Μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας έλαμψαν φωτεινές ασκητικές μορφές, που διακρίθηκαν για τη φιλόθεη βιοτή, την άκρα ασκητικότητα, τη θαυματουργική τους χάρη και το προορατικό τους χάρισμα. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση στη συνείδηση των φιλαγίων και φιλομονάχων πιστών κατέχει ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης και Καθηγητής της Ερήμου, που έζησε και διέπρεψε στα χρόνια του Λέοντος του Μεγάλου (457-474) και του αυτοκράτορος Αναστασίου (491-518).
Ο Άγιος Θεοδόσιος γεννήθηκε το 423 μ.Χ. στην κωμόπολη της Μωγαρισσού της Καππαδοκίας και οι θεοσεβείς γονείς του, Προαιρέσιος και Ευλογία, του καλλιέργησαν την πίστη και ευσέβεια στον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό. Έτσι ο Θεοδόσιος κατέστη αιχμάλωτος της θεϊκής αγάπης και προτίμησε, παρακινούμενος από θείο έρωτα, να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και να απαρνηθεί την έγγαμη ζωή. Γι’ αυτό και εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Στη συνέχεια έφτασε στην Αντιόχεια, όπου επισκέφθηκε τον Άγιο Συμεών τον Στυλίτη, ο οποίος του δίδαξε τις αρετές και τον πνευματικό αγώνα του μοναχικού βίου, διαβλέποντας ότι ο Θεοδόσιος θα εξελιχθεί σε φωτεινό πνευματικό γέροντα και θεόπνευστο ασκητή. Παράλληλα ο Άγιος διδάχθηκε πολλά και από τον θαυμαστό και ενάρετο ασκητή Λογγίνο. Έτσι έφτασε χάρη στην προσευχή και την άσκηση σε τέτοια πνευματική διαύγεια και ωριμότητα και σε τέτοιο ύψος αρετής και αγιότητος, ώστε επιτελούσε με τη χάρη του Θεού θαύματα και προέβλεπε μελλοντικά γεγονότα, όπως την καταστροφή, που υπέστη
η Αντιόχεια από ισχυρό σεισμό. Επιπλέον ο Άγιος αξιώθηκε από τον Θεό να βλέπει κεκοιμημένο ασκητή να συμψάλλει μαζί με άλλους μοναχούς, ενώ με την προσευχή του κατάφερε να ανάψει φωτιά από σβησμένα κάρβουνα σε τόπο, όπου επρόκειτο να ιδρύσει μοναστήρι.
Η φήμη του Αγίου Θεοδοσίου ως πνευματικού γέροντος άρχισε να προσελκύει μεγάλο αριθμό μοναχών, που αυξανόταν διαρκώς. Γι’ αυτό και αποφάσισε την ίδρυση ενός μεγάλου και ευρύχωρου κοινοβιακού μοναστηριού, το οποίο απέκτησε μεγάλη ακμή και αίγλη, χάρη στους επίπονους αγώνες του υπέρ της ορθόδοξου πίστεως, αλλά και χάρη στην κοινωνική του προσφορά. Ο Άγιος Θεοδόσιος ως Κοινοβιάρχης εφάρμοσε αυστηρά πρότυπα μοναχικού βίου, που παρέπεμπαν στην πρώτη Εκκλησία των χριστιανών. Η φήμη του εξαπλώθηκε παντού και πλήθος λαού άρχισε να συρρέει στο μοναστήρι για να ζητήσει την πνευματική του καθοδήγηση, την ευλογία και την υλική του βοήθεια. Αναρίθμητες ήταν οι ψυχές, που βρήκαν κοντά του την ανακούφιση, την παρηγοριά και το στήριγμα στα ποικίλα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν. Μάλιστα συχνά ανέτεινε τα χέρια του στον ουρανό και ζητούσε από τον Πανάγαθο Θεό την ενίσχυση και την άφεση για τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Κατά το έτος 528 μ.Χ. και σε βαθιά γεράματα ο Άγιος Θεοδόσιος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον στεφανοδότη Κύριο για να αναπαυθεί από τους κόπους και τους πόνους των ασκήσεων και να απολαύσει την αιώνια χαρά του Παραδείσου. Η θλιβερή είδηση της οσιακής κοιμήσεως του διαδόθηκε ταχύτατα και πολυάριθμοι μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί έφτασαν για να προσκυνήσουν το ιερό του σκήνωμα, αφού για όλους ήταν ένας φιλόστοργος, ενάρετος και πνευματικός πατέρας και αδελφός, που γαλούχησε με τις συμβουλές και τις οδηγίες του χιλιάδες ψυχές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει την μνήμη του στις 11 Ιανουαρίου. Επ’ ονόματί του υπάρχουν αφιερωμένοι ναοί στο Ηράκλειο Κρήτης, τη Χίο, τη Ζάκυνθο, τις Σπέτσες και την Πάτμο, ενώ το 1982 ιδρύθηκε στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου Αττικής γυναικεία ιερά κοινοβιακή μονή επ’ ονόματι του μεγάλου και φωτισμένου αυτού ασκητικού Αγίου της Εκκλησίας μας.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός