Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς η σπουδαιότης του προσώπου και του έργου του Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Εισήγηση σε Διημερίδα που οργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας με θέμα: Το μοναστήρι τον Τιμίου Προδρόμου («Σκήτη Βεροίας»), 27-28 Μαρτίου 1993.

Απόστολος Παύλος και Γρηγόριος Παλαμάς. Δόξα και καύχημα της Βεροίας
Η Βέροια έχει το προνόμιο να συνδέεται με δύο μεγάλους θεολό­γους και μυσταγωγούς. Με τον κορυφαίο εν πρώτοις μεταξύ των Απο­στόλων, τον κήρυκα του Ευαγγελίου και προσαγωγέα της Οικουμένης στη χριστιανική πίστι, ουρανοδρόμο απόστολο Παύλο, και με τον μεγά­λο πατέρα και συγγραφέα του 14ου αιώνος, τον κήρυκα της ακτίστου Χάριτος και του Θαβωρείου φωτός, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης άγιο Γρηγόριο Παλαμά.
Ο απόστολος Παύλος, όπως διασώζουν οι Πράξεις των Αποστόλων, αφού διέτρεξε την Μακεδονία με τους συνεργάτες του και εκήρυξε στις δύο μεγάλες και γνωστές πόλεις της, τους Φιλίππους και την Θεσ­σαλονίκη, ήλθε και στην Βέροια, που συνεπλήρωσε έτσι την τριάδα των μακεδονικών πόλεων που αξιώθηκαν να δεχθούν τον μεγάλο από­στολο των εθνών και να ακούσουν την διδασκαλία του. Μέσα σε λίγους στίχους ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς παρουσιάζει τα αποτε­λέσματα του κηρύγματος του Παύλου στη Βέροια, οι κάτοικοι της οποίας, Ιουδαίοι και Έλληνες, δέχθηκαν με πολλή προθυμία το κήρυ­γμα του Ευαγγελίου· «Οι δε αδελφοί ευθέως διά νυκτός εξέπεμψαν τον τε Παύλον και τον Σιλάν εις Βέροιαν, οίτινες παραγενόμενοι εις την συναγωγήν των Ιουδαίων απήεσαν· ούτοι δε ήσαν ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη, οίτινες εδέξαντο τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, καθ’ ημέραν ανακρίνοντες τας γραφάς ει έχοι ταύτα ούτως. Πολλοί μεν ουν εξ αυτών επίστευσαν και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και ανδρών ουκ ολίγοι»[1]. Είναι μεγάλη τιμή και προνόμιο για την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Βεροίας να επαινείται από το θεόπνευστο κείμενο των Πράξεων για την ευγένεια και προθυμία των μελών της. Ήταν η πρώτη καλή απαρχή που προδιέγραψε το χριστια­νικό μέλλον της πόλεως, μέλλον λαμπρό και καρποφόρο, όπως αποδει­κνύει η ιστορία της πόλεως, ιδιαίτερα όμως οι πολυπληθείς ναοί, που της προσέδωσαν χαρακτήρα και γνωρίσματα ιεράς χριστιανικής πόλεως. Υπήρχαν στην πόλη περισσότερες από εβδομήντα εκκλησίες, οι όποιες δικαίως έδωσαν στην Βέροια το όνομα «Ιερουσαλήμ της Ελλάδος»[2].
Η παραμονή του αποστόλου Παύλου στη Βέροια ήταν σύντομη. Περισσότερο έμειναν οι δύο συνεργάτες του Σίλας και Τιμόθεος, οι οποίοι ασφαλώς βοήθησαν στην οργάνωση της πρώτης χριστιανικής κοινότητος και στην διάδοση του Χριστιανισμού στις γύρω πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Η καρποφορία του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου στη Βέροια και η σημασία της πόλεως για την ιστορία και πορεία της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας καταδεικνύον­ται και εκ του ότι μεταξύ των μαθητών του μεγάλου Αποστόλου συγ­καταλέγεται και ένας Βεροιεύς, ο άγιος Σώπατρος ή Σωσίπατρος, μνη­μονευόμενος δύο φορές μέσα στην Κ. Διαθήκη[3], καθώς επίσης και εκ του ότι ως πρώτοι επίσκοποι της πόλεως θεωρούνται κατά σειράν δύο μαθηταί του αποστόλου Παύλου, οι Κάρπος και Ονήσιμος. Αποτελεί λοιπόν μεγάλη τιμή για την πόλη αυτός ο δεσμός της με τα θεόπνευστα κείμενα της Κ. Διαθήκης. Η πόλη ετίμησε και τιμά τον Απόστο­λο κατ’ αρχήν με την αφιέρωση μεγάλου ναού στους δύο κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, ο οποίος χρησιμοποιείται ως μητροπολιτικός ναός μετά την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα, κατόπιν δε με την οργάνωση λαμπρών εκδηλώσεων από το 1952 και εξής, με επίκεντρο το μεγαλόπρεπο προσκύνημα που κτίσθηκε πριν από μερικές δεκαε­τίες στον χώρο, όπου κατά την παράδοση εκήρυξε ο απόστολος Παύλος, το γνωστό ως «Βήμα του Αποστόλου Παύλου».
Κατά την διάρκεια της μετέπειτα χριστιανικής της ζωής η Βέροια συνδέθηκε με πλήθος μεγάλων αγίων και λογίων, με τους οποίους έχει ασχοληθή και η παλαιότερη και η σύγχρονη ιστορική και αγιολογική έρευνα, και μάλιστα η τοπική, που την εκπροσωπούν επάξια δύο επίλε­κτα μέλη της που παρίστανται ανάμεσα μας, οι Γ. Χιονίδης, εκ των πρωτεργατών της παρούσης επιστημονικής συνάξεως, και Π. Πυρινός, του οποίου θα ακούσουμε σε λίγο την ενδιαφέρουσα εισήγηση. Ο Γ. Χιονίδης στην «Ιστορία της Βεροίας» αριθμεί στο κεφάλαιο για την προσωπογραφία της πόλεως εξήντα ονόματα κρατικών αξιωματούχων και λογίων της βυζαντινής εποχής· συνθέτοντας τον επισκοπικό κατά­λογο αναφέρει δεκαοκτώ επισκόπους, εννοείται μέχρι την Τουρκοκρατία, στο κεφάλαιο δε για τους αγίους και οσίους μνημονεύει την αγία Ιερου­σαλήμ μετά των τέκνων της, τον όσιο Γρηγόριο Παλαμά, τον όσιο Αθα­νάσιο των Μετεώρων, ενώ είναι γνωστό ότι με την πόλη και την περιο­χή της συνδέονται και άλλοι άγιοι της εποχής της Τουρκοκρατίας, ό­πως ο άγιος Θεωνάς, ο άγιος Διονύσιος Ολύμπου, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όπως και ο άγιος Θεοφάνης ο Νέος από τους βυζαντινούς χρόνους (14ος αι.).

Μνημονεύεται λοιπόν και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς μεταξύ των προσώπων που συνδέονται με τη Βέροια. Η ιδική μου εισήγηση θα προσπαθήσει να δείξει ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν είναι απλώς ένας από τους λογίους, τους θεολόγους και τους αγίους, αλλά κορυφαίος μεταξύ αυτών, όπως κορυφαίος μεταξύ των Αποστόλων είναι ο από­στολος Παύλος· κορυφαίος, όχι μόνο μεταξύ των προσώπων που συν­δέονται με την Βέροια, αλλά μεταξύ όλων των θεολόγων και άγιων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συγκορυφαίος των μεγάλων πατερικών μορφών. Ανάλογη γι’ αυτό πρέπει να είναι και η τιμή και η προσοχή της Βεροίας και των Βεροιέων προς τη μεγάλη αυτή μορφή της Ορθο­δόξου Εκκλησίας.
Μέχρι τον 9ο αιώνα παρουσιάζονται μεγάλες μορφές αγίων και πατέρων που βάζουν την σφραγίδα τους και κυριαρχούν σε κάθε εποχή με τους θεολογικούς τους αγώνες και την αγιοσύνη τους· τον δεύτερο αιώνα οι άγιοι Ιγνάτιος, Πολύκαρπος και Ειρηναίος, τον τρίτο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας και ο άγιος Μεθόδιος Ολύμπου· οι μεγάλοι θεολόγοι του αιώνος αυτού Κλήμης και Ωριγένης δεν είναι Άγιοι και Πατέρες· τον τέταρτο αιώνα πλήθος μεγάλων Αγίων: Αθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης Χρυσόστομος· τον πέμπτο αιώνα ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας· τον έκτο αιώνα ο Λεόντιος Βυζάντιος και ο Αναστάσιος Σιναΐτης· τον έβδομο Μάξιμος ο Ομολογητής· τον όγδοο Ιωάννης ο Δαμασκηνός· τον ένατο ο Μέγας Φώτιος. Στους μετά ταύτα αιώνες δεν έπαυσε η Εκκλησία να αναδεικνύει πλήθος Αγίων και μεγάλων θεολό­γων μέχρι των ημερών μας. Αξιολογώντας λοιπόν κανείς τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ημπορεί αδίστακτα να ισχυρισθεί ότι είναι ισοστάσιος των μνημονευθέντων Αγίων και Πατέρων, μέχρι και του Μ. Φωτίου[4], ο μεγαλύτερος δε και υπέρτατος όλων των μετά ταύτα μέχρι της εποχής μας. Ενώ δηλαδή κατά την πρώτη χιλιετία πολλοί Άγιοι και Πατέρες συναμιλλώνται και συναγωνίζονται για τα πρωτεία, στη δεύτερη χιλιετία, χωρίς υπερβολή, προβάλλει και ξεχωρίζει κορυφαία, μεταξύ των θεολόγων συγγραφέων και Αγίων, μορφή ο άγιος Γρηγό­ριος Παλαμάς, ο ασκητής του Άγιου Όρους, της Σκήτης της Βεροίας, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και μέγας υπέρμαχος της ορθο­δόξου διδασκαλίας έναντι των καινοτομιών του εκ Δύσεως μοναχού Βαρλαάμ και των οπαδών του.
Δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθεί και να εξηγηθεί, για ποιους λόγους η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και το πάντιμο πρόσωπό του αγνοήθηκαν επί ένα διάστημα από την ιστορική και θεολογική έρευνα ή και πολλές φορές παρεξηγήθηκαν και συκοφαντήθηκαν. Έχουν γραφή αρκετά γύρω από το θέμα αυτό[5]. Αρκεί να γνωρίζουν οι ιστορικοί και θεολόγοι ότι αυτό αποτελεί παρέκκλι­ση από τη σταθερή και μόνιμη εκκλησιαστική συνείδηση και οφείλε­ται σε επιδράσεις που υπέστησαν ελάχιστοι ευτυχώς Έλληνες ερευνηταί από την προκατειλημμένη για λόγους ομολογιακούς δυτική ιστο­ριογραφία και θεολογία, η αρνητική τοποθέτηση της οποίας έναντι του αγίου Γρηγορίου Παλαμά έφθασε μερικές φορές σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Και αυτό δικαιολογείται, η ένταση δηλαδή της αντιδράσε­ως, γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέτρεψε με την θεολογία και την άγια ζωή του την αφομοίωση της Ορθοδοξίας από τον δυτικό πο­λιτισμό, τον ορθολογισμό, και σχολαστικισμό, του οποίου τις συνα­φείς αιρετικές παρεκκλίσεις παρουσίασε ξεκάθαρα και διεσαφήνισε. Στη σύγκρουση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και του Βαρλαάμ Κολοβρού δεν έχομε σύγκρουση δύο προσώπων, αλλά δύο κόσμων της ορθολογιστικής και ενδοκοσμικής Δύσεως με την αγιοπνευματική Ανατολή, του ανθρωπίνου Διαφωτισμού με τον θείο Φωτισμό.
Ευτυχώς η άτυχης αυτή παρένθεση πέρασε, αποτελεί παρελθόν. Η επάνοδος της Ορθοδόξου θεολογίας στις πατερικές της ρίζες και της πνευματικής ζωής στην οδό των Αγίων και των Πατέρων συνδέεται με άνθηση των παλαμικών σπουδών, ιδιαίτερα στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, και με ζηλευτή κατακολούθηση της πνευματικής ζωής, της συνδεδεμένης με την άσκηση και τη νοερά προσευχή, κατά τη δι­δασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όπως ιδιαίτερα αυτό συμβαί­νει σήμερα στο Άγιο Όρος, αλλά και στον κόσμο μεταξύ των λαϊκών. Είναι χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, γιατί δείχνει την επάνοδο της πνευματικής ζωής στο δρόμο που εβάδισε και υπέδειξε ο άγιος Γρη­γόριος, περιστατικό από τη ζωή του στη Σκήτη της Βεροίας, όπως μας το αφηγείται ο Θεσσαλονικεύς μεγάλος μαθητής του και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Φιλόθεος Κόκκινος. Το περιστατικό έχει σχέση με το πρόβλημα για το αν πρέπει και οι λαϊκοί στον κόσμο να ασχολούνται με την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, πράγμα που σήμερα είναι αναμφισβήτητο με την επίδραση του Αγίου Όρους, όπως αυτό φαίνεται και εκ του ότι συχνά βλέπει κανείς Χριστιανούς, νέους και νέες, να κρατούν κομβοσχοίνι, αλλά και να είναι γνώστες της νοεράς προσευχής. Σύμφωνα με την διήγηση του αγίου Φιλοθέου στο όρος που είχε αναπτυχθή η Σκήτη υπήρχε σεβάσμιος γέρων ασκητής ονο­μαζόμενος Ιώβ, ο οποίος, ενώ εκτιμούσε κατά τα άλλα τον Γρηγόριο και απήλαυε της διδασκαλίας του, δεν συμφωνούσε με την γνώμη του περί του ότι «πάντα τον από Χριστού καλούμενον οποίου ποτ’ αν είη τάγματος την αδιάλειπτον ασκείν δει προσευχήν» και ότι πρέπει «μη τους έξω κόσμου και μοναστάς μόνον, αλλά και άνδρας και γυναίκας και παίδας και σοφούς και ιδιώτας και πάντας ομού ταυτά διδάσκειν ωσαύτως και προς αυτό τούτ’ ενάγειν πάση σπουδή». Ο Ιώβ σε σχε­τική συζήτηση αντέδρασε και διεφώνησε, ισχυριζόμενος ότι η αδιά­λειπτη προσευχή είναι μόνο για τους μοναχούς. Όταν όμως επέστρε­ψε στον οικίσκο του, δέχθηκε επίσκεψη αγγέλου, ο οποίος του συνέ­στησε να ακολουθεί και να πείθεται σε όσα λέγει ο ιερός Γρηγόριος, με συνέπεια, μέχρι τέλους της ζωής του ο ευπειθής στην θεία σύστα­ση γέρων, που αποτελούσε και ουράνια επιβεβαίωση της απλανούς διδασκαλίας του Γρηγορίου, να μείνει συνδεδεμένος με αρρήκτους δε­σμούς φιλίας και ομονοίας προς τον μεγάλο διδάσκαλο[6].
Ανάμεσα από πολλές μαρτυρίες για το μεγαλείο και την μοναδικό­τητα του προσώπου και του έργου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θα παραθέσουμε όσα λέγουν ο μαθητής του άγιος Φιλόθεος Κόκκινος και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Ο άγιος Φιλόθεος λέγει ότι υπήρξαν πολλοί άγιοι σε διάφορες εποχές που μίλησαν και έγραψαν για επί μέ­ρους θέματα της υψηλής θεολογίας της θεώσεως και της ακτίστου Χάριτος. Κανείς όμως δεν ασχολήθηκε με το σύνολο αυτών των θεμάτων μόνον ο Γρηγόριος συνέθεσε σε θαυμαστή ενότητα και ανέπτυξε και διασάφησε όσα οι παλαιότεροι Πατέρες εδίδαξαν· «Πολλών τίνων και μεγάλων κατά. διαφόρους αιτίας και χρόνους περί των τοιούτων υψηλώς ειπόντων και φιλοσοφησάντων, και των μεν τώδε τω μέρει, των δε εκείνω, των δε τισί, των δε πλείστοις εαυτούς δεδωκότων τω λόγω, τοις πάσι δ’ ενός τινός μηδενός των τε προ ημών και των αρχαίων επεξιόντος κατά ταυτά, μόνος ουτοσίν εξ απάντων και μετά πάντας τα πάντων ούτω θαυμαστώς εις εν συνειλοχώς καθωράθη, εκείνα λαμπρώς τε και μετά πολλής της επιστήμης και της ελευθερίας εις πλάτος εξειπών και λογογραφήσας και προσέτι τα διά πείρας υπερφυώς εγνωσμένα συ­νάψας και οιονεί διαλευκάνας και αναπτύξας άπερ κεφαλαιωδώς εκείνοι και κατά σύνοψιν είπον»[7]. Η θέση αυτή του αγίου Φιλοθέου εμφανίζει τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως άλλο Δαμασκηνό, εκφραστή των όσων η προηγουμένη πατερική παράδοση διετύπωσε. Δεν ανέ­πτυξε προσωπική διδασκαλία, ο άγιος Γρηγόριος, ούτε εκαινοτόμησε, όπως ισχυρίζονται οι Δυτικοί ερευνηταί. Κανείς από τους Αγίους δεν παραδίδει προσωπική διδασκαλία αλλά γίνονται όλοι κήρυκες και διαγγελείς της διά των αιώνων παραδιδομένης πίστεως. Μόνον οι αιρετικοί διατυπώνουν προσωπικές απόψεις, γι’ αυτό και η διδασκα­λία τους χαρακτηρίζεται με το όνομά τους, όπως Αρειανισμός, Νεστοριανισμός κ.τ.λ. Η Δύση θεωρώντας τον άγιο Γρηγόριο ως καινο­τόμο και αιρετικό χαρακτηρίζει την διδασκαλία του ως Παλαμισμό, παρασύρουσα σ’ αυτό και ορθοδόξους ερευνητάς.
Χαρακτηριστική είναι και η γνώμη του αγίου Συμεών Θεσσαλονί­κης, που την παραθέτομε ασχολίαστη: «Ο δε γε ακριβέστερον βουλόμενος εκμαθείν γνώσεται μάλλον αφ’ ων εκείνος συνεγράψατο, ος οιάπερ άλλος τις ήλιος τη οικουμένη ανέτειλε τω τότε καιρώ, ικανός αποσοβήσαι λόγω τε και τω βίω πάσαν σκοτόμαιναν αθεΐας. Γρηγόριος ούτος ην ο σοφότατος, ο της Θεσσαλονικέως ύστερον προστάς Εκκλη­σίας και φως μέγα επί λαμπράν λυχνίαν τεθείς, μέγας τε φωστήρ ευσέ­βειας και προ της αρχιερωσύνης δειχθείς»*[8].

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η Βέροια
Με αυτήν την μεγαλειώδη και κορυφαία πατερική μορφή είχε την ευλογία και την τιμή να συνδεθεί η Βέροια, με τη μεγαλύτερη, όπως είπαμε, μετά τον απόστολο Παύλο χριστιανική φυσιογνωμία απ’ όσες συνδέθηκαν με την πόλη αυτή. Ο δεσμός τους δεν ήταν ολιγοήμερος ή ολιγόμηνος, αλλά μακροχρόνιος. Σε ηλικία τριάντα ετών ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αφού επί μία οκταετία είχε ασκηθή πνευματικά στο Άγιο Όρος, όπου είχε καταφύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τους αδελφούς του Μακάριο και Θεοδόσιο, και συνοδευόμενος από άλλους δέκα μοναχούς, μέσω Θεσσαλονίκης, όπου παρέμειναν επ’ ολίγον και όπου μετά από μερικές δεκαετίες θα επανέλθη ως ποιμενάρχης και αρχιεπίσκοπος, φθάνει στη Βέροια και εγκαθίσταται με τη συνοδεία του στην ήδη υφιστάμενη, όπως φαίνεται, μοναστική παροικία στη Σκήτη του Αλιάκμονος. Υπάρχουν δύο σαφέστατες ιστορικές μαρτυρίες, μία του μαθητού και βιογράφου του, αγίου Φιλοθέου Κόκκινου, ο οποίος αναβιβάζει τα έτη της παραμονής του στη Σκήτη της Βεροίας σε πέντε, και είναι μάλλον ως προς το σημείο αυτό αξιοπιστότερος, ως οικείος και αγαπητός και εκ του σύνεγγυς γνωρίζων, του ετέρου μάρτυ­ρος Ιωάννου του Καντακουζηνού, ο οποίος υπολογίζει τα έτη σε δέκα, μολονότι και αυτός, ως γνωστόν, συνεδέετο φιλικά προς τον άγιο Γρηγό­ριο, δεν είχε όμως την εγγύτητα και αμεσότητα του Φιλοθέου. Γράφει ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος: «Της γαρ Θεσσαλονίκης μετά την χειροτονίαν και τον θείον εκείνον, ήπερ έφην, χρησμόν μικρόν παρελθόντες καν τη γείτονι Βερροία γενόμενοι, το ταύτη παρακείμενον όρος και την εκεί συνισταμένην τότε των μοναζόντων σκήτην εισέρχονται, ένθα δη και φροντιστήριον θείας φιλοσοφίας ο Γρηγόριος συστησάμενος συν δέκα τοις ετέροις και των ίσων σπουδασταίς τε και κοινωνοίς, τον πληρέστατόν φημι και τέλειον αριθμόν, τα της άνω και θείας τελειότητος, ο πλήρης όντως παντός αγαθού, και αύθις φιλοσοφείν άρχεται, τας μεν πέντε της εβδομάδος εκάστης ημέρας αυτός τε μένων απρόιτος και μηδένα των πάντων μηδαμώς εις ομιλίαν παραδεχόμενος, Σαββάτου δε και Κυριακής προς τε την μυστικήν δηλαδή θυσίαν και την των αδελφών προϊών πνευματικήν ομιλίαν και ενωσιν»[9]. Και ο Καντακουζηνός· «Γρηγορίω δε και ταδελφώ εκ πατρός καταλειφθείσιν ορφανοίς ουκ εδόκει δειν έτι πιστεύειν τη ηλικία, αλλ’ ετέρω φέροντες υπέταξαν πατρί πνευματικώ, υφ’ ώπερ υπέρ οκτώ τελέσαντες έτη, επεί κακείνος τω τήδε απηλλάττετο, προς τη κατά Βέροιαν Σκήτη φροντιστήριον οικοδομήσας ο Γρηγόριος και κατακλείσας εαυτόν πάσαν τε αποθεμένος φροντί­δα γήινον εαυτώ δε μόνω και Θεώ προσαδολεσχών, δέκα διετέλεσεν έτη, πολλά την σάρκα παιδαγωγήσας και υποτάξας τω πνεύματι»[10].
Οι δεσμοί του Γρηγορίου με την Βέροια ενισχύθηκαν περισσότερο εντός ολίγου. Οι συμμονάζουσες με την μοναχή επίσης μητέρα του Καλή αδελφές του, Επίχαρις και Θεοδότη, του ανακοινώνουν διά γραμμάτων τον θάνατο της μητρός και τον παρακαλούν να έλθει στην Κωνσταντινούπολη για στηριγμό και καθοδήγηση. Μεταβαίνει πρά­γματι στη βασιλεύουσα με τους δύο κατά σάρκα αδελφούς και συμπαραλαμβάνουν κατά την επιστροφή τους στη Βέροια τις δύο αδελφές τους που τις εγκαθιστούν σε γυναικείο μοναστήρι μέσα στην πόλη, ενώ αυτοί επανέρχονται στη Σκήτη προς συνέχιση των ασκητικών τους αγώνων[11]. Ολόκληρη η οικογένεια του αγίου Γρηγορίου, εκτός των γονέων που μετώκησαν στον ουρανό, τρεις αδελφοί και δύο αδελφές μοναχές βρίσκονται στη Βέροια, τα χώματα της οποίας καθαγιάσθηκαν από την παρουσία τους, πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί εντός ολίγου δέχθηκαν και το σκήνωμα της μιας αδελφής, της Επιχάριτος και του αδελφού Μακαρίου, που την ακολούθησε. Είναι πολύ πιθανόν και τα δύο άλλα αδέλφια, ο Θεοδόσιος και η Θεοδότη να παρέμειναν και να εκοιμήθηκαν στη Βέροια, εκτός του Γρηγορίου, ο οποίος εντός ολίγου επανήλθε στο Άγιον Όρος, όπου, κατά θεία παρακίνηση, άφησε πλέον την μόνωση και την σιωπή και επεδόθη στο έργο της διδασκα­λίας των μοναχών και της συγγραφής, για να ακολουθήσουν κατόπιν οι αγώνες του εναντίον του Βαρλαάμ και των οπαδών του και η ανύ­ψωσή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, όπου και απέθανε το 1359 σε ηλικία 63 ετών.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ περισσότερο με την παραμονή του αγίου Γρηγορίου στη Βέροια και τα συνδεόμενα προς αυτήν θέματα και προβλήματα, γιατί υπάρχει και παλαιότερη σχετική μελέτη του Γ. Χιονίδη[12], αλλά και γιατί θα ακουσθεί και σήμερα στη συνάντησή μας αυτή ειδι­κή εισήγηση του συναδέλφου Β. Φανουργάκη. Θα επισημάνουμε μόνο ότι το πενταετές ή δεκαετές διάστημα των ασκητικών αγώνων του αγίου Γρηγορίου εδώ ήταν ιδιαίτερα αποδοτικό και καρποφόρο και έχει μεγάλη συμμετοχή στην πνευματική ωρίμανση και ολοκλήρωσή του. Ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος περιγράφει λεπτομερώς τους πόνους της ασκήσεως, διά των οποίων εκαθάρισε και ελέπτυνε το οπτικό της ψυχής και ανήχθη προς το θείον «διά της αδιαλείπτου προσευχής και της αμέσου κατά χάριν του Θεού κοινωνίας τε και ενώσεως». Ήταν γι’ αυτό εμφανείς οι καρποί του Πνεύματος, με συνέπεια όχι μόνο οι συνασκητές του αλλά και οι λοιποί ασκούμενοι στο όρος εκείνο, ακόμη δε και οι κάτοικοι της πόλεως να τον έχουν ως πρότυπο αρετής και να τον βλέπουν ως θαυμαστή πνευματική ύπαρξη, σπάνια για εκείνη την εποχή[13].
Επιστρέψας μετά τη Βέροια στο Άγιον Όρος εγκαταστάθηκε κοντά στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ζούσε και εδώ εν μονώσει και ησυχία και μόνον τα Σάββατα και τις Κυριακές ερχόταν στο μοναστή­ρι. Μόλις συμπληρώθηκαν δύο έτη από την εγκατάσταση του εδώ, είδε θαυμαστό όραμα που εσήμαινε την πνευματική του υπερπλήρωση και την ανάγκη μεταδόσεως του πνευματικού πλούτου και εις άλλους. Ενώ προσηύχετο κάποια νύχτα, σαν σε όνειρο του εφάνη ότι είχε στα χέρια του σκεύος πλήρες γάλακτος, το οποίο ανέβλυζε μέσα από το σκεύος και χυνόταν έξω από αυτό. Ξαφνικά το γάλα έγινε κρασί εκλεκτό και ευώδες που χυνόταν με αφθονία επάνω στα χέρια και στα ενδύματά του, με συνέπεια να βραχούν και να ευωδιάζουν. Μέσα στην άφατη χαρά και ηδονή που ένοιωσε σ’ αυτή την κατάσταση εμφανίστηκε αγγελική μορφή, πλήρης φωτός, που τον ρώτησε γιατί αφήνει να χύ­νεται άδικα το θεϊκό εκείνο ποτό και δεν το μεταδίδει και στους άλλους. Ο Γρηγόριος πρόβαλε ως δικαιολογία την ασθένεια και ακαταλλη­λότητά του για τη διανομή του θείου ποτού και την απουσία προσώπων που ενδιαφέρονται και επιθυμούν να πιούν. Ο λαμπρός εκείνος άνδρας του οράματος είπε ότι, και αν ακόμη δεν υπάρχουν πρόσωπα που ενδια­φέρονται, αυτός πρέπει να μη αμελεί την διανομή και τη μετάδοση αλλά να κάνει το χρέος του, γιατί γνωρίζει την τιμωρία που επιβάλλει ο δεσπότης σε όσους δεν αξιοποιούν τα χαρίσματα και τα τάλαντα που τους εδόθησαν. Το όραμα αυτό διηγήθηκε αργότερα στο φίλο και μα­θητή του Δωρόθεο, τον ένα από τους δύο αδελφούς Βλατήδες ή Βλατάδες, που ίδρυσαν το ομώνυμο μοναστήρι της Θεσσαλονίκης, όταν άρχισε να εκθέτει την δογματική διδασκαλία γύρω από το ησυχαστικό ζήτημα λέγοντας μάλιστα ότι η μεταβολή του γάλακτος σε κρασί εσή­μαινε την μεταβολή της διδασκαλίας του από ηθική σε δογματική· «την από του ηθικού δηλονότι και απλού προς το δογματικόν τε και άνω βεβηκότα τον λόγου μετάθεσιν»[14].

Ενδεικτικές πτυχές της θαυμαστής διδασκαλίας του
Η θαυμαστή λοιπόν αυτή και αστείρευτη πηγή θεολογίας επλήρωσε την Εκκλησία με την χαριτόβρυτη διδασκαλία της. Και επειδή είναι αδύνατον να παρουσιασθεί όλος αυτός ο πλούτος, που σαγηνεύει όντως και προσφέρει άφατη ηδονή εις όποιον αρχίσει να ενδιαφέρεται για την αξιοποίησή του, ενδεικτικώς μόνο θα παρουσιάσουμε δύο σημαν­τικές πτυχές της πολυποίκιλης διδασκαλίας του σοφωτάτου και θεόπτου αγίου μας.

α. Το μεθεκτόν και αμέθεκτον τον Θεού
Η Εκκλησία, ενδιαφερομένη πάντοτε να διασφαλίσει την σωτηρία και την κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό, κατεδίκασε ως πλάνη και αίρεση κάθε διδασκαλία που προσέβαλε και καταργούσε αυτήν την δυνατότητα. Οι αγώνες των παλαιών μεγάλων αγίων Πατέρων, π.χ. εναντίον του Αρείου και του Μακεδονίου, που ηρνούντο την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος αντιστοίχως, δεν οφειλόταν στην διάθεση και το ενδιαφέρον τους να συζητούν απλώς φιλολογικές ερμη­νείες της Αγίας Γραφής και θεολογικά θέματα, να δείξουν δηλαδή και αποδείξουν την φιλολογική και θεολογική τους δεινότητα. Στους αγώνες αυτούς υπήρχαν σοβαρότατοι σωτηριολογικοί λόγοι, εκινούντο δηλαδή οι άγιοι Πατέρες από το ενδιαφέρον και τη φροντίδα να πα­ραμείνουν ανοικτοί οι δρόμοι της σωτηρίας και της θεώσεως, που τους έκλειναν οι αιρετικοί με τις πλανεμένες διδασκαλίες τους. Αν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ήσαν κτίσματα, είχαν τότε και αυτά ανάγκη σωτη­ρίας και θεώσεως, και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να γίνουν όργανα σωτηρίας και αγιασμού για τους ανθρώπους. Μόνον η θεότης τους εξησφάλιξε την θέωση των ανθρώπων «Ει μη Θεός το Πνεύμα το Άγιον, θεωθήτω πρώτον και ούτω θεούτω με τον ομότιμον» κατά την επιγραμματική διατύπωση του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου[15].
Τα ίδια κίνητρα, σωτηριολογικούς δηλαδή λόγους, είχαν και οι θεολογικοί αγώνες του αγίου Γρηγορίου Παλαμά εναντίον του Καλαβρού Βαρλαάμ και των οπαδών του. Αυτό που εσκανδάλισε τον Βαρλαάμ ήταν ο ισχυρισμός των μοναχών ότι οι καθαροί από τα πάθη δέχονται στις καρδιές τους φωτισμούς και ελλάμψεις, παρουσία δηλαδή θεϊκού φωτός, όπως το φως που κατηύγασε τους μαθητάς κατά την Μεταμόρ­φωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ. Τους κατηγόρησε λοιπόν ότι δι­δάσκουν πως η ουσία του Θεού είναι μεθεκτή, όπως εδίδασκαν οι πα­λαιότεροι Μασσαλιανοί. Στην κατηγορία αυτή απήντησε ο άγιος Γρηγόριος ότι το φως που βλέπουν οι άγιοι δεν είναι η ουσία του Θεού, που είναι όντως τελείως υπερβατική και αμέθεκτη και απρόσιτη, αλλά ενέργεια του Θεού, που είναι μεθεκτή και προσιτή. Στο Θεό υπάρχει όχι μόνο η ουσία, αλλά και οι ενέργειες, γιατί ο χριστιανικός Θεός είναι προσωπικός Θεός, δεν είναι ανενέργητη και κλεισμένη στον εαυ­τό της ουσία, αλλά ενεργητική και δυναμική. Οι ενέργειες του Θεού εξασφαλίζουν την κοινωνία του Θεού προς τα κτίσματα και έτσι ο αμέθεκτος κατά την ουσία Θεός, γίνεται μεθεκτός με τις ενέργειές του, όπως ήδη είχε διδάξει ο Μ. Βασίλειος, λέγοντας ότι «αι μεν ενέργειαι τον Θεού προς ημάς καταβαίνουσι, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος»[16]. Αυτήν την σταθερή πατερική παράδοση για τη διάκριση ουσίας και ενεργειών στη θεότητα, που επιλύει το δυσχερές όντως θέμα του μεθεκτού και αμεθέκτου του Θεού, προέβαλε και διασαφήνισε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς έναντι της διδασκαλίας του Βαρλαάμ ότι στο Θεό υπάρχει μόνο η αμέθεκτη ουσία, ενώ οι ενέργειες του Θεού είναι κτι­στές. Προέκυψε έτσι και το πρόβλημα περί του αν η Χάρις είναι κτιστή ή άκτιστη, αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες, και η συζήτηση περιεστράφη γύρω από το φως της Μεταμορφώσεως για να διευκρινισθεί το κτιστό ή άκτιστο της θείας Χάριτος. Σε πλήρη αντί­θεση προς το σύνολο της πατερικής παραδόσεως ο Βαρλαάμ υπεστήριζε ότι το φως κάθε ελλάμψεως είναι κτιστό και ενδοκοσμικό, αισθητό φως και μάλιστα κατώτερο από το φως της γνώσεως «χείρον νοήσεως»[17].
Ακριβώς στο σημείο αυτό των ισχυρισμών του Βαρλαάμ περί του ότι η Χάρις του Θεού είναι κτιστή, οι ενέργειες είναι κτιστές, διέγνω­σε ο άγιος Γρηγόριος την πλάνη και την αίρεση, που ακύρωνε την δυ­νατότητα της σωτηρίας και τοποθετούσε τον Βαρλαάμ στη σειρά των αρχαίων αιρετικών. Γιατί στ’ αλήθεια πώς θα σωθεί και θα θεωθεί ο άνθρωπος με κτιστά μέσα, με τις κτιστές ενέργειες του Θεού, που δεν δίνουν την δυνατότητα να κοινωνήσει ο άνθρωπος και να μετάσχει της θεότητος; Με πολλή δύναμη και σαφήνεια θέτει το πρόβλημα αυτό ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, επισημαίνοντας τη μεγάλη ζημία, τον μεγάλο κίνδυνο της αποξενώσεως του ανθρώπου από το Θεό: «Αν δε συ ανέλης το μεταξύ του αμεθέκτου και των μετεχόντων, ω της ζημίας! Διέστησας ημάς Θεού, το συνδούν εκ μέσου ποιησάμενος και χάσμα μέγα και αδιάβατον μεταξύ θέμενος εκείνου και της γενέσεως και δι­οικήσεως των γενητών… Δει δη ζητείν ημάς θεόν έτερον, όντα πως μεθεκτόν, ου μετέχοντες οικείως εαυτού, κατά την της μεθέξεως αναλογίαν όντες και ζώντες και ένθεοι εσόμεθα»[18].
Η πνευματική και πολιτιστική τραγωδία της Δύσεως βρίσκεται ακριβώς στην ακύρωση της δυνατότητος να επικοινωνήσει ο άνθρωπος με το Θεό, γι’ αυτό και όλα εκεί είναι μικρά και ανθρώπινα, αμέτοχα και άγευστα της ανακαινιζούσης και μεταμορφούσης αγιοπνευματικής εμπειρίας. Ο ορθός λόγος και η επιστήμη, ο ανθρώπινος «Διαφωτισμός» δεν μπορούν, όπως θα δούμε, να αγιοποιήσουν τον άνθρωπο, πολλές φορές μάλιστα τον κάνουν χειρότερο.

δ. Δυτικός Διαφωτισμός και Ορθόδοξος Φωτισμός#
Άγευστος πράγματι και άπειρος ο Βαρλαάμ της αγιοπνευματικής εμπειρίας, που μεταμορφώνει και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε καινή ύπαρξη, και επηρεασμένος από τον δυτικό Σχολατικισμό και την «Ανα­γέννηση», της οποίας άλλωστε υπήρξε σημαντικός πρωτεργάτης, θέλη­σε να γίνει διδάσκαλος της απάθειας και της τελειότητος προτρέποντας τους μοναχούς να εγκαταλείψουν την άσκηση και την νοερά εργα­σία της προσευχής και να επιδοθούν στη σπουδή και στη γνώση της φιλοσοφίας και μάλιστα της ελληνικής, γιατί δήθεν μόνον αυτή οδη­γεί στην τελειότητα. Ανησύχησαν με τις θέσεις αυτές μοναχικοί κύκλοι της Θεσσαλονίκης και εζήτησαν την γνώμη και βοήθεια του αγίου Γρηγορίου, προς τον οποίο κάποιος μοναχός διεβίβασε ως εξής τις απόψεις του Βαρλαάμ και των οπαδών του: «Επειδή τοίνυν ήκουσα λεγόντων δειν μεταδιώκειν την έξω σοφίαν και τους μονάζοντας ως άνευ ταύτης ουκ ενόν αγνοίας και ψευδών απαλλαγήναι δοξασμάτων, καν εις απάθειαν αφίκηταί τις άκραν, ουδέ τελειότητας τε και αγιότητος επιλαβέσθαι, ει μή πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει, μάλιστα δε της καθ’ Έλληνας παιδείας, Θεού γαρ και αύτη δώρον, των προφήταις και αποστόλοις δεδομένων ομοίως»[19].

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαιώνει τον ανησυχήσαντα μοναχό ότι μόνον η Χάρις του Θεού δημιουργεί στις καρδιές ασφάλεια και βεβαιότητα. Με τον λόγο δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει, να συλλάβει τα υπέρ λόγον αγαθά. Του συνιστά να απαντήσει στους συνηγόρους των φιλοσό­φων ότι με τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις αυτό που κατακτούν δεν είναι η γνώση αλλά η αγωνία- «ου μάλλον γνώσιν ή αγωνίαν εκ τού­των υμίν αυτοίς περιποιείσθαι, ω βέλτιστοι». Δεν υπάρχει φιλοσοφι­κή άποψη στην οποία να μπορεί κανείς με σιγουριά να στηριχθεί, για­τί σίγουρα κάποιος άλλος φιλόσοφος θα την έχει ανατρέψει, όπως έδει­ξαν οι Έλληνες φιλόσοφοι «διηνεκώς αλλήλους ανατρέποντες και υπ’ αλλήλων ανατρεπόμενοι»[20]. Δεν πρέπει να επιτραπεί να εισχωρήσει στην Εκκλησία, όπου υπάρχει άλλη φιλοσοφία, η κατά Χριστόν, η άποψη πως τάχα είναι άναγνοι και ατελείς όσοι δεν γνωρίζουν φιλο­σοφία και επιστήμες. Ο Χριστός, το πρότυπο της χριστιανικής τελειότητος, ήτο εντελώς άπειρος στην ανθρώπινη φιλοσοφία και γνώση. Αν η θύραθεν παιδεία συμβάλλει όντως στην τελειότητα, τότε οι Έλλη­νες σοφοί θα έπρεπε να είναι θεοπτικώτεροι και τελειότεροι των προ­φητών, οι οποίοι εκλήθησαν από το Θεό στο αξίωμα αυτό «εξ αγροικικού βίου». Ο κορυφαίος των προφητών, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, εξ απαλών ονύχων ζούσε στην έρημο, όπου δεν υπάρχουν βέβαια σχο­λεία και πανεπιστήμια. Ασφαλώς, αν ήταν απαραίτητο στοιχείο της τελειότητος η ανθρώπινη σοφία, ο Χριστός δεν θα έλεγε στον πλού­σιο νεανία «ει θέλεις τέλειος είναι, τα υπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοίς, τον σταυρόν άρον, ακολουθείν εμοί προθυμήθητι» αλλά θα έλεγε «της έξω σοφίας επιλαβού, σπεύσον προς την των μαθημάτων ανάληψιν, περιποίησαι σεαυτώ την επιστήμην των όντων». Θα εδίδασκε γεωμετρία και αστρονομία και τις άλλες επιστήμες, για να διώ­ξει το σκοτάδι της αγνοίας. Δεν θα διάλεγε αγράμματους ψαράδες ως μαθητάς, αλλά σοφούς, ούτε θα εδίδασκε διά του Αποστόλου Παύλου ότι η ανθρώπινη σοφία είναι μωρία. Ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Γρηγόριο, έχασε την αρχέγονη μακαριότητα, γιατί υπέκυψε στον πειρασμό της γνώσεως και δεν αρκέσθηκε στην φυλακή της καρδίας, στην φρού­ρηση, δηλαδή, και καλλιέργεια του συναισθηματικού του κόσμου[21].
Όπως τότε έτσι και τώρα και σε κάθε εποχή ο άνθρωπος στρέφε­ται, με υποκίνηση του πονηρού, στην συνεχή καθ’ όλην την διάρκεια της ζωής του ενασχόληση με τη γνώση, και δεν μένει έτσι καιρός να ασχοληθεί με την αληθινή παιδεία, που καθαρίζει την ψυχή από τα πάθη. Θεμέλιο και αρχή αυτής της κατά Χριστόν φιλοσοφίας είναι ο φόβος του Θεού, εκ του οποίου γεννάται η συνεχής, η αδιάλειπτη δέη­ση προς τον Θεό και η τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Μετά δε την συμφιλίωση και την καταλλαγή προς τον Θεό, ο αρχικός παιδαγωγι­κός φόβος μεταβάλλεται σε αγάπη, και ο κόπος της προσευχής, αφού μεταβληθεί σε τερπνότητα και ευχαρίστηση, παράγει το άνθος του φωτισμού. Αυτή είναι η αληθινή παιδεία, ο αληθινός ορθόδοξος φωτι­σμός, του οποίου ούτε την αρχή, τον φόβο δηλαδή του Θεού, δεν μπο­ρεί να καταλάβει αυτός που έχει παραδοθή στην αγάπη της ματαίας ανθρωπίνης φιλοσοφίας, του ανθρωπίνου «Διαφωτισμού». Ο νους του ανθρώπου εύκολα σκοτίζεται από τα πάθη και οδηγείται κατόπιν στο ψεύδος[22]. Η μόνη οδός για να βρει κανείς την αλήθεια και να δια­τηρήσει την ανθρώπινη αξία, το κατ’ εικόνα, είναι η αποφυγή της αμαρτίας, η τήρηση των εντολών, η καλλιέργεια της αρετής, και η επά­νοδος προς τον Θεό διά της ευχής και της αληθινής θεωρίας. Διότι, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί «καθαρότητος άνευ, καν μάθης την από του Αδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός ουδέν ήττον, ότι μη και μάλλον, έση ή σοφός[23].
Συνηθίζεται πολύ στα νεώτερα χρόνια της πνευματικής ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, όπου έχει κυριαρχήσει ο κλασικισμός και ο δυ­τικός «Διαφωτισμός» να γίνεται επίκληση του ονόματος των Τριών Ιεραρχών κυρίως, για να δικαιολογηθεί η στροφή στη μελέτη της αρ­χαίας ελληνικής σκέψεως. Ιδιαίτερα μάλιστα γίνεται αναφορά στο έρ­γο του Μ. Βασιλείου Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων. Παραθεωρείται τελείως ότι ο Μ. Βασίλειος δίνει πολύ μι­κρή, προπαιδευτική, προεισαγωγική μόνο αξία στην θύραθεν παιδεία. Η χριστιανική παιδεία στηρίζεται ολοκληρωτικά στην Αγία Γραφή και στη διδασκαλία των Αγίων της Εκκλησίας· αυτά αποτελούν τον κόσμο, το κύριο μέρος της αληθινής σοφίας. Δεν επιτρέπεται επ’ ουδενί να μείνει κανείς καθ’ όλην την διάρκεια της ζωής του, να γηράσει, στη μάθηση της θύραθεν παιδείας. Πρέπει να ντρέπωνται, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όσοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να μελετά κανείς διά βίου την ελληνικής παιδεία, για να φθάσει στην τελειότητα. Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος σε επιστολή του στον Ευστάθιο Σεβαστείας οικτί­ρει τον εαυτό του, γιατί αφιέρωσε πολύ καιρό στη μάθηση της κοσμι­κής φιλοσοφίας· «Εγώ πολύν χρόνον προσαναλώσας τη ματαιότητι και πάσαν σχεδόν την εμαυτού νεότητα εναφανίσας τη αναλήψει των μαθημάτων της παρά τον Θεού μωρανθείσης σοφίας, επειδή ποτε, ώσπερ εξ ύπνου βαθέος διαναστάς, κατείδον το άχρηστον της σοφίας των αρχόντων τον αιώνος των καταργουμένων, πολλά την ελεινήν μου ζωήν αποκλαύσας, ευχόμην δοθήναι μοι τινα χειραγωγίαν»[24].
Δεν βοηθάει η γνώση στην καθαρότητα· αντίθετα δημιουργεί το πάθος της υπερηφάνειας, της φυσιώσεως. Μόνον η αγάπη που είναι κορυφή και μεσότης και ρίζα κάθε αρετής βοηθάει στο να αποκτήσει ο άνθρωπος το κατ’ εικόνα Θεού. Με την αγάπη και τη Χάρη του Θεού το φυσικό δώρο της γνώσεως μπορεί να μεταβληθεί σε πνευματικό, να γίνει γνώση καινούργια, θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή καρπών αγαθών. Αυτή είναι η άνωθεν σοφία, υποταγμένη στη σοφία του Αγίου Πνεύματος, άνευ του οποίου η ανθρώπινη γνώση χαρακτηρίζεται ως κάτωθεν σοφία, ψυχική, δαιμονιώδης, από τον αδελφόθεο Ιάκωβο[25].
Ο νους βεβαίως δόθηκε στον άνθρωπο από το Θεό. Σκοτίσθηκε όμως από τα πάθη, απέτυχε να οδηγήσει τον άνθρωπο στο σκοπό κά­θε φιλοσοφικής αναζητήσεως, στην αληθινή θεογνωσία, και παρήγα­γε γι’ αυτό την μωρανθείσα σοφία, την ανόητη σοφία, που μόνον το όνομα της σοφίας έχει, χωρίς να είναι αληθινή. Αν οι φιλόσοφοι έχουν πη κάτι καλό, αυτό προέρχεται από παρακούσματα, και οπωσδήποτε δεν έχει το ίδιο νόημα που έχει στο Χριστιανισμό. Διότι εκείνοι δεν έχουν νουν Χριστού, όπως οι Πατέρες· η ομοιότης είναι τελείως εξωτε­ρική, στη φράση μόνον όχι στα νοήματα· «καν τις των Πατέρων τα αυ­τά τοις έξω φθέγγηται, αλλ’ επί των ρημάτων μόνον επί δε των νοημά­των πολύ το μεταξύ· νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται»[26].
Η μεγάλη διαφορά, το μεγάλο χάσμα, ανάμεσα στην ανθρώπινη φιλοσοφία και στη θεία σοφία φαίνεται από την καρποφορία τους. Άγονος και άκαρπος η πρώτη δεν μπόρεσε ούτε τους ίδιους τους φι­λοσόφους να ανακαινίσει. Ενώ η σοφία του Αγἰου Πνεύματος απε­δείχθη γονιμωτάτη και πολύτεκνος, διότι μετέθεσε χιλιάδες ανθρώ­πων από το σκότος της αγνοίας στο θαυμαστό φως του Ευαγγελίου. Για τη σωτηρία είναι απαραίτητη μόνο η θεία και όχι η ανθρώπινη σοφία. Χρησιμοποιούμε βέβαια μερικές φορές την κοσμική παιδεία για αποσαφήνιση ερμηνευτική των θείων λόγων, είναι όμως πολύ εύκο­λο να περιπέσουμε σε λάθη, αν δεν έχουμε την μόνη κλείδα κατανοή­σεως των Γραφών, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, και αν δεν καθοδηγούμεθα από τα ίδια τα θεόπνευστα κείμενα[27]. Στο τέλος του πρώ­του λόγου της πρώτης τριάδος παραθέτει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς κείμενα προγενεστέρων Πατέρων της Εκκλησίας, πάνω στα οποία στήριξε την ανάπτυξη των όσων είπε, στη δεύτερη δε τριάδα, στον πρώτο επίσης λόγο, ελέγχει τις σκόπιμες παρερμηνείες ορισμένων πατερικών χωρίων που έκανε ο Βαρλαάμ, για να κατοχυρώσει την με­γάλη του εκτίμηση προς την ελληνική φιλοσοφία.
Τελειώνοντας τα όσα εν συντομία παραθέσαμε από τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για την ανθρώπινη φιλοσοφία, δεν πρέ­πει να παραλείψουμε να σημειώσουμε ότι την ορθότητα της στάσεώς του απέναντι στο δυτικό Σχολαστικισμό, στον δυτικό «Διαφωτισμό», απέδειξε δύο αιώνες αργότερα το σχίσμα που έγινε μέσα στους κόλπους της Δυτικής Εκκλησίας. Ο Λούθηρος, καλός γνώστης της σχολα­στικής θεολογίας, διέγνωσε ότι ο δυτικός Χριστιανισμός είχε παρεκκλί­νει από την παλαιά εκκλησιαστική παράδοση, είχε νοθεύσει την θεολο­γία και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Στράφηκε με οξύτητα εναντίον της χρήσεως της φιλοσοφίας στο χώρο της θεολογίας. Η στροφή του προς τον αρχέγονο Χριστιανισμό οφειλόταν στην επιθυμία του να βρει τον γνήσιο, τον προ του Σχολαστικισμού Χριστιανισμό. Η προέλευ­σή του όμως εκ των κόλπων της παπικής εκκλησίας επηρέαζε ασυνείδη­τα την στάση του έναντι της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, που την θεωρούσαν όλοι ως σχισματική. Εάν αντιλαμβανόταν εγκαίρως ότι ήτο η γνήσια κληρονόμος της αρχεγόνου Εκκλησίας και ότι το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δυτικής Εκκλησίας οφειλόταν εν πολ­λοίς εις το ότι η τελευταία εσχολαστικοποίησε, εξελλήνισε τον Χριστια­νισμό, και επιζητούσε συνεννόηση και διάλογο με τους Ορθοδόξους, ίσως σήμερα να ήταν διαφορετική η μορφή του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Επίλογος
Τη μεγαλειώδη μορφή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά προσπάθη­σα όσο μπορούσα να παρουσιάσω. Η εκκλησιαστική συνείδηση τον θέλει ισοστάσιο των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, εκφραστή της Πατερικής παραδόσεως, αγωνιστή της Ορθοδόξου διδασκαλίας, φω­τισμένο και ουράνιο άνθρωπο. Η Βέροια είχε την ευλογία να καθαγια­σθεί από την μακροχρόνια παραμονή του στη γνωστή Σκήτη, δεν έχει όμως ακόμη αξιοποιήσει, όσο θα έπρεπε, αυτήν την ευλογία. Η καθιέ­ρωση ιερών ναών στο όνομά του, η ονομασία οδών, η προβολή του ασκηταριού του και η δημιουργία δυνατοτήτων για άνετη προσπέλα­ση σ’ αυτό, ώστε να καταστεί πανορθόδοξο προσκύνημα, η επάνδρωση και ενίσχυση της ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, που ήδη έχει αρχί­σει να γίνεται και πρέπει να συνεχισθεί, αποτελούν μερικές προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Η σημερινή εκδήλωση επισημαίνει την αφύπνιση του ενδιαφέροντος. Ο Θεός διά πρεσβειών του Αγίου Γρη­γορίου Παλαμά και των άλλων αγίων που συνδέονται με την Βέροια και την περιοχή της θα ευλογήσει τους κόπους και τις προσπάθειες.

 

[1] Πράξ. 17, 10-12.
[2] Βλ. σχετικώς Γ. Χιονιδη, Σύντομη Ιστορία τον Χριστιανισμού στην περιοχή της Βεροίας, Βέροια 1961, σελ. 65. Του αυτού, Ιστορία της Βεροίας της πόλεως και της περιοχής, τόμος δεύτερος, Βυζαντινοί Χρόνοι, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 172, ε.
[3] Πράξ. 20,4. Ρωμ. 16,21.
[4] Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης στον διασωθέντα πρόλογο της ετοιμασθείσης υπ’ αυτού, αλλά δυστυχώς απολεσθείσης, εκδόσεως των έργων του άγιου Γρηγορίου Παλαμά, γράφει σχετικώς: «Και προ πάντων, ων ηκούετο και εωράτο και εγινώσκετο, συν πολλώ τω θαύματι θαυμαζόμενος και θεολόγος τω όντι ενί τινι μηδενί των μεγάλων και περιφανών αποδέων θεολόγων κρινόμενος. Βασιλείου τε, φημί, του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθανασίου και Κυρίλλου και των λοιπών. Ούτως, ενί λόγω φως ων και φως ορών, και εν φωτί ω φύσει πρόσεστιν η πάντων αποκάλυψις, υπό φωτί και εννοεί και λαλεί, και συγγράφει πάντα τα θεουργικά εαυτού φώτα. Ούτω γαρ εγώ καλώ τα εκείνου συγγράμματα, δι’ ων οι γνωστικοί φωταγωγούνται και μεταμορφούνται προς θέωσιν, κατά τον θείον ειπείν Μάξιμον, όσα τε της ηθικής ιδέας έχεται, και όσα της φυσικής, όσα της των γραφών ερμηνείας, και όσα της μυστικής θεολογίας· όσα νηπτικά και όσα αντιρρητικά και ει τι άλλο ώδε εμπεριείληπται»· Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως, νέα έκδοσις Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών Ι.Μ.Βλατάδων 5 (1883-1884) 98.
[5] Βλ. π.χ. Θ. Ζηςη, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 74 ε.ε.
[6] Φιλόθεου Κόκκινου, Λόγος εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Γρηγόριον, αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης, 29, εν Δ. Τςαμη, Φιλόθεου Κωνσταντινουπόλεως τον Κοκ­κίνου αγιολογικά έργα· α’ Θεσσαλονικείς άγιοι, εκδ. Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 457 ε.
[7] Αυτόθι 51, σελ. 482.
[8] Διάλογος 31, PG 155, 144-145. Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης στον μνημονευθέντα ανωτέρω Πρόλογον μεταξύ πολλών άλλων επαινετικών λόγων λέγει και τα εξής: «Ανήρ ην εκείνος, ει τις και άλλος, πράξεως και θεωρίας εις το εκρότατον εληλακώς. Και τοίνυν απερικτυπήτω και απροΐτω τη κατά τον ιερόν Άθω ησυχία εκδούς εαυ­τόν ο τρισόλβιος και παντός αισθητού και της περί ταύτα τύρβης ανακύψας (ίνα τοις αυτού περί αυτού χρήσωμαι λόγοις) της προς τον εντός άνθρωπον επιστροφής νοεράς και συννεύσεως, μάλλον δε πασών των της ψυχής δυνάμεων προς τον νουν επιστροφής, ο και θαυμαστόν ειπείν, όλος γίνεται και το προσγεγενημένον αυτώ εκ της κάτω περιπλανήσεως ειδεχθέν προσωπείον, διά πένθους απονίψασθαι σπεύδει. Βία τε ισχυρά κατάγχων το πολυπορευτόν της οικείας διανοίας, και το μοναδικόν του νου τριαδικόν ποιών, καίτοι μένον ενιαίον, τη θεαρχική μονάδι συνάπτεται διά προσευχής συνεπτυγμένης και νοεράς. Επί πολύν δε χρόνον εν ταύτη τη καταστάσει διακαρτερών τη γεννητική των απορρήτων και επί πλείον πλύνων εαυτόν, ου τα του πονηρού μόνον αποσμήχει κόμματος, αλλά και παν επίκτητον εκ μέσου ποιείται, καν της χρηστοτέρας ην μοίρας και διανοίας. Υπεραναβάς ουν, κατά τον θείον ειπείν Μάξιμον, μη μόνον παθών αλλά και των περί παθών λόγων, ουδέ φύσεως μόνον, αλλά και των περί αυτήν λόγων, ουδέ πάντων απαξαπλώς των ουκ αφάνταστων νοητών, αλλά και των περί αυτά λόγων, τον ενυπόστατον εν τη καρδία δέχεται της θείας χάριτος φωτισμόν, ουρανόν και ήλιον άλλον και την φύσει συνεπομένην τούτοις σιγήν νοητήν εν εαυτή ευρηκώς»· Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 5(1883-1884) 94-95, νέα έκδοσις. Από τις πολλές σύγχρονες μονογραφίες και μελέτες για τον άγιο ξεχωρίζουν η του μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς· ο βίος και η θεολογία του, Άγιον Όρος-Θεσσαλονίκη 1976 και η του ιερομόναχου (νυν μητροπολί­του Μαυροβουνίου) Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος κατά τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, Θεσσαλονίκη 1973.

[9] Φιλόθεου Κόκκινου, Λόγος… 26, σελ. 54.
[10] Ιωάννου Καντακουζηνού, Ιστοριών, βιβλίον 2,39, Bonnae 1828, σελ. 545. Από τις διατυπώσεις αμφοτέρων των πηγών προκύπτει, ότι ο άγιος Γρηγόριος βρήκε την Σκήτη να υπάρχει, δεν άρχισε αυτός να την δημιουργεί. Και από τις δύο προκύπτει ότι μέσα στην ευρύτερη Σκήτη ο άγιος Γρηγόριος οικοδόμησε το δικό του «φροντι­στήριο». Η διατύπωση μάλιστα του Καντακουζηνού αφήνει την εντύπωση πολύ γνω­στής Σκήτης· «προς τη κατά Βέρροιαν Σκήτη φροντιστήριον οίκοδομήσας ο Γρηγόριος». Ως προς τον χρόνο της συστάσεως της Σκήτης η διατύπωση του άγιου Φιλοθέου, «το ταύτη παρακείμενον όρος και την εκεί συνισταμένην τότε των μοναζόντων σκήτην εισέρχονται» αφήνει την εντύπωση ότι τότε, ολίγον προ της αφίξεως του Αγίου Γρηγο­ρίου, άρχισε να «συνίσταται» η Σκήτη. Μοναχικός βίος στην περιοχή και ασκητήρια μεμονωμένα υπήρχαν μάλλον από παλαιότερα, όπως αυτό προκύπτει και από την πε­ρίπτωση του αγίου Αντωνίου του Νέου, την ζωή του οποίου η έρευνα, ιστορική και αρχαιολογική, τοποθετεί, τώρα πολύ παλαιά, τον 9ο ήδη αιώνα. Φαίνεται ότι ο λόγος που ανάγκασε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά με την συνοδεία του να φύγουν από το Άγιο Όρος, οι συνεχείς επιθέσεις δηλαδή των Τούρκων, (Φιλόθεου, Λόγος 24,452), συνετέλεσε ώστε ενωρίτερα και άλλοι μοναχοί να φύγουν απ’ εκεί και να ζητήσουν ασφαλέστερο τόπο ησυχίας στο παρακείμενο στον Αλιάκμονα όρος. Δεν υπάρχει πάν­τως καμμία αμφιβολία ότι προϋπήρχε η Σκήτη. Ο άγιος Φιλόθεος στην ίδια συνάφεια που παρουσιάζει την έλευση του αγίου Γρηγορίου στην Σκήτη γράφει ότι τον είχαν ως πρότυπο ζωής όχι μόνο οι μοναχοί της συνοδείας του «αλλά και οι το όρος εκείνο κατ’ έρωτα θείας φιλοσοφίας και την πόλιν οικούντες» (Λόγος 26, σελ. 455), στη συνέ­χεια δε μας διηγείται το περιστατικό με τον αββά Ιώβ, ο οποίος ήταν ένας των «πολλών σπουδαίων, των παροικούντων εκείνο το όρος, γηραιός και την ηλικίαν και τον τρό­πον», έξω από την συνοδεία του αγίου Γρηγορίου σε ιδιαίτερο «οικίσκο» (Λόγος 29, 458 ε.).
[11] Φιλοθέου Κόκκινου, Λόγος 27, σελ. 456: «ο δε το μεν παραμένειν τη πατρίδι και αύθις αδύνατον είναι φήσας, το δε και τας αδελφάς συναποδημείν και δυνατόν λογισάμενος και συμφέρον, συν τοις αδελφοίς και ταύτας παραλαβών εις Βέρροιαν υποστρέφει και αύθις. Και τη πόλει ταύτας εγκαταστήσας κακεί της συνήθους αγωγής και της ασκήσεως έχεσθαι και αύθις παρασκευάσας εις το όρος αυτός επανατρέχει και την ασκητικήν αύθις καλύβην».

[12] Γ. Χιονιδη, «Ιστορικά προβλήματα και μνημεία εκ της παραμονής του αγίου Γρηγορίου Παλαμά εις την περιοχήν Βεροίας», Γρηγόριος Παλαμάς 50 (1967) 279-291.
[13] Λόγος 26, σελ. 453.

[14] Λόγος 35-36, σελ. 466 ε.
[15] Λόγος 34,11-12.
[16] Επιστολή 234,1, PG 32,869 Α’.
[17] PG 151,682-83.
[18] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 2, 24, Γρηγοριου Παλαμα, Συγγράμματα, τομ. 1, σελ. 676, έκδ. Π. Χρηστου,Θεσσαλονίκη 1962
[19] Αυτόθι 1,1, σελ. 359.
[20] Αυτόθι 1,1,1-2, σελ. 361.
[21] Αυτόθι 1,1,4-6, σελ. 363-367.
[22] Αυτόθι 1,1,3, σελ. 367-368.
[23] Αυτόθι 1,1,3, σελ. 363.
[24] Αυτόθι 1,1, 8-9, σελ. 368-369. Μ. Βασίλειου, Επιστολή 223, PG 32,824 ΑΒ.
[25] Αυτόθι 1,1,9, σελ. 370-371.
[26] Αυτόθι 1,1, 11-12, σελ. 373-375, βλ. και 1,1,19, σελ. 383: «Ούτω τοίνυν και ο των έξω φιλοσόφων νους δόμα θείον, έμφυτον έχων την έμφρονα σοφίαν, παρατραπείς δε ταις υποβολαίς του πονηρού εις μωράν και πονηράν και άνουν, ως προϊσταμένην τοιούτων δογμάτων, μετεποίησε σοφίαν».
[27] Αυτόθι 2,1,4-6, σελ. 468-470.
Περιοδικό Θεοδρομία
Τεύχος 4 – Οκτώβριος Δεκέμβριος 2011

Share Button