Ανταπάντηση του Καθηγητή Τσελεγγίδη στον Μητροπολίτη Μεσσηνίας

 

 

ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Δεύτερη απάντηση στον Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο δίνει ο Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης ζητώντας του και πάλι να ανακαλέσει τις εσφαλμένες εκκλησιολογικά θέσεις του περί διηρημένης Εκκλησίας, ώστε να μην εκθέτει την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που τον όρισε εκπρόσωπό της στον διάλογο με τους ρωμαιοκαθολικούς. Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο της επιστολής:
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ

54124 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Τηλ. Γραφ. 2310-996957 Οικ. 2310-342938
Θεσσαλονίκη 19-8-2010

 

Προς
τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο Μητροπολίτου Μελετίου 13 24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Σεβασμιώτατε,
Πληροφορήθηκα από το Διαδίκτυο το περιεχόμενο της νέας επιστολής Σας (15-7-2010) προς εμέ, η οποία έως και την 19-8-2010 δεν έφτασε στην γραμματοθυρίδα του Πανεπιστημίου μας. Στην ἐπιστολή Σας αυτή μου γνωστοποιείτε την πρόθεσή Σας, δηλώνοντας κατηγορηματικά: «ο μεταξύ μας διάλογος σταματά εδώ».

Καταρχήν, σέβομαι την πρόθεσή Σας να σταματήσετε το διάλογο με τον ομόδοξο Σας -μέσω του οποίου (και κάποιων άλλων) η Πρόνοια του Θεού οἰκονόμησε την επιστημονική εξέλιξη Σας- και να τον συνεχίσετε ασμένως με τους ετεροδόξους. Άλλωστε, εμφανίζεσθε να εμμένετε στην αρχική θέση Σας, ότι δηλαδή η Εκκλησία μετά το 1054 είναι πλέον διηρημένη.

Παρότι σέβομαι την επιθυμία Σας να σταματήσει ἐδώ ο διάλογός μας, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε κάποιες από τις προβληματικές εκκλησιολογικές ερμηνείες Σας, ούτε μπορώ να αφήσω να αιωρούνται κάποια από τα άλλα θέματα που θίγετε.

Όσα γράφετε, Σεβασμιώτατε, για την Καθολικότητα της Εκκλησίας με βρίσκουν γενικότερα σύμφωνο, αλλά αφορούν άλλη ιδιότητα της Εκκλησίας, και δεν είναι εδώ το θέμα μας αυτό. Διευκρινιστικά να σημειώσω ότι πουθενά στα κείμενά μου δεν διαφοροποιώ την τοπική Εκκλησία από την Καθολική Εκκλησία ως προς την οντολογία της ούτε αμφισβητώ την καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας υπό τον κανονικό επίσκοπό της. Σαφώς και θεωρώ την τοπική Εκκλησία
ως την όλη Εκκλησία κατά την αλήθεια, τη ζωή και την πληρότητά της, υπό τον επίσκοπό της, με τη θεμελιώδη όμως προϋπόθεση ότι ο επίσκοπος εκτός της θεσμικής κανονικότητάς του θα πρέπει να φρονεί ορθοδόξως και να βρίσκεται σε ενεργό κοινωνία μετά του Αγίου Πνεύματος και μυστηριακώς σε κοινωνία με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες.
Αλλά και ποτέ και πουθενά δεν θεώρησα την Ορθόδοξη Εκκλησία «ως μία γενική και αόριστη Εκκλησία» ή «ως υπερκείμενη των άλλων επιμέρους Εκκλησιών» ή ως «άθροισμα επιμέρους αριθμητικών εκκλησιαστικών μονάδων», όπως εσφαλμένως ερμηνεύσατε. Αντίθετα, πάντοτε θεωρούσα και θεωρώ την Ορθόδοξη Εκκλησία ως εκείνην ακριβώς που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, ως τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», τη συγκεκριμένη εν τόπω και χρόνω Εκκλησία.

Από αυτή την Εκκλησία εκπίπτουν οι αιρετικοί που καταδικάζονται από τις εν τόπω και χρόνω Οικουμενικές Συνόδους της «Μίας» Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτά είναι απολύτως σαφή και κατανοητά ευρύτερα απ’ όλους τους πιστούς. Τα περί «ενός» του Πλωτίνου και τα περί «νεοπλατωνικών απορροών» είναι τελείως άσχετα απ’ όσα φρονώ και γράφω περί Εκκλησίας. Μην εμπλέκετε άλλα θέματα, όπως π.χ. και τα περί Δυτικής Εκκλησιολογίας, που δεν αφορούν το καίριο σημείο της διαφωνίας μας, το οποίο είναι μόνον η Ορθόδοξη θεώρηση της Εκκλησίας ως της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Μη προσπαθείτε με την αναφορά Σας στη μεθοδολογία —για την οποία δεν είναι τώρα η ώρα να διαλεχθούμε- να θολώσετε τα «νερά» στο διάλογό μας. Θα επαναλάβω, ότι η παρέμβαση της προηγούμενης επιστολής μου (7-7-10) αφορούσε μόνο την προβληματική εκκλησιολογικώς διατύπωσή Σας ότι η Εκκλησία είναι και «Μία» και «διηρημένη».

Σεβασμιώτατε, αν «οι σχισματικοί δεν ανήκουν στην Εκκλησία και τα μυστήριά τους δεν έχουν καμία ισχύ», όπως ορθά γράφετε, τότε πώς υποστηρίζετε τα εξής; «Το σχίσμα του 1054 σήμαινει διαίρεση της Εκκλησίας. Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται, πολλώ μάλλον όταν ολόκληρη η πατερική γραμματεία του ΙΕ’ αιώνος αποδέχεται ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστό (βλ. Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός)».

Και συνεχίζετε: «Ήταν δυνατόν να είχαμε σχίσμα, διαίρεση, διάκριση ή διαφοροποίηση χωρίς διαίρεση; Νομίζω όχι. Η διαίρεση αυτή διετάραξε ή αλλοίωσε την Ενότητα και Καθολικότητα της Μίας, Άγιας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται και σημαίνεται στο Σύμβολο της Πίστεως, το Σύμβολο της Β’ Οικουμενικής Συνόδου; Όχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση ή διάσπαση δεν σημαίνει αλλοίωση της Ενότητας… γιατί οι εκκλησιολογικές συνέπειες οποιασδήποτε διαφοροποίησης δεν αποδίδονται προς το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας, άλλα προς αυτόν, ο οποίος αποσχίζεται ή διαφοροποιείται από το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας».

Τα γραφόμενά Σας εδώ είναι, κατά μία επιεική αποτίμησή μου, ασαφή και συγκεχυμένα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αντιφατικά μεταξύ τους. Έχω τη γνώμη ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ακριβολογείτε. Δεν οριοθετείτε την έννοια των όρων που χρησιμοποιείτε ή μάλλον χρησιμοποιείτε τους γνωστούς θεολογικούς όρους προσδίδοντας τους άλλη σημασία από την καθιερωμένη, χωρίς προηγουμένως να τη γνωστοποιείτε. Έτσι όμως δημιουργείται σύγχυση στην κατανόηση των γραφομένων Σας.

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος και σαφής. Όσα γράφετε περί σχίσματος, αιρέσεως, ενότητας και καθολικότητας είναι ορθά στο μέτρο που αφορούν τους σχισματικούς και αιρετικούς καθεαυτούς. Πράγματι, το σχίσμα ή η αίρεσή τους δεν θίγουν την ενότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, επειδή αυτοί απλώς εκπίπτουν και αποκόπτονται ουσιαστικά και θεσμικά από τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» είτε ως απλά μέλη είτε ως ολόκληρες τοπικές Εκκλησίες. Τα πράγματα όμως εμφανίζονται συγκεχυμένα ή αντιφατικά, όταν στη συνάφεια αυτή κάνετε λόγο για «Μία» και σαφώς διηρημένη από το 1054 Εκκλησία και, ενώ θεωρείτε διηρημένη την Εκκλησία, υποστηρίζετε απεριφράστως ότι δεν θίγεται η ε¬νότητά της. Έτσι εμφανίζεσθε να αγνοείτε την οντολογία της Εκκλησίας.

Το σχίσμα, Σεβασμιώτατε, όπως και η αίρεση δε θίγουν οντολογικώς την Εκκλησία. Η Εκκλησία ήταν, είναι και θα παραμείνει «Μία» και αδιαίρετη έως της συντέλειας. Αυτό ακριβώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως χρησιμοποιώντας το ρήμα «Πιστεύω» σε χρόνο ενεστώτα. Ο Χριστός είναι κεφαλή αυτού του ακεραίου σώματος, το οποίο παραμένει ακέραιο είτε εμπλουτίζεται ιστορικώς με αναρίθμητα μέλη είτε περιορίζεται ιστορικώς σε ελάχιστα. Ο Χριστός δεν μπορεί να είναι, όπως υποστηρίζετε, κεφαλή ενός διηρημένου ή πολυδιηρημένου σώματος. Τέτοιου είδους Εκκλησιολογία, που εισηγείσθε με το κείμενό Σας, δε νομιμοποιείται από την ιστορία και την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας διαχρονικώς. Η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ποτέ «Μία» και διηρημένη. Αν η Εκκλησία είναι διηρημένη, δεν είναι «Μία», όπως το Ένα Κυριακό Σώμα. Αλλά, επιπροσθέτως, αν είναι διηρημένη, δεν είναι ούτε «Αγία» ούτε «Καθολική» ούτε «Αποστολική». Μη μνημονεύετε, Σεβασμιώτατε, τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό για ενίσχυση δήθεν των θέσεών Σας. Δεν Σας ευνοεί σε καμία περίπτωση. Απεναντίας, γίνεται και κατήγορος των εσφαλμένων εκκλησιολογικών τοποθετήσεών Σας.

Σεβασμιώτατε, ομολογείτε δύο αντιφατικά εν τοις όροις πράγματα. Έτσι όμως δεν υφίσταται δογματική ακρίβεια, αλλά μάλλον διολίσθηση σε μία ευρύτερα γνωστή θεολογική «διγλωσσία» των ημερών μας, που έχει φανερή τη σκοποθεσία της.

Με την παραπάνω τοποθέτησή Σας, Σεβασμιώτατε, δεν έχουμε απλώς εισήγηση μίας «νέας» Εκκλησιολογίας αλλά και διακήρυξη μία «νέας» οντολογίας, σύμφωνα με την οποία ένα σώμα μπορεί να είναι διηρημένο χωρίς να αλλοιώνεται η ενότητά του. Είναι προφανές ότι εδώ οι λέξεις «διαίρεση» και «ενότητα» παίρνουν ένα άγνωστο μέχρι σήμερα νοηματικό περιεχόμενο, που σαφώς δεν υπηρετεί τη δογματική ακρίβεια για την αδιαμφισβήτητη οριοθέτηση της Αλήθειας της Εκκλησίας.

Είναι πρωτάκουστο, Σεβασμιώτατε, αυτό που γράφετε ως πανεπιστημιακός καθηγητής και κυρίως ως επίσκοπος: «Εσείς, βέβαια, και οι ομόφρονές Σας έχετε το δικαίωμα να διαφοροποιηθείτε aπό την παρούσα Συνοδική ἀπόφαση και επίσης να την αμφισβητείτε, αλλά και μετά τη διαφοροποίησή Σας, να συνεχίζετε να ανήκετε στην Εκκλησία!!!». Έχω τη γνώμη ότι ένα τέτοιο κείμενο θα είχε θέση μόνο στο χώρο του Παπισμού, αλλά και εκεί μόνον όταν η αμφισβήτηση θα είχε αποδέκτη αποκλειστικώς και μόνον τον ίδιο τον Πάπα.

Συγκεκριμένα, εγώ ούτε διαφοροποιούμαι από την παρούσα Συνοδική απόφαση ούτε την αμφισβητώ, όπως εσφαλμένα νομίζετε. Είμαι σύμφωνος με το Ανακοινωθέν της Συνόδου της Ιεραρχίας και ειδικότερα με το σημείο που επικαλείσθε στην προς εμέ επιστολή Σας: «Οι Εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στον συγκεκριμένο διάλογο έχουν σαφή γνώση της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς τον σκοπό «της των πάντων ενώσεως» «εν αληθεία» και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων». Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι ως προς «τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων» επιφυλάσσομαι να επανέλθω ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Όπως είναι φανερό όμως από το κείμενο, η Συνοδική απόφαση εστιάζει στις «γνώσεις» και τις «δυνάμεις» των Εκπροσώπων Της, και όχι στην αγιοπνευματική θεογνωσία και στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που χαρακτηρίζουν τον επισκοπικό βαθμό της ιερωσύνης τους, σύμφωνα με τη θεολογία της Εκκλησίας μας. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι Εσείς με όσα εκκλησιολογικώς εσφαλμένα γράφετε στην επιστολή Σας έχετε εκθέσει το σώμα της Ιεραρχίας, που Σας ετίμησε με την εμπιστοσύνη Του.

Για να παραμείνετε, Σεβασμιώτατε, και ουσιαστικά Επίσκοπος της Εκκλησίας και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος μία μόνο λύση φαίνεται να υπάρχει: να ανακαλέσετε την εσφαλμένη θεολογικώς (δογματικώς) θέση Σας: «Το σχίσμα του 1054 σημαίνει διαίρεση της Εκκλησίας … Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται … ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστόν» (Επιστολή 15-7-2010). Θα επαναλάβω εκείνο που Σας έγραψα στην προηγούμενη επιστολή μου (7-7-2010): «Η θεώρηση της Εκκλησίας ως διηρημένης, σήμερα, αντίκειται σαφώς στη ρητή διατύπωση του Συμβόλου της πίστεως, πράγμα που συνεπάγεται, κατά τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, καθαίρεση και αφορισμό, κατά περίπτωση, σ’ όποιον εμμένει στη θεώρηση αυτή». Αυτό είναι ουσιαστικά αλλά και θεσμικά το επιτίμιο των Οικουμενικών Συνόδων για όσους παραβιάζουν τον Όρο της Β’ Οικουμενικής Συνόδου.

Επιπροσθέτως, θέλω να σημειώσω ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας μας ουδέποτε υποστήριξε ότι είναι αλάθητη. Μήπως όμως Εσείς γνωρίζετε κάποια τοπική Σύνοδο που να φρονεί ότι είναι αλάθητη; Θα θυμάσθε, ασφαλώς, ότι ο συνώνυμός Σας επίσκοπος και άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξορίσθηκε επανειλημμένως από τοπικές Συνόδους με επισκόπους που είχαν κανονική χειροτονία, ενώ άλλες τοπικές Σύνοδοι τον δικαίωσαν πανηγυρικώς και διόρθωσαν τα κακώς αποφασισθέντα. Διορθωτικές Συνοδικές αποφάσεις είχαμε πολλές κατά το παρελθόν από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως καλώς γνωρίζετε. Αλλά να Σας ρωτήσω και κάτι άλλο: Όταν κάποιοι επίσκοποι στην Ιερά Σύνοδο ή στη Σύνοδο της Ιεραρχίας μας διαφωνούν και μειοψηφούν ως προς τη Συνοδική απόφαση, τίθενται -με βάση το σκεπτικό Σας- έκτος Εκκλησίας;

Στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Σεβασμιώτατε, οι Συνοδικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές για όλους, μόνον όταν έχουν τον αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα της αλαθήτου εκφράσεως της Εκκλησίας. Όταν είναι λ.χ. αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων.

Επομένως, κάθε Συνοδική απόφαση δεν είναι οπωσδήποτε και αγιοπνευματική. Αυτό πιστοποιείται αδιάψευστα από την Εκκλησιαστική Ιστορία (βλ. π.χ. την Ληστρική Σύνοδο του 449).

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω, ότι με όσα γράφω παραπάνω σχολιάζω θεωρητικώς και θεολογικώς μόνον το αν μπορεί ή όχι να ανήκει στην Εκκλησία όποιος συμβαίνει να διαφωνεί με μία Συνοδική απόφαση, που δεν έχει το χαρακτήρα Οικουμενικής Συνόδου, και τίποτε περισσότερο. Ο,τιδήποτε άλλο είναι εκ του πονηρού.

Σεβασμιώτατε, στην επιστολή Σας (15-7-2010) πολύ συχνά, μη έχοντας θεολογικά – επιστημονικά επιχειρήματα, καταφεύγετε σε ευτελείς ειρωνείες και σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Αυτά όμως δεν Σας τιμούν ούτε ως πανεπιστημιακό δάσκαλο ούτε ως επίσκοπο. Εμένα ως αποδέκτη τους, πάντως, ούτε με μειώνουν ούτε καθόλου με βλάπτουν. Απεναντίας μάλιστα. Γι’ αυτό και Σας είμαι, ειλικρινώς, ευγνώμων, παρά το γεγονός ότι λυπούμαι πολύ για την προσωπική ζημία Σας, προκειμένου ακουσίως να με ωφελήσετε πνευματικά.

Γράφετε στην επιστολή Σας ότι τόσο καιρό σιωπούσατε, «ένεκα σεβασμού σε ένα πρόσωπο (δηλ. έμενα) το οποίο στον πανεπιστημιακό χώρο τρεις φορές με εψήφισε στην εξελικτική μου διαδικασία και μάλιστα στις δύο πρώτες ως μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής και ανεπιφυλάκτως υπέγραψε και εψήφισε για την εξέλιξή μου».

Απ’ όσο ενθυμούμαι, μόνο μία φορά – στην τελευταία εξέλιξή Σας — υπήρξα μέλος της Τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής και Σας εψήφισα πράγματι ανεπιφύλακτα. Ποτέ όμως δεν υποστήριξα ότι είμαι «αλάθητος». Τούτο το προνόμιο το σφετερίζεται μόνον ο Πάπας, με τους εκπροσώπους του οποίου προτιμάτε να διαλέγεσθε. Εγώ απλώς φροντίζω να περνώ το χρόνο μου εν μετάνοια.

Επιπροσθέτως, θα ήθελα να Σας διευκρινίσω ότι, όταν Σας εψήφισα, Σας εψήφισα με βάση συγκεκριμένες μελέτες που καταθέσατε για την εξέλιξή Σας, στις οποίες όμως δεν περιέχονταν τα θεολογικά ατοπήματα για τα οποία τώρα διαφωνούμε. Αν περιέχονταν, να είσθε βέβαιος ότι δεν θα Σας εψήφιζα.
Η εκλογή κάποιου προσώπου σε οποιοδήποτε αξίωμα στην Εκκλησία, είτε του διδασκά¬λου είτε του επισκόπου, δεν προδικάζει νομοτελειακά την παραπέρα πορεία του, ακόμη και ό¬ταν η εκλογή αυτή γίνεται αδιαμφισβητήτως διά του Αγίου Πνεύματος. Δεν εμποδίζεται δη¬λαδή καθόλου το αυτεξούσιό του από αυτή την αγιοπνευματική εκλογή. Γι’ αυτό και μπορεί να υποπέσει σε βαρύτατα θεολογικά και δογματικά σφάλματα. Αυτό μαρτυρείται από την Α¬γία Γραφή (βλ. την περίπτωση εκλογής στο Αποστολικό αξίωμα από τον ίδιο το Χριστό τόσο του Ιούδα του Ισκαριώτη όσο και του Πέτρου). Μαρτυρείται όμως και από την ιστορία της Εκ¬κλησίας (βλ. την πληθώρα των καταδικασθέντων Πατριαρχών, επισκόπων, κληρικών και μο¬ναχών από Οικουμενικές Συνόδους). Μάλιστα, η περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου είναι επί του προκειμένου ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Όταν ο Απόστολος Πέτρος ομολόγησε ορθά το Χριστό, ο Κύριος του είπε: «μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά…» (Μθ 16,17-19). Όταν όμως αμέσως μετά φρονούσε εσφαλμένα, τον αποδοκίμασε αυστηρά και εξομοιώνοντάς τον, ως προς το φρόνημά του, με τον σατανά του είπε: «ύπαγε οπίσω μου, σατανά, σκάνδαλον ει εμού, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Μθ. 16, 23).

Με άλλα λόγια, φρονώ ότι η όποια θετική ψήφος μου τότε δεν έχει σχέση με την εξέλιξή Σας σήμερα.
Σε άλλο σημείο της επιστολής Σας γράφετε: «Είμαι σίγουρος, ότι και του χρόνου και κάθε χρόνο, λίγο πριν την σύγκληση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής θα σας υπομιμνήσκουν οι ομόφρονές Σας τη θεολογική Σας αγωνία και την τρωθείσα εκκλησιολογική Σας αυτοσυνειδησία, προς αφύπνιση του ορθοδόξου φρονήματος Σας (!!!)».

Σεβασμιώτατε,
Προβληματίζομαι σοβαρά για την προέλευση των παραπάνω λογισμών Σας, αλλά και για την εκφρασθείσα γι’ αυτούς «σιγουριά» σας. Δεν θα προβώ σε ψυχολογική ερμηνεία των λογισμών Σας. Ένα μόνο θα πω: Η από 7-7-10 επιστολή μου προς Σας δεν γράφηκε ούτε με υπόδειξη κάποιου, ούτε λόγω της προσεχούς συγκλήσεως της Μ.Δ.Ε., ούτε λόγω κάποιας άλλης σκοπιμότητας. Αυτό το γνωρίζετε Εσείς καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Η επιστολή γράφτηκε επειδή Εσείς, έχοντας ανοίξει μία διαμάχη με τον συνεπίσκοπό Σας, ως άλλοθί Σας, επικαλεσθήκατε διερωτώμενος τη δική μου σιγή. Κι έτσι με αναγκάσατε να απαντήσω στο ερώτημά Σας: «Ένα τέτοιου είδους σοβαρό εκκλησιολογικό ατόπημα πέρασε απαρατήρητο από τον καταξι¬ωμένο Καθηγητή της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας και ασχολίαστο;». Εάν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος υπαινιγμός Σας στο πρόσωπό μου και το ερώτημά Σας, δεν θα απαντούσα.

Έχω τη γνώμη ότι δεν είναι τίμιο αυτό που Εσείς προκαλέσατε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, να το παρουσιάζετε ενώπιον τρίτων και να προσπαθείτε να το αποδώσετε στη δική μου δήθεν σκοπιμότητα. Προφανώς, αυτό θα μπορούσατε να το ισχυρισθείτε, μόνον εάν Εσείς στην επιστολή Σας δεν αναφερόσασταν στο πρόσωπό μου και δεν είχατε διερωτηθεί απεριφράστως για τη σιωπή μου στο συγκεκριμένο θέμα και δεν είχατε προκαλέσει την απάντησή μου. Μη διαστρέφετε λοιπόν την Αλήθεια, λόγω δικής Σας σκοπιμότητας, λίγο πριν τη σύγκληση της Μ.Δ.Ε. στη Βιέννη (Σεπτέμβριος 2010). Δεν είναι σωστό και δεν Σας τιμά το γεγονός ότι ενώ έχετε επωμισθεί το έργο της υπερασπίσεως της Αλήθειας έναντι των ετεροδόξων, Εσείς ο ίδιος τώρα, να τη διαστρέφετε.

Τέλος, από την έκβαση του έως εδώ διαλόγου μας διαπιστώνει ο καθένας, που μας διαβάζει, ότι δικαιώνομαι για την επί ένα περίπου έτος σιωπή μου. Ο διάλογος μεταξύ μας όντως «ουκ ωφελεί ουδέν».

Με τον προσήκοντα σεβασμό ασπάζομαι την δεξιά Σας Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

 

Κοινοποίηση: 1. Στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος
2. Σε όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος

Share Button