ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Μερίμνη Ηγουμένου Ιεροθέου Σηφάκη

Πρωτοπρεσβ. ΝΙΚ. ΚΟΥΤΣΑΥΤΑΚΗ
 

 

Προς Ανατολάς της αγίας πόλεως Βηθλεέμ, εις απόστασιν 7 περίπου χιλ. Και κατά το μέσον της οδού, η οποία διέρχεται έμπροσθεν ταύτης, και οδηγεί προς την Ι. Μονήν (Λαύραν) του Αγίου Σάββα, ευρίσκεται η πάλαι ποτέ διαλάμψασα περιώνυμος και περιλάλητος Ι. Μονή του Αββά Θεοδοσίου (Ντερ Ιμπν, Αμπέτ), του μεγάλου Κοινοβιάρχου και Αρχιμανδρίτου, ήτις υπάγεται υπό την αγίαν πόλιν του Θεού, την Ιερουσαλήμ. Φαίνεται δε τόσον εκ Βηθλεέμ, όσον και εξ Ιεροσολύμων.

Ο Θεοδόσιος εγεννήθη εν έτει 424 μ.χ. εις την κώμην Μαγαρισσόν παρά τα Κόμανα της Καππαδοκίας, υπό γονέων ευσεβών, Προαιρεσίου και Ευλογίας καλουμένων, ο μετά ταύτα αποκληθείς Μέγας εξ αιτίας της ωραίας εμφανίσεως, γλυκύτητος και δράσεως αυτού, Κοινοβιάρχης δε εξ αιτίας του έργου του.
Το έτος 451, ήτοι σε ηλικία 27 ετών, εγκαταλείπει την πατρικήν οικίαν, με σκοπόν να επισκεφθή τους Αγίους Τόπους. Διερχόμενος την Αντιόχειαν΄εγνώρισεν εκεί και κατηξιώθη των ευλογιών του, τον περιώνυμον τότε και διαλάμποντα επ’ αγιότητι βίου και πλουσίαις δωρεαίς χαρίτων Συμεώνα τον Στυλίτην. Ο Θεοδόσιος εξεπλάγη, ακούων τον Συμεώνα να προλέγη εις αυτόν την μέλλουσαν μεγάλην εις την Εκκλησίαν και τους πνευματικούς αγώνας σταδιοδρομίαν του.

Αφού μετέβη και προσεκύνησε τα Ιερά Προσκυνήματα εις Ιεροσόλυμα προσήλθεκαι παρέμεινε πλησίον του αγίου Λογγίνου, καταγομένου και εκείνου εκ Καππαδοκίας, ο οποίος διέμενεν εις τον Πύργον του Δαβίδ, ενταχθείς συγχρόνως εις το Τάγμα των «Σπουδαίων» του Ναού της Αναστάσεως.

Ο Θεοδόσιος, επειδή επόθει μεγαλυτέραν μόνωσιν, μετέγη και παρέμεινεν εις το λεγόμενο «Παλαιόν Κάθισμα», ευρισκόμενον εις την λεωφόρον, η οποία οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα προς Βηθλεέμ, όπου υπήρχεν Ι. Ναός προς τιμήν της Θεοτόκου, ανεγερθείς υπό της ευσεβούς Ικελίας, εις την θέσιν όπου σήμερον υπάρχει η Ι. Μονή του Προφήτου Ηλία.


Ο Θεοδόσιος αφού έμεινεν εκεί ολίγον χρονικόν διάστημα, επειδή επόθει ακόμη μεγαλυτέραν ασκητικήν πολιτείαν, αναχωρεί από το «Παλαιόν Κάθισμα» και μεταβαίνει εις άλλον τόπον, σημαντικώτερον και αγιώτερον, εις τα ενδότερα της ερήμου. Παράδοσις τις εφέρετο από στόματος εις στόμα και τότε, ότι εις κάποιο σπήλαιον του τόπου εκείνου κατέλυσον οι τρεις Μάγοι ότε «χρηματισθέντες κατ’ όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην, δι’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών» (Ματθ. Β, 12).
Εις την θέσιν αυτήν ο Θεοδόσιος εσχημάτισε το πρώτον μίαν μικράν αδελφότητα, η οποία ηυξήθη ταχέως εκ της φήμης της αγιότητος αυτού.


Μετά την αύξησιν της αδελφότητας, προέβη εις την ίδρυσιν της Μονής, της οποίας τα θεμέλια ετέθησαν κατά τα έτη 465 – 475. μετά την ίδρυσιν της Μονής, αρχίζει η δράσις του μεγάλου Πατρός, τόσον εις τον μοναχικόν βίον, όσον και εις τους αγώνας κατά των αιρέσεων, του Νεστοριανισμού και Μονοφυσισμού. Εις τους αγώνας δε αυτούς συνηγωνίζετο, αλλά και απελάμβανε κοινής τιμής και ευγνωμοσύνης μετά του Σάββα του ηγιασμένου και του Μεγάλου Ευθυμίου, όχι μόνον της Εκκλησίας Ιεροσολύμων και των Μονών της Παλαιστίνης αλλά και ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ως προς την εσωτερικήν οργάνωσιν του Κοινοβίου, ο Θεοδόσιος δεν έλαβεν ως υπόδειγμα τα προηγούμενα Κοινόβια της Παλαιστίνης. Εις τούτο το συνετέλεσε κυρίως η θέσις του Κοινοβίου, επειδή ευρίσκεται επί οροπεδίου υψηλού και όχι εις τόπον χαμηλόν και βραχώδη. Από την Μονήν φαίνεται η Βηθλεέμ, η Ιερουσαλήμ μετά του Όρους των Ελαιών, ο Ιορδάνης, η νεκρά θάλασσα, και το Σαραντάριον Όρος. Εις τον ευχάριστον εκείνον τόπον διαμονής το Κοινόβιον ειργάζετο όχι μόνον διά τους εν αυτώ ασκουμένους, αλλά και την χριστιανικήν κοινωνίαν.

Οι κοινοβιάται επέτυχαν να συνδυάσουν εις την κοινωνικήν ζωήν την συνεχή άσκησιν προς τελειοποίησιν των, και την φιλοπονίαν προς ωφέλειαν του πλησίον. Η ωραία αυτή κοινοβιακή ζωή, συνετέλεσεν αφ’ ενός μεν εις το να αυξάνη ο αριθμός των μοναχών του Κοινοβίου, αφ’ ετέρου δε εις το να δέχεται το Κοινόβιον δωρεάς ευσεβών πλουσίων, αρχής γενομένης από κάποιον Ακάκιον. Αι δωρεαί διετίθεντο διά την ανέγερσιν Ξενώνων ή κελλίων των μοναχών, σιγά –σιγά δε εδημιουργήθη ολόκληρος πόλις πέριξ της Μονής.
Οι μοναχοί ανήλθον εις τους 700, και δεν ήσαν μόνον Έλληνες, αλλά και Βεσσοί (γένος Θρακικόν), και Αρμένιοι, ώστε εδημιουργήθη η ανάγκη εις το απέραντον Κοινόβιον να ανεγερθούν τέσσαρες Ναοί, εις τους οποίους έψαλλον κατ’ ιδίαν τας Ι. Ακολουθίας, οι μοναχοί των διαφόρων εθνοτήτων και ύστερον συνηντώτο εις το Καθολικόν (τον Κεντρικόν Ναόν) του Κοινοβίου, εις τον οποίον μόνον ετελείτο η Θ. Λειτουργία ελληνιστί, καθ’ ην συμετείχον εις το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
Εις την μοναχικήν αυτήν πόλιν, τα πάντα διήυθυνεν η πατρική αγάπη, η αγαθότης και η συγκαταβατικότης του Κοινοβιάρχου. Η διδασκαλία του προς τους μοναχούς ήτο συνεχής διδασκαλία αγάπης, η όλη δε αναστροφή, αι ενέργειαι και αι πράξεις των μοναχών ήσαν καρπός της αγάπης αυτής.
Εις το Κοινόβιον υπήρχε και Φροντιστήριον, εις το οποίον εξεπαιδεύοντο οι Μοναχοί, εξ αυτού δε ελαμβάνοντο Ηγούμενοι δι’ άλλας Μονάς, και Επίσκοποι διά την Εκκλησίαν. Εξ αυτού δε εξήλθον μεγάλοι Θεολόγοι και συγγραφείς.

Ο άγιος Θεοδόσιος εστήριζε τον βίον των μοναχών όχι μόνον επί της ασκήσεως προς ηθικήν τελείωσιν, αλλά και επί της εργασίας. Εις την είσοδον δε του Κοινοβίου είχεν αναγράψει «μηδείς ράθυμος εισήτω».
Εις το Κοινόβιον επίσης υπήρχαν «παντεία τεχνών εργαστήρια», εις τα οποία ειργάζοντο οι μοναχοί, διάφορα έργα προς συντήρησίν των ή προς πώλησίν των εις τους επισκέπτας.
Επί πλέον υπήρχαν Ξενώνες, Πτωχοκομεία, Γηροκομεία, Νοσοκομεία, και όλα αυτά προσέδιδον εις το Κοινόβιον χαρακτήρα ιεράς πόλεως, εις την οποίαν έζων άνθρωποι βίον άγιον, ως ουρανοπολίται, μεριμνώντες δι’ εαυτούς, τον πλησίον και γενικώτερον διά την Εκκλησίαν του Χριστού.
Αν και δεν υπήρξεν ο ιδρυτής του μοναχικού βίου εις την Παλαιστίνην ο Μ. Θεοδόσιος, εν τούτοις υπήρξεν ο θερμότερος συνήγορος και οπαδός του αληθούς και υψηλού μοναχικού βίου, ο οποίος συνδυάζει εις την μοναχικήν πολιτείαν την παιδείαν μετά της μοναχικής ασκήσεως, της φιλεργίας και φιλοπονίας.
Και εις το σημείον τούτο ο Θεοδόσιος μιμείται τους μεγάλους συμπολίτας του Καππαδόκας, Βασιλείους και Γρηγορίους, οι οποίοι συνεδύασαν αρμονικότατα και απέδειξαν διά του παραδείγματός των, ότι είναι δυνατή η συνύπαρξις του θεωρητικού και πρακτικού βίου, εις την μοναχικήν ζωήν.
Κατά τον Μ. Θεοδόσιον ο προορισμός και ιδιαιτέρα αξία του μοναχού έγκειται εις το να εκπληροί τα επιβαλλόμενα υπό του μοναχικού βίου εις αυτόν καθήκοντα, αλλά και να επαρκή εξ ιδίων εις τας ιδίας ανάγκας, αλλ’ όταν παρίστανται ανάγκη να προσφέρεται υπέρ των συνανθρώπων του, οι οποίοι έχουν ανάγκην βοηθείας.
Εις την Μονήν του Θεοδοσίου παρατηρείται ο συνδυασμός των προσευχών μετά της εργασίας, ήτο δε ξένον και απαράδεκτον το να διάγη τις ανέτως και κατά βούλησιν, ή το να προσεύχονται μόνον και να διατρέφωνται υπό άλλων.
Και πολύ ορθώς, διότι άλλως ποία η διάκρισις μεταξύ μοναχών και λαϊκών ; Τότε ο μοναχός αποτελεί εξαίρεσιν και δικαίως δύναται να απολαύση της κοινής υπολήψεως και ευγνωμοσύνης του Έθνους αυτού, όταν εξοικονομή εξ εαυτού τα απολύτως αναγκαία και παραλλήλως κατορθώνει κατά κάποιον τρόπον να παρέχη εις την κοινωνίαν τας υπηρεσίας του, προς ανακούφισιν των πασχόντων. Ούτω πράττων ο μοναχός ευαρεστεί και τω Θεώ και τοις ανθρώποις.
Η Μονή του Αββά Θεοδοσίου υπήρξεν η άριστη εξ όλων των Μονών εις Παλαιστίνην και εχρησίμευεν ως κανών διά τας άλλας. Περιελάμβανεν ότι ευγενές και ιδεώδες είχε να παρουσιάση ο μοναχικός βίος της αρχαιότητος. Ο Θεοδόσιος, αφού είδε την Μονήν του να φθάνη εις μεγίστην ακμήν, διότι ηξιώθη να συγκεντρώση και να ποιμάνη περίπου 700 μοναχούς, παντός γένους και φύλου, εις δε τα πέριξ της Μονής του μέρη διεβίουν υπέρ τας δύο χιλιάδας μοναχοί και ασκηταί τελούντες υπό την πνευματικήν καθοδήγησίν του, ανεπαύθη εν Κυρίω την 11ην Ιανουαρίου 529, εοί του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, αφού έζησεν επί της γης 105 έτη και ετάφη εις την κρύπτην του σπηλαίου των Μάγων, ένθα υπάρχουν και οι τάφοι της μητρός του Ευλογίας, της αγίας Σοφίας, μητρός του Σάββα του ηγιασμένου, της μητρός των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού αγίας Θεοδότης, του Αγίου Ιωάννου του Μόσχου, της αγίας Μαρίας μητρός των αγίων Αρκαδίου και Ιωάννου, συζύγου δε του Ξενοφώντος. Επί του δαπέδου δε του σπηλαίου υπάρχουν 35 τάφοι διαφόρων αγίων, εις δε την μεγάλην Εκκλησίαν υπάρχει τάφος της αγίας Ευφροσύνης, η οποία ήλθεν από την Μονήν του Σωτήρος εκ Ρωσσίας, μετά του αδελφού της Δαβίδ, μετά τινός εφαδέλφης της, και συνοδείας μεγάλης, επειδή κατήγετο από βασιλικήν οικογένειαν. Ασθενήσασα δε βραδύτερον ενώ ευρίσκετο εις την Μονήν του αγίου Σάββα, εκοιμήθη εν Κυρίω την 23ην Μαίου 1783.Κατά τας τρεις τελευταίας ημέρας της ζωής του ο Θεοδόσιος εδίδασκε συνεχώς τους μοναχούς. Καθώς λέγει δε ο βιογράφος του Θεόδωρος, Επίσκοπος Πέτρας – Αραβίας, ο άγιος Θεοδόσιος «συνέσει πολλή εκαλλώπιστο», εμελετούσε πάντοτε μόνον σοβαράς μελέτας, εκ των οποίων ήντλει την πλέον εύγευστον τροφήν. Όταν αφίχθη το πρώτον εις Ιεροσόλυμα, εξήτασε και βρήκε τον άριστον εξ όλων των μοναχών, ήτοι τον άγιον Λογγίνον, εγένετο σύνοικος και ομοδίαιτος αυτού, «λίαν τοις του μακαρίου εκείνου γέροντος τρόποις αρεσθείς». Γυμνασθείς δε καθώς έπρεπε πλησίον του αγίου Λογγίνου, ώστε να είναι εις θέσιν να διακρίνη «το καλόν από του χείρονος και διά της υπακοής τον ένοικον αυτώ μιμησάμενος, ος εγένετο υπήκοος τω πατρί μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού».
Η πνευματική του όμως ολοκλήρωσις και ακτινοβολία επραγματοποιήθη εις την Μονήν, την οποίαν αυτός ίδρυσεν. Υπό του ανωτέρω δε βιογράφου του, χαρακτηρίζεται ως εξής : «Τις ούτως ενέκρωσε τα μέλη τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, τη τήξει δαπανηθέντα του σώματος; Τις μη θαυμάση εκείνου της αγρυπνίας το εύτονον, της ψαλμωδίας το σύντονον, των δακρύων το δαψιλές, και επίπονον, της ευχής το καθαρόν, και απέριττον, την δι’ όλης νυκτόςστάσιν, τους κρυφή κρεμαστήρας εκείνους εφ’ οις διά την του ύπνου χαύνωσιν στηρίζετο και διά το των βουβόνων οδυνηρόν…τις δ’αν εκείνου τα της διανοίας οξύ και ακέραιον ουκ εκπλανείη ωσεί πτέρυξι περιστεράς υψούμενον ταις προσευχαίς, ως εδήλου τα πράγματα μαρτυρούντα τοις σχήμασιν, και εν Θεώ ευρίσκων την ποθεινήν κατάπαυσιν, προς αν η επιθυμία του ανδρός πάσα και ούπερ τυχείν αγωνιζόμενος παντός βιωτικού κατεφρόνησε πράγματος, γινώσκων σαφώς ως ει τι ενταύθα καλώς, ένδον του θείου γνόφου κατά τον θείον Μωυσήν χωρήσαι δεήσοι και καθαρωτάτω κραθήναι φωτί, καταποθέντος του θνητού υπό της ζωής ; τις διακαρτερών ούτως σαρκός υπερανέστηκεν, ώστε μικρού και την σώματος λειτουργίαν υπεριδείν ; ου γαρ τοσούτον τροφής εχορήγει τη σαρκί όσον όρεξις εζήτει, αλλ’ όσον μξ διαλυθήναι τον δεσμόν της φυσικής συζυγίας προς του της του συνδύσαντος ευδοκίας…» Ένεκα δε της εξόχου βιοτής και πολιτείας αυτού «πολλοί τω ζήλω πυρωθέντες προστρέχουσι και της μετ’ αυτού συνοικήσεως αντιβολούσι τυχείν και οδηγόν του κατά Θεόν βίου γενέσθαι αυτόν ικετεύουσιν.
Εις τον άγιον Θεοδόσιον αποδίδονται πολλά θαύματα. Μεταξύ δε των άλλων αναφέρεται και το εξής : Κάποτε προσήλθον εις την Μονήν εξ έως επτά νέοι μοναχοί. Τούτους προέτρεψεν ο Θεοδόσιος να κατασκευάσουν ένα τάφον, τον οποίον αφού τελείωσαν, δεικνύων εις αυτούς λέγει : ιδού ο τάφος, ποίος από σας δέχεται να τον εγκαινιάση ; Κάποιος δε εξ όλων ονόματι Βασίλειος, όστις ήτο συγχρόνως Ιερεύς αλλά και «παις του οικείου Πατρός, τον αυτόν τρόπον ούτος τους της αρετής χαρακτήρας του οικείου ενετυπώσατο διδασκάλου», εδέχθη να γίνη εγκαινιαστής του τάφου. «Ευλόγησον δε με, ω Πάτερ, κα’γώ, του τάφου εγκαινιαστής γενήσομαι». Πράγματι δε ο μακάριος εκείνος Βασίλειος «εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθείς και υπνώσας προς τον της δόξης εξεδήμησε Κύριον». Έκτοτε δε επί τεσσεράκοντα ημέρας έβλεπεν και ήκουεν αυτόν, συμπροσευχόμενον και συμψάλλοντα ο Αββάς Θεοδόσιος, ενώ έτερος μοναχός τον ήκουε μόνον ψάλλοντα χωρίς να τον βλέπη.Πολλά και άλλα θαυμαστά εποίησε και ποιεί ο άγιος Θεοδόσιος, υπέρ εκείνων, οίτινες επικαλούνται αυτόν εν πίστει διά των προσευχών των. Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμην του την 11ην Ιανουαρίου.

Εις την ηγουμενίαν διεδέχθη τον Θεοδόσιον ο Σωφρόνιος, έλκων το γένος εξ Αρμενίνω, όστις εσυνέχισεν επαξίως το έργον του Μ. Θεοδοσίου. Εποίμανε δε την Μονήν επί 14 έτη και δύο μήνας, και μετέστη προς Κύριον την 21ην Μαρτίου 546, επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού.
Τούτον διεδέχθη εις την ηγουμενίαν ο Ρούφος, και αυτόν ο Στρατήγιος, διά τον οποίον έλεγον οι μοναχοί, ότι είχεν αποκτήσει τρείς αρετάς: «το νηστεύειν πολλά, το αγρυπνείν πολλά, το εργάζεσθαι πολλά.»
Τον Στρατήγιον διεδέχθη εις την ηγουμενίαν ο Καππαδόκης Γεώργιος, και αυτόν περί το 600 μ.Χ. ο περιώνυμος Μόδεστος, όστις το 614 αφ’ ενός μεν είδε την ερήμωσιν υπό των Περσών της Συρίας και Παλαιστίνης, την εκπόρθησιντής Ιερουσαλήμ μετά της πυρπολήσεως του Ναού της Αναστάσεως, την λεηλασίαν των πλείστων Μονών μετά της σφαγής 90 χιλιάδων χριστιανών, την αιχμαλωσίαν του γέροντος Πατριάρχου Ζαχαρίου, την ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού εις Ιεροσόλυμα και τέλος ηξιώθη να απολαύση της τιμής να ανατεθή εις αυτόν το δύσκολον έργον, αλλά και η τιμή της διαδοχής του Ζαχαρίου, εις τον Θρόνον του Αδελφοθέου.
Σύγχρονος και συμμοναστής του Σωφρονίου και του Μοδέστου υπήρξεν ο Ιωάννης ο Μόσχος, ο γνωστός συγγραφεύς του Λειμωναρίου, όστις απεβίωσε βραδύτερον εις την Ρώμην, αλλά το σκήνος του μετεφέρθη και εναπετέθη εις το σπήλαιον των Μάγων, επειδή τούτο εθεωρείτο διά μεν τον κηδευόμενον υψίστη τιμή διά δε τον κηδεύοντα έργον όσιον και ιερόν.


Οι άνδρες ούτοι υπήρξαν οι ιδρυταί και οι στυλοβάται της Ι.Μονής του Αββά Θεοδοσίου, διότι αφού εξέλειψαν, ήρχισε να εκλείπη και η δόξα αυτής, και έκτοτε συνεχίζεται η βαθμιαία κατάπτωσις και παρακμή, μέχρι των αρχών του 16ου αιώνος, ότε διελύθη παντελώς, υποκύψασα αφ’ ενός μεν εις την επήρειαν του πανδαμάτορος χρόνου, αφετέρου δε εις τας επιδρομάς, ένεκα των οποίων μετεβλήθη εις σωρόν ερειπίων.
Ο συγγραφεύς της ιστορίας της Μονής Αρχιδιάκονος π. Κλεόπας Κοι-κυλίδης, χαρακτηρίζει ως θαύμα τον αριθμόν των 700 περίπου μοναχών αυτής, κατά τους αρχαίους χρόνους. Κατά τι δε οδοιπορικόν του Θ.‘ μ.Χ. αιώνος, η Μονήν εν έτει 808 υφίστατο με 70 μοναχούς. Κατά το αυτό οδοιπορικόν, Σαρακηνοί λησταί, έκαυσαν την Μονήν και εφόνευσαν πολλούς μοναχούς, οι δε λοιποί εγκατέλειψαν αυτήν, ένεκα του φόβου των απίστων. Κατά την ιδίαν περίοδον υπέστησαν επιδρομάς και λεηλασίας και πολλαί άλλαι Μοναί της Παλαιστίνης.
Η Μονή του Αββά Θεοδοσίου δεν εβράδυνεν όμως να ανεγερθή και να κατοικηθή υπό Μοναχών. Ούτω κατά την περίοδον των Σταυροφοριών, 12ος – 13ος αιώνες η Μονή ήκμασεν. Παρά την ακμήν και το ένδοξον ιστορικόν και θρησκευτικόν παρελθόν της, εν τούτοις υπέστη και αυτή την επίδρασιν των Λατίνων, ως και αι λοιπαί Μοναί της Παλαιστίνης.

Από του 1250 -1500 αι περί της Μονής ιστορικαί ειδήσεις είναι σκοτειναί. Το βέβαιον είναι μόνον, ότι διετηρήθη, αλλ’ εν μεγάλη πτωχεία, και ως εκ θαύματος διεσώθη μέχρι του έτους 1881, ουχί ως Μονή λειτουργούσα, αλλ’ ως διαλυμένη και ως χώρος αγροτικός εις χείρας των εντοπίων, ότε αφ’ ενός μεν το άγιον και σεμνόν του τόπου, μετά του ενδόξου παρελθόντος της Μονής, αφ’ετέρου δε η υπό της αγιοταφικής αδελφότητος οφειλομένη τιμή, και ευγνωμοσύνη προς αυτήν και τους αιδίμους άνδρας, τους οποίους εξέθρεψε κατά το παρελθόν, διήγειρον τον σεβασμόν και την προσοχήν του τότε Σχολάρχου της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού Φωτίου Αλεξανδρίδη, όστις κατά μήνα Αύγουστον του έτους 1881 ηγόρασε το θείον άντρον των Μάγων από κάποιον Σκηνίτην Γιουσέφ ‘Ιμπν Λατίπ, μετά της περιοχής των ερειπίων της παλαιάς Μονής. Εν έτει δε 1896 την 11ην Ιανουαρίου, εορτήν του αγίου Θεοδοσίου, ετέθησαν τα θεμέλια της νέας Μονής, υπό του αοιδίμου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Κυρού Γερασίμου του Α’.
Σημειωτέον, ότι η σημερινή Μονή δεν ιδρύθη ακριβώς επί των παλαιών ερειπίων, επειδή κατά συγκεκριμένας ενδείξεις η παλαιά είχε μεγαλυτέραν έκτασιν.
Εις την περίοδον της σημερινής Μονής συμπεριελήφθησαν τα κυριώτερα μέρη της αρχαίας, μεταξύ των οποίων το σπήλαιο των Μάγων, μετά της επ’ αυτού ερειπωμένης Εκκλησίας, ετ’ερα τις Εκκλησία, ίσως αρχαιοτέρα, δεξαμεναί τινές κ.λ.π.
Κατά τους νεωτέρους χρόνους ηγουμένευσαν της Μονής ταύτης πολλοί αγιοταφίται Κληρικοί, μεταξύ των οποίων α) από του έτους 1900 – 1950 ο εκ Κρήτης μοναχός Λεόντιος, ο οποίος ανήγειρε το σημερινόν Καθολικόν της Μονής (κεντρικόν Ναόν), ανεκάλυψε και ανεκαίνισε το Σπήλαιον των τριών Μάγων, ηγόρασε πέριξ της Μονής έκτασιν περίπου 400 στρεμμάτων, και γενικώς ηνάλωσε την ζωήν του υπέρ της Μονής ταύτης.
Μετά τον μοναχόν Λεόντιον ηγουμένευσεν ο Μαδάβων Βαρθολομαίος, από του 1954 -1976. πρέπει να αναφερθή και τούτο, ότι κατά την διάρκειαν της ηγουμενίας του Μοβάδων Βαρθολομαίου, ηγουμένευσαν προσωρινώς οι εξής, ήτοι : α) ο Αρχιμανδρίτης Υάκινθος, εκ Σάμου από 1.12.1964 έως 1.8.1967 β) ο Αρχιμανδρίτης Φιλούμενος εκ Κύπρου, από 12.8.1967 έως 18.8.1970, και γ) ο Πρωτοσύγκελλος Φίλιππος, από 18.8.1970 έως 16.6.1972. Έκτοτε και πάλιν παρέμεινεν ηγούμενος ο Μαδάβων Βαρθολομαίος μέχρι τον μήνα Αύγουστον 1976 ότε εκοιμήθη εν Κυρίω, και του οποίου ο τάφος ευρίσκεται πλησίον του Καθολικού.Ο σημερινός ηγούμενος της Ι.Μ. του Αββά Θεοδοσίου, Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος Σηφάκης, γόνος της Κρητικής Εκκλησίας, διακρίνεται όχι μόνον διά την ευσέβειαν και ευγένειαν αυτού, αλλά και διά τον μεγάλον του ζήλον υπέρ των Ιερών Προσκυνημάτων της Παλαιστίνης, διά την ανδρείαν και την θερμήν αγάπην του προς την Ελλάδα, πέραν δε τούτων διά τον σεβασμόν, τον οποίον τρέφει εκ χαρακτήρος προς τον Μακαριώτατον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Διόδωρον και την λοιπήν Σεβασμίαν Ιεραρχίαν της αγιοταφικής Αδελφότητος αλλά και διά την αγάπην και εκτίμηση μεθ’ ων περιβάλλει τους εντοπίους κατοίκους της Παλαιστίνης. Γνωρίζει καλώς την Αραβικήν γλώσσαν, είναι πλήρως προσηρμοσμένος προς τας συνθήκας διαβιώσεως της Παλαιστίνης, με αποτέλεσμα εις όσας Ι.Μονάς έχει υπηρετήσει μέχρι σήμερον, επέδειξεν αξιοθαύμαστον δραστηριότητα, γεγονός όπερ τιμά αυτόν και την αγιοταφικήν Αδελφότητα μεγάλως, διό και η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τη εισηγήσει του Μακαριωτάτου Πατριάρχου κ.κ. Βενεδείκτου, εξελέξατο και εδιώρισεν αυτόν ομωφώνως Ηγούμενον «επί ζωής» της Ι.Μονής του Αββά Θεοδοσίου, τεκμήριον όπερ αποδεικνύει την μεγάλην εμπιστοσύνην του Πατριάρχου προς αυτόν αλλά και την φλογεράν επιθυμίαν του ιδίου, ανταποκρινόμενος εις την προσγενομένην εις αυτόν τιμήν να συγκαταλέγεται εις τον κατάλογον των Ηγουμένων μιας τοιαύτης ιστορικής Μονής, να διαθέση εαυτόν, προς αποκατάστασιν αυτής εις την παλαιάν αίγλην της και να την παραδώση εις την αγιοταφικήν Αδελφότητα ετοίμην από κτιριακής πλευράς, διά να καταστή και πάλιν εις νέος πνευματικός Φάρος της Ορθοδοξίας, ως και κατά το παρελθόν, εις την περιοχήν της Παλαιστίνης.

 

Πρωτοπρεσβ. ΝΙΚ. ΚΟΥΤΣΑΥΤΑΚΗΣ

Πηγαί και βοηθήματα :

1) Π. και Κ. Δ.
2) Η Ιστορία των Ιεροσολύμων έκδοσις Β’, Αθήναι 1970, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
3) Η κατά την έρημον της αγίας του Θεού ημών πόλεως Λαύρα Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου υπό Κλεόπα Μ. Κοικυλίδου, Αρχιδιακόνου και Βιβλιοθηκαρίου του Ι. Κοινού του Παναγίου Τάφου, Ιερουσαλήμ 1901.

Share Button