ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΒΕΡΚΑΙΟΣ

 

 

Στις Καρυές υπάρχει ή αδελφότητα των Ίωσαφαίων. Οι γεροντάδες οι Σιφναίοι, πού ήταν και αδέλφια κατά σάρκα, ήταν θείοι του, συγγενείς τού πατέρα του. Όμως ποτέ δεν τούς είπε ότι «είμαι ανεψιός σας», ότι «είμαστε συγγενείς», μόνο και μόνο για ξενιτειά.
Όταν κοιμήθηκε ό Γέροντας του, το 1943, έμεινε γέροντας ό δεύτερος στη σειρά, ό π. Γεώργιος. Τον τιμούσε και τον σεβόταν σαν Γέροντα του, παρ’ ότι ήταν παραδελφοί. Πάντοτε έλεγε: «Ό δεύτερος Γέροντας μου». Και έκανε υπακοή -αν και ήταν και λίγο δύσκολος ό π. Γεώργιος- φοβερή υπακοή. Αν και είχαν πολλές φορές παράπονα, ποτέ δεν εκφράστηκε εναντίον του. Ποτέ! Ποτέ! Να πή κάτι, π.χ. ότι «έχουμε αυτό το παράπονο», ότι «μάς δυσκολεύει». Ποτέ δεν εκφράστηκε. Πάντα με πολύ σεβασμό και με πολλή ευλάβεια στο πρόσωπο και τού δεύτερου Γέροντα.

 

Στο κελί του είχε τέτοια ακτημοσύνη, πού, όταν κοιμήθηκε, μόνο το Μ. Ωρολόγιο και την Κ. Διαθήκη βρήκαμε τίποτε άλλο. Κάτι χρήσιμο δηλαδή, πού θα μπορούσαμε να το κρατήσουμε για ενθύμιο. Είχε πέντε κουρέλια, συνειδητά όμως. Πέντε κουρέλια για να σκεπάζει τον εαυτό του. Ήταν Γέροντας στο κελί και εν τούτοις δεν ήξερε τί καλά-καλά έχει στο κελί. Τέτοια ακτημοσύνη είχε στην ζωή του. Και αγαπούσε πραγματικά την ακτημοσύνη και τα κουρέλια του. Όταν κάποτε τού έφτιαξα ένα καλό ζωστικό, δεν το φόρεσε. Μού είπε: «Εγώ, παπά μου, δεν χρειάζομαι τίποτε τώρα. Έχω τα δικά μου εδώ φοράω τα δικά μου». Δεν ήθελε να άπαρνηθή την πτωχεία και αυτά τα άπλά πράγματα πού είχε.

 

Μάς συγκινούσε, όταν τον βλέπαμε κρυμμένο πίσω από τις πόρτες να κάνη τα πνευματικά του, τον κανόνα του. Πολλές φορές σηκωνόμουν λίγο νωρίς το βράδυ και έβλεπα το φώς του να είναι αναμμένο πριν την Ακολουθία, πριν την Θ. Λειτουργία, για να κάνη τα πνευματικά του. Πάντα κρυβόταν και έκανε -μέχρι πού κοιμήθηκε- τον κανόνα του και τα πνευματικά του. Τον κανόνα πού τού είχε βάλει ό Γέροντας του τον τήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ήταν συνεχώς προσευχόμενος. Και εμείς αυτό βλέπαμε. Βέβαια έκρυβε επιμελώς πολλά πράγματα από την ζωή του. Όταν ήθελε να μας ωφελήσει, μας έλεγε κάποια πράγματα από την ζωή τού Γέροντα του, όχι από τον εαυτό του. Έκρυβε συνεχώς την αρετή του. Και δεν τον θυμάμαι ποτέ να ασχολήθηκε με κάποιον άνθρωπο ή να άργολογήση ή να κατακρίνει. Ποτέ δεν θυμάμαι στα έφτά χρόνια πού έζησα μαζί του να έκανε κάτι τέτοιο.
Πάντα μας έλεγε να αγαπάμε την καλογερική μας, να αγαπάμε τον κανόνα μας, να αγαπάμε την Εκκλησία.

 

Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν πρωτοπήγα στο κελί των Αρχαγγέλων και γνώρισα για πρώτη φορά τον Γέροντα, μού έμεινε στην ψυχή αυτή ή πρώτη συνάντησι. Έψαχνα να βρω κάποιο κελί για να μείνω. Όταν τού είπα τον σκοπό της επισκέψεως μου, μού είπε: «Κοίταξε να δεις, παπά μου. ‘Αν ήλθες να συζητήσουμε κάτι τέτοιο, σε παρακαλώ πολύ, πρώτα-πρώτα να πάμε να κάνουμε Παράκληση στους Γεροντάδες τού κελίου μας -εννοούσε τούς Αγίους Αρχαγγέλους- και, ότι έχουμε να πούμε, θα το πούμε μετά. Διότι οι συναλλαγές οι δικές μας δεν είναι εμπορικές, είναι πνευματικές, και πρέπει πρώτα από τούς Γεροντάδες μας
να ξεκινάμε. Να κάνουμε Παράκληση στους Αγίους Αρχαγγέλους και, ότι έχουμε να πούμε, να το πούμε μετά και, ότι μιλήσουν στην καρδιά μας, αυτό θα κάνουμε». Έτσι θυμάμαι ότι είχαμε κάνει, και αυτές οι φράσεις του έγιναν ή αιτία να μείνω στο κελί. Τις είδα με σεβασμό. Είδα την ευλάβεια του και την αγάπη του στην Εκκλησία και τούς Αγίους και αυτό με έκανε να μείνω στο κελί.

 

Αυτό πού τον ανέπαυε και μάς τόνιζε συχνά ήταν να μην ασχολούμαστε με τα κοσμικά και με το τί κάνουν οι άλλοι. Πάντα μάς έλεγε για την αγάπη προς τούς άλλους, για την προσευχή και για τα πνευματικά. Να κοιτάμε μόνον την ψυχή μας και τα πνευματικά μας. Να μην έχουμε εξωστρέφεια, να μην αγαπάμε τις ανώφελες συζητήσεις και τα πολλά λόγια και να μην κατακρίνουμε τούς άλλους, αλλά να είμαστε πάντα στραμμένοι στον εαυτό μας, να αγαπάμε την ψυχή μας και να ασχολούμαστε με τα πνευματικά. Αυτή τη σειρά είχε πάρει από τον Γέροντα του.

 

Ιδιαίτερα μάς τόνιζε την αγάπη προς την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αγαπήστε την Ακολουθία στην Εκκλησία, διότι γι’ αυτό το πράγμα ήρθαμε εμείς εδώ». Άλλοτε πάλι μού έλεγε: «Ένα πράγμα σε παρακαλώ: Δεν θέλω να σβήσει το καντήλι των Αρχαγγέλων και ή πόρτα της Εκκλησίας να πιάσει αράχνες. Εμείς ανάβαμε ένα κεράκι και παρακαλούσαμε τούς Αγίους Αρχαγγέλους να μάς φέρουν έναν άνθρωπο, διότι εμείς αγαπήσαμε αυτή την Εκκλησία, αγαπήσαμε τούς Αγίους Αρχαγγέλους, αγαπήσαμε την Ακολουθία και την Εκκλησία και δεν θέλουμε να κλείσει ή Εκκλησία. Εμάς και να μη μάς δώσεις ένα πιάτο φαΐ, και να μη μάς δώσεις ένα ποτήρι νερό, και να μάς παρατήσεις, και να μη μάς κοιτάξεις, να μη μάς γηροκομήσεις, αν κοιτάξεις την Εκκλησία και αγαπήσεις την Εκκλησία και ανάβεις το καντήλι της Εκκλησίας και δεν πιάσει αράχνες ή πόρτα της Εκκλησίας, αυτή θα είναι ή δική μας χαρά και ή δική μας ευχαρίστηση».

 

Ήταν Γέροντας του κελιού και, όταν πολλές φορές πηγαίναμε να πάρουμε ευλογία για κάτι, είχε τόση ταπείνωση, πού έλεγε: «Παιδί μου, εσύ είσαι νοικοκύρης τώρα κάνε εσύ το κουμάντο σου από μένα έχει ευλογία. Έμενα, αν μου δώσεις ένα πιάτο φαΐ, θα το φάω. ‘Αν δεν μου δώσεις, πάλι θα είμαι ευχαριστημένος. Θα είμαι εδώ πέρα και θα κάνω το κομποσκοίνι μου και δεν θα με στενόχωρη τίποτε. Απλώς, σε παρακαλώ, την Εκκλησία. Μην αφήσετε την Εκκλησία». Ό πόνος του ήταν ή Εκκλησία και ή Ακολουθία. Θυμάμαι μάλιστα ότι τις τελευταίες μέρες του πριν κοιμηθεί, πού είχε αρχίσει λίγο να παθαίνει αμνησία, ερχόταν στα κελιά μας πολλές φορές την νύχτα, χτύπαγε την πόρτα κατά τις 11 ή 12 το βράδυ λέγοντας: «Πατέρες, Ακολουθία. Δεν θα διαβάσουμε Ακολουθία;» Παρ’ ότι είχε αρχίσει να ξεχνά, τίποτε άλλο δεν είχε στον νου του. Μόνο την Ακολουθία. Να μην αφήσουμε την Ακολουθία. Και πάντα μάς προέτρεπε γι’ αυτό το πράγμα. Πάντα για τα πνευματικά και για τον κανόνα μας. Έλεγε ακόμη, ότι πρέπει να διαβάζουμε συνεχώς τα πατερικά βιβλία και τον Ευεργετικό να μη τα αφήνουμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, επειδή ήταν γεροντάκι και δεν μπορούσε να κάνη τίποτε, καθόταν όλη μέρα σε μια καρέκλα κρατώντας στα χέρια του τα πατερικά βιβλία ή τον Συναξαριστή και διαβάζοντας πάντα κάτι.

 

Παλαιότερα, πριν πάμε εμείς, όταν ήταν τα δύο γεροντάκια μόνα τους, τις Κυριακές, επειδή ήταν αργία και δεν είχαν δουλειές, έβγαιναν το καλοκαίρι στον κήπο σ’ έναν ήσκιο κάτω από ένα δέντρο και ό ένας παππούς διάβαζε στον άλλο το Κυριακοδρόμιο. Έβαζαν ανάγνωση ό ένας στον άλλο, για να ωφελούνται πνευματικά.
Ό π. Γαβριήλ μάς έλεγε, ότι στην συνοδεία τους παλαιότερα είχαν και έναν άλλο μοναχό, πολύ απλό, τον γέρο-Κοσμά. Μετά την κοίμηση του Γέροντα τους, του π. Αβέρκιου, ήταν σειρά του να γίνει Γέροντας του κελιού. Από ταπείνωση όμως προέτρεψε τον π. Γαβριήλ να αναλάβει αυτός.

Για τον γέρο-Κοσμά έλεγε και ό θεοφιλέστατος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, ότι οι πατέρες πού τον γνώρισαν στις Καρυές τον έλεγαν «κανόνα υπακοής». Δηλαδή, δεν είχαν δει άλλον να κάνη τόση υπακοή στον Γέροντα του όση αυτός. Μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, ότι όταν ό Γέροντας του, ό π. Αβέρκιος, έφθασε στα τελευταία του, κάλεσε όλη την Συνοδεία του δίπλα στο κρεβάτι του και τούς έδωσε τις τελευταίες συμβουλές του. Στην συνέχεια ζήτησε να τον ανασηκώσουν λίγο από το κρεβάτι, φώναξε κοντά του τον π. Κοσμά, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε: «Παιδί μου, κανένας άλλος δεν ευαρέστησε την ψυχή μου όσο εσύ με την υπακοή σου». Αλλά και ό π. Γαβριήλ μάς έλεγε, ότι πάρα πολύ ωφελήθηκε από αυτόν τον άνθρωπο. Πριν τού πεις κάτι, έλεγε: «Νάναι ευλογημένο». Είχε κάνει υπακοή και πριν ακόμη του πουν τί χρειάζεται.
Στην συνοδεία τους είχαν και κάποιον άλλο μοναχό, τον π. Νεόφυτο, πού ήταν άνθρωπος τού Θεού, πολύ ασκητικός και αγωνιστής μοναχός. Κάποτε ένας μοναχός είχε έλθει να φιλοξενηθεί στο κελί τους και ζήτησε από τον π. Νεόφυτο τα «Ασκητικά» του άββά Ισαάκ του Σύρου. Ό π. Νεόφυτος του έδωσε το βιβλίο. Κάποια στιγμή πού πέρασε από το Αρχονταρίκι, είδε τον επισκέπτη μοναχό να διαβάζει το βιβλίο ξαπλωμένος στο κρεβάτι και τυλιγμένος με τις κουβέρτες. Του έβαλε τότε τις φωνές λέγοντας του: «Παιδί μου, τί κάνεις εκεί πέρα; Για μάς τούς μοναχούς ό άββάς Ισαάκ είναι το Ευαγγέλιο μας. Όρθιος πρέπει να διαβάζει κανείς τον άββά Ισαάκ, ούτε καν καθιστός, όχι εσύ πού τον διαβάζεις μέσα στις κουβέρτες». Είχαν πάρει όλοι τους πολύ καλή σειρά από τον Γέροντα τους και αυτήν τήρησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους.

 

Κάτι άλλο, πού θα ήθελα να καταθέσω για τον μακαριστό Γέροντα π. Γαβριήλ, ήταν ή ευλάβεια του στην Θ. Λειτουργία. Όταν πλέον γέρασε και δεν μπορούσε να λειτουργή ό ίδιος, λειτουργούσαμε εμείς, πού ήμασταν πολύ νεώτεροι του, ή άλλοι νέοι ιερομόναχοι. Όλους μάς συνέτριβε το γεγονός ότι, όταν πηγαίναμε να του βάλουμε μετάνοια για να πάρουμε καιρό, ό π. Γαβριήλ έβαζε πρώτος μετάνοια μέχρι κάτω και φιλούσε το χέρι τού παπά. Και αν ό παπάς δεν του έδινε το χέρι του, με παράπονο τον παρακαλούσε: «Σε παρακαλώ, δώσε μου το χέρι σου». Και ποτέ δεν άφησε παπά να λειτουργήσει, προτού να τού φιλήσει το χέρι του, παρ’ ότι ήταν γέρος 97 ετών.

 

Όταν έμπαινε στο ιερό μέσα για να κοινωνήσει, ήταν πάντοτε συντετριμμένος. Κοινωνούσε με πολλή ευλάβεια, και μετά δακρύων πολλές φορές. Όμως το πρώτο πράγμα πού έκανε μόλις έμπαινε στο ιερό ήταν να βάλει μετάνοια, προτού κοινωνήσει, στον Λειτουργό και να του φιλήσει το χέρι. Μάλιστα θυμάμαι και μένα. πού ήμουν υποτακτικός του, όσες φορές αρνήθηκα να του δώσω το χέρι μου, με μάλωσε. Πρώτα έβαζε μετάνοια στον Λειτουργό, φιλούσε το χέρι του και μετά κοινωνούσε με πολλή ευλάβεια, συντριβή και σεβασμό.
Τα τελευταία χρόνια δεν μνημόνευαν στις Καρυές το όνομα του Πατριάρχη -του Αθηναγόρα- και μαζί με αυτούς δεν μνημόνευε και ή συνοδεία του π. Γαβριήλ. Όταν όμως πήγαμε εμείς στο κελί, του είπα: «Εγώ, Γέροντα, μνημονεύω». Μου λέει: «Σού είπα, παιδί μου, εγώ τίποτε; Εσύ να μνημονεύεις. Εμείς τότε είχαμε σταματήσει, επειδή είχαν δημιουργηθεί κάποια προβλήματα και τότε σταμάτησαν όλοι οι πατέρες να μνημονεύουν». Είχε όμως πολύ πόθο να κατέβη στο
Πρωτάτο.

Όταν τον πρωτοπήγα στον ναό του Πρωτάτου για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, αφ’ ότου σταμάτησε να πηγαίνει, -θυμάμαι ήταν Πάσχα, στην Αγάπη- έβαλε τα κλάματα, συγκινήθηκε. Δεν μπορούσε να πάει μόνος του και τον πήγαμε εμείς. Στον θρόνο ήταν ό θεοφιλέστατος Ροδοστόλου Χρυσόστομος. Το πρώτο πράγμα πού έκανε ήταν να πάει να φιλήσει το χέρι τού Δεσπότη. Τον Ροδοστόλου τον ευλαβείτο, τον αγαπούσε και τον σεβότανε πολύ. Έλεγε: «Αυτός ό Δεσπότης είναι δικός μας Δεσπότης». Άλλη χρονιά πήγαμε το Πάσχα στο Πρωτάτο, έβαλε πετραχήλι και κοινώνησε από τα χέρια τού αγίου Ροδοστόλου. Πόνεσε βέβαια ή καρδιά του, όταν είδε το Πρωτάτο γεμάτο με όλα αυτά τα σίδερα. “Έλεγε: «Εμείς το Πρωτάτο το γνωρίσαμε διαφορετικά. Ό ναός τού Πρωτάτου ήταν για μάς μεγάλο Πανεπιστήμιο. Ότι μάθαμε, το μάθαμε στον ναό τού Πρωτάτου, στο Πανεπιστήμιο αυτό πού λέγεται Πρωτάτο. Και τις Ακολουθίες, και να διαβάζουμε». Γιατί έκανε και αναγνώστης και ψάλτης και εφημέριος. Αγαπούσε το Πρωτάτο σαν ένα κομμάτι της ζωής του, όπως έλεγε.
Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του τον επισκέφτηκαν βασανιστικές αρρώστιες. Είχε βέβαια ένα πόδι του πρησμένο, πού έτρεχε πύον, όταν πήγα στο κελί. Όμως τον περισσότερο πόνο τον είχε στο μάτι. Είχε ξεκινήσει ένα καρκίνωμα από το δέρμα τού προσώπου κοντά στο δεξί του μάτι και σιγά-σιγά επεκτάθηκε, κατέφαγε τελείως το μάτι, όπως και το γειτονικό κόκκαλο. Όμως ποτέ δεν τον εμπόδισε αυτό το πράγμα. Αν και είχε σκληρούς πόνους, έκανε πολύ μεγάλη υπομονή. Ποτέ δεν τον ακούσαμε να γογγύσει ή να παραπονεθεί για την κατάσταση του. Εμάς ένας πυρετός μάς πιάνει καμιά φορά και χαλάμε τον κόσμο. Ό παππούς όμως παρά τούς δυνατούς πόνους, παρ’ ότι υπέφερε πολύ, και από το πόδι, αλλά κυρίως από το μάτι, δεν είπε ποτέ ένα “αχ!”. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Και όσες φορές προσπαθούσα να τού περιποιηθώ το μάτι και το πίεζα λίγο, δεν παραπονιόταν ποτέ!

 

Αλλά και τα πνευματικά του και τον κανόνα του δεν άφησε ποτέ. Πόλλω μάλλον δεν άφησε την Ακολουθία του. Με ένα μάτι καθόταν πάνω από τα βιβλία και διάβαζε την Ακολουθία και τούς Κανόνες. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά την ώρα τού Εσπερινού, επειδή ήμουν λίγο κουρασμένος, διάβαζα λίγο νυσταγμένα και βαριεστημένα το Ψαλτήρι. Με πολύ καλό τρόπο μού λέει ό Γέροντας: «Παπά, είσαι κουρασμένος;». Τού λέω: «Ναι, Γέροντα». «Έ! Άσε, παιδί μου, να διαβάσουμε το Ψαλτήρι εμείς. Κάτσε, ξεκουράσου. Γιατί για μάς το Ψαλτήρι είναι προσευχή. ‘Εσύ το διαβάζεις, όπως μάς έλεγε ό Γέροντας μας “φύγε κακό από τα μάτια μου”». Και με σταμάτησε με καλό τρόπο και έκατσε στο στασίδι και το συνέχισε. “Ήθελε δηλαδή στην Εκκλησία να υπάρχει τέτοια ακρίβεια και να διαβάζουμε τις Ακολουθίες με τέτοια ακρίβεια. Και να τηρούνται με ευλάβεια όλα τα τυπικά.

 

Το γεγονός της επανδρώσεως του κελιού των Αρχαγγέλων το χαιρόταν πάρα πολύ. Θυμάμαι την χαρά πού έκανε κατά την πρώτη πανηγύρι πού τελέσαμε, επειδή είχαν χρόνια να κάνουν πανηγύρι. Θυμόταν πού γιόρταζαν παλιά τούς Αρχαγγέλους στο κελί τους, τότε πού ζούσε ό Γέροντας του, και χαιρόταν σαν μικρό παιδάκι. Για πολύ καιρό μετά διηγιόταν για την εορτή, εκδηλώνοντας έτσι την μεγάλη του χαρά. Όταν τού είπαμε κάποτε να κάνουμε μνημόσυνο για τούς Γεροντάδες του, για τούς οποίους είχαμε ακούσει τόσο πολλά συγκινητικά πράγματα, έκλαιε σαν μικρό παιδί, γιατί θα τούς τιμούσαμε, και μάλιστα τον Γέροντα του π. Αβέρκιο, τον όποιο σεβόταν βαθύτατα και αγαπούσε πάρα πολύ μέχρι τέλους. Μέχρι πού έφυγε από την ζωή αυτή, για τον Γέροντα του μιλούσε. Έλεγε χαρακτηριστικά με πολλή ταπείνωση και ευγνωμοσύνη: «Ότι έχω στον εαυτό μου και ότι είμαι το οφείλω στον Γέροντα μου. Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου. Ότι είμαι το οφείλω στον Γέροντα μου π. Αβέρκιο».
Δεν ήθελε να τον επαινούν και να τον δοξάζουν. Θυμάμαι την πρώτη χρονιά, πού τού είπαν, κατά την συνήθεια, μετά την Πανηγύρι το Πολυχρόνιο. Μού λέει: «Παπά, σε σένα να πούνε το πολυχρόνιο. Τί το λένε σε μένα; Εγώ δεν θέλω τέτοια πράγματα. Γέρασα τώρα. Εγώ περιμένω το τραίνο το Εξπρές για να φύγω. Δεν μού χρειάζονται πολυχρόνια. Εγώ θέλω να πάω κοντά στον Θεό τώρα. Τί τα θέλω εγώ τα πολυχρόνια και τα πολλά χρόνια; Εγώ θέλω να πάω κοντά στον Χριστό, να ζήσω μαζί με τον Χριστό, αν τα καταφέρω. ‘Αν και οι βαλίτσες μου είναι άδειες, όμως πιστεύω το έλεος τού Θεού κάτι να κάνη και για μένα. Όλοι ελπίζουμε στο άπειρο έλεος τού Θεού, οπότε για μένα τα πολυχρόνια είναι περιττά».

 

Ποτέ δεν τον είδα να φοβάται τον θάνατο. Πάντα έλεγε: «Εγώ να! Τώρα θα φύγω ευχαριστημένος. Θα πάω κοντά στον Χριστό ευχαριστημένος για ένα λόγο. Διότι βρέθηκε ένας άνθρωπος να αγαπά την Εκκλησία και να ανάβει τα καντήλια της Εκκλησίας και να κάνη την Ακολουθία». Όλος ό πόνος του αυτός ήταν: Να λειτουργεί ή Εκκλησία. Όχι να γηροκομηθεί αυτός.
Αγαπούσε και σεβόταν ιδιαίτερα τον Γέροντα της Γρηγορίου, τον π. Γεώργιο, ό όποιος είχε επισκεφθεί αρκετές φορές το κελί των Αρχαγγέλων παλαιότερα, όταν τού το επέτρεπε ή υγεία του. Τον μνημόνευε πάντα με πολύ σεβασμό και αγάπη. Κάποτε μάλιστα είχε πει ό π. Γεώργιος στους πατέρες τού κελιού: «Πατέρες, αν δείτε ότι δεν μπορείτε, εμείς με πολλή χαρά θα σάς πάρουμε στο μοναστήρι μας για να σάς γηροκομήσουμε». Τα γεροντάκια εκτίμησαν πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Όμως ή χαρά τους ήταν να μη φύγουν από το σπίτι, αλλά εκεί να πεθάνουν και να ταφούν μαζί με τούς Γεροντάδες τους -υπάρχει τάφος δίπλα στην Εκκλησία, όπου θάπτουν όποιον αδελφό της συνοδείας φύγει από την ζωή αυτή, τα δε οστά του μετά την ανακομιδή του στα τρία χρόνια τα τοποθετούν κάτω από την Εκκλησία των Αρχαγγέλων-. Την αγάπη τους
στον άγιο Καθηγούμενο της Γρηγορίου και στην Μονή Γρηγορίου την έδειξαν αργότερα πολύ έντονα με την ολοπρόθυμη συμμετοχή τους στο κτίσιμο τού Κονακίου της Μονής Γρηγορίου, τού Αγίου Φιλόθεου τού Κόκκινου, πού βρίσκεται δίπλα στο Πρωτάτο. Και τα δύο γεροντάκια τότε πρόσφεραν προσωπική εργασία στο κτίσιμο τού κελιού. Συμπαραστάθηκαν στις εργασίες, σαν να επρόκειτο για δικό τους κελί.

 

Στολισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά χαρίσματα από τον άγιο Θεό ό π. Γαβριήλ έφυγε εν βαθεία ειρήνη από την ζωή αυτή, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, στις 26 ‘Οκτωβρίου 2007, ανήμερα τού αγίου Δημητρίου με το παλαιό ημερολόγιο και των Αρχαγγέλων με το νέο -σημείο και αυτό εκ Θεού, πού τον πήρε κοντά Του την ήμερα πού εόρταζε με το βαπτιστικό του όνομα-αφήνοντας ανεξάλειπτα από την μνήμη μας το χαριτωμένο πρόσωπο του και την όσιακή και ευλογημένη βιοτή του.
Ευλογημένε πάτερ Γαβριήλ, αιωνία σου ή μνήμη παρά τω Θεώ και μεταξύ των παραλειπομένων αδελφών σου.

Τον πατέρα Γαβριήλ και Γέροντα του κελιού των Αγίων Αρχαγγέλων, των Άβερκαίων, γνωρίσαμε τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του. Ζήσαμε κοντά του λίγα χρόνια, αλλά ωφεληθήκαμε πάρα πολύ. Κοντά του μάθαμε, πώς πρέπει να είναι ό μοναχός.
Ό παππούς ό Γαβριήλ ή ό παπά Γαβριήλ, όπως τον λέγανε στις Καρυές, γεννήθηκε στα Άλάτσατα της Μ. Ασίας. Μικρό παιδί 4 ετών έφυγε από εκεί το 1914 κατά τον Α’ διωγμό μαζί με τον πατέρα του και την μητέρα του. Κατ’ αρχάς έφθασαν στην Σάμο. Εκεί μετά από τρεις μήνες έκοιμήθη ή μητέρα του. Ή σκηνή αύτη από την κοίμηση της μητέρας του, όταν την φόρτωσαν στο μουλάρι για να πάνε να την θάψουν, χαράχθηκε τόσο βαθιά στην παιδική του ψυχή, πού την θυμόταν μέχρι τα τελευταία του. Στην συνέχεια έφυγαν από την Σάμο. Τούς έφεραν στην Αθήνα. Εκεί μετά από τρεις μήνες, μετά από κάποια αρρώστια, έκοιμήθη και ό πατέρας του. Έμεινε πλέον σε μία θεία του, αδελφή του πατέρα του, ή οποία είχε 5 παιδιά. Τότε αυτή πήρε τον μικρό Δημήτρη, όπως λεγόταν πριν ό π. Γαβριήλ, και τον συναρίθμησε με τα παιδιά της.
Όπως μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, δεν τον ξεχώριζαν ούτε ό θείος του ούτε ή θεία του επειδή δεν ήταν παιδί τους, αλλά τον είχαν σαν έκτο τους παιδί. Από τούς ανθρώπους αυτούς ωφελήθηκε πάρα πολύ. Έμαθε να αγαπά τον Χριστό και την Εκκλησία. Ό θειος του, όπως χαρακτηριστικά μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, ήταν άγιος άνθρωπος. Κάθε μέρα έκαναν προσευχή και μετάνοιες στο σπίτι και ανελλιπώς εκκλησιαζότανε. Συχνά του έλεγε: «Παιδί μου, ένα πράγμα θέλω. Όπου πάς, να προσπαθείς να αφήσεις καλό όνομα και όχι κακό όνομα. Ποτέ να μη βρεθεί άνθρωπος να σε χαρακτηρίσει με άσχημα πράγματα». «Και εγώ, έλεγε ό π. Γαβριήλ, προσπάθησα σ’ όλη μου την ζωή να κάνω υπακοή στον λόγο αυτόν τού θείου μου, και από αγάπη σ’ αυτόν, αλλά και από υποχρέωση, επειδή έφαγα ψωμί στο σπίτι του και εκεί μεγάλωσα και έζησα. Ποτέ δεν θέλησα να αθετήσω τον λόγο αυτόν τού θείου μου».

 

Ό θείος του αυτός τον έπαιρνε μικρό παιδί και πήγαιναν στο Μετόχι της Σιμωνόπετρας στον Βύρωνα, στην Αθήνα. Εκεί για πρώτη φορά ένοιωσε τον πόθο για την αφιέρωση στον Χριστό και ότι και ό ίδιος θα ήθελε κάποια στιγμή να φύγει για να γίνει μονάχος. Ήταν τότε 18 ετών. Μετά από την γνωριμία του, εκεί στο Μετόχι της Σιμωνόπετρας, με τον Ιεροκήρυκα π. Πανάρετο Δουλιγέρη, πήρε συστατική επιστολή του για να έλθει στο Άγιον Όρος.
Αυτός ό π. Πανάρετος τον έστειλε στον γέροντα Άβέρκιο στις Καρυές, στο κελί των Άβερκαίων, να υποταχθεί εκεί ως μοναχός. Στο Άγιο Όρος έφθασε το 1930 ανήμερα τού αγίου Παντελεήμονος. Βγήκε από το καράβι και ανέβηκε στις Καρυές, για να γνωρίσει τον γέροντα Άβέρκιο, πού ήταν μία σημαντική προσωπικότητα και έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην ζωή τού π. Γαβριήλ.
«Ό π. Άβέρκιος, μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, σαν Γέροντας είχε την αυστηρότητα τού πατέρα και την στοργή και την γλυκύτητα της μάνας». Συνδύαζε αυτά τα δύο πράγματα. Αγαπούσε πάρα πολύ την συνοδεία του και επειδή δεν ήταν παπάς -ήταν απλός μοναχός- συνεργαζόταν καθημερινά με τον πνευματικό της συνοδείας, για να υπάρχει ενότητα, αγάπη και σωστή μοναχική ζωή στο κελί του. Ό π. Αβέρκιος προήρχετο από κολλυβάδες Γεροντάδες και στο κελί του διατηρούσε την κολλυβάδικη παράδοση. Μ’ αυτήν την παράδοση μεγάλωσε και ό π. Γαβριήλ. Έζησε με τον π. Άβέρκιο 13 χρόνια. Μας έλεγε συχνά ότι νοσταλγούσε σ’ όλη του την ζωή αυτήν την καθημερινή επικοινωνία πού είχε με τον Γέροντα του. Από αυτόν έμαθε να διαβάζει και να ψάλλει. Κάθε μέρα πήγαινε στο κελί του και ό Γέροντας του τον νουθετούσε με παραδείγματα από τους Αγίους Πατέρες, από τον Ευεργετικό και από τους πατέρες πού είχε γνωρίσει στη ζωή του.

Ό Γέρων Αβέρκιος είχε και αδελφό μοναχό, τον π. Κοσμά, πού είχε έλθει πριν από αυτόν στο Άγιον Όρος. Μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, ότι τούς έλεγε ό Γέροντας του για τον π. Κοσμά, ότι είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής. Ό π. Κοσμάς έμενε σε ένα κελί, έπ’ ονόματι των Εισοδίων της Θεοτόκου, στην περιοχή της Ί. Μονής Ξεροπόταμου. Όταν ήλθε ό γέρων Αβέρκιος, σαν Αθανάσιος, πήγε να υποταχθεί σαν δόκιμος στον αδελφό του π. Κοσμά. Μετά από ένα έτος όμως ό π. Κοσμάς αρρώστησε την Μ. Τεσσαρακοστή στο τριήμερο και οι γιατροί του συνέστησαν να φάει γάλα και ζουμί από κρέας. Αυτός στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, διότι δεν ήθελε να χαλάσει την νηστεία και να κατάλυση την Μ. Τεσσαρακοστή. Τότε του παρουσιάσθηκε ή Παναγία και του είπε: «Παιδί μου, είτε φας είτε όχι, μετά το Πάσχα θα είσαι μαζί μου». Φώναξε τότε τον αδελφό του, τον Αθανάσιο, τον μετέπειτα Γέροντα Άβέρκιο, και του είπε: «Σε παρακαλώ, πήγαινε στον πνευματικό μου στην Ξεροπόταμου, γιατί είχα αυτή την επίσκεψι. Φοβάμαι μήπως δεν ήταν ή Παναγία αλλά κάποιος πειρασμός». Ό πνευματικός, αφού άκουσε αυτά από τον Αθανάσιο, του είπε: «Παιδί μου, ό αδελφός σου είναι πολύ λίγο καιρό στο Άγιο Όρος, είναι νέος μοναχός. Όμως την αρετή πού έχει ό αδελφός σου, λίγοι μοναχοί την έχουν στο Άγιο Όρος». Και πράγματι, όπως τον πληροφόρησε ή Παναγία, ό π. Κοσμάς μετά το Πάσχα αναπαύθηκε, έφυγε στους Ουρανούς.

Ό π. Κοσμάς είχε πει στον νεαρό Αθανάσιο: «Μετά την έξοδο μου από τον κόσμο να πάς να υποταχθείς στην συνοδεία του πνευματικού παπά-Κοσμά -υποτακτικού του προαπελθόντος γέροντος Συμεών-στο κελί των Χιωτών, πού τιμάται έπ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου και βρίσκεται στην Ί. Μονή Ιβήρων».
Το κελί αυτό είναι γνωστό από τον βίο του αγίου Νικόδημου του Άγιορείτου. Εκεί ό όσιος Νικόδημος, όπως αναφέρεται στα γραπτά του και μάς το έλεγε και ό π. Γαβριήλ, είχε ζήσει την ωραιότερη Αγρυπνία της ζωής του. Στο κελί αυτό οι γεροντάδες έκαναν όλη την νύχτα την Αγρυπνία με κομποσκοίνι, ακουμπώντας στα τεμπελόξυλα -βακτηρία σε σχήμα Τ, πάνω στην οποία στηρίζονται οι ασκητές, όταν κάνουν τον κανόνα τους-. Το πρωί πήγαινε ό παπάς και τούς λειτουργούσε. Σε μία τέτοια Αγρυπνία βρέθηκε και ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης και, όπως αναφέρει στα γραπτά του, ήταν ή ωραιότερη Αγρυπνία της ζωής του.

 

Στο κελί αυτό έγινε μοναχός ό γέρων Αβέρκιος το 1891. Μετά την κοίμηση του παπά-Κοσμά διάδοχος έγινε ό π. Νεόφυτος μετά του π. Άβερκίου και του π. Γεωργίου. Ή Ιερά Κοινότης τούς παρακάλεσε να αφήσουν το κελί του Αγίου Γεωργίου της Ιβήρων και να επανδρώσουν το κελί των Αρχαγγέλων στις Καρυές, δίπλα στο Πρωτάτο, πού τότε ήταν έρημο. Στην αρχή στενοχωρήθηκαν πολύ, γιατί όλοι τους είχαν μεγάλη αγάπη στον άγιο Γεώργιο και δεν ήθελαν να τον αφήσουν. Τελικά όμως έκαναν υπακοή, αφού έγινε συμφωνία με την Ιερά Μονή Ιβήρων, να πάρουν μαζί τους την εικόνα του αγίου Γεωργίου. Πήραν λοιπόν την εικόνα του αγίου Γεωργίου από το προσκυνητάρι και την μετέφεραν στο νέο κελί τους, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Εκτοτε πανηγύριζαν και στο κελί των Αρχαγγέλων τον άγιο Γεώργιο, γιατί τον θεωρούσαν δικό τους. Μάλιστα στο κελί των Άβερκαίων την Δευτέρα διαβάζουν τον Κανόνα των Αρχαγγέλων και το Σάββατο τον Κανόνα τού Αγίου Γεωργίου μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την παράδοση τού Αγίου Όρους, κατά την οποία κάθε Σάββατο διαβάζεται στα κελιά και τα μοναστήρια οκτώηχος Κανών προς τιμήν τού Αγίου τού κελιού ή της Μονής,

 

Ό π. Αβέρκιος έκτος των άλλων ήταν και εθνική προσωπικότητα. Είχε συναντηθεί με τον Βενιζέλο και σε συνεργασία με την Μονή Διονυσίου και Γρηγορίου έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εθνικά θέματα κατά τον Μακεδονικό αγώνα.
Με τον Γέροντα Αβέρκιο συνδέεται και κάποιο θαύμα των Αρχαγγέλων, όπως μας έλεγε ό π. Γαβριήλ. Λόγω ελλείψεως σίτου από τούς κελλιώτες πατέρες των Καρυών, πήγε με την μεσολάβηση τού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αθήνα και στον Πειραιά, προκειμένου να βρει σιτάρι. Εκεί βρήκε ένα καράβι γεμάτο με σιτάρι. Όμως δεν εύρισκε τσουβάλια για να το μεταφέρει. Πήρε το κομποσκοίνι και περπατούσε στενοχωρημένος στους δρόμους τού Πειραιά παρακαλώντας τούς Αρχαγγέλους: «Άγιοι Αρχάγγελοι, βοηθήστε με κάτι να κάνω». Τότε παρουσιάσθηκε ένα παιδάκι στον δρόμο και τού λέει: «Γέροντα, τί έχεις και είσαι στενοχωρημένος;». Τού λέει: «Να, βρέ παιδί μου, ψάχνω να βρω μερικά τσουβάλια, για να μεταφέρω λίγο σιτάρι στο Άγιο Όρος, και δεν βρίσκω». Και το παιδί τού λέει: «Πήγαινε στο απέναντι μαγαζί και θα σου δώσουν και τσουβάλια και ότι θέλεις». Και όντως. Τού έδωσαν ότι ζήτησε, και δωρεάν μάλιστα. Μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, μέχρι την κοίμηση του, ότι το παιδάκι πού φάνηκε και τον βοήθησε ήταν σίγουρα κάποιος από τούς Αγίους Αρχαγγέλους.
Κοντά σ’ αυτόν τον Γέροντα, τον π. Αβέρκιο, μεγάλωσε ό π. Γαβριήλ. Ό π. Αβέρκιος κοιμήθηκε το 1943. Όμως ό π. Γαβριήλ έκανε υπακοή στον Γέροντα του μέχρι το 2007, δηλαδή μέχρι την δική του κοίμηση. Αυτό φαίνεται από την ακρίβεια, με την οποία τήρησε μέχρι το τέλος του τις εντολές πού άκουσε από τον Γέροντα του. Κάποτε τού είχε πει ό Γέροντας του: «Παιδί μου, το σιωπητήριο τού μοναχού είναι το Απόδειπνο».

 

Θυμάμαι, ότι ό π. Γαβριήλ μέχρι πού κοιμήθηκε, όταν τού βάζαμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο, δεν έλεγε ποτέ ούτε την λέξι “Καληνύχτα”, για να μη χαλάσει τον κανόνα πού του είχε βάλει ό Γέροντας του το 1930.
Άλλοτε του είχε πει ό Γέροντας του: «Παιδί μου, δεν θα αφήνεις, όσο μπορείς, το κελί σου να το σκουπίσει κανείς, ούτε τα ρούχα σου να σού τα πλύνουν άλλοι. Να τα πλύνεις μόνος σου». Μέχρι πού κοιμήθηκε -σερνότανε- δεν μας άφηνε να μπούμε στο κελί του ή να του πλύνουμε τα ρούχα, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει την υπακοή στον Γέροντα του. Άλλοτε πάλι του είχε πει να πίνει στο τραπέζι μισό ποτήρι κρασί, γιατί ήταν αδύνατος. Μέχρι πού πέθανε, θυμάμαι, πίεζε τον εαυτό του να πιει το μισό ποτήρι κρασί -ποτέ παραπάνω-για να μη χαλάσει τον κανόνα του.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό κάτι πού μάς είχε πει. Όταν ήλθε το 1930, στην πρώτη λιτανεία του «Άξιον Εστί» πού παραβρέθηκε, την στιγμή πού πήγαινε να ακολουθήσει την λιτανεία, του είπε ό Γέροντας του: «Παιδί μου, στην λιτανεία οι πατέρες προσφέρουν διάφορα πράγματα. Εσύ δεν έχει ευλογία να πάρεις τίποτε. Θα ακόλουθης την λιτανεία και θα είσαι προσευχόμενος. Δεν θα παίρνεις, δηλαδή, το κρασί, το νερό, το τυρί, τίποτε. Θα ακόλουθης την λιτανεία και θα είσαι προσευχόμενος». Μέχρι τελευταία -γύρω στο 2000-πού μπορούσε ακόμη να πηγαίνει στην λιτανεία, δεν έπινε ούτε νερό. Εβδομήντα χρόνια τήρησε με ακρίβεια τον κανόνα πού του είχε βάλει ό Γέροντας του. Τέτοια ακρίβεια στην υπακοή δεν έχω ξαναδεί. Τόσο ακριβή μοναχό δεν έχω γνωρίσει.

 

Άλλοτε, μάς είπε, ότι βρέθηκε -σαν εφημέριος τότε- στο κονάκι της Διονυσίου. Ήταν μάλιστα και ή Επιστασία εκεί. Του προσέφεραν και αυτού ένα ποτήρι νερό με τον δίσκο. Για να μη προσβάλει τούς πατέρες, πήρε το νερό, έβαλε το ποτήρι στο στόμα του, δήθεν ότι πίνει, και το ξανάβαλε στον δίσκο. Ούτε τούς πατέρες να προσβάλει, από διάκριση, αλλά ούτε και τον κανόνα του να χαλάσει.
Το 1946 έγινε παπάς. Από τότε άρχισε να κάνη εντονότερο αγώνα. Λειτουργούσε συχνά και εξυπηρετούσε πολλά κελιά. Σε όσους τον φώναζαν, έτρεχε με πολλή αυταπάρνηση και αγάπη. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι, όταν λειτουργούσε, ποτέ δεν κοιμήθηκε σε κρεβάτι. Καθόταν στην καρέκλα με το κομποσκοίνι και έκανε αγρυπνία την παραμονή. Το ίδιο και μετά την Λειτουργία: «Όσο μπορούσα, όλα μου τα χρόνια προσπαθούσα να βρίσκομαι στην καρέκλα και όχι στο κρεβάτι, για να μην έχω κανένα πειρασμό και να κάνω και λίγο παραπάνω άσκηση».
Ήταν τακτικότατος στις Ακολουθίες. Είχε τρομερή αγάπη στις Ακολουθίες. Παρ’ όλα τα προβλήματα της υγείας του, παρ’ όλο πού είχε καρκίνο στο πρόσωπο, πού του είχε καταφάει τελείως το ένα μάτι και είχε μεγάλη πληγή, εν τούτοις τον έβλεπες στην Ακολουθία να είναι πρώτος και τελευταίος να φεύγει. Μάλιστα τον έβλεπες να πιέζει τον εαυτό του να ψάλλει και να διαβάζει, ει δυνατόν και τα κόκκινα γράμματα, για να μην αφήσει τίποτε. Εμείς όταν πήγαμε στο κελί.
βρήκαμε τον Γέροντα, τον π. Γαβριήλ, πού ήταν τότε 88 ετών, μαζί με τον π. Αβέρκιο τον νεώτερο -τον παραδελφό του και μετά την κοίμηση του Γέροντα τους υποτακτικό του, και τώρα Γέροντα τού κελιού μας-να διαβάζουν Ακολουθία, όπως διαβάζουν στα μοναστήρια. Δύο γεροντάκια, διάβαζαν τα πάντα. Έψαλλαν και κάποια κομμάτια στην Ακολουθία.

 

Ένα χαρακτηριστικό γεγονός της αυτοθυσίας τους και της αγάπης τους στην θεία λατρεία είναι και το παρακάτω: Όταν ή Ί. Κοινότης απεφάσισε να τελεσθή από όλα τα μοναστήρια Αγρυπνία και κοινή προσευχή για να αποτραπεί ή προβολή της βλάσφημης ταινίας τού Σκορτσέζε, ό π. Αβέρκιος είχε σοβαρό πρόβλημα στο πόδι του. Για να συμμετάσχουν όμως και αυτοί στην κοινή προσευχή τού Αγίου Όρους, ό μέν π. Γαβριήλ λειτουργούσε ό δε π. Αβέρκιος έκανε τον ψάλτη ξαπλωμένος στο δάπεδο του ναού.
Ό π. Γαβριήλ λειτουργούσε μέχρι το 2004. Τρία χρόνια προτού κοιμηθεί σταμάτησε την θεία Λειτουργία. Και ήταν πολύ καλός λειτουργός. Διακόνησε στον ναό του Πρωτάτου 15 χρόνια ως εφημέριος, όπως και άλλα δύο χρόνια στην Ί. Μονή Κωνσταμονίτου. Έφυγε όμως από εκεί, όταν αντιλήφθηκε κάποιες κινήσεις των πατέρων της Μονής να τον ψηφίσουν για ηγούμενο. Δεν ήθελε να εγκατάλειψη το κελί του και την μετάνοια του, ούτε τον κανόνα του Γέροντα του. Με καλό τρόπο είπε στους πατέρες ότι «εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω» και έφυγε. Κάποτε βίωσε ένα πολύ μεγάλο πειρασμό να φύγει από το κελί του. Ό Γέροντας του τότε τον έστειλε στον ξακουστό για την αρετή του Γέροντα Κοδράτο τον Καρακαλληνό, ό όποιος τον ωφέλησε πάρα πολύ, όπως μας είπε, χωρίς να μας πή όμως τί και πώς.

 

Αυτό πού έχω να καταθέσω εγώ από την ζωή του Γέροντα παπά-Γαβριήλ, πού μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι το έξης: Δύο χρόνια πριν την κοίμηση του, μου λέει την ώρα του Εσπερινού: «Παπά, να μείνεις στο τέλος του Εσπερινού, σε θέλω». Τού λέω: «Γέροντα, ορίστε». Μού λέει: «Βάλε το πετραχήλι σου, θέλω να εξομολογηθώ. Είμαι γεροντάκι- μπορεί να χρωστάω κάτι στον Θεό- θέλω να εξομολογηθώ». Του λέω: «Γέροντα, εγώ είμαι εγγόνι σου και ντρέπομαι να κάνω κάτι τέτοιο». Μου λέει: «Είσαι παπάς;». «Ναι, είμαι». «Αφού είσαι παπάς, οφείλεις να κάνης υπακοή. Αυτό σου το έχει δώσει ή Εκκλησία και δεν είναι θέμα αν είσαι μικρός ή μεγάλος». Τότε δέχθηκα και μιλούσαμε περίπου δύο ώρες. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ή καθαρότητα πού είχε στην ζωή του και ή αγνότητα του. Αυτό με εντυπωσίασε περισσότερο από όλα στην εξομολόγηση του. Δηλαδή συγκινήθηκα πάρα πολύ από την αγνότητα και την καθαρότητα πού είχε στους λογισμούς του και την καρδιά του.
Δεν τον ακούγαμε ποτέ να κατακρίνει. Όταν καμιά φορά μας έβλεπε να πιάνουμε την κουβέντα, μας έλεγε: «Πατέρες, καλόγεροι είμαστε. Καράβι θα ξεφορτώσετε με την κουβέντα;». Όλη την μέρα τον βλέπαμε κρυμμένο πίσω από τις πόρτες, να κάθεται και να κάνη κομποσκοίνι με σταυρούς. Προσευχόταν για μας πού δουλεύαμε, αλλά και για όλους τούς ανθρώπους.

 

Ζούσε στις Καρυές και δεν τον γνώριζαν στις Καρυές. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια πού ήρθε στο ‘Άγιο Όρος δεν ήξερε καλά-καλά τις Καρυές. Ό μόνος δρόμος πού ήξερε ήταν κελί-Πρωτάτο και Πρωτάτο-κελί. Τα μαγαζιά και την πλατεία των Καρυών τα αγνοούσε. Αλλά και στα τελευταία χρόνια της ζωής του πολλοί άνθρωποι στις Καρυές δεν τον γνώριζαν καν. Έζησε σε τέτοια αφάνεια. Δεν ασχολείτο με κανέναν, ούτε με τις άλλες συνοδείες, ούτε άργολογούσε, ούτε κατέκρινε. Δεν ξανοιγόταν σε συζητήσεις, ούτε έκανε παρέες, ούτε επεδίωκε γνωριμίες με ανθρώπους. Μόνο όσοι τον επισκέπτονταν στο κελί του τον γνώριζαν. Ασχολείτο μόνον με τα καλογερικά του και με το κελί του, με τίποτε άλλο. Τέτοια ξενιτειά είχε. Από το 1930 πού ήρθε στο Άγιον Όρος βγήκε ξανά έξω το 1969 για λόγους υγείας. Και έκτοτε βγήκε ελάχιστες φορές, μετρημένες στα δάχτυλα τού ενός χεριού, μόνο και μόνο για το θέμα της υγείας, για τίποτε άλλο.

Share Button