Του μακαριστού Γέροντος Ευσεβίου Βίττη
Θερμὴ ἱκεσία.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
Τὶ μεγάλη τιμὴ γιὰ μένα τὸ πλάσμα Σου, νὰ Σὲ ὀνομάζω Πατέρα! Πόσον πλοῦτον δὲν κρύβει αὐτὴ ἡ λέξη: Πατέρας!
Κρύβει τὴν ἀπέραντη στοργή, ποὺ εἶναι ἀπερινόητη καὶ ἀπεριχώριτη στὸ μικρὸ καὶ περιωρισμένο μου μυαλό. Μιὰ ἀμυδρὴ καὶ μόλις διακρινόμενη εἰκόνα αὐτῆς τῆς στοργῆς μοῦ φανερώνει ἡ στοργὴ τοῦ ἀγαπημένου μου γήινου πατέρα μου. Ἐσύ, γιὰ νὰ νιώσουμε αὐτὴ τὴ στοργή Σου τὴν ἀκατανόητη, τὴν φύτεψες στὴν καρδιὰ τοῦ φυσικοῦ μου πατέρα. Καὶ ἔτσι μπορῶ, ὄχι βέβαια νὰ καταλάβω, ἀλλὰ νὰ διαισθανθῶ κάπως τὶ σημαίνει γιὰ μένα ἡ δική Σου στοργὴ ὡς οὐράνιου Πατέρα μου.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
Ὅμως ἐγώ, ἐπουράνιε Πατέρα, δὲν ξέρω τὶ θὰ πῆ πατέρας. Μοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ πατέρας μου πέθανε προτοῦ κὰν γεννηθῶ. Πατέρα μου Οὐράνιε. Πόσο πονοῦσε ἡ καρδιά μου, ὅταν ἥμουν παιδάκι! Ἔβλεπα τὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀγκαλιάζουν τὸν πατέρα τους, νὰ τὸν φιλοῦν καὶ νὰ φιλιοῦνται, νὰ τὰ κρατάη ἀπὸ τὸ χέρι στοργικά, νὰ τοὺς δείχνη τὴν προστασία του καὶ τόσα ἄλλα αἰσθήματα καὶ τόσες ἄλλες ἐκδηλώσεις καὶ πράξεις, δείγματα στοργῆς καὶ μέριμνας γονικῆς. Πόσο λαχταροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ εἶχα ἕναν πατέρα! Πόσο ἔνιωθα φτωχὸς καὶ στερημένος! Πόσο ἔκλαιγε ἡ καρδιά μου! Πόσο βασάνιζα τὴ φαντασία μου γιὰ νὰ ζωγραφίσω τουλάχιστον μέσα μου μιὰ κάποια εἰκόνα τοῦ πατέρα μου, ποὺ ἔφυγε προτοῦ νὰ τὸν ἰδῶ! Ὅμως τώρα πιά, ὅταν κατάλαβα τὸν ἑαυτό μου καὶ κάποια πράγματα, καὶ ἔμαθα γιὰ πρώτη φορὰ πὼς ἔχω Ἐσένα Πατέρα, πόσο γοητεύθηκα, πόσο χάρηκα καὶ πόσο νιώθω τώρα πλούσιος(α), ἀσφαλισμένος(η), μακάριος(α) ἀληθινά, γιατὶ ἀπόκτησα κι ἐγὼ Πατέρα. Ναί, Πατέρας μου εἶσαι Ἐσύ, ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μου! Σὲ εὐχαριστῶ Πατέρα μου ἐπουράνιε! Σὲ εὐχαριστῶ ὁλόψυχα!
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
Ἐγὼ ἀντίθετα, εἶχα ἢ ἔχω γήινον πατέρα, Πάτερ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὰ γιὰ μένα ἦταν κάτι τὸ τρομερό! Ὅταν γύριζε στὸ σπίτι μάλιστα μεθυσμένος καὶ ἀδιάντροπος, φοβερὸς καὶ τρομερός, πόσο τὸν φοβόμουν! Ἀκούγοντάς τον νὰ βλαστημάη μὲ ἀκατανόητες τότε γιὰ μένα, μὰ ἀηδιαστικὲς καὶ ἀπαίσιες τώρα γιὰ μένα λέξεις, ἔτρεμα σὰν τὸ ψάρι σύγκορμος (ἢ καὶ ἔνιωθα κοκκαλωμένος(η) ἀπὸ τὸν τρόμο. Μανούλα μου! ἔρχεται τὸ θηρίο, φώναζα τρομοκρατημένος(η) καὶ ἔπεφτα στὴν ἀγκαλιά της. Μόλις ὅμως ἄκουγα τὰ βήματά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, ἔφευγα πανικόβλητος καὶ κρυβόμουνα κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Καὶ μὲ συγκρατημένη τὴν ἀνάσα καὶ βουβὸ κλάμα ἄκουγα νὰ δέρνη τὴ μανούλα μου, καὶ ἡ παιδική μου καρδιὰ γινόταν κομμάτια. Γιὰ μένα πατέρας σήμαινε θηρίο ἀνήμερο, βάρβαρος ἄνθρωπος, κτηνώδης, βίαιος, ἐγκληματίας. Ἔπρεπε νὰ περάσουν χρόνια πολλὰ καὶ πονεμένα, γιὰ νὰ μάθω πὼς ἔχω ἕναν ἄλλο πατέρα, Ἐσένα Πλάστη μου οὐράνιε. Καὶ τότε κατάλαβα τὶ σημαίνει πατέρας. Καὶ σὲ ἀγάπησα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ σὲ λάτρεψα καὶ σὲ λατρεύω ὁλόψυχα πάντα ἀπὸ τότε.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
Ἐμένα ὁ πατέρας μου ἦταν ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος. Δὲν τὸν εἶδα ποτὲ νὰ μοῦ ἁπλώση τὸ χέρι. Τοῦ φαινόταν βάρος ἀβάσταχτο. Δὲν θυμᾶμαι νὰ σκύψη ποτὲ ἐπάνω μου, γιὰ νὰ μοῦ δώση ἕνα φιλί. Πάντα μὲ τὴν ἐφημερίδα στὸ χέρι ἢ προσηλωμένος στὴν τηλεόραση, μὲ ἀπέπεμπε, γιατὶ τοῦ χαλοῦσα τὴν ἡσυχία. Μοῦ ἦταν ξένος καὶ ἄγνωστος. Καὶ ἀποροῦσα ποιὸν ρόλο ἔπαιζε μέσα στὸ σπίτι μας. Δὲν τὸν ἄκουσα ποτὲ νὰ λέη ἕνα γλυκὸ λόγο στὴ μανούλα μου. Μόνο τὰ λεφτὰ ὑπολόγιζε, γι’ αὐτὰ μιλοῦσε ἢ γκρίνιαζε καὶ ποτὲ δὲν ἔνιωσα νὰ λέη κάτι γιὰ Σένα, Πατέρα Οὐράνιε. Μόνο γιὰ γήινα καὶ φθαρτὰ πράγματα μιλοῦσε, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχης Ἐσύ. Πόσο ὅμως ἄλλαξε γιὰ μένα ἡ ζωή, ὅταν συνειδοτοποίησα, πὼς ἔχω ἕναν πολὺ στοργικὸ καὶ ἀπέραντα τρυφερὸ πατέρα, Ἐσένα Πάτερ ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς!
Σὲ εὐχαριστῶ θερμά. Πόση ἀνακούφιση καὶ παρηγοριὰ βρίσκω κοντά Σου! Σοῦ μιλάω, ὅταν θέλω. Σοῦ λέω ὅ, τι θέλω ἐλεύθερα καὶ χωρὶς φόβο γιὰ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες μου, γιὰ τοὺς φόβους καὶ τὶς δυσκολίες μου χωρὶς νὰ τρομάζω καὶ νὰ χτυπάη ἡ καρδιά μου ἀπὸ φόβο μὴ τυχὸν πῶ κάτι ἀταίριαστο καὶ νιώσω πὼς θὰ μὲ εἰρωνευθῆς. Κάθε φορά, ποὺ μιλάω μαζί Σου Σὲ ἀγκαλιάζω νοερά. Ὢ, τὶ εὐτυχία νιώθω τότε! Πόση ἀσφάλεια, πόση βεβαιότητα, πόση ἐλπίδα καὶ αἰσιοδοξία, Πατέρα μου Οὐράνιε! Σὲ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα καὶ γιατὶ μὲ ἔμαθες νὰ ἀγαπῶ παρόλα αὐτὰ τὸν φυσικό μου πατέρα. Καὶ γιὰ χάρη Σου θὰ τὸν ἀγαπῶ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ μέχρις ὅτου κλείση τὰ μάτια του.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
Ἀλλά, Πατέρα μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ Σὲ παρακαλέσω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ γιὰ ὅσα παιδιά Σου δὲν Σὲ γνωρίζουν. Γιὰ ὅλα τὰ παιδιά, ποὺ ἡ λέξη πατέρας συμβαίνει νὰ μὴ λέη τίποτε ἢ νὰ σημαίνη ὅ, τι ξένο, ὅ, τι πρόξενο φόβου, ἀπέχθειας, ἀηδίας, ὀδύνης, μίσους, ἀποστροφῆς, ἀδιαφορίας, περιφρονήσεως, ἐκδικητικότητος καὶ ὅτι ἀνάλογό τους γιὰ τοὺς φυσικούς τους πατέρες, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται ἔτσι ἢ ἀλλιῶς στὸν τίτλο καὶ τὴν εὐλογημένη ἰδιότητα καὶ ἀποστολὴ τοῦ πατέρα. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους θὰ ἦθελαν νὰ ἔχουν πατέρα, ἀλλὰ δὲν τὸν γνώρισαν ποτέ.
Μαλάκωσε, Πατέρα μου, τὶς καρδιές τους, κάνε τους τρυφεροὺς καὶ στοργικοὺς στὰ παιδιά τους, κάνε τους προνοητικούς, προστατευτικούς, ἀληθινούς, γνήσιους πατέρες, εἰκόνες καὶ ἀντίγραφα λιγώτερο ἢ περισσότερο δικά Σου, ὅσο εἶναι αὐτὸ μπορετὸ γιὰ ἄνθρωπο, ὥστε νὰ σκορπίζουν χαρά, γέλιο, ἀσφάλεια, θάρρος, ἀγάπη, βεβαιότητα καὶ ἀμοιβαιότητα καὶ ὅτι ἄλλο ἀνάλογο χριειάζονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ ἕναν καὶ γιὰ ἕναν πατέρα, ἀντάξιο τοῦ ὀνόματός τους ὡς πατέρων, ὡς εἰκόνες Σου ζωντανές.
Πόσο θὰ Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων, Πατέρα μου, διαπιστώνοντας ὅ, τι Σοῦ ζητῶ ἐπίμονα καὶ μὲ θέρμη γιὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ γνωρίζω ποὺ δὲν ἔχουν κι ἂς ἔχουν, πατέρα. Καὶ πρὸ πάντων, πρὸ πάντων, νὰ γνωρίσουν Ἐσένα, οὐράνιε Πατέρα, ὥστε κι ἂν ὁ φυσικός τους πατέρας, δὲν ζῆ ἢ ἂν ζῆ, δὲν θέλει ἢ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πατέρας ὅπως πρέπει, ὅπως τὸν λαχταράει ἡ παιδικὴ πρὸ πάντων ψυχή, νὰ ἔχουν Ἐσένα, γλυκύτατε Πάτερ, πατέρα. Εἶμαι βέβαιος(η) πὼς δὲν Σοῦ ζητῶ κάτι παράλογο Πατέρα. Ἔτσι δὲν εἶναι; Σὲ εὐχαριστῶ.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
Νιώθω, Πατέρα μου, πὼς δὲν εἶμαι μόνος(η) μου στὴν γῆ ἐτούτη, κι ἂς μοῦ λείπουν κάποιοι ἢ ὅλοι οἱ δικοί μου, γιατὶ κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο νὰ διορθωθῆ. Τὸ ξέρεις καλὰ αὐτό. Καὶ ὅ, τι κι ἂν μοῦ συμβῆ τώρα, τὴ νύχτα ἐτούτη ἢ τὴ μέρα, ποὺ θὰ ἔχω τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ μὲ φυλάγης, ὅτι θὰ μὲ προστατεύης, ὅτι θὰ συμβαδίζης μαζί μου σὲ κάθε μου βῆμα, ὅτι θὰ μὲ φωτίζης σὲ κάθε δύσκολη περίσταση, ὅτι θὰ μὲ παρηγορῆς σὲ κάθε μου θλίψη, ὅτι θὰ χαίρεσαι στὶς χαρές μου, ὅτι θὰ μὲ ἀγαπᾶς ναί, θὰ μὲ ἀγαπᾶς πολύ.
Πατέρα μου, κάνε νὰ νιώθω τὴν εὐτυχία αὐτοῦ τοῦ θελτικοῦ λόγου, ὅτι εἶσαι Πατέρας μου, Ὢ, δὲν χρειάζεται νὰ βυθίζω τὰ βλέμματά μου στὰ γαλάζια χάη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου κατοικεῖς, γιατὶ εἶσαι μέσα στὴν καρδιά μου, Πατέρα μου. Καὶ ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεσαι, δὲν εἶναι οὐρανός, Πατέρα; Μάλιστα, μάλιστα, Πατέρα μου. Αὐτὴν τὴν ὥρα ἡ καρδιά μου μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει καὶ γίνεται ἀπέραντη ἔχοντας Ἐσένα μέσα μου, γιατὶ ἔχει γίνει οὐρανός. Καὶ ἔγινε οὐρανὸς μὲ ὅλη τὴ χαρά, ποὺ ἔχει πάντα ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ὅλη τὴ χαρά, ποὺ κυριαρχεῖ ἐκεῖ καὶ κάνει μακάριες τὶς οὐράνιες ὑπάρξεις, ποὺ μόνιμα κατοικοῦν ἐκεῖ.
Ὤ, ἂν ἡ καρδιά μου παραμένη ἀθώα, καθαρή, ἀρρύπωτη, πόσο ἡ μέρα μου θὰ εἶναι μέρα οὐράνια! Καὶ πιὸ εὐτυχισμένη καὶ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμή, ἂν μοῦ δοθῆ ἡ εὐκαιρία ἢν ἂν χρειασθῆ, ἂς ὑποφέρω κάτι γιὰ χάρη Σου, Πατέρα, ἂς κουραστῶ γιὰ Σένα, ἂς πονέσω γιὰ Σένα, ἂν αὐτὸ θὰ ἀπαιτηθῆ γιὰ χάρη κάποιων παιδιῶν Σου.
Εἶμαι ἔτοιμος/η, Πατέρα, γιὰ ὅλα. Καὶ γιὰ ὅ, τι θὰ μοῦ στείλης ἢ θὰ ἐπιτρέψης νὰ μοῦ συμβῆ· καὶ χαρὰ καὶ λύπη· καὶ κόπο καὶ ἀνάπαυση· καὶ ἐπιτυχία καὶ ἀποτυχία· καὶ νίκη, ἀλλὰ καὶ ·ἧττα. Γιατὶ τίποτε δὲν γίνεται χωρὶς τὸ θέλημά Σου ἢ κατὰ παραχώρησή Σου, εἶναι γιὰ μένα εὐλογημένο καὶ εὐαπόδεκτο, εἴτε τὸ καταλαβαίνω εἴτε ὄχι. Ξέρεις Ἐσὺ «ὧν χρείαν ἔχω». Σὲ εὐχαριστῶ, Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς!
Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου
Νὰ ἁγιασθῆ τὸ ὄνομά Σου Πάτερ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σημαίνει
Νὰ τὸ προφέρω μὲ σεβασμό. Καὶ θὰ ἤθελα ἀπὸ σήμερα νὰ κάνω τὴν προσευχή μου μὲ πιὸ ἀργὸ ρυθμό, ἤρεμα- ἤρεμα, χωρὶς βαισύνη καὶ πίεση, χωρὶς νὰ τὸ κάνω σὰν πάρεργο καὶ κάτι σὰν ἀγγαρεία, χωρὶς νὰ εἶναι μηχανικὴ καὶ κάτι σὰν ρουτίνα. Νὰ κάνω τὸ σταυρό μου εὐλαβικὰ καὶ σωστά. Νὰ κάνω τὸ κομποσκοίνι μου σιγὰ σιγὰ καὶ μὲ προσήλωση, ὅση μοῦ εἶναι δυνατή.
Θέλω αὐτὴ τὴ στιγμή, ἀλλὰ καὶ κάθε παρόμοια στιγμή, νὰ Σὲ νιώθω πιὸ πολὺ κοντά μου· νὰ αἰσθάνωμαι πὼς μὲ ἀκοῦς μὲ καλωσύνη καὶ ἀγαπητικά, πὼς μὲ παρατηρεῖς μὲ στοργικὴ τρυφερότητα, μὲ τρυφερὴ στοργικότητα.
Θέλω, Πατέρα μου, νὰ νιώθω τὴν καρδιά μου σὰν τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, τὴν Ἀγία Τράπεζα, τοῦ ἱεροῦ μας Ναοῦ καὶ νὰ Σοῦ προσφέρω σὲ αὐτὸ τὸν ἑαυτό μου «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν εὐάρεστον, τὴν λογικήν μου λατρεία» «μὴ συσχηματιζόμενον τῷ αἰῶνι τούτῳ ἀλλὰ μεταμορφούμενον τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός μου εἰς τὸ δοκιμάζειν τὸ θέλημά Σου τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον».
Νὰ ἁγιάζω τὸ ὄνομά Σου, σημαίνει νὰ τὸ π ρ ο φ έ ρ ω πιὸ συχνὰ πιὰ ἀγαπητικά, πιὸ θερμά, πιὸ εἰλικρινά, πιὸ ποθεινά. Θέλω κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ ἔχω τὸ ὄνομά Σου στὰ χείλη μου καὶ αὐτὸ σημαίνει, νὰ ἔχω πρὸ πάντων, ὅταν ἔχω νὰ κάνω κάτι σημαντικό, ὅταν ἔχω κάποια δυσκολία νὰ ξεπεράσω, ὅταν κάποιο πρόβλημα πρέπει νὰ λύσω. Νὰ τὸ ψυθιρίζω γλυκά-γλυκά. Γιατὶ τὸ ὄνομά Σου σημαίνει στοργή, σημαίνει ἀγάπη, σημαίνει σοφία, σημαίνει ὀμορφιά, σημαίνει τὸ πᾶν, πέρα κάθε φαντασία καὶ νοητὴ σύλληψη.
Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου
Ὤ, Πατέρα μου, Πατέρα! Εἶσαι μέσα στὴν καρδιά μου. Καὶ ἡ καρδιά μου εἶναι χῶρος τῆς ἀπόλυτης Δεσποτείας Σου καὶ ἐπικρατείας Σου. Ὄχι πὼς δὲν μπορεῖς νὰ κυριαρχήσεις μέσα μου. Πῶς θὰ ἦταν κάτι τέτοιο ἀδύνατο γιὰ τὴν παντοδυναμία Σου, ἀλλὰ θέλεις νὰ Σοῦ ἀνοίξω ἐγὼ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου, γιὰ νὰ μπῆς. Καὶ τὸ κάνω αὐτὸ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή, Πατέρα μου. Τὸ κάνω αὐτὸ μὲ ὅλη μου τὴ διάθεση καὶ ἀγάπη. Ἔλα, Πατέρα, βασίλεψε, Πατέρα στὴν καρδιά μου πέρα γιὰ πέρα. Καὶ ψυθίρισέ μου, Πατέρα τὶ θέλεις ἀπὸ μένα σήμερα; Ποιὲς εἶναι οἱ ἐντολές Σου γιὰ μένα τώρα. Ἀσφαλῶς τὰ καθήκοντα, ποὺ ἔχω νὰ ἐκπληρώσω, εἶναι γιὰ μένα οἱ ἀπ’ εὐθείας ἐντολές Σου. Δὲ θὰ τὶς παραμελήσω. Δὲ θὰ μεταχειρισθῶ ὁ, τιδήποτε, ποὺ θὰ σήμαινε νόθευσή τους ἢ παραχάραξή τους ἢ παραμέλησή τους.
Θὰ προσέξω τὶ θὰ μοῦ ποῦν οἱ ἀνώτεροί μου ἢ ὅσοι θὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκη μου, καὶ θὰ τοὺς θεωρήσω ὡς δικούς Σου ἐκπροσώπους, ποὺ θὰ μοῦ ποῦν ὅ, τι θὰ μοῦ ποῦν ὡς ἐντολὴ ἐν ὀνόματός Σου. Καὶ θὰ ὑπακούσω προθυμότατα.
Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ὁ τόνος τῆς φωνῆς τους, τὸ ὕφος τοῦ προσώπου τους, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἰπωθῆ ὅ, τι θὰ εἰπωθῆ.
Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καὶ δὲν πειράζει ἡ ἐνόχληση, ποὺ θὰ μοῦ διμιουργήση κάποια ἀπρόσμενη ἐντολή. Ἐγὼ θὰ ἀκούω Ἐσένα, Πατέρα μου, καὶ θὰ ὑπακούω σὲ ὅ, τι θὰ μοῦ λὲς διὰ μέσου τους ὁλόψυχα.
Βασιλεία Σου εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ καρδιὰ τῶν ἄλλων
Μάλιστα, Πατέρα μου καὶ Θεέ μου. Σὲ ποιὸν θὰ μπορέσω σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ Σένα; Τί συμβουλὲς θὰ χρειασθῆ ἴσως νὰ δώσω καὶ πῶς; Ποιὲς στιγμὲς θὰ μπορέσω νὰ διαλέξω, γιὰ
νὰ μὴν πληγώσω κανέναν,
νὰ μὴν ὑποτιμήσω κανέναν,
νὰ μὴν παραγνωρίσω κανέναν,
νὰ μὴν ταπεινώσω κανέναν,
νὰ μὴν παραθεωρήσω κανέναν,
νὰ μὴν παρασυρθῶ ἀπὸ «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλον» καὶ στενοχωρήσω κανέναν,
νὰ μὴν κινηθῶ ἀδιάκριτα καὶ βεβιασμένα,
ἀλλὰ πολὺ εὐγενικὰ καὶ ἤρεμα νὰ κάνω λόγο γιὰ
κάτι πνευματικό,
γιὰ κάτι,
ποὺ θὰ οἰκοδομήση
ποὺ θὰ ἐμπνεύση,
ποὺ θὰ δώση ἐλπίδα,
ποὺ θὰ στηρίξη,
ποὺ θὰ παρηγορήση
ποὺ θὰ δώση χαρά,
ποὺ θὰ τὸν φέρη πιὸ πολὺ κοντά Σου.
Ὤ, Πατέρα μου, Πατέρα! Δός μου τὴν εὐλογημένη αὐτὴ εὐκαιρία καὶ τὴ χαρὰ νὰ βοηθήσω κάποιον νὰ Σὲ ἀγαπήση σήμερα!Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
Νὰ γίνη νὰ γίνεται τὸ ἅγιο θέλημά Σου τὸ εὐλογημένο καὶ ἀξιαγάπητο θέλημά Σου, Πατέρα μου!
– Τὶ θὰ μοῦ στείλης σήμερα;
Ταπεινώσεις;
Ἀπογοητεύσεις;
Ἀντιθέσεις;
Ἀντιπαραθέσεις;
Σωματικοὺς πόνους;
Ὑλικὲς ζημιές;
Δυσάρεστο(α) γεγονός(τα),
ποὺ δὲν περίμενα, ποὺ δὲν θὰ ἤθελα μὲ κανένα τρόπο ὄχι μόνο νὰ μὴ μοῦ συμβῆ, ἀλλὰ οὔτε κὰν νὰ τὸ ἀκούσω, γιατὶ θὰ μάτωνε τὴν καρδιά μου, γιατὶ θὰ μοῦ ἀφαιροῦσε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία μου;
Μήπως
κάποιες ἀρνητικὲς ἢ ἄδικες κρίσεις γιὰ μένα;
κάποια ὑποψία ἀβάσιμη εἰς βάρος μου;
κάποια περιφρόνηση;
κάποια ὑποτίμησή μου;
κάποια παραγνώρησή μου;
κάποια πλήρη παραθεώρησή μου; ἢ καὶ ἀγνόησή μου;
Ὤ, ὅ, τι ἐπιτρέψης, Πατέρα μου, τὸ δέχομαι εὐχαρίστως ἐκ τῶν προτέρων. Καὶ ἄν κλάψω πολύ, σκούπισέ μου Ἐσὺ τὰ δάκρυά μου. Καὶ ἂν μὲ καταλάβη ἡ ἀδυναμία μου, στήριξέ με Ἐσὺ. Ὤ, μὴ μὲ παρεξηγήσης, Πατέρα μου, καὶ μὴν ἀγανακτήσεις, (καὶ δικαιολογημένα) εἰς βάρος μου. Ἂν πεισμώσω, τιμώρησέ με. Ἂν ἀποθαρρυνθῶ ἐνθάρρυνέ με. Ἂν πέσω, σήκωσέ με. Ἂν ἀπελπισθῶ, δῶσε μου κουράγιο.Ναὶ Πατέρα, γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου τὸ ἅγιο, τὸ ἱερὸ τὸ λατρευτό.
Καὶ ἀκόμα, Πατέρα μου, ἂν γιὰ τὴ δόξα Σου, θὰ χρειασθῆ νὰ ὑποφέρω, νὰ ταπεινωθῶ, νὰ ἐγκαταλειφθῶ, ἂς γίνη καὶ αὐτό. Μοῦ ἀρκεῖ νὰ δοξάζεσαι Ἐσύ. Καὶ ἐγώ … ὤ, γιὰ μένα, δὲν μὲ νοιάζει καθόλου, μὰ καθόλου! …
Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον
Ὤ, τὶ εὐτυχία, Πατέρα! Τὶ εὐτυχία νὰ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ Σένα! Νὰ ἐξαρτῶμαι γιὰ ὅλα καὶ γι’ αὐτὸ τὸ κομάτι ψωμιοῦ, ποὺ χρειάζεται τὸ γήινο σκῆνος μου, γιὰ νὰ ζήση. Ναί, Πατέρα. Εἶμαι παιδί Σου καὶ μὲ αὐτὴ τὴ βεβαιότητα Σοῦ ἁπλώνω τὸ χέρι μου.
Δῶσε μου τὸ ὑλικὸ ψωμί, Πατέρα, δηλαδὴ ὅ, τι μοῦ εἶναι ἀναγκαῖο, τροφή, ροῦχο, στέγη, ἀλλὰ μὴ μοῦ δίνεις Περισσότερα ἀπὸ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὴν ὕπραξή μου. Καὶ δῶσε μου καὶ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία νὰ μοιράζωμαι ὅ, τι μοῦ δίνεις, μὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ μένα, φροντίζοντας ἔτσι νὰ ἔχω «ἐλεήμονα καρδίαν» καὶ διάθεση τοῦ «διδόναι» «ἐκ ψυχῆς» καὶ ταυτόχρονα διάθεση νὰ μὴν ἐπιτρέπω στὴ βουλιμία νὰ μὲ κυριεύη, ἀλλὰ νὰ εἶμαι πάντοτε λιτός, ὀλιγαρκὴς καὶ πάντα φτωχότερος, ἂν μπορῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ πλουσιώτερος σὲ ἀγάπη καὶ εὐπραξία.
Δῶσε μου τὸν πνευματικὸν ἄρτον, Πατέρα, καὶ κάνε νὰ ἀκούσω ἢ νὰ διαβάσω κάποιον ἢ κάποιους ἀπὸ τοὺς λόγους ἐκείνους, ποὺ δίνουν φτερά, ποὺ ἀνεβάζουν εἰς «ὕψος νοητόν», ποὺ ἐξευγενίζουν τὴ σκέψη. Ποὺ ἐξαγιάζουν τὴν καρδιά.
Δῶσε μου, τὸν ἄρτον τῆς καρδιᾶς, Πατέρα μου, γιὰ νὰ νιώθω σήμερα, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμούλα, ὅτι Σὲ ἀγαπῶ ἀπέραντα καὶ ὅτι μὲ ἀγαπᾶς. Καὶ εὐδόκησε νὰ ἀφοσιωθῶ σὲ κάποιον μὲ ἀγάπη καὶ γιὰ ἀγάπη δική Σου. Πρὸ πάντων δέ, ἂν νιώθω ἀποστροφὴ γιὰ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἢ μοῦ εἶναι κουραστικὸ ἢ ἐνοχλητικὸ ἢ ἀδιάκριτο ἢ ἀπαιτητικό.
Δῶσε μου τὸν ἄρτον τῆς ψυχῆς, Πατέρα, τὸν «Ἄρτον τῆς Ζωῆς», τὸ «Ἄρτον τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ», τὸν Ἄρτον μὲ ἄλλα λόγια τὸν Εὐχαριστηριακό. Νὰ μπορῶ νὰ κοινωνῶ, ὅταν μπορῶ, νὰ μπορῶ νὰ θέλω, σύμφωνα μὲ ὅ, τι μοῦ ὡρίθσηκε στὴν ἐξομολόγηση μου. Καὶ αὐτὴν τὴ χάρη δώρισέ της ἐπίσης καὶ σὲ ὅσους ἀγαπῶ, σὲ ὅσους λαχταροῦν τὴν ἕνωσή τους μαζί Σου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τὸν ἀγαπημένο Σου Μονογενῆ, «τὸν θέντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» ὑπὲρ ἐμοῦ!
Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἐφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν
Ὅταν προφέρω τὴ λέξη συγγνώμη, αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη τὴν καρδιά μου ἀπὸ ὅλα, ὅσα τὴ βαραίνουν. Ὄχι, ὄχι, Πατέρα μου, δὲν θέλω μόνο νὰ διώχνω μακριά μου ἐξορίζοντας ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὸ μῖσος ἢ τὰ παράγωγά του εἰς ὕψος καὶ εἰς βάθος μέσα της. Θέλω νὰ ἐξαλείφω ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια θύμηση, ποὺ μὲ κάνει νὰ πονῶ.
Ὤ, Πατέρα μου, ἂν πρέπη νὰ μὲ συγχωρῆς, ὅπως καὶ ἐγὼ συγχωρῶ, τὶ εὐτυχία, τὶ χαρά, τὶ γλυκύτητα βασιλεύει μέσα μου! Ὅμως βλέπεις πὼς δὲ θέλω τὸ κακὸ κανενός. Τὸ ξέρεις πὼς τὰ ξεχνῶ ὅλα ἢ πιὸ σωστά, ἀγωνίζομαι νὰ τὰ ξεχνῶ ὅλα, νὰ ὅλα. Ἔτσι δὲν θέλεις, Πατέρα;
Μὲ ἔχουν πληγώσει κάποιοι
μὲ τὰ λόγια τους· τὸ ξεχνῶ·
μὲ τὶς πράξεις τους τὸ ξεχνῶ·
μὲ τὶς παραλείψεις τους· τὸ ξεχνῶ·
μὲ τὶς σκέψεις τους· τὸ ξεχνῶ·
μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους· τὸ ξεχνῶ.Εἶναι ὅμως ἀλήθεια, Πατέρα, πὼς καὶ ἐγὼ ἔχω πληγώσει πολλοὺς ἢ λίγους, δὲν ξέρω, μὲ τοὺς ἴδιους ἢ καὶ περισσότερους τρόπους, ποὺ ἀναφέρω πιὸ πάνω. Τὰ ξεχνᾶς ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι ἔτσι; Τὸ ξέρεις πὼς φρόντισα νὰ ζητήσω τὴ συγνώμη ἀπὸ ὅσους ξέρω πὼς πλήγωσα καὶ στεναχώρησα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους, ποὺ δὲν ξέρω ἢ δὲν θυμᾶμαι πὼς πλήγωσα, παρακαλῶ, πληροφόρησέ τους Ἐσύ, ζητώντας ἀπὸ Σένα τὴ συγνώμη γιὰ ὅ, τι ἔκανα εἰς βάρος τους ἐν γνώσει ἢ κυρίως ἐν ἀγνοίᾳ μου. Ὤ, Πατέρα μου εἶσαι τόσο ἀγαθός! Καὶ μάλιστα μὲ τέτοιο τρόπο καὶ σὲ τέτοιο βαθμὸ πολὺ ἀγαθός, ὥστε νὰ δείχνης τὴν ἀνεννόητη καλωσύνη Σου ἀκόμη καὶ στὸν ἀχρεῖο ἐμένα, τὸ πιὸ ἁμαρτωλὸ παιδί Σου, πρῶτο ἀνάμεσα καὶ στοὺς πιὸ ἁμαρτωλούς.
Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Πονηροῦ
Πατέρα μου, ξεκινώντας τώρα γιὰ τὸ ἔργο μου, γιὰ τὸν χῶρο, ὅπου πρέπει νὰ προσφέρω ὅ, τι ὀφείλω ὡς χρέος μου ἀνεξόφλητο καὶ ἀπασχόλησή μου, θὰ συναντήσω ἀσφαλῶς τὸ πειρασμό, τὸν ὅποιον πειρασμό, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ἐκ τῶν προτέρων. Ὤ, μεῖνε, μεῖνε μαζί μου! Ψιθύριζέ μου κάθε φορά «παιδί μου, πρέσεξε!» Τώρα ὑπάρχει πειρασμός!
Κάνε, νὰ μὴν ἐνεργήσω ποτὲ ἔτσι, ὥστε νὰ Σὲ πληγώσω, Πατέρα. Κι ἂν ἀτυχῶς τὸ κάνω, ἀπὸ ἀδυναμία ἢ ἀπροσεξία ἢ ραθυμία ἢ ἀμέλεια ἢ ὑψηλοφροσύνη ἢ λησμοσύνη ἢ ὅποιον ἄλλον λόγο, συγχώρησέ με καὶ κάνε ποτέ μου νὰ μὴν ξαναπέσω σ’ αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα. Καὶ ἂν παρουσιασθοῦν οἱ ἴδιες περιστάσεις, κάνε νὰ μὴν ὑποχωρῶ ποτέ. Ἀλλὰ ἂν παρὰ ταῦτα συμβῇ νὰ ὑποχωρήσω καὶ πάλι, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν πτώση μου, Πατέρα. Σήκωσέ με γρήγορα καὶ ἐγὼ στὰ γόνατα ζητώντας τὸ ἔλεός Σου καὶ φροντίζοντας, ὅσο πιὸ γρήγορα μπορῶ, θὰ καταφύγω στὸ ἱερὸ Ἐξομολογητήριο, ὅπου θὰ καταθέσω τὸ κρῖμα μου, ποὺ μὲ μόλυνε καὶ μὲ καταρράκωσε…
Ὤ, ἡ ἁμαρτία! Ναί, τὸ κακό, ποὺ μὲ βάζει σὲ πειρασμὸ καὶ «ὅ οὐ θέλω, τοῦτο πράσσω καὶ ὅ μισῶ, τοῦτο ποιῶ» κατ’ ἀντινομίαν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ δόλιο καὶ γοητευτικὸ δόλωμα, ποὺ μεθάει, μὲ ξεγελάει καὶ μὲ τυλίγει σὰν τὴν ἀράχνη στὰ δίχτυα τοῦ κακοῦ. Καὶ ἐγὼ μὲ μόνη τὴ θέλησή μου ἀδυνατῶ νὰ ἀντισταθῶ. Ἐλευθέρωσέ με, Πατέρα μου. Ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὴν καλοστημένη παγίδα τοῦ Πονηροῦ.
Καὶ ὅσα ἀρνητικὰ κι ἂν μοῦ συμβοῦν καὶ μοῦ δημιουργήσουν ἄλλης κατηγορίας πειρασμό, δὲν εἶναι παρὰ δοκιμασίες ἢ εὐκαιρίες ἐξιλασμοῦ καὶ καθαρμοῦ. Καὶ τὶς θέλω ἢ βοήθησέ με νὰ τὶς θέλω, γιατὶ τὶς θέλεις ἢ τὶς ἐπιτρέπεις Ἐσύ, Πατέρα. Ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία, τὴ σιχαμερὴ καὶ εἰδεχθῆ ἁμαρτία, ὄχι, ὄχι, ὄχι δὲν τὴν θέλεις καθόλου Ἐσύ. Καὶ πρέπει καὶ ἐγὼ νὰ μὴν τὴ θέλω, μὲ κανένα τρόπο. Δὲν πρέπει νὰ τὴ θέλω, γιατὶ δὲν τὴν θέλεις. Δὲν πρέπει νὰ ἀλληθωρίζω πρὸς τὸ μέρος της γιατὶ σοῦ εἶναι βδελυκτή. Καὶ ἀφοῦ Ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, πρέπει καὶ ἐγὼ ποτὲ νὰ μὴν τὴν θέλω. Βάλε αὐτὴν τὴν ἀποστροφὴ στὸ αἶμα μου στὶς ἶνες μου, στὴν καρδιά μου, σὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη. Γιὰ νὰ εἶμαι πάντα ἑνωμένος μαζί Σου. Γιὰ νὰ μὴ μοῦ ἀποκλεισθῆ ὁ δρόμος τοῦ Οὐρανοῦ. Γιὰ νὰ μὴ φοβοῦμαι οὔτε τὴ ζωὴ οὔτε τὸ θάνατο. Γιὰ νὰ μπορέσω νὰ Σὲ ἀντικρύσω κατάμματα καὶ ἀγαπητικά, ὅταν παρουσιασθῶ στὸ οὐράνιο βῆμα Σου καὶ θὰ Σὲ βλέπω καὶ θὰ μὲ βλέπης χωρὶς τὸ παραπέτασμα τοῦ παρόντος.
Πατέρα μου, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Χωρὶς Ἐσένα δὲν μπορῶ νὰ ζήσω πιά. Ἀλλὰ κι ἂν σὲ κάποια στιγμὴ ἀδυναμίας ξεγλιστρήσω καὶ πέσω ἢ κάνω κάποια βήματα προδοτικὰ τῆς ἀγάπης μου γιὰ Σένα, ἄκουσε τὴν κραυγὴ τῆς ἱκεσίας, ποὺ Σοῦ ἀπευθύνω ἐτούτη τὴ στιγμὴ μὲ ὅλη μου τὴν εἰλικρίνεια: Δὲν τὴν θέλω τὴν ἁμαρτία, ὅποια κι ἂν εἶναι, ὅ, τι κι ἂν μοῦ ὑπόσχεται, ὅσο γοητευτικὴ κι ἂν μοῦ φαντάζει. Δὲν τὴν θέλω! Τὴν ἀποστρέφομαι μὲ ὅση δύναμη διαθέτω, τὴν ἀποδοκιμάζω «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μου, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου», γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Σου καὶ ἀγωνίζομαι νὰ εἶναι καὶ τὸ δικό μου θέλημα.
***********************
Φεύγω, Πατέρα μου. Φεύγω ἀπὸ τὸ σπίτι μου γιὰ ἐκεῖ, ὅπου καλοῦμαι σήμερα, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι τὸ χρέος μου. Ὅμως ἔχω μέσα μου, δίπλα μου, ἐπάνω μου, γύρω μου Ἐσένα, Πατέρα. «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, Σὺ ὑπάρχεις ἐκεῖ. Ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην πάρει. Ἐὰν κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ Σου καθοδηγήσει με καὶ καθέξει με ἡ δεξιά Σου». Ἀλληλούϊα.
Μεῖνε λοιπὸν μαζί μου, Πατέρα, ὅπου κι’ ἂν πάω καὶ ὅπου κι ἂν βρεθῶ. Ἂς δουλεύω μαζί Σου, ὅπου δουλεύω. Ἂν πονέσω, ἂς πονέσω, ἀλλὰ μαζί Σου. Ἂς δοθῶ, ἂν χρειασθῆ, στὸ ἔργο μου, στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς πονεμένους, στὰ παιδιά Σου, ἀλλὰ μαζί Σου, ὦ Πάτερ ἡμῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, πάντα μαζί Σου!
Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν!
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”