Ο Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος (Κόμπος), 1920-2005, του π. Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου
του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου, Πρωτοσυγκέλλου Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου καὶ Σιατίστης
Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (ΚΟΜΠΟΣ), Α΄ ΜΕΡΟΣ
Στὶς 17 Δεκεμβρίου 2005, τὸ πρωί, καὶ ὥρα ἐννέα παρὰ τέταρτο περίπου, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ΜΕΘ τοῦ Μποδοσάκειου Νοσοκομείου Πτολεμαΐδος, ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης, ὁ ἐξ’ Ἄργους τῆς Πελοποννήσου καταγόμενος, κυρὸς Ἀντώνιος Κόμπος, πλήρης ἡμερῶν, ἀλλὰ καὶ πνευματικῶν ἐμπειριῶν, δεδοκιμασμένων τελικά καὶ στὸ καμίνι τῆς σύντομης, ἀλλὰ βαρύτατης ἀσθένειάς του. Κοντά του, τὴν ὥρα τῆς κοίμησής του, βρισκόταν ἱερομόναχος τῆς Μητροπόλεώς μας, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ὁποίου, πολὺ λίγο προτοῦ ἐκπνεύσει ὁ μακαριστὸς εὑρισκόμενος ἤδη σὲ κῶμα μερικὲς ἡμέρες, ὅλες οἱ ἐνδείξεις τῶν μηχανημάτων στὴν Ἐντατικὴ ἦρθαν σὲ ἀπόλυτη ἰσορροπία, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἄνθρωπο ὑγιῆ. Ἡ ἐντατικολόγος ξαφνιάστηκε. Ἀμέσως μετὰ ἐπῆλθε τὸ τέλος, ἀποδεικνυόμενο καὶ μηχανικῶς. Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου νὰ ὑποδηλώθηκε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο.
Ἄφησε μαρτυρία ἀγαθοῦ, προσευχομένου, ὑπομονετικοῦ, ἁγιασμένου ποιμένος, στὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς χώρας καὶ ὄχι μόνο. Ἐκ τῶν πολλῶν πνευματικῶν του χαρισμάτων μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε στολίσει ὁ Θεός, ἀναφέρουμε τὸν ἄμεμπτο βίο, τὴν πολλὴ προσευχή, τὸ διορατικὸ καὶ προορατικό του χάρισμα, τὴ συγγραφή, τὴ μελέτη, τὴν ἀπὸ φυσικοῦ του ταπείνωση, ἡ ὁποία «αὐξήθηκε ἔτι περισσότερο, μὲ τὴν ἄνοδό του στὸν ἐπισκοπικό βαθμό», σύμφωνα μὲ κάποιον ἁγιασμένο ἱερέα.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση, ἦταν ἡ πολλὴ κατὰ κόσμον παιδεία ποὺ κατεῖχε. Ἐκινεῖτο ἄνετα στὸ χῶρο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, φιλοσόφων καὶ δραματικῶν ποιητῶν καὶ συχνότατα διάνθιζε τὰ ἐξαιρετικὰ ἀπὸ πλευρᾶς ρητορικῆς δεινότητας κηρύγματά του, μὲ ρητὰ καὶ λόγους τους. Γενικότερα οἱ θύραθεν γνώσεις του κάλυπταν πολλὰ πεδία, ἀπὸ αὐτὸ τῆς πολιτικῆς ἱστορίας καὶ διαιτητικῆς, μέχρι κι’ ἐκεῖνο τῶν ἀγροτικῶν ἀσχολιῶν ἢ τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ὡς ἐπίσκοπος ἦταν ἐπιφορτισμένος καὶ μὲ τὰ διοικητικὰ καθήκοντα ἑνὸς ἐπισκόπου, συνέγραφε, προσευχόταν πολλὲς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ μάλιστα «περιπατητικῶς», ἐπικαλούμενος συνεχῶς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴν Παναγία Μητέρα Του, πλῆθος ἁγίων, ὅπως μοῦ ἔλεγε, ὅταν ἤμουν διάκονός του, ἐγκωμιάζοντάς μου συνεχῶς τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Τὸν βλέπαμε νὰ ἐξομολογεῖ ἀσταμάτητα σὰν ἁπλὸς ἱερεὺς πολὺν κόσμο, ποὺ συνέρρεαν ἀπὸ κοντὰ καὶ μακριά, γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν στὶς σοφές του συμβουλές, ὅπου κάποιοι διαπίστωναν τὰ χαρίσματά του. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔκανε πολυαρίθμους ἀνθρώπους νὰ τὸν πλησιάζουν, ἦταν ἡ φήμη γιὰ τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς του, πρᾶγμα ποὺ σχολίαζε συχνὰ καὶ ὁ γέροντας Ἐφραὶμ στὴν Ἀριζόνα, λέγοντας ὅτι ἔχει τόση δύναμη προσευχῆς, ὥστε «ὅ,τι ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό γίνεται»(!) . Ἀλλὰ καὶ σὲ κάποιο πρόσωπο ἀπευθυνόμενος ὁ γέροντας Ἐφραίμ, σχολίασε ὅτι «γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος ἔπεφτε μέσα στὴ φωτιά» . Τόσο πολὺ προσευχόταν.
Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ πατρὸς Στεφάνου Ἀναγνωστοπούλου ἡ θεία Χάρις ἦταν «ὁρατή ἐπάνω του» κάποτε ὅταν λειτουργοῦσε, ἐνῶ στὴ διάρκεια μίας χειροτονίας καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ τελοῦσε τὴν κάλυψη τῆς Προσκομιδῆς ἐθεάθη σὲ ἔκσταση, πρᾶγμα ποὺ ἀντελήφθησαν καὶ οἱ παρευρισκόμενοι ἱερεῖς, σὰν κάτι ἰδιαίτερο. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴ χειροτονία κάποιος ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἱερεῖς τὸν ρώτησε ἂν εἶναι κάποιες φορὲς δυνατὸν ἕνας ἐπίσκοπος νὰ αἰσθανθεῖ κάτι ἔκτακτο σὲ μία χειροτονία, ἔλαβε μία ἀπάντηση μὲ πολὺ νόημα: «Τὸ θέμα εἶναι τὶ νιώθει ὁ χειροτονούμενος, ὄχι ὁ Ἀρχιερεύς»! κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ νεοχειροτονηθέντα. Αὐτὰ παρόντος ἐμοῦ. Πολλὰ ἔχουν να διηγοῦνται γιὰ παρόμοιες ἐμπειρίες του καὶ κάποιοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες. Ἀπὸ ὅσα ἔτυχε νὰ ἀκούσω, ὑπάρχει ἐμμονὴ κυρίως στὸ θέμα τῆς δυνατῆς, πεπαρρησιασμένης προσευχῆς του, ποὺ νομίζω δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὴ βιοτὴ τοῦ γιὰ κάποια χρόνια πνευματικοῦ του πατέρα, ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Μιχαήλ, τοῦ ἀπὸ Κορινθίας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἐπίσης ἡ φήμη ὅτι εἶχε προσευχὴ θαυματουργική. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι καὶ τὰ κείμενά τους ἔχουν μεγάλη ὑφολογικὴ συγγένεια, θυμίζοντας τὸ ὕφος τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος ἔλεγε καὶ ἔδειχνε κατὰ κάποιο τρόπο ὅτι εἶχε ἰδιαίτερη σχέση .
Ἐνθυμοῦμαι μία φορὰ μιὰ ἰδιαίτερη στιχομυθία ἀνάμεσά μας, ὅταν ἤμουν διάκονος:
-Πῶς πῆγε ἡ προσευχὴ σήμερα σεβασμιότατε;
-Δόξα τῷ Θεῷ, διάκο. 6 χιλιόμετρα προσευχὴ καὶ 2 χιλιόμετρα κήρυγμα(!).
Αὐτὸ τὸ ἀναφέρω γιὰ νὰ δείξω τὶ ἐννοῶ μὲ τὸν ὅρο «περιπατητική» προσευχὴ, που προηγουμένως χρησιμοποίησα.
Συνήθως ὄρθριζε στὶς 4:30 τὰ ξημερώματα, ἀφοῦ κοιμόταν ἀρκετὰ πρίν. Μοῦ διηγεῖτο πὼς νεότερος ἱερεὺς ὅταν ἦταν, συχνὰ ἄρχιζε τὴν πρωινὴ ἀκολουθία στὶς 3:00 ἡ ὥρα καὶ μὲ τὴ θεία Λειτουργία τελείωνε κατὰ τὶς 6:00 τὸ πρωί. Λίγο ἀργότερα πήγαινε γιὰ μάθημα στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τῆς Ξάνθης ὅπου ὑπηρετοῦσε σὰν σχολάρχης.
Νήστευε ἀπὸ τὸ κρέας γιὰ τοὐλάχιστον 55 χρόνια. Καφὲ δὲν ἔπινε σχεδὸν ποτέ. Κάποτε μιὰ μοναχὴ καὶ δύο-τρεῖς λαϊκοὶ εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι, ὅταν μὲ χαρὰ τοὺς ὑποδέχτηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου, τοὺς ἔφτιαξε καφέ καὶ τοὺς τὸν σέρβιρε, δὲ δίστασε μάλιστα νὰ μεταφέρει βαλίτσες γνωστῶν του ἐπισκεπτῶν! (Καὶ στὰ δύο γεγονότα ὑπῆρξα αὐτόπτης μάρτυς).
Συχνὰ ἔλεγε, εἰδικὰ στοὺς κληρικοὺς, νὰ ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας τὸ «λάθε βιώσας», δηλαδὴ νὰ ζεῖς κρυφά, νὰ κρύβεις τὴν ἀρετή σου. Ἦταν κανόνας τοῦ Γέροντα νὰ ἀποφεύγει μετ’ ἐπιμονῆς τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητας, μόνο δὲ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἐκείνη τὸν πλησίασε, ἐφ’ ὅσον ἐξαπλώθηκε ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του.
Μισοῦσε μ’ ἕνα ἅγιο μῖσος τὴν ἐπίδειξη, καὶ προφανῶς τὴν ποιμαντικὴ ἐπίδειξη «ἔργου», «κινήσεως», κλπ. Τὴν θεωροῦσε, ὡς ἀσθένεια τῶν ἡμερῶν μας, προτεσταντικοῦ τύπου ἀντιστάθμισμα τῆς ἔλλειψης ἐσωτερικοῦ βιώματος καὶ προσευχῆς. Ἤξερε πὼς πίσω καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ ποιμαντικὸ ἔργο-τάχατες προϊὸν ὁλοκάρδιας ἀφιέρωσης-φωλιάζει ὁ ἀκοίμητος (καὶ πιὸ ἐπικίνδυνος) σκώληξ τῆς κενοδοξίας, ἕτοιμος νὰ καταβροχθίσει πρῶτον καὶ καλύτερο τὸν κληρικὸ καὶ τοὺς ὀπαδούς του.Τὸν ἄφηναν πλήρως ἀδιάφορο τὰ πολυτελῆ ἄμφια καὶ τὰ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα, ὁδηγὸ δὲ δὲν εἶχε.
6-7 μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, στὸ Ἐπισκοπεῖο, εὑρισκόμασταν οἱ δυό μας. Καὶ μοῦ εἶπε: ἕνας παπᾶς, καθὼς προσευχόταν κάποτε, ἀνέβηκε ψηλά, νόμισε πὼς πέθανε. Πῆγε στὸν Κύριο κι ἐκεῖ ἦταν ὑπέροχα. Φαντάστηκε πὼς θὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ. Ἀλλὰ δὲν εἶχε φτάσει ἡ ὥρα του. Καὶ τοῦ λέει ὁ Κύριος (σὰν νὰ μιλοῦσε ὁ ἴδιος στὸν/γιὰ τὸν ἑαυτό του): -Ἐσὺ, ὅμως, θὰ κατέβεις κάτω τώρα πάλι, γιατὶ ἔχεις ἔργο νὰ κάνεις ἀκόμη. Ἐδῶ ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνουμε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔκσταση τοῦ νοῦ, τὴν ἄνοδό του στὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα εἴσοδός του στὴν καρδία τοῦ προσευχομένου, ὅπου καὶ ἀκολουθοῦν οἱ ἀποκαλύψεις ποὺ περιγράφονται, ἐν φωτὶ καὶ ἐν ἔρωτι Χριστοῦ.
Πέρασε ἀνάμεσά μας ἀθόρυβα. Ἐδαπανήθηκε γιὰ τὸ Χριστὸ μέχρι τελευταίας του στιγμῆς. Τρέχοντας στὰ χωριὰ τῆς Μητροπολιτικῆς του περιφέρειας, ἕως καὶ τὶς παραμικρὲς ἐσχατιές της. Ἀλλὰ καὶ σὰν τοποτηρητὴς δὲν ἄφησε χωριὸ γιὰ χωριὸ σὲ Καστοριὰ καὶ Κοζάνη κατὰ μαρτυρία πολλῶν πιστῶν. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στὰ χωριὰ ἔφθανε πρὶν ἀπὸ τὸν παπᾶ. Σ’ αὐτὸ συμμαρτυρῶ κι ἐγώ, διότι κατὰ τὴ δική μου σὲ διάκονο χειροτονία, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὴν ἁγία Γλυκερία Γαλατσίου Ἀθηνῶν (13-5-1995), φτάνοντας στὸ ναό, τὸν βρήκαμε σὰν ἁπλὸ παπᾶ, μὲ ἕνα ἁπλὸ ζωστικό, νὰ παραλαμβάνει τὰ πρόσφορα ἀπὸ τοὺς πιστούς.
Ἡ ζωή του ἦταν ἕνας συνδυασμὸς ἐνθουσιώδους ἱεραποστολῆς καὶ ἄκρας ἀσκήσεως. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος στὴ ζωή του ἦταν πολὺ αὐστηρός, ὅταν στὴν ἐξομολόγηση ἀσκοῦσε τὴν ἐπιείκεια στοὺς βαρέως ἁμαρτάνοντες, ἀκόμη καὶ κληρικοὺς-σημειωτέον- αὐτὴ ἔφερνε ἀποτέλεσμα: ὁ ἐξομολογούμενος ἀλλοιωνόταν τὴν καλὴν ἀλλοίωση, διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὁ πρᾶος καὶ γλυκὺς ποιμένας καὶ πατέρας, εἶχε τὸ χάρισμα νὰ αἴρει τὰ βάρη τῶν ἄλλων καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ πάθη καὶ ἐφάμαρτες συνήθειες, ροπὲς καὶ ἀδυναμίες, «χάρισμα ποὺ ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἐπίσκοπο δίνει», ὅπως εἶπε μὲ σημασία κάποιος πνευματικός, προκειμένου περὶ ἐπιεικείας ἀσκουμένης σὲ κληρικούς, κι ἂς μὴ σπεύσουν μερικοὶ νὰ σκανδαλισθοῦν: ἐπιείκεια μὲ ἐπιείκεια διαφέρουν στὸ ἀποτέλεσμα. Ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἐπιείκεια τοῦ χαύνου καὶ ἡδυπαθοῦς γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθοῦν κάποιοι, καὶ ἄλλο ἡ ἐπιείκεια τοῦ τετηγμένου ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, οἱ ὁποῖες σὰν ἄκτιστες τοῦ Θεοῦ ἐνέργειες περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἁπλώνουν στοὺς γύρωθέ του ἀνθρώπους καὶ ἀλλοιώνουν τὰ καλοπροαίρετα σκεύη.
Ἐπιπλέον, ἡ ἐπιείκεια τοῦ ὀκνηροῦ τὸν κάνει ἀκόμη ὀκνηρότερο, ἐνῶ ἡ ἐπιείκεια τοῦ τεταπεινωμένου καὶ ἀπλανοῦς τὸν ἁγιάζει ἔτι περαιτέρω.
Τὰ μάτια του, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης καὶ πολυώδυνης νόσου, συχνὰ γέμιζαν δάκρυα. Δὲν ἔλειπαν ὅμως οἱ χαρούμενες στιγμὲς καὶ ἡ ἀστεία διάθεση. Στὴν ἀρχή, ὅταν ὁ καλπάζων καρκῖνος δὲν εἶχε προλάβει ἀκόμη νὰ τὸν καταβάλει, ἔκανε καὶ κάποια κηρύγματα. Κάποια φορά, σὰν νὰ ἤθελε νὰ μᾶς ἐκμυστηρευθεῖ κάτι, κάποια ἐμπειρία του ἴσως, κάτι σὰ νὰ ἔνιωσε, ἐγὼ προσωπικὰ τὸν ἄκουσα νὰ λέει πὼς ὁ Κύριος εἶναι λυπημένος ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, χρειάζεται νὰ μετανοήσουμε ὅλοι καὶ θὰ μᾶς ἔλεγε περισσότερα, ἂν γινόταν καλά. «Ὁ Κύριός μου κι ὁ Θεός μου», ἔλεγε καὶ ἔδειχνε ψηλά. Προσευχόταν ἐνίοτε κι ὅταν κοιμόταν. Ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό του ὅτι ἔπραττε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς. Ἐκήρυξα, ἄραγε, ἐσένα Κύριε ἢ τὸν ἑαυτό μου; «Ὅλοι γιὰ τὸν Παράδεισο εἶσθε κι ἐγὼ γιὰ τὴν κόλαση! Εἶστε τ’ ἀδέλφια μου κι ἐσεῖς οἱ ἀδελφές μου!» (στὶς μοναχές). «Ὅλα τὰ ἔχω κάνει παιδί μου, κάθε ἁμαρτία!» (στὸν ἅγιο Καστορίας).
Ἀξιωθήκαμε νὰ τὸν διακονήσουμε πατέρες καὶ μοναχές, καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦμε δῶρο ἀπὸ τὸ Θεό. Εἴχαμε τὴν αἴσθηση ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸ Χριστό, στὸ πρόσωπο τοῦ πρεσβυτέρου Ἀδελφοῦ καὶ Ἐπισκόπου μας. Δεθήκαμε πνευματικά, πρᾶγμα ποὺ ὀφείλαμε ὅλοι σὲ ὅλους. Δὲν ξέραμε πολλὲς φορὲς ἂν πρέπει νὰ κλαῖμε ἢ νὰ μειδιοῦμε βλέποντάς τον γεμᾶτον εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστίες. Καὶ φυσικά, δὲ θὰ λησμονήσουμε αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ ἀθῶα καὶ συνάμα ἐξεταστικά, τὰ ὁποῖα εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἐν Πνεύματι μέσα ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς παρακολουθοῦν συνεχῶς πατρικὰ καὶ φιλόστοργα.
Ὅταν πιὰ τὸν εἴδαμε κεκοιμημένο, κατάστικτο τοῖς μώλωψι στὸ νοσοκομεῖο, ἕτοιμοι νὰ τὸν ἐνδύσουμε τὰ αρχιερατικά του ἄμφια, μὲ τὴν πληγὴ τῶν ἐπεμβάσεων ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴ δεξιὰ πλευρά του, τὸ μυαλό μας πῆγε σὲ πολύτιμο πρόσφορο, ὑψωμένο καὶ λογχισμένο, ἕτοιμο γιὰ τὴν ἀναίμακτη ἱερουργία. Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευρὰν, ὁ ὁποῖος ἐπέσταξε τοὺς ζωτικοὺς κρουνοὺς τῆς διδασκαλίας του στὴν λιμώττουσα καρδιά μας.
Θὰ ἐπανέλθουμε μὲ ἕνα δεύτερο κείμενο ποὺ ἀφορᾶ σὲ ὁρισμένα λίαν εὔγλωττα περιστατικά, τὰ ὁποῖα δείχνουν τὸ πνευματικὸ ὕψος τοῦ ἀνδρός.
***
Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (ΚΟΜΠΟΣ), Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ξεκινώντας τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἀναφορᾶς μας στὸ μακαριστὸ καὶ ἁγιασμένο Μητροπολίτη Σισανίου καὶ Σιατίστης κυρὸ Ἀντώνιο, νὰ σημειώσουμε, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ ὅπου γῆς, ὅτι τὴ μαρτυρία γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκδημίας του ποὺ διαβάσατε στὸ πρῶτο μέρος, τὴν ὀφείλουμε στὸν εὐλαβέστατο ἱερομόναχο π. Ἀντώνιο Πανταζῆ, ἀδελφὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Δρυοβούνου, καὶ δικό μας ἐκλεκτὸ ἀδελφὸ καὶ συλλειτουργό, ὁ ὁποῖος τὴν ὥρα ἐκείνη παράστεκε μὲ προσευχὴ τὸ Γέροντα.
Ἐπίσης, τὴ γνώμη τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ ἀπὸ τὴν Ἀριζόνα γιὰ τὴν μὲ αὐταπάρνηση προσευχὴ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη χάριν τῶν πνευματικῶν του τέκνων, μᾶς μετέφερε ἡ συνεργάτις τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ ἁγιογράφος, δεσποινὶς Τατιανὴ Ὤττα ἀπὸ τὴ Σιάτιστα, ἡ ὁποία καὶ ἐπισκέφτηκε τὸ γέροντα στὸ μοναστὴρι τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου στὶς ΗΠΑ.
Σχετικὰ μὲ τὸ γέροντα Ἐφραὶμ, ὁ μακαριστὸς μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ (ἐν ἔτει 1995 μᾶλλον, διάκονος πρέπει νὰ ἤμουν): «Πρόσεχε, αὐτὸς εἶναι ὁ γέροντάς μας. Αὐτός, ὁ παποῦς Ἰωσήφ, ὁ γερο-Φιλόθεος (ἐνν. τὸν ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. τοῦ Καρακάλλου), ὁ παπα-Στέφανος ὁ πνευματικός σου. Μὲ αὐτῶν τὸ φρόνημα εἴμαστε. Ἐγὼ βῆμα δὲν κάνω χωρὶς τὸν Ἐφραίμ. Ἂς εἶναι μακριά». Ἤθελε νὰ μὲ στηρίξει φαίνεται, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου πορείας. Ἄλλη φορὰ, 3-4 χρόνια μετὰ μοῦ εἶπε: «Νὰ, ὁ γέροντάς μας»! καὶ μοὔ ’δειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, προφανῶς δείχνοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικό, ἂν δὲν ὑπάρξει προσοχὴ, καταντάει προσωποπαγής, δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἀλλὰ σὲ μία συναισθηματικὴ νοσηρότητα. Τοὐλάχιστον, γιὰ νὰ μὴν εἰπωθεῖ τίποτε βαρύτερο. Αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ χαρακτῆρα εἶχε τὸ ἔργο του. Ἀπέπνεε μία ἁπαλὴν αὔρα ἄκρως εὐγενοῦς ποιμαντικῆς φροντίδας, δίχως μεγαλοστομίες, μὲ ἡσυχία, μὲ προσευχή, μὲ σοφία καὶ σύνεση σὰν γενικὰ χαρακτηριστικά, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται καὶ τὰ κατ’ ἄνθρωπον λάθη μὲ τὰ ὁποῖα χρεώνεται κανείς, παραχώρηση Θεοῦ γιὰ νὰ μὴν ὑπεραιρόμεθα καὶ καυχησιολογοῦμε. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ γενικὴ ὁμολογία, ὁ μακαριστός, ἄφησε πίσω του, ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἕναν καλὸ καὶ μονιασμένο κλῆρο. Οὔτε φατρίες, οὔτε ἐντάσεις.
Ἡ ἀδελφὴ τοῦ μακαριστοῦ μοῦ εἶχε πεῖ, τὸν καιρὸ ποὺ ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὴ δική μου χειροτονία καὶ πηγαίναμε μὲ τὸν πνευματικό μου στὸ Χαλάνδρι γιὰ νὰ μὲ γνωρίσει καὶ νὰ κανονίσουμε τὰ διαδικαστικά, ὅτι ὅποτε εἶχε νὰ κάνει χειρονία, ὅλη τὴν προηγούμενη νύχτα προσευχόταν, πολλὲς φορὲς περπατώντας, ἄλλοτε γιὰ πολλὴ ὥρα ὄρθιος καὶ πολὺ συχνὰ μὲ τὰ χέρια ψηλά. «Ἔτσι ὅλη τὴ νύχτα»!, ἔλεγε μὲ μία δόση θαυμασμοῦ, ἡ ἁπλὴ καὶ ταυτόχρονα ἔξυπνη γυναίκα.
Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἰδιαίτερης σχέσης τοῦ Γέροντα μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, τοποθετοῦνται μᾶλλον τὰ χρόνια τῆς πνευματικῆς του σχέσης μὲ μία εὐλαβέστατη ψυχή, ὀνόματι Σαλώμη. Ὅσοι τὸν ἀπολαύσαμε πολλὲς φορὲς ἱερουργοῦντα, θυμόμαστε ὅτι κατὰ τὴ μνημόνευση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη τῶν κεκοιμημένων, πάντοτε ἀνέφερε τὸ ὄνομα αὐτό. Ἡ Σαλώμη ἦταν μία ἐκλεκτὴ ψυχή ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴ νεότητά της στὸ Χριστό. Ζοῦσε στὴν Αἰτωλοακαρνανία καὶ γνωρίστηκε μὲ τὸ μακαριστό, ὅταν αὐτὸς ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ ὡς ἱεροκήρυκας. Αὐτὴ ἡ Σαλώμη εἶχε στενὴ σχέση μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Κάποτε εἶπε στὸ μακαριστὸ πὼς «τὸν εἶχε δεῖ σὲ θρόνο», καὶ πὼς ὁ ἅγιος Νεκτάριος τῆς εἶπε ὅτι «ὁ πατὴρ Ἀντώνιος θὰ γινόταν δεσπότης. Ὁ τότε πατὴρ Ἀντώνιος τὴν ἐπιτίμησε αὐστηρὰ καὶ μάλιστα ὡς πλανημένη. Λίγο ἀργότερα ἐξελέγη ἐπίσκοπος.
Σὲ ἄλλη περίσταση ἡ Σαλώμη τοῦ εἶπε πὼς ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἦταν στενοχωρημένος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Ὁ πατὴρ Ἀντώνιος ταράχτηκε καὶ κάνοντας τὸ σταυρό του τὴ ρώτησε: «Γιὰ μένα βρὲ Σαλώμη τὶ σοῦ εἶπε»; Καὶ ἀπάντησε ἐκείνη: «Ἀπὸ σένα παπα-Ἀντώνη εἶναι εὐχαριστημένος γιατὶ τρέχεις στὰ χωριά». «Δόξα σοι ὁ Θεὸς»!, ἔκανε ἐκεῖνος ἀνακουφισμένος.
Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ ἄκουσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ μακαριστὸ μητροπολίτη περισσότερες ἀπὸ μία φορές, κατὰ τὶς περιοδεῖες τῶν παρακλήσεων τοῦ δεκαπενταυγούστου στὰ ἀπομακρυσμένα χωριὰ τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ συγκεκριμένα στὴν Καλλονὴ καὶ τὸ Κυπαρίσσι, τῆς περιοχῆς τῶν Γρεβενῶν. Ἐκεῖνος παρέμενε στὸ Κυπαρίσσι, ἐνῶ ἐγὼ ὡς ἱεροκήρυκας πήγαινα στὴν Καλλονὴ γιὰ παράκληση, κήρυγμα καὶ ἐξομολόγηση καὶ ἐπέστρεφα στὸ Κυπαρίσσι γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε κατόπιν μαζὶ στὴ Σιάτιστα. Ἐκεῖ, στὸ Κυπαρίσσι παραμέναμε γιὰ λίγο, κάθε χρονιά, στὸ πατρικὸ τοῦ νῦν ἁγίου Φλωρίνης, ὅπου καὶ ἀκολουθοῦσε τὸ καθιερωμένο κέρασμα. Λίγο προτοῦ ἐκλεγεῖ ὁ ἅγιος Φλωρίνης, ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἔλεγε στὶς ἀδελφές του: «Ὁ Θεόκλητος θὰ γίνει σίγουρα δεσπότης. Νὰ τὸ ξέρετε ποὺ σᾶς λέω. Γελαστὸς, χαριτωμένος, γλυκὺς ἄνθρωπος! Χάσαμε τοὺς γελαστοὺς ἐπισκόπους. Δὲν ὑπάρχει γελαστὸς παπᾶς, μήτε δεσπότης»!, ἔλεγε μετ’ ἐπιτάσεως.
Σὲ μία ἄλλη μας περιοδεία, θυμᾶμαι, περνούσαμε ἔξω ἀπὸ τὸ Τσοτύλι, ὁπότε μοῦ λέει: «Ἐφραίμ, χθὲς τὸ βράδυ ἦρθε ὁ παποῦς στὸν ὕπνο μου». «Ποιὸς παποῦς»; τοῦ λέω. «Ὁ μακαριστὸς ὁ Σεραφεὶμ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος», τὸν ὁποῖο, σημειωτέον, ὑπεραγαποῦσε, ἐγκωμιάζοντας συχνὰ τὴν ἀμνησικακία του, τὴν ἀφιλοχρηματία του καὶ τὴ λιτότητά του. «Πῶς ἦταν, γέροντα»; Τὸν ρώτησα. «Μέσα σὲ πολὺ φῶς, τὶ φῶς ἦταν ἐκεῖνο, τὶ φῶς»! ἔλεγε ξανὰ καὶ ξανά καὶ σταυροκοπιόταν συνεχῶς (ὅπως συνήθως ἔκανε). «Μᾶς ἔχει ἔννοια», μοῦ εἶπε, «ὅλους μας στὴ Σύνοδο». Μετὰ ἀπὸ λίγο: «Ξέρεις γιατὶ εἶχε τόσο φῶς»; «Γιατὶ»; «Ἐπειδὴ ὁμολόγησε δημόσια, πὼς οἱ παπικοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία, γι’ αὐτό». Αὐτὸ τὸ ἄκουσα πολλὲς φορές ἀπὸ τὸ στόμα του.
Λόγῳ τῆς κατὰ κόσμον παιδείας του, ὅταν ἦταν νέος εἶχε δεῖ καὶ ἐκλεκτὲς θεατρικὲς παραστάσεις, ἀρχαίου δράματος, ἀλλὰ καὶ νεότερο θέατρο. Ἐκτιμοῦσε ἀφάνταστα τὸν Ἀλέξη Μινωτῆ καὶ τὴν Κατίνα Παξινοῦ, εἶχε δὲ ἄριστες ἐντυπώσεις γιὰ τὴν Ἄννα Συνοδινοῦ, μὲ τὴν ὁποία εἶχε γνωριστεῖ πρὸς τὰ τέλη τῆς ζωῆς του, καὶ τὴν ὁποία μοῦ περιέγραφε σὰν σπάνιο ἄνθρωπο, ἐξαιρετικῆς εὐφυίας, καλλιέργειας καὶ ἤθους. Μὲ πολλὴ νοσταλγία ἐπίσης ἀναφερόταν στὸ στρατηγὸ Πλαστήρα, τὸν ὁποῖο ἐπισκέφτηκε στὸ νοσοκομεῖο, καὶ τὸν ὀνόμαζε ἅνθρωπο τοῦ Θεοῦ «μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως», ὅπως χαρακτηριστικὰ τόνιζε. Ἀναφερόταν πάντοτε στὶς ἐλεημοσύνες ποὺ ἔκανε καὶ στὸ ὅτι δὲν ἀπέκτησε ποτὲ περιουσία.
Βλέπετε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν πάσχει ἀπὸ ἱδρυματισμὸ λόγῳ τοῦ «ὑψηλοῦ ἐπιπέδου» πνευματικῆς ζωῆς ποὺ κάνει. Οὔτε “μαίνεται”, ὅταν ἀκούει γιὰ πολιτικοὺς ἢ γιὰ ὁποιαδήποτε μορφὴ Τέχνης, πάσχοντας ἀπὸ μονοφυσιτικὲς καὶ νεστοριανικὲς ἀγκυλώσεις, ἀλλὰ ἀπὸ κάθε χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ, διαλέγει τὰ πολύτιμα, τὰ πρὸς σωτηρίαν. «Σὰν τὴ μέλισσα, ὄχι σὰν τὴ μύγα», ὅπως ἔλεγε ὁ πατὴρ Παΐσιος.
Ἡ κυρία Ἑλένη Χ., ἀκούγοντας γιὰ τὴ φήμη του ὡς καλοῦ πνευματικοῦ, ἦρθε ἀπὸ τὰ Γιάννενα γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἀφοῦ εἶδε τὸ μακαριστό, βγῆκε κατόπιν ξαφνιασμένη καὶ χαρούμενη, αἰσιόδοξη. Εἶχε ἔρθει νὰ συμβουλευτεῖ τὸ Γέροντα γιὰ κάποιο ζήτημα ποὺ εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν κόρη της. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε νὰ μὴ στενοχωριέται μὲ τὴ… (καὶ εἶπε τὸ ὄνομα τῆς θυγατέρας), γιατὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά, καὶ πὼς θὰ ἔκανε προσευχή ὅση μποροῦσε. Βγαίνοντας μοῦ τὸ ἀνέφερε. «Τὶ συμβαίνει ἐδῶ πάτερ»; μὲ ρώτησε 2-3 φορὲς ἔκπληκτη.
Ἡ κυρία Ἑλένη Χαλαμούτη ἀπὸ τὴ Σιάτιστα ἀντιμετώπισε σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας. Οἱ γιατροὶ ἀποροῦσαν καὶ γιὰ τὴν ξαφνικὴ ἐμφάνιση τῆς νόσου (νεφρωσικὸ σύνδρομο), ἀλλὰ καὶ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν πρόγνωση. Ἡ ἀσθενὴς ἀπευθύνθηκε στὸν ἐπίσκοπο. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ὅπως θὰ πᾶς ἔτσι θὰ γυρίσεις. Λίγο θὰ παιδευτεῖς, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχεῖς». Πράγματι, ἔτσι ἔγινε.
Ἡ κυρία Ἰωάννα Λιάκου ἀπὸ τὴ Σιάτιστα ἔχει νὰ μᾶς διηγηθεῖ ἕνα ἐξώφθαλμο περιστατικό: ὁ γιός της Παναγιώτης, ἄριστος φοιτητής, καὶ νῦν καθηγητὴς στὴν Ἰατρικὴ σχολή, ἀντιμετώπιζε ἀνυπέρβλητες δυσκολίες στὴν ἐκπόνηση τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς. Πολλὲς φορὲς εἶχε καὶ ὁ ἴδιος διαπιστώσει τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς τοῦ ἐπισκόπου Ἀντωνίου, στὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν ἡ μητέρα του. Ὅλες οἱ κατὰ καιροὺς ἀναφυόμενες δυσκολίες ὑπερβαίνοντο. Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δυσκολιῶν, ὁ παποῦς γονάτισε καὶ κατόπιν εἶπε: «Στὶς 23 Ἰουλίου 1999, καὶ μὲ τὴ νίκη» (!) Ἔτσι ὄντως ἦρθαν τὰ πράγματα.
Ἡ κυρία Σουζάννα Πραμπρόμη ἀπὸ τὴ Σιάτιστα, ἔπασχε ὰπὸ κερατόκωνο στὰ μάτια της, ὁ ὁποῖος μάλιστα παρουσίαζε πολὺ γρήγορη ἐξέλιξη, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε τοὺς γιατροὺς νὰ τῆς μιλᾶνε γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἐπείγουσας μεταμόσχευσης. Πηγαίνοντας στὸ μακαριστὸ νὰ ἐξομολογηθεῖ, τοῦ ἀνέφερε καὶ τὸ πρόβλημα ὑγείας της. Σὲ κάποια στιγμὴ καὶ ἐνῶ ἔκλαιγε, σήκωσε τὸ βλέμμα της νὰ τὸν δεῖ καὶ ἔκπληκτη τὸν βλέπει νὰ θρηνεῖ ὑπερβολικά, μὲ πολλὰ δάκρυα, σὲ βαθμὸ ἡ ἴδια νὰ ἀνησυχεῖ μὴ τυχὸν εἶχε πεῖ τίποτε ποὺ τὸν εἶχε πειράξει ἢ εἶχε στενοχωρηθεῖ ὁ Γέροντας στὸ ἄκουσμα τῶν ἁμαρτημάτων της. Σηκώθηκε, τῆς διάβασε συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ ἔφυγε. Στὸ δρόμο εἶχε μιὰ ἀνεξήγητη χαρά, ἕνα ξαλάφρωμα. Στὴν ἑπόμενη ἐξέταση τῶν ματιῶν της οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν πὼς ἡ ἐξέλιξη τοῦ κερατόκωνου σταμάτησε, καὶ δὲ συντρέχει λόγος μεταμόσχευσης πρὸς τὸ παρόν τουλάχιστον. Ἔκτοτε πέρασαν γύρω στὰ 10 χρόνια, χωρὶς νὰ ὑπάρξει καμία ἐπιδείνωση, ποὺ νὰ ἐπιβάλλει μεταμόσχευση.
Ὁ πατὴρ Β. Ζ. μοῦ διηγήθηκε τὴν ἑξῆς ὠφέλιμη προσωπική του ἐμπειρία μὲ τὸ μακαριστὸ δεσπότη. Κάποτε τὸν κατέκρινε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνεργαζόταν. Τοῦ ἐμφανίστηκε λοιπὸν ὁ δεσπότης στὸν ὕπνο του καὶ τὸν ἐπέπληξε αὐστηρά, ἀλλὰ μὲ μία χάρη, άλλο πρᾶγμα! Ἔλαμπε ὁλόκληρος. Τὸ σημαντικὸ ὅμως ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἐπισκόπου. Τοῦ ἐμφανίστηκε ὡς λαϊκὸς καὶ μάλιστα συνοδευόμενος ἀπὸ μερικὰ… παλιόπαιδα! Τὸν κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἕνα περιπαικτικὸ ὕφος: «Μ’ ὅποιον θέλω θὰ κάνω παρέα, ποὺ πέφτεις καὶ σὲ κατάκριση»! Καὶ γυρνώντας πρὸς τὰ παιδιὰ: «Πᾶμε παιδιά μου! Ἀκοῦς νὰ πέφτει καὶ σὲ κατάκριση»! Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἐξαφανίστηκε. Ξύπνησε τὴν ἵδια στιγμὴ ὁ παπᾶς ἐντελῶς θορυβημένος, ἀλλὰ καὶ χαρούμενος καὶ βέβαιος γιὰ τὴ «συνάντηση αὐτοῦ τοῦ τύπου» ποὺ εἶχε μὲ τὸ δεσπότη, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔφτασε ἀπὸ τὴ δική του πόλη στὴ Σιάτιστα. Ζήτησε ἀκρόαση ἀπὸ τὸ δεσπότη καὶ τοῦ τὰ διηγήθηκε ὅλα μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα. Ὁ δεσπότης… ἔσκασε στὰ γέλια! Τοῦ εἶπε νὰ μὴ δίνει σημασία, ἀλλὰ νὰ προσέχει τὴν κατάκριση. Ἔπειτα μὲ νόημα τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ διαβάσει τὴν «Εὐχὴ εἰς ἀσθενοῦντα», ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπιστρέφοντας ὁ παπᾶς πῆρε τὸν πνευματικό του στὸ τηλέφωνο γιὰ νὰ τοῦ διευκρινιστοῦν κάποιες λεπτομέρειες. Καὶ ὁ πνευματικός του, ἕνας φωτισμένος ἄνθρωπος τοῦ εἶπε: «Δὲν ἦταν ὁ δεσπότης που ἦρθε στὸν ὕπνο σου, ἦταν ὁ ἄγγελός του, ποὺ σὲ ἐπέπληξε μὲ χαριτωμένο καὶ συνάμα αὐστηρὸ τρόπο, γι’ αὐτὸ ἤσουν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ χαρούμενος. Τὸν εἶδες μὲ ροῦχα λαϊκοῦ γιατὶ λόγῳ τῆς κατακρίσεώς σου, τὸν γύμνωσες ἀπὸ τὴν Ἀρχιερωσύνη του καὶ νὰ προσέχεις ἄλλη φορά. Εἶδες λοιπὸν ποὺ μᾶς διορθώνει μὲ τὰ ἀγγελούδια του ὁ Θεὸς, ἀλλὰ δὲ βάζουμε μυαλό»; Τὸ θέμα εἶναι ἂν ἐμεῖς βάζουμε ὄντως μυαλό.
Ἔτσι λοιπὸν ἐμφανιζόταν ὁ δεσπότης μας καὶ τακτοποιοῦσε καὶ λογισμοὺς καὶ διόρθωνε καὶ πάθη. Κάποτε ἐθεάθη μάλιστα στὴν Ἀθήνα, σ’ ἕνα φανάρι καὶ σκούντηξε καὶ χαιρέτισε κάποιον γνωστό του λέγοντάς του πὼς ἡ μητέρα του θὰ ἀνάρρωνε ἀπὸ σοβαρότατο νόσημα, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Τὸ σημαντικὸ τῆς ὑπόθεσης ὅμως εἶναι πὼς ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσαν, καὶ πλησίαζαν στὸ νοσοκομεῖο, κάνει νὰ γυρίσει ὁ ἄνθρωπος νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὸ λόγο, ἀλλὰ ὁ δεσπότης εἶχε γίνει ἄφαντος. (Μαρτυρία κυρίου Ἀργύρη Παπᾶ ἀπὸ Σιάτιστα γιὰ φίλο του).
Κάποτε εἶδε στὰ χέρια μου τὸ βιβλίο (ὁσία πλέον) «Μαρία Σκομπτσόβα, μιὰ διὰ Χριστὸν σαλὴ στοὺς μοντέρνους καιρούς», τῶν ἐκδόσεων ΑΚΡΙΤΑΣ. Μοῦ τὸ ζήτησε προτοῦ τὸ τελειώσω. Τοῦ τὸ ἔδωσα. Τώρα τὸ ἔχω μὲ κάποιες ὑπογραμμίσεις δικές του μέσα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς εἶχα τότε σκανδαλιστεῖ μὲ τὴν ἰδιότυπη μοναστική ζωή της καὶ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ ποὺ ἔκανε στὰ μοναστήρια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἔχω μάλιστα τὴν ἐντύπωση ὅτι σήμερα θὰ ἔλεγε ἀκόμη πιὸ ἀρνητικὰ πράγματα, ἕνεκα τῆς εὐημερίας μας. Ἦταν ρωσίδα ποὺ μετανάστευσε στὸ Παρίσι. Ἐκάρη μοναχή, σὲ συμφωνία μὲ τὸ σύζυγό της. Ἀφιέρωσε τὴ ζωή καὶ τὴν τεράστια κατὰ κόσμον παιδεία της στὸ νὰ μάθει νὰ ἀκούει τὸν πόνο τοῦ πλησίον, ἀγωνιζόμενη πνευματικά, χωρὶς ὅμως νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀσφαλίζεται ψυχολογικὰ μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα της. Δὲν ὑποχρέωνε κανένα σὲ κάτι, καὶ αὐτὸ γοήτευε καὶ μένα, μαζὶ μὲ τὶς ἑκατοντάδες ἀναξιοπαθοῦντες, ἀρρώστους καὶ πεινασμένους ποὺ μάζευε στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Λουρμέλ. Κάποτε κάπνιζε κιόλας, χτυπώντας στὰ νεῦρα τοὺς «καλοὺς» χριστιανούς, εἰδικότερα ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ τακτοποιήσουν τὰ τῆς Ἐκκλησίας, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐνῶ μποροῦσε νὰ σωθεῖ, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης, τελικὰ ἐτελειώθη σὲ θάλαμο ἀερίων, παρηγορώντας μέχρι τελευταίας στιγμῆς τοὺς συγκρατούμενούς της. Διαβάζοντας τὸ βιβλίο ὁ παποῦς, μοῦ εἶπε: «Σήμερα πάτερ Ἐφραίμ, θέλουμε Μαρίες Σκομπτσόβες καὶ Παύλους Σερβίας. Ποῦ εἶναι»; Μοῦ εἶπε ἐπίσης πὼς ἡ ἀνάγνωση τοῦ θύμισε τὸ δικό του σχετικὰ σύντομο πέρασμα ἀπὸ τὸ Παρίσι, ὅπου γνώρισε σημαντικὲς πνευματικὲς προσωπικότητες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἐπίσκοπο Κατάνης Κασσιανό, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε ἅγιο ἄνθρωπο, ἄνθρωπο πολλῆς προσευχῆς καὶ μεγάλης ἄσκησης. «Τὸ ὅτι ἦταν ἐμπερίστατοι τοὺς δίδαξε πολλά. Ἐμᾶς ἡ ἀφθονία καὶ ἡ πολυτέλεια μᾶς καταστρέφουν», εἶχε πεἶ πολλὲς φορές.
Ὅταν ἐκοιμήθη, τέθηκε θέμα ποῦ νὰ ταφεῖ. Ἀλλὰ γι’ αύτὸ εἶχε φροντίσει ὁ ἴδιος, μιλώντας κάποτε μὲ τὸν ἅγιο Γρεβενῶν. Ὁ σεβασμιώτατος εἶπε πὼς σὲ ἐρώτησή δική του «Ἐμᾶς ποῦ θὰ μᾶς θάψουνε, Ἀντώνιε»; Πῆρε τὴν ἀπάντηση: «Ἔ! Ποῦ νομίζεις; Κάπου ἐδῶ θὰ μᾶς βάλουνε. Καλὰ εἶναι ἐδῶ γιὰ ἐμᾶς», κι ἔδειξε κατὰ τὸ κιόσκι ὅπου τώρα ἀναπαύεται. Ὁ ἅγιος Γρεβενῶν τὸ εἶχε πεῖ αὐτὸ μπροστὰ στοὺς δύο γραμματεῖς μας.
Κλείνοντας θέλουμε νὰ ποῦμε στὴν ἀγάπη σας, ὅτι τὸν αἰσθανόμαστε τὸν «παποῦ», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦμε, καὶ ἐπικαλούμαστε τὶς εὐχές του καὶ τὶς μεσιτεῖες του. Μία ψυχὴ τὶς προάλλες εἶπε στὸ νέο μας δεσπότη (παρόντος ἐμοῦ), ὅτι τὸν εἶδε στὸν ὕπνο της ὁλοζώντανο νὰ τῆς λέει: «Τὶ νομίζετε; Εἶμαι κι ἐγὼ ἐδῶ στὴν αὐλὴ μαζί σας». Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!