Παύλος Ευδοκίμωφ Μοναχισμός

92792992793122wi8

Το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο νου είναι αυτό του Μεγ. Αντωνίου, του πατέρα του Μοναχισμού. (Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε, περίπου, από το 250 μέχρι το 350), Ενώ ακόμη ήταν σε νεαρή ηλικία, η σκέψη του αιχμαλωτίστηκε από τα λόγια του Χριστού: «Ει θέλεις τέλειος γενέσθαι, ύπαγε, και πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος αυτά τοις πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς και δεύρο ακολούθει μοι». Πόσο πλούσια σε νόημα είναι αυτά τα λόγια! Η κλήση για την τελειότητα, η ολοκληρωτική απάρνηση του εαυτού μας, η αφιέρωσή του, η προσφορά της ύπαρξης και της ζωής μας, η απόλυτη αφοσίωση στον ταπεινό Χριστό, όπως λένε οι μεγάλοι Πατέρες, και τέλος, η εσχατολογική θέα του εν ουρανοίς θησαυρού, η φλογερή νοσταλγία της Βασιλείας του Θεού.
Ο Μέγας Αντώνιος εγκατέλειψε τον κόσμο, όχι σαν ένας ονειροπόλος που αναζητούσε ένα απραγματοποίητο όνειρο, αλλά με την ώθηση του Αγίου Πνεύματος. Έφυγε βαθειά μέσα στην έρημο, όπως ακριβώς έκανε ο Χριστός μετά τη βάπτισή του. «Θα τον οδηγήσω μέσα στην άγονη έρημο και εκεί θα μιλήσω στην καρδιά του» (Ωσηέ 2, 14). Τα λόγια του Ωσηέ τονίζουν κάτι πολύ άμεσο· μιαν ελευθερία, μια καταπληκτική σχέση κοινωνίας ανάμεσα στον Θεό και τους απλούς στην καρδιά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι Πατέρες της έρημου δεν θέσπισαν κανόνες από φόβο μήπως αυτοί οι κανόνες υποκαταστήσουν με τον νόμο την θαυμαστή ελευθερία του Ευαγγελίου. Δεν υπήρχαν επίσης ούτε υποσχέσεις. Ήταν πολύ αργότερα που καθιερώθηκε ένα ομοιόμορφο τυπικό με την αναπόφευκτη δημοκρατικοποίηση. Και τούτο εξαιτίας της μαζικής εισροής του πλήθους, ώστε να αποφευχθούν οι καταχρήσεις καθώς επίσης και για το γενικότερο καλό όσων δεν μπορούσαν να ανεβούν στις κορυφές.
Το δεύτερο όνομα είναι αυτό του Αγίου Παχωμίου (253-346), ενός νεαρού στρατιώτη που ελκύστηκε από την Χριστιανική κοινότητα. Το στρατιωτικό παρελθόν του και οι εμπειρίες του μέσα στην κοινότητα τον κατέστησαν θεμελιωτή της πρώτης κανονικής μοναστικής αδελφότητας. Μετά τον θάνατό του οι μαθητές του εισήγαγαν για πρώτη φορά τις μοναχικές υποσχέσεις.
Ο Μέγας Βασίλειος (329-379) έδειξε αποκλειστική προτίμηση στο «Κοινόβιο», τη μοναχική ζωή μέσα σε μια οργανωμένη κοινότητα. Τα χαρακτηριστικά του είναι τα εξής:
1. Η κοινή χρήση των αγαθών, κατά προτίμηση των Αποστολικών κοινοτήτων.
2. Η καλλιέργεια της αγάπης.
3. Η πτωχεία ως μέσο επίτευξης της ελευθερίας του πνεύματος.
Πατέρας του ανατολικού μοναχισμού (δεν υπάρχουν διαφορετικά μοναστικά τάγματα, όλα είναι «Βασιλειανά», διαφέρουν μονάχα κατά την κλήση στο εσωτερικό κάθε κοινοβίου) ο άγιος Βασίλειος συνέταξε για όλους μοναστικούς κανόνες. (Τα «Ηθικά» του αποτελούνται από χωρία της Αγίας Γραφής χωρισμένα σε κεφάλαια. Η πρόθεση του είναι ξεκάθαρη: να ακολουθείς βήμα-βήμα το θέλημα του Χρίστου). Θα πρέπει όμως να τονιστεί μια ιδιαιτερότητα: οι μοναχικές αδελφότητες κατευθύνονταν από ένα ηγούμενο (συχνά απλό μοναχό) που τον διάλεγαν οι ίδιοι οι μοναχοί. Αυτός είναι και ο ουσιαστικά χαρισματικός χαρακτήρας του μοναχισμού, η αποστολή του οποίου βρίσκεται πέρα από κάθε ιερατικό καθήκον. Οι ιερείς δεν παίζουν κανένα ρόλο στη μοναχική ζωή, έκτος από την τέλεση των μυστηρίων.
Ο άγιος Βενέδικτος (480-547) παίρνει κατά γράμμα τους κανόνες του αγίου Βασιλείου, τους συμπληρώνει και γίνεται ο Πατέρας του δυτικού μοναχισμού. Θεμέλια της κοινοβιακής ζωής ορίζονται η προσευχή, η εργασία και η ανάγνωση των Γραφών. Ο Καρλομάγνος επιβάλλει αυτούς τους «Βενεδικτίνιους» κανόνες σε όλα τα κοινόβια της Αυτοκρατορίας του.
Οι καταβολές του μοναχισμού
Ιστορικά ο μοναχισμός ερμηνεύεται ως η πιό ριζοσπαστική αντίδραση στο κακό και στην κυριαρχία του στον κόσμο. Προτάσσει ένα κατηγορηματικό όχι σε κάθε συμβιβασμό, σε κάθε κομφορμισμό. Η πραγματικά ευαγγελική του βία επέβαλε την εγκατάλειψη των αμφιταλαντεύσεων και των συγκεχυμένων μορφών αυτού του κόσμου και έδωσε την ιδέα της ίδρυσης μιας πολιτείας μοναχών στις παρυφές του κόσμου. Η νοσταλγία για την Βασιλεία του Θεού ήταν στους αντίποδες μιας πολύ ανθρώπινης Αυτοκρατορίας που πολύ γρήγορα, ίσως, ονομάστηκε Χριστιανική Αυτοκρατορία.
Θα πρέπει συνακόλουθα να τονιστεί ότι στην εποχή των διωγμών η φανέρωση Χριστιανικής πίστης στον ύψιστο βαθμό, η μαρτυρία της φυτρωμένη σαν αγκάθι στη σάρκα του κόσμου, προερχόταν από τους μάρτυρες που η Εκκλησία τιμά σαν νάναι η καρδιά της και τους αποκαλεί «τετρωμένους διά την αγάπην του Χριστού». Ο μάρτυρας κηρύττει τον Χριστό δίνοντας τον εαυτό του «θέαμα» ενώπιον του Θεού, των αγγέλων και των ανθρώπων. Αναδείχνεται σε ζωντανό και πολύ χτυπητό σύμβολο μιας ολοκληρωτικής πίστης στον Χριστό. Ο Ωριγένης έγραψε κάτι πολύ σκληρό για όλους μας, λέγοντας ότι ο καιρός της ειρήνης ευνοεί τον Σατανά, που κλέβει τους μάρτυρες από τον Χριστό και τη δόξα από την Εκκλησία. Υπάρχει μια ξεχωριστή παρουσία του Χριστού μέσα στην ψυχή του μάρτυρα, με τη ζωντανή αναβίωση της Σταύρωσής Του. «Μπορείτε να πιείτε το ποτήριο από το οποίο εγώ πίνω;» ρωτά ο Κύριος μας τους Αποστόλους. Και οι Απόστολοι πίνουν με τη σειρά. Σύμφωνα με το χωρίο αυτό, η ζωή του μάρτυρα γίνεται σύμμορφη με το Ευχαριστιακό Ποτήριο. Ακλουθώντας την πιο αρχαία παράδοση, κάθε μάρτυρας τη στιγμή του θανάτου του μιμείται τον ευγνώμονα ληστή και εισέρχεται αμέσως στη Βασιλεία του Θεού.
Το διάταγμα της ανεξιθρησκίας του Μεγ. Κωνσταντίνου βάζει την Εκκλησία μέσα στην Ιστορία και της προσφέρει ένα νομικό status (καθεστώς) και μια ύπαρξη «ειρηνική» αφού προστατεύεται από το νόμο τhς πολιτείας. Από κει και πέρα h μαρτυρία που δίνουν οι μάρτυρες γι’ αυτό το ένα «ου έστι χρεία» και τον έσχατο σκοπό της ύπαρξης, πέρασε στον Μοναχισμό και εκεί μεταμορφώνεται σε χαρισματική λειτουργία του εσχατολογικού μαξιμαλισμού. Η μοναστική πολιτεία θα θεωρηθεί δεύτερο βάπτισμα. Έτσι το «βάπτισμα της ασκήσεως» αντικαθιστά το «βάπτισμα του αίματος» των μαρτύρων.
Ο περίφημος βίος του Αγίου Αντωνίου, γραμμένος από τον Άγιο Αθανάσιο, περιγράφει αυτόν τον πατέρα του Μοναχισμού ως «τον πρώτο που πέτυχε την αγιότητα χωρίς να γευτεί το μαρτύριο».
Αυτός που αποδέχεται το κάλεσμα του ευαγγελίου για τελειότητα γίνεται ισαπόστολος, εξηγεί ο Άγιος Συμεών. Όπως τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, μπορεί να γυρίσει στους ανθρώπους και να τους πει ότι έχει δει τον Θεό. Μπορεί και πρέπει. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Ο μοναχός είναι ο κατ’ εξοχήν μάρτυρας των εσχάτων, ένας απόστολος της ευαγγελικής τελειότητας. Η φοβερή Θηβαΐδα, λίκνο τόσων γιγάντων του πνεύματος, η άγονη και καυτή έρημος, καταυγάστηκε από το φως τους. Αυτοί οι θαυμαστοί διδάσκαλοι της εμπειρικής γνώσης δίδασκαν τη λεπτή τέχνη να ζεις σύμφωνα με την απόλυτη διάσταση του Ευαγγελίου. Στην ησυχία των κελλιών τους, σ’ αυτό το σχολείο των «Θεοδιδάκτων», άρχισε σιγά-σιγά να γεννιέται η νέα ύπαρξη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τουλάχιστον εδώ, απέναντι στους συμβιβασμούς του κόσμου, έχει επιτευχθεί η μετάνοια για την οποία μιλά το Ευαγγέλιο, αυτή η αναστροφή ολόκληρης της οικονομίας της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτή η μεταμόρφωση της δεύτερης γέννησης.
Μήπως αυτή είναι η αξεπέραστη αντίθεση ανάμεσα στην έρημο και στην Αυτοκρατορία; Είναι δυνατό να την θεωρήσουμε μια αντιπαράθεση, μια χτυπητή αντίθεση, όχι όμως μια ρήξη. Οι δύο δρόμοι της ζωής, ο ένας μέσα στον κόσμο και ο άλλος στο περιθώριο του κόσμου, εμφανίζονται συμπληρωματικοί. Στην ιδανική τους κατάσταση κινούνται μέσα στην ίδια πραγματικότητα, δικαιώνοντας ο ένας τον άλλο, ώστε να ανταποκριθούν στη πληρότητα που κυοφορεί η ενανθρώπηση. Οι μοναχοί εγκαταλείπουν αυτό τον κόσμο για να τον ευλογήσουν αμέσως μετά στην έρημο και να τον βαστάξουν στην αδιάλειπτη προσευχή. Είναι ίσα-ίσα στην κορύφωση της πίστης των μοναχών που βρίσκει ο κόσμος τα πραγματικά του κριτήρια, την κλίμακα σύγκρισης, τον «κανόνα ζωής», το αλάτι που εξουδετερώνει την σήψη. Επιδιώκοντας το αδύνατο, ο μοναχισμός σώζει τον κόσμο από την πιο φοβερή αυτάρκεια: Τήν αυτοπεποίθηση, την αυτοϊκανοποίηση, την αυτολατρεία. Στη διαμόρφωση του Χριστιανικού τύπου, ο οποίος ξεπερνά όλους τους κοινωνικούς τύπους, στην ίδια την καινοτομία του «καινού ανθρώπου», ο μοναχικός ασκητισμός έπαιξε έναν αποφασιστικό παιδαγωγικό ρόλο. Το πνεύμα της προσευχής και της λατρείας που τον διακατέχει, η διάκριση των πνευμάτων, η καλλιέργεια της πνευματικής εγρήγορσης, η στρατηγική του στον «αόρατο πόλεμο» με τις δαιμονικές δυνάμεις, η γνώση της ανθρώπινης καρδιάς και ο έλεγχος του πνευματικού πάνω στο σαρκικό φτάνουν σ’ ένα θαυμαστό επίπεδο τελειότητας και γίνονται «ο καθρέφτης της συνείδησης» στον οποίο ο κόσμος μπορεί να καθρεφτιστεί και να κρίνει τον εαυτό του. Ο δρόμος βέβαια είναι όλο εμπόδια. Πρέπει να ξεπεραστεί η εύκολη περιφρόνηση του ανθρώπινου και με αφετηρία τον ασκητισμό να αποκατασταθεί η ύλη, το σώμα, η αναστημένη σάρκα. Αντίθετα με την άποψη που επικρατεί, ο μοναχός δεν είναι αυτός που περιορίζει την ύπαρξή του, αλλά αυτός που τη διαστέλλει, αυτός που ζει αληθινά κατ’ εικόνα του Θεού του ζώντος. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο μοναχισμός δεν είναι καθόλου μια «φιλοσοφία της αρετής» ή χειρότερα ένα «σύστημα αρετών», αλλά η εμπειρική συμμετοχή, η αδιάλειπτη κοινωνία με το «απολύτως έτερον». Να, γιατί ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνεχώς μας λέει ότι αυτό που αρμόζει στον μοναχό είναι ο ακλόνητος έρωτας για τον Θεό, τον οποίο πρέπει να αγαπά όπως ο εραστής αγαπά την αγαπημένη του. Σύμφωνα με τους μαθητές του, ο ίδιος, «φλεγόμενος από θείον έρωτα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αδιάλειπτη προσεχή, τίποτα άλλο παρά ανέκφραστη αγάπη για το Θεό». Οι Πατέρες της ερήμου ποτέ δεν σταμάτησαν να μας επαναλαμβάνουν ότι κανένας μοναχισμός και καμιά ιδιωτική γνώση της αγάπης δεν προσεγγίζει τον Θεό. Ωστόσο ο πραγματικός μοναχισμός ποτέ δεν οδηγεί στην απομόνωση αφού το καθήκον του δεν είναι μονάχα να ενώσει τον άνθρωπο με την Αγία Τριάδα, αλλά να εκφράσει την αλήθεια για τον άνθρωπο ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ο αγγελισμός της μοναστικής κλήσης
Πρέπει να προσδιορίσουμε τη σημασία αυτού του όρου. Τα λειτουργικά κείμενα αποκαλούν τους μοναχούς ισαγγέλους, ή ακόμη επίγειους αγγέλους συσχηματίζοντάς τους με την σταυρωμένη αγάπη. Ένας μοναχός δεν είναι ένας υπεράνθρωπος, αλλά αυτός που βρίσκει την αλήθειά του αναγνωρίζοντας τη λειτουργική του οντότητα.
Είναι ο άνθρωπος του Sactus, αυτός που ζει με όλο του το είναι: «Υμνώ τον Θεόν μου έως υπάρχω». Για να ανταποκριθεί σ’ αυτή την κλήση του δόθηκε η χάρη: «…εσφραγίσθητε τω Πνεύματι της επαγγελίας τω Αγίω, ος έστιν αρραβών της κληρονομιάς ημών… εις έπαινον της δόξης αυτού» (Εφεσ. 1-14).
Δεν είναι αυτός που κάνει προσευχή, αλλά αυτός που είναι προσευχή σαρκωμένη. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνθέτει θαυμάσια τη ζωή του: «Πορεύομαι δοξολογώντάς σε». « Η δόξα σου Χριστέ, είναι ο άνθρωπος που έθεσες άγγελο και υμνωδό της ακτινοβολίας Σου, μοναδική προσφορά που μου απομένει από όλα όσα βρίσκονται στην δικαιοδοσία μου» λέει ο άγιος Γρηγόριος. Ανάλογα και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς: «φωτισμένος… ήδη σε τούτη εδώ τη γη, ο άνθρωπος γίνεται όλος θαύμα. Συναγωνίζεται τις ουράνιες δυνάμεις σε αδιάκοπη υμνολογία· μένοντας στη γη, ίδιος άγγελος, οδηγεί στο Θεό κάθε δημιούργημα».
Τα λόγια «ει θέλεις τέλειος γενέσθαι πώλησον τα υπάρχοντά σου», οι μοναχοί το κατανόησαν ως «πώλησε όλα όσα είσαι». Αυτή είναι η ολοκληρωτική αφιέρωση της ίδιας μας της ύπαρξης. Αφού δώσουμε όλα όσα έχουμε, ύστερα προσφέρουμε όλα όσα είμαστε. Είναι αυτό το ένα «ου έστι χρεία», για το οποίο μιλά το Ευαγγέλιο, που κάνει τους μοναχούς «βιαστές που αρπάζουν την Βασιλεία του Θεού», μάρτυρες της έσχατης πραγματικότητας που ζουν από τώρα την «πρώτη ανάσταση». Να γιατί την εποχή των Πατέρων της Εκκλησίας η αποστολικότητα δεν είχε να κάμει με ειδική ιεραποστολική δράση· η έκφραση «αποστολικός άνδρας» προϋπέθετε τον άνθρωπο εκείνο που με την κλήση του Θεού έκανε πράξη τις υποσχέσεις του Ευαγγελίου του Μάρκου (16, 17-18). Ο άνθρωπος ξέπεσε πιο κάτω από τον εαυτό του, όμως ο μοναχισμός τον ανυψώνει πάνω από τον εαυτό του και του δίνει πίσω την ανθρώπινή του αξιοπρέπεια, την θαυμαστή, του ανακαινισμένου εν Χριστώ.
Το θαύμα στο γάμο της Κανά είναι η κλασσική εικόνα της μεταμόρφωσης της ανθρώπινης ύπαρξης· είναι η μετάνοια, η παλιγγενεσία, ο πραγματικός θάνατος και η ακόμη πιο πραγματική ανάσταση. «Όλα γίνονται καινά», αναφωνεί ο Απόστολος Παύλος. Σχετικά με το νόημα της γύμνωσης του ανθρώπου στην ώρα του βαπτίσματος, ο Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «Τώρα προσεγγίζουμε το αληθινό φως χωρίς να παίρνουμε τίποτα μαζί μας… Αφήνουμε τους δερμάτινους χιτώνες και δείχνουμε ότι επιστρέφουμε από τον ίδιο δρόμο και σπεύδουμε προς τους βασιλικούς χιτώνες… Έτσι το νερό αυτό καταστρέφει τη μια ζωή και φέρνει την άλλη στην επιφάνεια».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλά για μιαν άλλη ανθρώπινη φύση· γι’ αυτόν, το πρόσωπο που δεν καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ανθρώπινη ύπαρξη. Το θαυμάσιο νόημα του μοναχισμού είναι ακριβώς αυτός ο δυναμισμός, αυτή η βία, αυτός ο μαξιμαλισμός που επιδιώκει μόνο το έσχατο, αυτή η μωρία για την οποία μιλά ο Απόστολος Παύλος. Ενώ η κοινή λογική επιμένει ότι «ο Θεός δεν ζητά τόσα πολλά», ο μοναχισμός διακηρύσσει ubi et orbi (σ’ ολόκληρο τον κόσμο) ότι «Θεός ζηλωτής και εκδικών Κύριος, Κύριος μακρόθυμος και μεγάλη η ισχύς αυτού».
Το αληθινό νόημα της «συνέργειας»
(η συμμετοχή του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας)
Μήπως πρόκειται για τιτανισμό των φυσικών δυνάμεων; Για μια ακόμη φορά, μπροστά σε τόσες παρεξηγήσεις, πρέπει να στραφούμε στις πηγές. Σύμφωνα με τους ασκητές, οι «αρετές» δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον δυναμισμό του ανθρώπου τον ενεργοποιημένο με την παρουσία του Θεού. Οι πατέρες διακρίνουν μεταξύ της ελευθερίας, της ελευθερίας της βουλήσεως και της ελευθερίας των έργων. Μας βεβαιώνουν για την ελευθερία της επιθυμίας για σωτηρία και θεραπεία αφήνοντας την δραστική ενέργεια αποκλειστικά στο Θεό. Σε κάποιο βαθμό, βέβαια, αυτή η επιθυμία είναι ήδη ενεργούσα, γιατί ανταποκρίνεται στην επιθυμία του Θεού να σώσει τον άνθρωπο και συνεπώς προσελκύει τη χάρη. «Πιστεύω, Κύριε, βοήσει μοι τη απιστία». Σε κάθε αναστεναγμό, σε κάθε πέταγμα που κάνει το δημιούργημα να ξεπεράσει τον εαυτό του, απαντά η χάρη που φέρει μέσα του. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα των λόγων του αγίου Μαξίμου: «ο άνθρωπος έχει δύο φτερούγες• την ελευθερία και την χάρη». Η χάρη από την ίδια της την φύση είναι η μήτρα των δύο πρωτοβουλιών, των δύο γενηθήτω (θείου και ανθρώπινου) δίνεται όμως μόνο με τη δική μας ολοκληρωτική προσφορά. «Είναι ο Θεός που βάζει τις αρετές στην ανθρώπινη καρδιά», όμως μένει στον άνθρωπο «η σκληρή δουλειά και ο ιδρώτας».
Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε το ακόλουθο παραδοξολόγημα: ο Θεός εργάζεται και ο άνθρωπος ιδρώνει. Θέμα «αξιέπαινης» εργασίας δεν τίθεται. Ο ακριβής ορισμός της συνέργειας είναι ότι το έργο του ανθρώπου συντελείται μέσα στο έργο του Θεού. Δεν τίθεται όμως ούτε θέμα ανταμοιβής. «Ο Θεός είναι ο δημιουργός και σωτήρας μας. Δεν είναι αυτός που μετράει και ζυγίζει την αξία των έργων μας» (όσιος Μάρκος ο Ασκητής). Εάν ο Θεός κοιτούσε τα προσόντα, τότε κανένας δεν θα έμπαινε στη Βασιλεία του Θεού. « Ο Θεός ενεργεί για όλα μέσα μας, για την αρετή, τη γνώση, τη νίκη, τη σοφία, την αγαθότητα και την αλήθεια», σημειώνει ρητά ο άγιος Μάξιμος. Κάθε αλήθεια όμως είναι παράδοξη, έχει αντινομίες. Με άλλα λόγια η ψυχή δεν τείνει στη σωτηρία (με την «σωτηριακή» έννοια της ατομικής σωτηρίας) αλλά στην ανταπόκριση που προσδοκά ο Θεός από τον άνθρωπο. Στο κέντρο του φοβερού οράματος του βιβλικού Θεού (που δεν είναι ακριβώς ο ίδιος με τον Θεό των θεολόγων, αφού ο Θεός ποτέ δεν περιορίζεται από ένα δόγμα), δεν υπάρχει μονάχα η αλληλεπίδραση της χάρης και της αμαρτίας, του κριτή και του ενόχου, αλλά πάνω απ’ όλα και ουσιαστικά η Ενανθρώπιση: η συνάντηση και κοινωνία της αγάπης του Θεού που κατεβαίνει και της αγάπης του ανθρώπου που ανέρχεται. Εάν είναι αναγκαίο να σώσουμε κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, πάνω απ’ όλα πρέπει να σώσουμε αυτή την αγάπη που ο Θεός πρώτος έδωσε στον άνθρωπο, μια αγάπη που μας υπερβαίνει, μας καταπλήσσει και μας συγκλονίζει. Το λειτουργικά κείμενα την εκφράζουν με ένα όνομα που είναι ήδη γεμάτο χάρη: «φιλάνθρωπος Θεός».
Ο νηφάλιος μοναχικός βίος
Σε αντίθεση με κάθε ρομαντική ευαισθησία, με κάθε «εσωτερική μουσική», με κάθε ψυχισμό, η ασκητική ζωή είναι νηφάλια, απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς· κάθε υγιής συγκίνηση κοσκινίζεται αυστηρά. Αποκλείεται κάθε ορατό ή αισθητό φαινόμενο, κάθε αισθητικότητα. «Αν ένας άγγελος σου φανερωθεί, μη δεχτείς το όραμα. Ταπεινώσου και πες. Δεν είμαι άξιος να τον κοιτάξω», Στον Σατανά που εμφανίζεται με τη μορφή του Χριστού, ένας μοναχός απαντά, «Δεν επιθυμώ να δω τον Χριστό σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά στον ερχόμενο». «Μην προσπαθείς να διακρίνεις κατά τη διάρκεια της προσευχής κάποια εικόνα ή μορφή», λέει ο Νείλος ο Σιναΐτης. Η μέθοδος είναι να εσωτερικευθεί η πνευματική ζωή προσανατολισμένη στον «σκηνούντα εν ημίν» με το νόημα που έχει στον Ιωάννη: «Προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν». Ο Θεός είναι πιό οικείος στον άνθρωπο απ’ ότι ο άνθρωπος στον ίδιο του τον εαυτό. Για τον βαπτισμένο Χριστιανό, ο Χριστός είναι η εσωτερική πραγματικότητα του είναι του. Χωρίς να καταργεί το χάσμα η θεία ύπαρξη το γεμίζει με την παρουσία της, με την αόρατη μα φλογερή της εγγύτητα. «Εάν είσαι καθαρός οι ουρανοί βρίσκονται μέσα σου και βρίσκονται μέσα σου ώστε να δεις το φως, τους Αγγέλους και τον Κύριο». Αυτό που ήταν εν υψηλοίς και εν αρχή, μετά την Ενανθρώπιση έρχεται να θρονιαστεί στην καρδιά του ανθρώπου.
Η ασκητική ζωή
Την ασκητική ζωή την καθορίζει εξολοκλήρου η δίψα για τον Θεό. Εάν κανείς επιθυμούσε να την ορίσει, θα μπορούσε να πει ότι είναι ο βαθμός σταθερότητας αυτής της επιθυμίας, αυτής της δίψας για τον Θεό. Να γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι πάνω απ’ όλα η δύναμη που τοποθετεί τον άξονα της ζωής μας στο Θεό και καταστρέφει εντελώς ριζικά κάθε εκδήλωση μνησικακίας ή εγωκεντρισμού: Είναι επίσης η τέχνη να βρίσκεται ο καθένας ακριβώς στη θέση του. Το Ευαγγέλιο μας έδωσε δύο εικόνες: του φίλου του Νυμφίου και του δούλου του Κυρίου. Στον αόρατο πόλεμο που διεξάγουν οι ασκητές, η προσοχή είναι στραμμένη στην πνευματική πηγή του κακού. Η αμαρτία δεν έρχεται από κάτω, αλλά από ψηλά, από το πνεύμα, τον πεπτωκότα άγγελο. Να γιατί ο ασκητισμός είναι η κυριαρχία του πνευματικού πάνω στο υλικό και στο ψυχικό χωρίς να καταστρέφει τίποτα απ’ αυτά. Η ασκητική πολιτεία δημιουργεί την καλύτερη ισορροπία: ποτέ δεν είναι μια απλή καταστροφή των παθών αλλά θεραπεία και μεταμόρφωσή τους. Ο αληθινός ασκητής είναι ο μανικός εραστής του Θεού και της δημιουργίας του. Βλέποντάς την από κάτω, η ασκητική ζωή είναι ένας ασταμάτητος αγώνας. Βλέποντάς την από ψηλά, είναι ένας προοδευτικός φωτισμός της ανθρώπινης ύπαρξης, η «πνευμάτωσή» της από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. «Καθάρισαν ημάς από πάσης κηλίδας· ελθέ και σκήνωσον εν ημίν», προσεύχεται η Εκκλησία.
Ο ασκητής πρωταρχίζει θεωρώντας τη δική του ανθρώπινη κατάσταση, γιατί «κανένας δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό εκτός και αν πρώτα γνωρίσει τον εαυτό του». «Αυτός που αντιλαμβάνεται την αμαρτωλότητά του είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν που ανασταίνει τους νεκρούς». «Αυτός που είδε τον εαυτό του είναι ανώτερος απ’ αυτόν που είδε τους αγγέλους». Έτσι η άσκηση, μας εισάγει στην τέλεια κατανόηση της φθοράς που προκαλεί το κακό στην ανθρώπινη ψυχή μας και, είναι κάτι σαν ασκητικό σκάφανδρο για να καταδυθείς και να εξερευνήσεις τις γεμάτες τέρατα αβύσσους της. (Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι στις μέρες μας δίνουν μεγάλη σημασία στα ασκητικά κείμενα). Αφού πάρει αυτή την τρομακτική «φωτογραφία» της ίδιας της αβύσσου, η ψυχή αποβλέπει στο θείο έλεος. «Από την άβυσσο της ανομίας μου εβόησα προς την άβυσσο του ελέους Σου». Η άνοδος είναι σταδιακή. Χωρίς να επιδιώκει μιαν ακατόρθωτη «μίμηση» του Χριστού, ο μοναχός τον ακολουθεί ενδόμυχα: «Η αγνότητα της καρδιάς είναι η αγάπη όσων πέφτουν από αδυναμία». Η ψυχή διαστέλλεται, ανοίγει για να αγαπήσει όλο τον κόσμο και απαλλάσσεται από κάθε κατάκριση. «Αυτός που έχει εξαγνιστεί βλέπει την ψυχή του διπλανού του», «κανένας δεν του φαίνεται αμαρτωλός» και «εάν δεις τον αδελφό σου να αμαρτάνει. σκέπασέ του τους ώμους με τον μανδύα της αγάπης σου». Είναι το πέρασμα από το φόβο στην αγάπη: «Ο τέλειος απορρίπτει το φόβο, αποστρέφεται τούς επαίνους και αγαπά με όλη του την καρδιά». «Τί είναι η αγαπώσα καρδιά;», ρωτά ο Ισαάκ ο Σύρος. «Είναι η καρδιά που φλέγεται από αγάπη για ολόκληρη την κτίση, τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, τα πονηρά πνεύματα. Κινούμενη από άμετρη ευσπλαχνία προσεύχεται ακόμη και για τα ερπετά». Σ’ αυτό το επίπεδο δεν τίθεται θέμα γνώσης του Θεού: «Η γνώση γίνεται αγάπη». « Αγάπη είναι ο Θεός που ρίχνει το βέλος του, τον Μονογενή Του Υιό. αφού έχει βρέξει την τριπλή του αιχμή με το Ζωο¬ποιό Πνεύμα· η αιχμή είναι η πίστη η οποία όχι μόνο εισάγει το βέλος αλλά και τον τοξότη μαζί του» (Γρηγόριος Νύσσης). Ο Θεός εισέρχεται στην ψυχή και η ψυχή μεταναστεύει στον Θεό.
Ο ασκητικός μοναχισμός κάθε πιστού
Ο Μοναχισμός, από την εποχή της επικράτησής του, έχει γίνει ένα αναπόσπαστο μέρος της Εκκλησίας, ακριβώς γιατί εκφράζει έναν πνευματικό τύπο που είναι γενικός, ένα φυσικό κανόνα για όλους τους πιστούς. Οι μοναχοί «πορεύονται την αποστολική ζωή σύμφωνα με το ευαγγέλιο» δεν είναι τίποτα περισσότερο «από αυτούς που επιθυμούν να σωθούν», «που παίρνουν στα σοβαρά την κλήση για το ένα ‘ου έστι χρεία’, για το οποίο μιλά το Ευαγγέλιο και συνεπώς «γίνονται βιαστές σε όλα» (Νείλος ο Σιναΐτης). Μένει να εφαρμόσουμε αυτόν τον θεμελιώδη σκοπό στις εκάστοτε συνθήκες όλων των ανθρώπων και του καθενός ξεχωριστά.
Σύμφωνα με τη Νεαρά 133 του Ιουστινιανού «η μοναστική ζωή είναι κάτι ιερό». Ο Ασκητισμός δεν είναι ένα σύστημα απλών ηθικών κανόνων, αλλά ένα σύστημα άσκησης που συνεπάγεται πνευματικά δώρα, τα οποία προσφέρονται σε κάθε χριστιανό, όπως εξηγεί ο Κύριλλος Ιεροσολύμων. Στους Κανόνες του ο Μέγας Βασίλειος συγκρίνει τους μοναχούς με τους «βιαστές» του Ευαγγελίου οι οποίοι «αρπάζουν την Βασιλεία», και έτσι δίνουν το μέτρο του ανώτερου βαθμού χριστιανικής ζωής.
Βέβαια, ο ασκητισμός ζητεί και συναντά τον Θεό μέσα στην ολοκληρωτική αδυναμία τής ανθρώπινης φύσης, που αναγνωρίζεται και βιώνεται ως ελεύθερη και χαροποιός αφιέρωση. Ολόκληρη η τεχνική του ασκητικού αγώνα συγκεντρώνεται σ’ αυτή την δεκτικότητα: « Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν. εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» {Αποκ. 3, 20).
Αυτό το χωρίο με τον καθαρά ευχαριστιακό χαρακτήρα εύκολα ανταποκρίνεται στο πνεύμα της Θ. Λειτουργίας ή της εσωτερικευμένης Ευχαριστίας, της αδιάλειπτης κοινωνίας. Σύμφωνα με τους μεγάλους μυστικούς, ο Χριστιανός είναι ένας φτωχός, ζητιάνος της χάρης που ανακαλύπτει Εκείνον που είναι ακόμη πιο φτωχός, ακόμη πιο ζητιάνος, τον ίδιο τον Θεό, που ζητά την αγάπη στέκοντας στην πόρτα της καρδιάς του ανθρώπου. Ο Χριστιανός, λοιπόν, είναι αυτός που ακούει και ανοίγει την πόρτα· το μοιρασμένο φτωχικό φαΐ καταλήγει στο Δείπνο της Βασιλείας.
Η ψυχή τότε μόνο αποκτά ολοκληρωμένη ωριμότητα με το να κατευθύνει ασταμάτητα τον εαυτό της προς τον Έτερον, όταν πάψει πλέον να ανήκει στον εαυτό της. Η ταπεινοφροσύνη-υπακοή μορφώνουν μέσα μας τον Εσταυρωμένο Χριστό: είναι ο ριζικός παραμερισμός κάθε οικειοποίησης της χάριτος ή του αγ. Πνεύματος. Αυτή η αντισκεπτική τάση αντιπαραβάλλει τον Έρωτα στην Αγάπη συγχέοντας την εσωτερικότητα με την εγωκεντρικότητα. Για τον Γρηγόριο Νύσσης όμως ο Έρως ανθίζει σε Αγάπη και αγάπη για τον γείτονα: «Επιτεταμένη αγάπη, έρως λέγεται. «Ο Θεός είναι ο Πατέρας της Αγάπης και του Έρωτος». Τα δύο είναι συμπληρωματικά. Ο Έρωτας κινείται από το Άγιο Πνεύμα, εξέρχεται για να συναντήσει την Θεία Αγάπη. Αυτό επιτρέπει στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή να εισαγάγει το ισάξιο της μοναχικής ζωής για τους λαϊκούς που ζουν μέσα στον κόσμο -για τους μοναχούς τη θεωρία και για τους δραστήριους λαϊκούς το ασταμάτητο αίσθημα μιας αόρατης εγγύτητας. Επιπλέον, σχετικά με το πρόσλημα της πράξης ή θεωρίας ο αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ επαναλαμβάνει: «Απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και πλήθος ανθρώπων γύρω σου θα βρουν την σωτηρία». Το μεγάλο κατόρθωμα της γενίκευσης και εκλαΐκευσης της μοναχικής μεθόδου με τρόπο ώστε ο καθένας να μπορεί να βρει το ισάξιο του, ανήκει στον Νικόλαο Καβάσιλα, λαϊκό και μεγάλο λειτουργιολόγο του 14ου αι. Η πραγματεία του πάνω στα μυστήρια φέρει τον γνωστό τίτλο «Η εν Χριστώ Ζωή». Σ’ αυτή τη μυστηριακή και λειτουργική όψη της Εκκλησίας, αποκαλύπτει την καρδιά της μυστικής εμπειρίας για όλους, το μυστικό της εν Χριστώ ζωής που η Εκκλησία προσφέρει σε όλους και στον καθένα.
Ο παγκόσμιος εσωτερικευμένος Μοναχισμός
Μπορούμε τώρα να ασχοληθούμε με τις αθάνατες αξίες του Μοναχισμού. Με την εσωτερίκευσή τους μπορούν να καθιερωθούν ως αρχές κάθε χριστιανού. Είναι εύκολο να φανεί ότι τις μοναχικές υποσχέσεις για υπακοή, αγνότητα και πτωχεία τις ξαναβρίσκουμε στα τρία αξιώματα της παγκόσμιας ιεροσύνης κάθε χριστιανού: το βασιλικό, το ιερατικό και το προφητικό.
Η ολοκληρωτική υπακοή στο Θεό παραγνωρίζει κάθε αυτάρκεια, κάθε επίδραση που προέρχεται από τον κόσμο. Αυτός που υπακούει πραγματικά στον Θεό εξουσιάζει τον κόσμο, είναι απόλυτα ελεύθερος και πραγματικά απολαμβάνει το αξίωμα του βασιλιά.
Την αγνότητα την ξαναβρίσκουμε στη μυστηριακή προσφορά κάθε πράγματος που κατέχουμε και της ίδιας μας της ύπαρξης, είναι η παραίτηση και η ολοκληρωτική αφιέρωση μας στο Θεό. Στην τελετή του ορθόδοξου γάμου προσευχόμαστε για την αγνότητα των συζύγων. Αυτή η τελευταία μέσα στην εσωτερικότητά της δεν ανήκει στην τάξη της φυσιολογίας αλλά αφορά την ίδια τη δομή του πνεύματος.
Πτωχεία, είναι η δεκτικότητα του πτωχού στο σχέδια του Θεού, η προφητική τους οξύτητα, που το μόνο που θέλει είναι να γνωρίζει και να ακολουθεί τον Λόγο μέσα στον κόσμο, το μόνο που ελπίζει είναι να αποκτήσει την ένοίκηση του Πνεύματος.
Η προσευχή όντας ακλόνητη κατάσταση της ψυχής, η προσευχή καμωμένη δεύτερη φύση, μεταμορφώνει θαυματουργικά κάθε επιθυμία, κάθε λόγο, κάθε πράξη σε προσευχή, σε ζωντανό σημάδι της παρουσίας του Θεού, σε έργο δοξολογίας.
Η εσχατολογική τελείωση είναι η βία που αρπάζει τη Βασιλεία, αυτός ο ολοκληρωτισμός της πίστης που επιζητεί μόνο το «ένα ου έστι χρεία», μεταμορφώνοντας τον κόσμο σε Βασίλειο και δικαιοσύνη: κάτω από το φως των Εσχάτων βλέπει και θεωρεί «περίπτερα πυρός». Είναι μια υπαρξιακή κατάσταση που τείνει στα έσχατα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ενεργεί προσμένοντας, να προετοιμάζεται για την Δευτέρα Παρουσία. Μέσα από τη ζωή του ο άνθρωπος αφηγείται τί είδε στο Θεό. Αυτό κάνει και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η Βασιλεία του Θεού είναι παρούσα μέσα στην ανθρώπινη μαρτυρία και από εκεί φανερώνεται στους άλλους.
Share Button