Ο ιερεύς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)

 

Ο ιερεύς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Καταγωγή, νεανικά χρόνια
Ο Νικόλαος Κογιώνης γεννήθηκε στις 27 Μαρ­τίου του έτους 1928 στο Νεοχώριο Αρκαδίας. Γονείς του ήσαν οι ευλαβείς Αρκάδες Ευάγγελος και Βασιλι­κή. Ο πατέρας του υπηρέτησε στην εκπαίδευση κάτω από αντίξοες συνθήκες αφήνοντας ανάμνηση ενός α­γίου και πράου δασκάλου. Η μητέρα του, κυρά Βασι­λική, ήταν αγράμματη κατά κόσμον, αλλά με «την κα­τά Θεόν» σοφία καθοδήγησε τα τέσσερα παιδιά της στον δρόμο της αληθινής Θεογνωσίας. Έλεγε τακτι­κά στα παιδιά της: Όταν έχετε κάποιο πρόβλημα θα πηγαίνετε και θα γονατίζετε κάτω από το άγιο καντή­λι μας! Υπήρχε εικονοστάσι στο σπίτι και εκεί φιλο­ξενούσαν και Ιερά Λείψανα χαρισμένα από την Ιερά Μονή Βαρσών. Κάποιο βράδυ είπε ο πατέρας στα παι­διά τους στενοχωρημένος: Παιδιά μου, η μητέρα σας δεν είναι καλά. Έχει υψηλή πίεση και δεν πέφτει με τίποτε. Ο γιατρός είπε θα πεθάνη. Το ίδιο βράδυ γο­νάτισαν και τα τέσσερα παιδάκια κάτω από το άγιο καντήλι τους και προσευχήθηκαν πολύ ώρα με δά­κρυα. Και το θαύμα έγινε. Η μητέρα τους άρχισε να παίρνη το καλύτερο και σε λίγο καιρό αποκαταστάθη­κε εντελώς η υγεία της.
Ο Νικόλαος είχε την ευλογία από τον Θεό να μεγαλώση σε ένα άγιο περιβάλλον πάππου προς πάπ­που. Το όνομά του πήρε από τον προπάππο του τον ά­γιο ιερέα παπά-Νικόλα, πατέρα του παππού του πάπα-Άγγελου. Ο παππούς ιερέας -πατέρας της μητέρας του- ο ευλαβέστατος και απλοϊκότατος πάπα-Άγγελος Οικονόμου* ήταν και ο εφημέριος του χωριού τους. Απ’ αυτόν ο Νικόλαος εμπνεύστηκε από τα παι­δικά του κιόλας χρόνια να ακολουθήση τον δύσβατο δρόμο της Ιερωσύνης.

Από μικρό παιδάκι, ο Νικόλαος αρεσκόταν στην προσευχή και στη σιωπή. Βοηθούσε δε με χαρά τον παππού του στην εκκλησία συλλαβίζοντας τους ψαλ­μούς. Όταν επέστρεφε σπίτι προσπαθούσε να μιμηθή τον ιερέα παππού του. Έπαιρνε λεμονόφλουδες και κλωστή και με ένα τρόπο που ο ίδιος μόνο ήξερε, κα­τασκεύαζε θυμιατό και λιβάνιζε όλο το σπίτι λέγο­ντας σοβαρά: Κύριε Ελέησον, Κύριε Ελέησον, Κύ­ριε Ελέησον… Ένα Μεγάλο Σάββατο βράδυ τους πή­ρε βαθύς ύπνος. Ξαφνικά, ξυπνάει ο Νίκος και αρχί­ζει να φωνάζη: «Σηκωθείτε, σηκωθείτε να πάμε στην εκκλησία». Αυτή την εγρήγορση την κράτησε και την αύξησε στην ζωή του ο π. Νικόλαος. Σαν ιερέας, κατάκοπος την Κυριακή το μεσημέρι, έτρωγε μερικές φορές βιαστικά για να προλάβη λίγο να αναπαυθή προτού συνεχίσει το πάντα βαρυφορτωμένο πρόγραμμα ποιμαντικής διακονίας. «Σας παρακαλώ, λίγη ησυ­χία, δεν έχω πολύ χρόνο» έλεγε στους δικούς του. Ώ­σπου να πλαγιάση λίγο, άκουγαν οι δικοί του το ξυ­πνητήρι του να χτυπάη.
Μετά τα πρώτα παιδικά χρόνια, η οικογένεια του Νικολάου θα μετακομίση στην Τρίπολη. Εκεί θα γνωρίσουν τον φλογερό ιεροκήρυκα της μητροπόλεως π. Θεόδωρο Κωτσάκη, ο οποίος θα γίνη και ο πνευμα­τικός πατέρας της οικογένειας. Το πατρικό τους σπίτι γίνεται τόπος φιλοξενίας για περιοδεύοντες θεολό­γους ιεροκήρυκες. Αναπτύσσονται εκεί πνευματικές συζητήσεις. Ζουν όλοι, γονείς και παιδιά σε ατμό­σφαιρα αληθινής πνευματικής και φιλακόλουθης εκ­κλησιαστικής ζωής. Τακτικά, σαν έφηβος έπαιρνε τον μικρότερο αδελφό του Θεοδόσιο και με τα ποδήλατα πήγαιναν στο εξωκλήσι του Αϊ-Γιώργη, λίγο έξω απ’ την Τρίπολη. Εκεί ώρες ατελείωτες κάτω απ’ τα πεύκα διάβαζαν την Αγία Γραφή. Άλλοτε μαζί και με τις αδελφές τους έκαναν παράκληση ή χαιρετισμούς μέσα στο γραφικό εκκλησάκι. Ένα σπίτι που έχει στη­ριχθεί σε τέτοια πνευματικά θεμέλια θα αναδείξη δύο πρεσβυτέρες, ένα Θεολόγο και τον ιερέα π. Νικόλαο.

Φοιτητής
Στην ψυχή του Νικολάου ωριμάζει ο πόθος της Θεολογίας. Θα δώση εξετάσεις στην Θεολογική Σχο­λή Αθηνών όπου θα επιτύχη με πολλή καλή σειρά. Μαθαίνει την εισαγωγή του βόσκοντας τις γίδες τους. Από την χαρά του αρχίζει να τις χτυπάη με ένα ξύλο και όλοι μαζί εκεί στο αλώνι να χοροπηδούν. Είχε τε­λειώσει το Γυμνάσιο φορώντας κοντά παντελόνια. Σκεφτόταν πώς, όταν θα πήγαινε στην Αθήνα έπρεπε να ντυθή λίγο καλύτερα. Εκείνες τις ήμερες, κατά θαυμαστό τρόπο, η οικογένεια λαμβάνει ένα δέμα από μακρινούς συγγενείς της Αμερικής. Ανοίγουν το κου­τί και βλέπουν προς μεγάλη τους έκπληξη, ένα θαυμά­σιο καφέ παντελόνι και ένα ωραιότατο πράσινο σακά­κι ακριβώς στα μέτρα του Νίκου. Άντε, Νίκο, του λέ­ει η μητέρα του, σου έστειλε ο Θεός και κουστούμι. Και έκαναν όλοι το σταυρό τους. Θα αναχωρήση σύ­ντομα για την Αθήνα, φτωχός σε υλικά αγαθά αλλά πλούσιος σε αγάπη προς τον Θεό και σε πηγαία φυσι­κή καλοσύνη, απλότητα και καθαρότητα μικρού παι­διού. Στην Αθήνα θα διαμένη στο φοιτητικό Οικο­τροφείο «Απόστολος Παύλος» εργαζόμενος στο βι­βλιοδετείο της αδελφότητος θεολόγων η «ΖΩΗ» για να μην επιβαρύνη την οικογένειά του. Ως φοιτητής θα συνδεθή με ισχυρούς δεσμούς πνευματικής φιλίας με τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ.κ. Δημήτριο, τον αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κ. κ. Αναστάσιο, τον μητρο­πολίτη Κορέας κ. Σωτήριο κ.α. Εσπούδασε με ευλά­βεια την ιερή επιστήμη της Θεολογίας. Σεβόταν και αγαπούσε ιδιαιτέρως τον αείμνηστο καθηγητή Π. Τρεμπέλα (αλλά και ο καθηγητής ιδιαίτερα τον εκτι­μούσε, μεσολάβησε δε και για την χειροτονία του στην Πάτρα, όπως θα δούμε). Ως φοιτητής εντυπωσία­ζε όλους με το ήθος, την ευγένεια, την αγνότητα και την καλοσύνη, που αντανακλούσαν και στην ωραία νεανική εμφάνιση του και γενικά στην όλη του πα­ρουσία. Θα επιδοθή με ζήλο στο ιερό λειτούργημα του κατηχητού, σπέρνοντας στις νεανικές ψυχές το Θείο λόγο με φλόγα και παλμό. Το λειτούργημα αυτό θα το υπηρετήση συνεχώς μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Στην Αθήνα θα γνωρισθή με μεγάλες πνευματικές μορφές της εκκλησίας μας: μεταξύ άλλων, τους ιερο­κήρυκες αρχιμανδρίτες π. Χριστόφορο Παπουτσόπουλο, π. Σπυρίδωνα Μπιλάλη, π. Χαράλαμπο Δέδε, π. Γεώργιο Δημόπουλο, π. Λεωνίδα Διαμαντόπουλο, π. Θεόδωρο Μπεράτη. Αυτοί θα αποτελέσουν μέχρι το τέλος της ζωής του την χρυσή αλυσίδα των πνευματι­κών πατέρων και καθοδηγητών της ζωής του, τους ο­ποίους θα εμπιστεύεται και θα υπακούη απολύτως. Ο τελευταίος πνευματικός του, π. Θ. Μ. θα δηλώση μετά την κοίμηση του πατρός: «Ο π. Νικόλαος ήταν ο πνευματικός άνθρωπος, ο χαριτωμένος κληρικός, που ήλκυε πλουσίαν την χάριν του Θεού».

Καθηγητής, δημιουργία οικογένειας, χειροτονία
Ο αλησμόνητος καθηγητής
Το 1954 τοποθετείται αναπληρωτής καθηγητής στο Γυμνάσιο Πανόρμου Μυλοποτάμου της επαρχίας Ρεθύμνου Κρήτης. Εκεί θα υπηρετήση για ένα μόλις εξάμηνο, θα αφήση όμως έντονες αναμνήσεις (παρα­θέτουμε στο τέλος συγκινητική επιστολή μαθητού του της περιόδου αυτής, την οποία απέστειλε στο περιοδι­κό «Η Δράσις μας» μετά την κοίμηση του πατρός Νι­κολάου). Εν συνεχεία διορίζεται στην Τεγέα Τριπό­λεως, όπου θα υπηρετήση για έξη χρόνια. Οι μαθητές του τον ενθυμούνται με πολλή συγκίνηση ως τον πρό­σχαρο, τον ενθουσιώδη, και τον στοργικό θεολόγο τους, που τους ενέπνεε υψηλούς στόχους. Λέει χαρα­κτηριστικά μία παλιά του μαθήτρια: Μας μιλούσε πά­ντα μέσα απ’ τη ψυχή του και τα λόγια του μας έδιναν δύναμη, χαρά, βλέπαμε στο πρόσωπο του τον ίδιο το Χριστό. Αυτό το αίσθημα, στο πρόσωπο του π. Νικο­λάου να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό, το είχαμε και πολλά πνευματικά παιδιά του μετέπειτα.
Γάμος
Το 1958 νυμφεύεται την ευλαβέστατη, και έκτοτε καρτερική συμπαραστάτρια και συνοδοιπόρο της ανη­φορικής του πορείας, Άννα, το γένος Τυπάλδου, δα­σκάλα από την Πάτρα. Η Άννα θα αφοσιωθή με τα­πείνωση και αυταπάρνηση στο έργο της ανατροφής των 6 παιδιών που θα αποκτήσουν, θα ελαφρύνη δε τον μετέπειτα ιερέα Νικόλαο από το βάρος των ποικί­λων οικογενειακών υποχρεώσεων, μετέχοντας συγ­χρόνως αθόρυβα σε έργα ιεραποστολής και προνοιακής μέριμνας. Το μυστήριο του γάμου θα τελεστή στον Άγιο Βασίλειο της οδού Μετσόβου Αθηνών στις 20 Ιουλίου. Για ένα διάστημα (περισσότερο από ένα χρόνο) η οικογένεια θα διαμένει στην Τρίπολη και ο Νικόλαος θα συνέχιση να εργάζεται στην Τεγέα.

Πόθος ιερωσύνης, εμπόδια, μεσολάβηση Π. Τρεμπέλα
Σφοδρή επιθυμία και ιερός πόθος του Νικολάου είναι να υπηρετήση την εκκλησία από τις τάξεις του κλήρου. Αρχική του επιθυμία ήταν να χειροτονηθή στην Αθήνα για να συνεισφέρη στην μεγάλη Ιεραπο­στολική προσπάθεια που γινόταν, καθώς σαν φοιτη­τής είχε διαπιστώσει την μεγάλη αύξηση του πληθυ­σμού και τις μεγάλες ανάγκες του ποιμνίου. Όμως πα­ρουσιάζονται εμπόδια και με υπόδειξη πνευματικών ανθρώπων θα καταφύγη στην μητρόπολη Πατρών. Στον μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο Πλατή θα τον συστήση ο Καθ. Π. Τρεμπέλας, ο οποίος τον εγνώριζε και τον εκτιμούσε από τα φοιτητικά του χρό­νια. Λίγο αργότερα, όταν θα έχει δρομολογηθή η χει­ροτονία του Νικολάου θα του στείλει την έξης ωραία επιστολή με ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 1960 (φωτοτυ­πία της επιστολής παραθέτουμε σε χωριστή σελίδα). «Αγαπητέ μοι, όταν θα λάβης την επιστολήν μου θα έχεις ήδη χειροτονηθή. Βασισθείς εις την ευσέβειάν σου και τον σεμνόν χαρακτήρα σου, αλλά και εις την ευσέβειαν και τον χριστιανικόν βίον των γονέων σου και όλου του πατρικού σου οίκου, ανέλαβον την ευθύνην να σε συστήσω εις τον άγιον Πατρών, εις τον οποίον και προφορικώς προσέθεσα ό,τι θα σε καθιστά παρ’ αυτώ αγαπητόν και άξιον χειροτονίας. Τούτο ί­σως διά δευτέραν ή το πολύ τρίτην φοράν έπραξα εις την ζωήν μου. Σου εύχομαι λοιπόν εξ’ όλης καρδίας να παρασταθής καθ’ όλον σου τον βίον άξιος λειτουρ­γός του θυσιαστηρίου, μετά φόβου και ευλάβειας ου μόνον απαραμειώτου, αλλά και ολονέν τελειοποιουμένης προσεγγίζον εις αυτό. Είμαι περισσότερον υπεύ­θυνος διά σε ενώπιον του Θεού παρ’ όσον ο χειροτονήσας σε, διότι και εις την ιδικήν μου μαρτυρίαν εβασίσθη. Προσεύχου λοιπόν και πάλιν προσεύχου και νήφε εν πάσι και πρόσεχε σεαυτώ, ίνα μήποτε ρήμα τι κρυπτόν γένηται έν τη καρδία σου ανόμημα. Και μνη­μόνευε και της εμής αθλιότητος εν τω θυσιαστηρίω προς Κύριον. Φύλαττε σεαυτόν αγαπητέ μοι, από τον φοβερόν κίνδυνον της συνήθειας εξ’ ενός και του ε­γωισμού εξ οιήσεως εξ ετέρου. Έσο πάντοτε ταπει­νός, προσεκτικός εις το εσωτερικόν σου και αφιλάργυρος εις τον τρόπον, ίνα δίδης το καλόν παράδειγμα εις τους χριστιανούς. Σε ασπάζομαι εν Κυρίω θερμώς. Π. Τρεμπέλας».
Ο Νικόλαος σαν ιερέας θα αναδειχθή άξιος ή μάλ­λον ανώτερος των προσδοκιών και όχι μόνο θα μνημο­νεύη ευγνωμόνως τον σεβαστό του καθηγητή και ενώ­πιον του θυσιαστηρίου, αλλά ο αγαθός Θεός θα οικονομήση τα πράγματα ώστε 17 χρόνια αργότερα, να προπέμψει αυτός στην αιωνιότητα τον μέγιστο αυτό σύγχρονο θεολόγο, δίνοντας του την τελευταία θεία κοινωνία στο Νοσοκομείο Άγιος Σάββας Αθηνών.

Χειροτονία στην Πάτρα
Ο μητροπολίτης Πατρών κ. κ. Κωνσταντίνος θα δεχθεί με χαρά την υποψηφιότητα του Νικολάου. Σε επιστολή του με ημ/νία 22/9/1959 γράφει μεταξύ άλ­λων, «Αγαπητέ μου κ. Ν. Κογιώνη, …, Φρονώ, εκ των μέχρι τούδε, ότι ο Κύριος ευνοεί το ζήτημα σας. Ενώ ποικίλαι σκέψεις διήρχοντο της διανοίας μου προς εξεύρεσιν τρόπου ταχυτέρας λύσεως και αξιοποιήσεως τούτου, αίφνης ο θάνατος ιερέως ιερού Ναού της πό­λεως Πατρών προώθησε το ζήτημα… προσεύχεσθε εις τον Κύριον, ίνα γίνει το Αγ. θέλημα Του, εξουδετερώνων κάθε εμπόδιον του πονηρού…». Σε επόμενη ε­πιστολή με ημ/νία 16/10/1959 γράφει: «… ευχαρίστως σας αναγγέλω ότι κατόπιν προηγηθείσης συζητήσεως μετά του Σεβασμιωτάτου Μαντινείας, έλαβον… την έγγραφον συγκατάθεσίν του διά την χειροτονίαν σου… Διά τούτο, εφ’ όσον… ο Θεός δεικνύει διά των πραγμάτων το Άγιον Θέλημά Του, είναι ανάγκη να ε­τοιμάζεσαι αφ’ ενός ψυχικώς και πνευματικώς διά των καταλλήλων σκέψεων διά την άνοδόν σου εις το Θείον υπούργημα εις ο καλείσαι και διά τας αναληφθεισομένας ευθύνας απέναντι Θεού και ανθρώπων, αφ’ ετέρου δε ατομικώς και οικογενειακώς …».
Μετά τις ανωτέρω ευνοϊκές εξελίξεις η χειροτονία προχωρεί ανεμπόδιστα. Στις 10/1/60 χειροτονείται στον ιερό Ναό Παντανάσσης διάκονος και στις 30/1/60, ανήμερα των τριών Ιεραρχών, ιερεύς, από τον α­είμνηστο μητροπολίτη Πατρών κυρό Κωνσταντίνο (Πλατή). Στην Πάτρα επιβάλλεται ως ιεροκήρυκας με τα φλογερά του κηρύγματα, ως στοργικός πνευματι­κός (όπως πληροφορηθήκαμε, κατά την εξομολόγηση οι πιστοί σχημάτιζαν ουρές), και ως κατηχητής πλή­θους παιδιών, πρωτοστατών σε ποικίλες εξορμήσεις αγάπης. Ο μακαριστός μητροπολίτης Κωνσταντίνος αγαπούσε πολύ και εκτιμούσε τον νεαρό πρεσβύτερο. Όταν επισκεπτόταν τον Ι. Ναό Παντανάσσης αρνείτο να κηρύξη παρουσία του. Έλεγε, εσύ π. Νικόλαε θα μιλήσης! Όμως και ο π. Νικόλαος έτρεφε βαθειά ευγνωμοσύνη και αγάπη στον μητροπολίτη. Η αγάπη εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως και μετά την κοίμηση του τελευταίου, όπως αναφέρουμε σε άλλα σημεία.

Από την Πάτρα στην Αθήνα
Η διακονία του π. Νικολάου στην Πάτρα θα διαρκέση 10 χρόνια. Ο πατήρ δεν είχε ξεχάσει την αρχι­κή του επιθυμία να έλθη στην Αθήνα, συγχρόνως δε άρχισε να έχει ενοχλήσεις (βρογχικά) από το υγρό κλίμα των Πατρών. Ίσως αυτό το θεώρησε σημάδι από Θεού για την μετακίνηση του στην Αθήνα. Ίσως να υπήρξαν και άλλοι λόγοι: στην Πάτρα ο πατήρ σύ­ντομα απέκτησε φήμη αξίου και ενάρετου κληρικού και πιθανόν αυτό να μην άρεσε στον ταπεινό π. Νικό­λαο, ο οποίος ήθελε να διακονήση τον λαό του Θεού αθόρυβα ως άσημος «παπάς». Τους ακριβείς λόγους δεν τους γνωρίζουμε, ένα πάντως είναι σίγουρο ότι συμβουλεύθηκε τον πνευματικό του γι’ αυτή του την απόφαση. Η απόφαση αυτή, όπως ήταν φυσικό, λύπη­σε τον μητροπολίτη κ. Κωνσταντίνο, όμως αυτός δεν αντιτάχθηκε και μάλιστα τον διευκόλυνε. Έτσι ο π. Νικόλαος από το 1970 θα έλθη στην Αθήνα και με­τά από ένα χρόνο εφημερίας στον Άγιο Γεώργιο Α­καδημίας Πλάτωνος ο Θεός θα οδηγήση τα βήματά του στον Άγιο Ελευθέριο πεδίου του Άρεως (Γκύζη).
Η Κα Ελένη Ξ. απ’ τα Χανιά θυμάται με συγκίνη­ση τον καιρό που ως νεαρή κοπέλα έμενε στην Αθή­να και εκκλησιαζόταν στον Άγιο Γεώργιο Ακαδη­μίας Πλάτωνος. Την είχε εντυπωσιάσει ο νέος ιερέας με τα αγνό βλέμμα και της έχει μείνει χαραγμένη η έκφραση του προσώπου του, όταν έστρεφε το βλέμμα του στην εικόνα του Χριστού. Παρ’ όλο που έμενε σε άλλη περιοχή, στην Κολοκυνθού, επεδίωκε να εκκλη­σιάζεται στον Αγ. Γεώργιο για να μην χάνει τις ομι­λίες του πατρός, που της άρεσαν πάρα πολύ. Εκείνη την περίοδο αισθανόταν έντονη μελαγχολία και κατέ­φυγε στο πετραχήλι του πατρός. Θυμάται ότι τα προ­βλήματα της διαλύθηκαν με μιας και για ένα διάστη­μα αισθανόταν μεγάλη χαρά.

Στον Άγιο Ελευθέριο Γκύζη
Στον Άγιο Γεώργιο ο π. Νικόλαος ήταν προϊστά­μενος του Ναού και αυτό τον λυπούσε, διότι οι διοι­κητικές ευθύνες του αφαιρούσαν χρόνο από την δια­κονία του ποιμνίου. Στον Άγιο Ελευθέριο τοποθετή­θηκε σαν απλός εφημέριος, όπως δηλαδή το επιθυμού­σε. Ο Άγιος Ελευθέριος είναι μία από τις μεγαλύτε­ρες ενορίες της Αθήνας (κατ’ εκτίμηση 80.000-100.000 ενορίτες). Ο π. Νικόλαος θα διακονήση τον λαό του Θεού της αχανούς αυτής ενορίας με συγκινη­τική αυταπάρνηση. Υπακούοντας στον πνευματικό του δεν θα υποβάλη παραίτηση για συνταξιοδότηση και θα συμπλήρωση 35 χρόνια αδιάλειπτης διακονίας. Στην διάρκεια αυτής της διακονίας θα οργώση κυριο­λεκτικά όλους τους δρόμους και θα χτυπήση επανει­λημμένως όλες τις πόρτες μεταφέροντας το μήνυμα του Ευαγγελίου. Ο θάνατος θα τον βρή όρθιο στο έρ­γο της διακονίας του ποιμνίου.

* Διασώζεται το έξης χαριτωμένο περιστατικό: όταν ο παπά-Άγγελος έβλεπε να παίρνουν τα μουλάρια του γειτονικού μονα­στηρίου Βαρσών έλεγε στα εγγόνια του: Σηκωθείτε όρθιοι, κάνετε υπόκλιση, περνούν τα καλογερικά μουλάρια!

 

Share Button