π. Νικόλαος Κογιώνης -Ταπεινός, αφανής, επιπλήξεις, ταπεινώσεις

 

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Ο ιερεύς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
Μέρος Δ’
Ταπεινός, αφανής Επιπλήξεις, ταπεινώσεις
Διαβάστε το πρώτο μέρος πατώντας εδώ
Οι προσβολές και οι ταπεινώσεις που υπέστη είναι αμέτρητες. Ενορίτης ανέφερε, ότι είχε δει αρκετές φορές να χλευάζουν τον άγιο αυτό ιερέα στο δρόμο. Αυτός όμως δεν επηρεαζόταν από αυτά. Δεχόταν τις οποιεσδήποτε υποδείξεις ή επιπλήξεις των άλλων σκύβοντας ταπεινά το κεφάλι με ένα ελαφρό γλυκύ μειδίαμα. «Έπρεπε να τον χάσουμε για να καταλάβουμε ποιος ήταν», συμπλήρωσε ο ενορίτης αυτός, δείχνοντας και μία εικονίτσα που του είχε δώσει κάποτε ο πατήρ και την φυλάει τώρα σαν κειμήλιο.
Κάποτε τον αδικούσε κάποιος και η Μαρία Α. που το αντιλήφθηκε στενοχωρήθηκε: «πάτερ δεν μου άρεσε καθόλου έτσι που σας έκανε». «Εγώ έφταιγα», της απάντησε ταπεινά… Σε κηδεία γνωστού τού π. Νικολάου σε άλλη ενορία, ο προϊστάμενος του Ναού τον ρώτησε απότομα κατά την ώρα της εκφοράς, εάν είχε ζητήση άδεια από την μητρόπολη. Ο π. Νικόλαος του απάντησε ταπεινά ότι είχε πάρει προφορική άδεια. Ο προϊστάμενος δεν τον πίστεψε και τον ανάγκασε μπροστά σε όλο τον κόσμο να βγάλη το πετραχήλι και να ακολουθήση την εκφορά με τους λαϊκούς.
Μια φορά έχοντας τον π. Νικόλαο στο αυτοκίνητο συναντήσαμε στην στάση κάποιο κύριο γνωστό εξ όψεως και τον πήραμε στο αυτοκίνητο. Ο κύριος, ο οποίος κατευθυνόταν σε επίσκεψη ασθενών στο Νοσοκομείο μαζί με άλλους κυρίους (ήταν ημέρες εορτών), επέπληξε τον π. Νικόλαο γιατί δεν συμμετείχε στην εξόρμηση αυτή. Ο πατήρ έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε τίποτε. Όμως από το πρωί είχε πραγματοποιήση πάμπολλες επισκέψεις διακονίας, εκείνη την στιγμή δε επέστρεφε από επίσκεψη σε μακρινό νεκροταφείο και κατευθυνόταν σε κάποιο σπίτι όπου υπήρχε ψυχικά άρρωστο παιδί για να πραγματοποιήση αγιασμό και εξομολόγηση κάποιων μελών εκείνης της οικογενείας, στην συνέχεια δε είχε μεγάλο αριθμό επισκέψεων διακονίας σε σπίτια μέχρι το βράδυ. Όλα αυτά όμως γινόντουσαν αφανώς και πολύ λίγοι τα εγνώριζαν. Ας σημειωθή επίσης ότι πέρα από τα άλλα καθήκοντα του είχε αναλάβη να εξομολογή ασθενείς σε γειτονικά νοσοκομεία. Κάθε εβδομάδα, κύριοι ή κυρίες από θρησκευτικούς συλλόγους προνοίας, του έδιναν κατάλογο ονομάτων ασθενών που είχαν δηλώσει ότι θέλουν να εξομολογηθούν και ο π. Νικόλαος έσπευδε με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο εύρισκε ή και με τα πόδια.

Το καλό παιδί της ενορίας
Ουδέποτε επεδίωξε πρωτεία στον Ναό ή εκκλησιαστικά αξιώματα. Οι πολλοί ενορίτες βλέποντάς τον να τρέχη διαρκώς με την μαύρη σακούλα στο χέρι τον θεωρούσαν υποδεέστερο, κάτι σαν το καλό παιδί της ενορίας που έκανε όλα τα θελήματα. Όταν προσέγγιζε τον άλλον να του δώση κάποια εικονίτσα ή τυπωμένη προσευχή ή να τον γράψη συνδρομητή σε θρησκευτικό περιοδικό το έκανε ταπεινά, με ένα ευγενικό, γλυκύ, παρακλητικό χαμόγελο. Ελάχιστοι μπορούσαν να αντισταθούν στην ταπεινή παράκληση του π. Νικολάου.
Την ταπείνωση την συμβούλευε τακτικά και στα πνευματικά του παιδιά. Η κ. Ε. Δ. θυμάται σε μία εξομολόγηση κατά την περίοδο προ των Χριστουγέννων, αφού της μίλησε για την μεγάλη ταπείνωση του Χριστού μας της είπε: «Έλα τώρα τις μέρες που γεννιέται ο Χριστός να τον παρακαλέσουμε μαζί να μας βοηθήση να κάνουμε αρχή και να μας δώση ταπείνωση».

Νικόλαε, δεν έκανες τίποτε για μένα!
Είχε μεγάλη θεολογική κατάρτιση, όμως ποτέ δεν επεδίωκε τα εντυπωσιακά κηρύγματα ή τα επώνυμα ακροατήρια. Μιλούσε στις απλές ψυχές της ενορίας του, κυρίως ενορίτισσες. Συχνά στο τέλος των κηρυγμάτων του ελεεινολογούσε τον εαυτό του με έμφαση: «Θα μου πή, εκεί πάνω ο Θεός, άχρηστα τα λόγια σου και τα κηρύγματα σου Νικόλαε, δεν έκανες τίποτα για μένα… Σας παρακαλώ προσευχηθείτε να με ελεήση ο Θεός!». Τότε ο απλός κόσμος σταυροκοπιόταν και έλεγαν μεταξύ τους, «αν δεν σωθή ο παπά-Νικόλας τότε ποιος θα σωθή». Σε μερικές από τις τελευταίες ομιλίες του έλεγε επίσης, «προσευχηθείτε για μένα να μη με εγκατάλειψη η χάρις του Θεού και πετάξω τα ράσα κ..λ.π.». Εμείς κρυφογελούσαμε ακούγοντας αυτά, που μας φαινόντουσαν αδιανόητα, αλλά ο π. Νικόλαος εννοούσε αυτά που έλεγε. Μερικές φορές ο κόσμος δεν είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως και εμφανίζονταν πολύ λίγα άτομα στην ομιλία που έκανε στην αίθουσα «Αγ. Ελευθέριος». Η ομιλία θα γινόταν και τότε κανονικά και με προβολή όλων των διαφανειών. Ας σημειωθή, επίσης, ότι ο π. Νικόλαος απέφυγε συστηματικά να δημιουργήση δικό του κύκλο οπαδών.

«Και ο Χριστός μας ταπεινός μαραγκός ήταν!»
Ο π. Νικόλαος ερχόταν σε επαφή με παντός είδους ανθρώπους: Μορφωμένους αλλά και αμόρφωτους, πνευματικά καλλιεργημένους αλλά και πολύ απλές γυναίκες με προκαταλήψεις ή και πολλές φορές δεισιδαιμονίες, ευφυείς και ανθρώπους με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, ανθρώπους ευγενείς αλλά και δύστροπους και απαιτητικούς ή αυταρχικούς, ευκατάστατους αλλά και πολύ φτωχούς, ανθρώπους με κάποια πνευματική κατάσταση αλλά και άλλους με πολύ βαρείες πτώσεις, ανθρώπους συμπαθείς και άλλους που η συμπεριφορά τους προκαλούσε αντιπάθεια…. Όλους τους δεχόταν με ταπείνωση και αγάπη. Ποτέ δεν έκανε διάκριση. Όλους τους αγαπούσε το ίδιο (πιο πολύ όμως τους περιφρονημένους της ενορίας και τις απλές γυναίκες που μια ζωή αναλώνονται στην ανατροφή των παιδιών και στην κουζίνα χωρίς καμία αναγνώριση). Θεωρούσε τον εαυτό του υπόχρεο απέναντι όλων, υπηρέτη όλων, «δούλο τους» όπως έλεγε σε κάποιο κήρυγμα. Στην κ. Μαρία Α., η οποία δούλευε σαν καθαρίστρια σε σπίτια είχε πει με σοβαρότητα: «Εγώ αν δεν γινόμουν ιερέας θα γινόμουν οδοκαθαριστής. Αυτό είναι ιερό επάγγελμα, διότι προστατεύει την υγεία των ανθρώπων». Κάτι παρόμοιο είπε και στον Απόστολο Σ., ο οποίος προσπαθώντας να βοηθήση την οικογένειά του δούλευε σε ταπεινά επαγγέλματα, ενώ σε άλλη περίπτωση του είπε: «και ο Χριστός μας Αποστόλη μου ταπεινός μαραγκός ήταν».

Απροσωπόληπτος
Είχε μεγάλο σεβασμό στην προσωπικότητα του άλλου, όσο και απλός να ήταν. Δεν περιφρονούσε κανέναν, διότι στους άλλους δεν έβλεπε πρόσωπα, αλλά αθάνατες ψυχές, για τις οποίες σταυρώθηκε ο Χριστός μας. Δεν προσπαθούσε δε να διόρθωση τις συνήθειες των απλοϊκοτέρων εφ’ όσον αυτές δεν ήταν εφάμαρτες και δεν εμπόδιζαν στην ευσέβεια. Στις ομιλίες του συγκατέβαινε στο επίπεδο και του απλούστερου ακροατή, και συχνά διέκοπτε λέγοντας ταπεινά και με αγάπη, «μήπως σας κούρασα;» ή «για να δούμε τι είπαμε μέχρι τώρα. Ποιο ήταν το πρώτο που είπαμε;». Αν κάποια κυρία το έβρισκε, αναφωνούσε με χαρά σαν μικρό παιδί «Αχ μπράβο, το βρήκατε!». Απέδιδε με πολύ σεβασμό και ταπείνωση την τιμή στους έχοντας κάποιο αξίωμα, έστω και κατά πολύ νεωτέρους του. Όταν επαινούσε τους άλλους έβαζε με φυσικό τρόπο (τόσο φυσικό που το πιστεύαμε) τον εαυτό του κάτω από όλους. Όμως οι έπαινοί του κατά κάποιο περίεργο τρόπο, δεν προκαλούσαν υπερηφάνεια, μάλλον οδηγούσαν σε συναίσθηση, διότι δεν επαινούσε από διάθεση κολακείας αλλά από αγάπη και ταπείνωση. Στην εξομολόγηση άφηνε την σειρά προτεραιότητος να διαμορφώνεται από τους ίδιους τους προσερχόμενους. Ποτέ δεν επενέβαινε και ποτέ δεν έκανε διακρίσεις. Κάποια φορά με το θάρρος της κάποιας γνωριμίας και του γεγονότος ότι κάπου κάπου εξυπηρετούσαμε τον π. Νικόλαο του ζήτησα να εξομολογήση εκτός σειράς τον γιο μου με ένα φίλο του, διότι είχαν διάβασμα και φροντιστήριο. Ο πατήρ Νικόλαος δέχθηκε ταπεινά αν και διακρίναμε κάποιο μικρό δισταγμό στην φωνή του. Μετά την εξομολόγηση δημιουργήθηκε τέτοια αναστάτωση και φιλονικία μεταξύ αυτών που περίμεναν να εξομολογηθούν, που ποτέ δεν τολμήσαμε ξανά να ζητήσουμε εξαίρεση.

Εξαφανιζόταν αθόρυβα
Μετά από διάφορες θρησκευτικές συνάξεις (ομιλίες κ.λ.π.) ο πατήρ ξεγλιστρούσε κρυφά με το μαύρο ζεμπίλι στο χέρι και έτρεχε να συνεχίση τις επισκέψεις σε σπίτια. Πολλοί τον αναζητούσαν να πάρουν την ευλογία του, να μιλήσουν μαζί του αλλά αυτός είχε τον τρόπο να εξαφανίζεται. Μια φορά μάλιστα εξαφανίστηκε κατά τρόπο παράδοξο μπροστά σχεδόν από τα μάτια μας. Τον είδαμε να βγαίνη έξω από την αίθουσα όπου είχε πραγματοποιηθή θρησκευτική ομιλία και τρέξαμε να του προσφέρουμε εξυπηρέτηση με το αυτοκίνητο. Ο π. Νικόλαος είχε εξαφανιστεί. Τον ψάξαμε σε όλους τους δρόμους που συνόρευαν με το κτίριο αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Κάτι παρόμοιο μας διηγήθηκε και η ενορίτισσα του Αγ. Ελευθερίου κ. Μαρία Τ.. Τον είδε να φεύγη από τον Ναό και να κατευθύνεται προς την οδό Γκύζη (απόσταση τριών τετραγώνων), και ξαφνικά τον είδε στο τέρμα τής διαδρομής. Μετά την κουρά του υιού του Γεωργίου (μετέπειτα π. Χριστοδούλου) ενώ πολλοί άνθρωποι τον αναζητούσαν να του ευχηθούν, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Επιστρέφοντας οι δικοί του στο σπίτι τον είδαν απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου του γονατιστό να προσεύχεται.

Διδασκαλία από αποκόμματα
Όπως αναφέρουμε σε χωριστό κεφάλαιο ο π. Νικόλαος είχε το σπάνιο χάρισμα από τον Θεό να προβλέπη γεγονότα και να δίνη τις σωστές συμβουλές όταν τον ρωτούσαν. Όμως αυτό ποτέ δεν το έκανε μπροστά σε τρίτους. Μπροστά σε τρίτους, ακόμη και αν ήταν μέλη της οικογενείας του, είτε άφηνε ταπεινά τους άλλους να μιλήσουν και συμφωνούσε μαζί τους, κουνώντας το κεφάλι, είτε έδινε μια απλή και τετριμμένη απάντηση. Ακόμη και όταν έδινε προσωπικές συμβουλές κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως, έλεγε πολλές φορές «ο τάδε έλεγε τα εξής για αυτό το θέμα». Πολλές φορές, όταν ήθελε να δώση διακριτικά συμβουλές (π.χ. κατά την επίσκεψη σε κάποιο σπίτι) έβγαζε από την τσέπη του ένα απόκομμα από κάποιο θρησκευτικό άρθρο ή βιβλίο και το διάβαζε. Το απόκομμα περιείχε πάντα κάποιο μήνυμα, το οποίο αποδεικνυόταν πολύ κατάλληλο γι’ αυτούς που το άκουγαν. Ένα μεγάλο μέρος τής ποιμαντικής διδασκαλίας του πατρός γινόταν από τέτοια αποκόμματα. Φωτοτυπούσε κατά καιρούς τόμους από παλιά τεύχη θρησκευτικών περιοδικών, κυρίως από το περιοδικό «Ο Σωτήρ», αλλά και από άλλα θρησκευτικά βιβλία και είχε μαζί του κατά περίπτωση και ένα κατάλληλο απόκομμα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι και η πνευματική διαθήκη προς τα παιδιά του ήταν μόνο ένα ποίημα του Γ. Βερίτη (το παραθέτουμε σε άλλο σημείο), καμία άλλη συμβουλή. Αυτά όλα ήταν δείγμα τής μεγάλης του ταπεινώσεως. Απέφευγε επίσης να συμμετέχει σε θεωρητικές θεολογικές συζητήσεις. Σε ερωτήσεις πολυπραγμοσύνης απαντούσε μονολεκτικά και μάλιστα με τρόπο που μετέφερε το ενδιαφέρον του ερωτώντος στην ουσία του πράγματος, σε αυτό που θα τον ωφελούσε πνευματικά.

«Ημείς μωροί διά Χριστόν…»
Όπως αναφέρουμε και σε άλλο σημείο, η προσευχή του π. Νικολάου έκανε θαύματα. Όμως ο ίδιος καθώς και τα μέλη της οικογενείας του ζητούσαν ταπεινά από εμάς τα πνευματικά του παιδιά να προσευχόμαστε για τα διάφορα (πολύ μεγάλα πολλές φορές) προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Κοντά στον π. Νικόλαο και την οικογένειά του όλοι εμείς γινόμαστε σημαντικοί. Στον π. Νικόλαο και την οικογένεια του εφαρμοζόταν το του Απ. Παύλου, «ημείς μωροί διά Χριστόν, υμείς δε φρόνιμοι εν Χριστώ ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί’ υμείς ένδοξοι, ημείς δε άτιμοι» (Α’Κορινθ. δ’, 10).

Συναίσθηση αναξιότητος
Είχε τοποθετήσει πολύ ψηλά το λειτούργημα της ιερωσύνης πίστευε δε ακράδαντα, ότι ο ίδιος το επιτελούσε αναξίως. Πολλές φορές όταν μας έπαιρνε τηλέφωνο δεν έλεγε είμαι ο π. Νικόλαος αλλά ο Νικόλαος Κογιώνης. Είχε τυπώσει καρτούλες (μπιλιέτα) με το όνομά του και το τηλέφωνό του, τα οποία έδινε όταν του ζητούσαν ή τα ταχυδρομούσε με ευχές στις γιορτές των γνωστών του. Στις αρχικές κάρτες δεν είχε γράψει την ιδιότητα του, αργότερα όμως, υπακούοντας σε παρατηρήσεις που του έγιναν, πρόσθεσε το, ιερεύς. Στις ομιλίες του, όταν μερικές φορές αναφερόταν στο πρόσωπό του σε κάποιο υποθετικό διάλογο με τρίτους, έλεγε απαξιωτικά «τι είναι αυτά που λες παπά…», όταν όμως ήθελε να ανοίξη διάλογο με τους ακροατές του για να ανακεφαλαιώση αυτά που τους είχε πει, έλεγε, ρωτώντας τον εαυτό του εκ μέρους των και μιμούμενος την ευλάβεια των (δεν ήθελε να τους προσβάλει), «δηλαδή ποιό ήταν το πρώτο που μας είπατε πάτερ μου;» Καί απαντούσε στην συνέχεια, «Να, αυτό, το να συγχωρούμε τους άλλους…».
Αναφέρουμε προς το τέλος του βιβλίου το περιστατικό με τον μαρμάρινο σταυρό που βρέθηκε μετά τον θάνατο του στην ντουλάπα του και το σημείωμα που τον συνόδευε, στο οποίο παρακαλεί όταν επισκεπτόμαστε τον τάφο του να κάνουμε προσευχή για να εύρη έλεος κατά την ήμερα της κρίσεως και το υπο¬γράφει σαν «Νικόλαος ανάξιος ιερεύς». Το σημείωμα αυτό τοποθετήθηκε στον τάφο του και πληροφορεί τους επισκέπτες για το φρόνημα του αγίου πατρός για τον εαυτό του. Όμως η διαπίστωση όσων τον γνώρισαν ήταν διαφορετική. Ο Κος Παναγιώτης Σ., ο οποίος ως διευθυντής κεντρικού θρησκευτικού βιβλιοπωλείου επί δεκαετίες αλλά και ως ιεροψάλτης ερχόταν σε επαφή με πλήθος λαϊκών και ιερέων, χαρακτήρισε εμφαντικά τον π. Νικόλαο ως τον «αγιώτερο των ιερέων». Ίσως το σημείωμα στον τάφο του θα πρέπει κάποια στιγμή να συμπληρωθή: «…Νικόλαος ανάξιος ιερεύς …ο αγιώτερος των ιερέων»!

Απόλυτη υπακοή
Αγωνιζόταν να εφαρμόζη την μοναχική αρετή της υπακοής σε απόλυτο βαθμό. «Ο π. Νικόλαος δεν είχε δικό του θέλημα, έκανε υπακοή και σε ένα μικρό παιδάκι», είπε με συγκίνηση ένας ενορίτης. Βλέπαμε έμπρακτα την υπακοή του όταν τον μεταφέραμε με το αυτοκίνητο σε απομακρυσμένες περιοχές της ενορίας του και στον Ναό. Λόγω της μακροχρόνιας διακονίας ήξερε τους δρόμους της ενορίας του αλλά και των γειτονικών ενοριών με κάθε ακρίβεια (ονόματα δρόμων, ποιος είναι μονόδρομος κ.λ.π.). Αν ο οδηγός είχε διαφορετική άποψη για την διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήση, ο πατήρ συμφωνούσε αμέσως μαζί του παρ’ όλο που ήξερε ότι αυτό θα οδηγούσε σε λάθος κατεύθυνση και άσκοπη περιπλάνηση.
Έμενε στο Γκύζη μία ανάπηρη (τώρα έχει κοιμηθή), την οποία ο πατήρ βοηθούσε ποικιλοτρόπως. Η ανάπηρη αυτή ήταν πολύ αυταρχική και πολλές φορές έδινε «διαταγές» και στον π. Νικόλαο. Μια φορά του έδωσε εντολή να πάη να κοινωνήση ένα γνωστό της στην περιοχή Σκαραμαγκά – Ελευσίνας. Ο πατήρ υπήκουσε αδιαμαρτύρητα. Η απόσταση από το Γκύζη είναι πολύ μεγάλη και επειδή το πρόγραμμα της ημέρας ήταν γεμάτο ξεκινήσαμε νύχτα. Όταν φθάσαμε στον προορισμό μας, πίσω από κάποιο διυλιστήριο, δεν ήταν εύκολο να βρούμε το σπίτι, ούτε άνθρωποι κυκλοφορούσαν τέτοια ώρα. Κάποια στιγμή ο άγιος πατήρ βγήκε από το αυτοκίνητο με την θεία κοινωνία και κατευθύνθηκε σε μία αυλόπορτα. Φώναξε ένα όνομα και μπήκε μέσα. Η αποστολή είχε εκτελεσθεί. Όταν γυρίσαμε στο Γκύζη ήταν ακόμη νύχτα, 5:30 ή 6:00. Ο πατήρ έμεινε στον Ναό για μνημόνευση ονομάτων, όρθρο θ. λειτουργία. Τον περίμενε μετά το συνηθισμένο κοπιαστικό πρόγραμμα ποιμαντικής διακονίας της ημέρας.
Η υπακοή στον πνευματικό του ήταν παραδειγματική, αδιάκριτη και απόλυτη. Τηρούσε με ακρίβεια τις εντολές του πνευματικού του μόνο σε ένα σημείο έκανε «ανυπακοή» ή μάλλον υπέρβαση! Όταν ο πνευματικός του μαθαίνοντας για την πιο πάνω κοπιαστική επίσκεψη διακονίας στην Ελευσίνα τον συμβούλευσε να μην λέη πάντα ναι, διότι μερικοί άνθρωποι είναι απαιτητικοί. Μάς μετέφερε την συμβουλή αυτή για να προσέχουμε να μην εκμεταλλεύονται την καλοσύνη μας, ο ίδιος όμως άφησε την θυσιαστική αγάπη και την προθυμία του να τον καθοδηγούν!
Όταν του έλεγε κάτι ο προϊστάμενος του Ναού το θεωρούσε διαταγή. Έλεγε με σεβασμό, «το είπε ο προϊστάμενος του Ναού» ή «θα ζητήσω άδεια από τον προϊστάμενο του Ναού και εάν μου επιτρέψη θα πάω…». Την υπακοή στον προϊστάμενο την διατήρησε μέχρι τέλους της ζωής του ακόμη και όταν, κατά τα τελευταία χρόνια της διακονίας του, ο προϊστάμενος ήταν πολύ νέος, νεώτερος από τα παιδιά του π. Νικολάου.

Share Button