορούσε, ό,τι ήταν στό χέρι του. Είναι η άκρα ετοιμασία του, όχι για εγκαρτέρηση, αλλά για να ξεπεράση τον εαυτό του, νά δεχτή το φως; του Θεού, να παρουσιαστή στο Θεό. Είναι η προβαθμίδα για τη θέωση, που αποζητά ο μυστικός. Θέωση «καθ’ομοίωσιν», βέβαια, «κατά θείαν χάριν», όχι «κατ’ ουσίαν».

***
Δίπλα σ’ αυτό το μυστικισμό, που τον ονομάσαμε πρακτικό, και εμπειρικό, που δεν μπόρεσε να αφομοιώση και να μετουσιώση εντελώς, τα έλληνικά θέματα (ο Θεός μάλλον αγαπώμενος) ή να τα υπερνικήση (αποστροφή tης ύλης), και πού γι’ αυτό έμοιαζε πολλές φορές να κυνηγά εξωτερικά πράγματα, όσο κι αν ήθελε νά αποσπασθή από αυτά. -Καταντούσε, δηλαδή στείρος συχνά αγώνας κατά των εξωτερικών πειρασμών. -Δίπλα σ’ αυτόν έχομε σε. όλo το Βυζάντιο μια υψηλότερη μυστική θεορητική πορεία. Αυτή υπερνικά τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό της ερήμου, προσαρμόζει τέλεια τις φιλοσοφκές θέσεις, που χρησιμποιεί, στην ουσία του Χριστιανισμού, δίνει το χριστιανικό μυστικισμό στην ολοκληρωμένη μορφή του, και την ίδια ώοα είναι πιο γνήσια ελληνικός από τον πρώτο, που έχει και πολύ ανατολικό χρώμα.
Συνήθως βλέπομε στο Βυζάντιο τις πολλαπλές ανατολικές επιδράσεις, οι οποίες, λέμε, αλλοιώνουν το ελληνικό του βάθος. Δε βλέπομε όμως και τον έντονο αγώνα του Βυζαντίου εναντίον του κύματος των ανατολικών επιδράσεων, που, επειδή είναι αντίθετες στην ελληνική και την καθαρή χριστιανική του ουσία, αγωνίζεται να τις ανατρέψη και τις ανατρέπει, ή τις προσαρμόζει με. τρόπο που να μην αλλοιώνουν τη φύση του. Έτσι λόγου χάρη στην τέχνη, παρά τις αναμφισβήτητες ανατολικές επιδράσεις είναι εύκολο να ξεχωρίσωμε την ελληνική της ουσία στην αίσθηση της αρμονίας, στήν ευγένεια της γραμμής, στη σύνθεση. Το ίδιο και στη σκέψη. Είδαμε το Δαμασκηνό και το Φιλόπονο να απορρίπτουν τις λογής δεισιδαιμονίες, προλήψεις, μαγείες, αστρολογίες, εν ονόματι του λόγου και της χριστιανικής ευσεβείας. Το ίδιο παρατηρούμε και στον ασκητισμό.
Από πάλη κατά της σάρκας και κυριαρχικό ενδιαφέρον για τις εξωτερικές υποχρεώσεις του χριστιανικού βίου, μετατρέπεται σε μυστική πορεία προς την θέωση. Στρέφει δηλαδή το Βυζάντιο τον ασκητισμό σχεδόν αποκλειστικά στον εσωτερικό θρησκευτικό βίο, στην άμεση πνευματική .του σχέση προς τον Θεό. Στο δρόμο αυτό ήταν έτοιμος κιόλας να μπη ο Κλίμαξ. Το δρόμο αυτόν θα τον δούμε αμέσως πολύ καθαρά στον Μάξιμο και ολοκληρωμένο με την έξαρση του θείου έρωτος στον Συμεών τον νέο θεολόγο.

Δυτικός Μυστικισμός
Πριν συνεχίσωμε την ανάπτυξη του Βυζαντινού μυστικισμού θεωρώ καλό να φύγωμε για μια στιγμή από το Βυζάντιο και να περάσωμε, όχι στο Δυτικό Μεσαίωνα όπου από τον 13ο αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται σπουδαία ανάλογη κίνησι, αλλά στους νεωτέρους χρόνους, τον 17ο αιώνα της Γαλλίας, τον αιώνα της μεγάλης πνευματικής και πολιτικής της ακμής. Να κάμωμε μια μικρή επίσκεψη στο μεγάλο Πασκάλ. Μέγας μαθηματικός και μέγας σοφός. Ζούσε σε εποχή που είχεν αποκορυφωθή με τον Ντεκάρτ (Descartes) η εμπιστοσύνη του νεώτερου ανθρώπου προς το λόγο (raison) και οι άνθρωποι είχαν αναθέσει πάλι μόνο στο λόγο, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, το βαρύ, έργο να απαντήση σε όλες τις απορίες του πνεύματος, να οικοδομήση την αλήθεια. Αλλά ενώ ζούσε σ’ αυτό τον αιώνα, προικισμένος και ο ίδιος με μοναδικές πνευματικές ικανότητες που του επέτρεψαν να ανοίξη νέους δρόμους στην επιστημονική έρευνα; ενωρίς ανακάλυψε ότι η ψυχή του, ως προς τη θρησκεία, μένει ανικανοποίητη από το λόγο της επιστήμης; ότι η χριστιανική αλήθεια εδρεύει σε τάξη ανώτερη από την τάξη του ανθρωπίνου πνεύματος. «Για τούτο, λέγει, δε θα καταπιαστώ εδώ να αποδείξω με επιχειρήματα του φυσικού λόγου είτε την ύπαρξη του Θεού, είτε την Αγία Τριάδα, είτε την αθανασία της ψυχής, ούτε κανένα από τα πράγματα αυτού του είδους όχι μόνο γιατί δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου αρκετά δυνατό να βρη στη φύση κάτι, με το οποίο να πείσω αθέους που έχει σκληρυνθή η ψυχή τους, αλλά ακόμη γιατί αυτή η γνώση, χωρίς το Χριστό είναι άχρηστη και στείρα. Όταν ένας άνθρωπος θα είχε πεισθή ότι οι αναλογίες των αριθμών είναι αλήθειες άυλες, αιώνιες, και εξαρτώνται από μια. πρώτη αλήθεια, μέσον της οποίας υπάρχουν, και που την ονομάζουν Θεό,.δε θα τον εύρισκα πολύ προχωρημένο στη σωτηρία του. Ο Θεός των Χριστιανών δεν είναι απλώς ένας Θεός δημιουργός των γεωμετρικών αληθειών και της τάξεως των στοιχείων αυτό ανήκει στους ειδωλολάτρες και τους επικουρείους. Δεν είναι μόνο ένας Θεός που απλώνει την πρόνοιά του στη ζωή και τα αγαθά των ανθρώπων για να δώση σε κείνους που τον λατρεύουν μια ευτυχισμένη σειρά ετών αυτό είναι το μερδικό. των Εβραίων. Ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ, ο Θεός των Χριστιανών είναι Θεός αγάπης και παρηγοριάς, είναι Θεός που πλημμυρίζει την ψυχή και την καρδιά εκείνων, που τους κατακτά, είναι Θεός που τους κάνει να νοιώσουν μέσα τους την αθλιότητά των και το αμέτρητο έλεός του που ενώνεται μαζί τους στο βάθος της καρδιάς των που την γεμίζει με ταπεινοσύνη, χαρά, εμπιστοσύνη, αγάπη που κάνει τους πιστούς του ανίκανουs για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δική του αναζήτηση. Όλοι όσοι ζητούν το Θεό έξω από το Χριστό, και σταματούν στη φύση, ή δε βρίσκουν κανένα φως, που να τους ικαναποιή, ή φτάνουν στο σημείο να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους ένα μέσο για να γνωρίσουν το Θεό χωρίς μεσολαβητή (χωρίς Χριστό δηλαδή) και έτσι πέφτουν ή στον αθεϊσμό ή στο θεϊσμό, δυο πράγματα που η χριστιανική θρησκεία αποτροπιάζεται, σχεδόν στον ίδιο βαθμό». Νομίζει κανείς,ιδίως στα υπογραμμισμένα σημεία, ότι διαβάζει κείμενο του Συμεώνος. Ακριβώς γι’ αυτό παρέθεσα αυτά τα λόγια του Πασκάλ, για να δούμε πόσο οι μεγάλοι μυστικοί, όσο κι αν ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, δίνουν τα χέρια πάνω από τους αιώνες που τους χωρίζουν, και μιλούν την ίδια γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα τους υπαγορεύει η θεία ουσία που νοιώθουν να ενώνεται μαζί τους στο βάθος της καρδιάς των. Επιμένουν όλοι οι μεγάλοι μυστικοί στο μεσολαβητή Χριστό. Γιατί αυτός κάνει τη θρησκεία από πρόβλημα νου, πρόβλημα ψυχής και καρδιάς, από συλλογισμό, θεωρία, μαρτυρία, ζωή. Όταν, στη συνέχεια, ,θα μιλούμε για τον ησυχασμό, θα θυμηθούμε πάλι τον ΙΙασκάλ και για τους ίδιους λόγους.

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη
Ετικέτες: ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Share Button