Ο Ρωμανίδης και η θεολογική του συμβολη

Μεταφέρω εδώ, στον φυσικό της χώρο, την απάντησή μου στην κριτική που άσκησε σε προηγούμενα κείμενά μου για τον Ρωμανίδη ο επισκέπτης μας με το όνομα pistos.

Παράθεση

Ο pistos έγραψε:

Θα θίξω μόνο ένα: Την άδικη επίθεση του stampo στον Καθηγητή π.Ιωάννη Ρωμανίδη (βλ. ενότητα περι λειψάνων αλλά και ενότητα για την Δογματική του), ο οποίος μας έβγαλε από την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της σχολαστικής θεολογίας. Αλλά δυστυχώς ο κ.Stampo τόσα κατάλαβε τόσα λέει!… Του προτείνω να αφήσει τις παρωπίδες και να τον μελετήσει βαθύτερα και δίχως πάθος και φανατισμό και θα καταλάβει ότι είναι από τους μεγαλύτερους πανεπιστημιακούς θεολογους του αιώνα μας. Πατερικότατος!

1. Ο φίλος μας ο pistos έχει εν μέρει δίκαιο. Ο Ρωμανίδης δεν είναι τυχαία προσωπικότητα. Εμφανίστηκε στο θεολογικό στερέωμα με ιδέες πρωτότυπες, συναρπαστικές και (κατά το φαινόμενο) παραδοσιακότατες και πατερικότατες. Εγώ, οφείλω να το ομολογήσω, υπήρξα φανατικός μελετητής και θαυμαστής του Ρωμανίδη. Διαβάζοντας πολλές φορές το βιβλίο του ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ έκλαιγα από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό. Όντως αισθάνεται κανείς συγκλονισμένος μπροστά στο μεγαλειώδες όραμα της Ρωμιοσύνης που ξανοίγεται μπροστά του με τις σκέψεις του Ρωμανίδη. Επί πολλά χρόνια ήμουν σαγηνευμένος από το όραμα αυτό. Χρειάστηκε πολύς χρόνος και κόπος για να μπορέσω να αποδεσμευτώ από την μακάρια νάρκη στην οποία είχα περιέλθει. Διότι ο Ρωμανίδης αυτό επιτυγχάνει: Σε ναρκώνει με το υπέρτατο όραμα της Ρωμιοσύνης και παραδίνεσαι, παύεις πλέον να σκέφτεσαι έστω και στοιχειωδώς λογικά και θεολογικά. Είναι ουσιαστικά ένας μάγος· σε αιχμαλωτίζει, σε υπνωτίζει!

Αρκετοί παράγοντες συνετέλεσαν στο να ανανήψω κάποτε και να αρχίσω να διαβάζω με κριτικό βλέμμα τα κείμενά του. Στην ερώτηση: \”Αυτό γιατί είναι έτσι;\”, έπαυσα να δίνω την στερεότυπη απάντηση: \”Επειδή το λέει ο Ρωμανίδης!\”. Άρχισα πλέον να αναρωτιέμαι: \”Μα πραγματικά, είναι έτσι; Ας το ερευνήσουμε\”. Έτσι ξέφυγα από τον ασφυκτικό κλοιό τού Ρωμανιδικού εντυπωσιασμού και προσπάθησα να σκέφτομαι με το δικό μου μυαλό και όχι με το δικό του.
Και φυσικά τότε είδα λάθη και πλάνες και αυθαιρεσίες που, όταν μου τις υπεδείκνυε κάποιος πριν, γινόμουν έξαλλος και τον απέριπτα με περιφρόνηση ως άγευστο νηπτικής, πατερικής, παραδοσιακής Ρωμαίικης θεολογίας.
Αυτή είναι η προϊστορία μου. Έτσι εξηγείστε και το γεγονός ότι τώρα μιλάω με τέτοιον τρόπο για τον Ρωμανίδη. Απλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας λαοπλάνος στο χώρο της θεολογίας, και αυτό δεν μπορώ να το αντέξω και να το αντιμετωπίσω ήρεμα.

Ο Ρωμανίδης υπήρξε πράγματι μέγας λαοπλάνος. Παρουσίασε σε σύγχρονη εκδοχή το θαύμα της Βυζαντινής (Ρωμαίικης) αυτοκρατορίας και συνήρπασε τις καρδιές των όντως Ρωμιών με την ιδέα που είναι αληθινή και που πάντα βρίσκει απήχηση στον τόπο μας, ότι δηλαδή εδώ και αιώνες εξυφαίνεται σχέδιο εξαφανισμού της Ρωμιοσύνης από τους δυτικούς. Όντως υπάρχει τέτοιο σχέδιο. Ο Ρωμανίδης όμως το σχηματοποίησε και το συστηματοποίησε παρεμβάλλοντας συνδετικούς κρίκους σε ασύνδετα γεγονότα, συμπληρώνοντας με τη φαντασία του τα κενά, παραβλέποντας και αποσιωπώντας τα αντίθετα στοιχεία και παρουσιάζοντας στο τέλος ένα σύνολο συναρπαστικότατο του τύπου «Κώδικας Ντα Βίντσι».
Το κατόρθωμά του είναι μεγαλειώδες, αλλά βέβαια είναι μυθιστόρημα! Με πολλά αναμφιβόλως σωστά στοιχεία, αλλά και με πλήθος φανταστικά ή διαστρεβλωμένα. Τα σωστά στοιχεία και το προβαλλόμενο όραμα ξεγελούν τον αναγνώστη του και τον παρασύρουν σε έναν κόσμο φανταστικό, όπου η λογική παύει να λειτουργεί και όπου σκέφτεται κανείς μόνο με τη σκέψη του μεγάλου δάσκαλου, όπως οι Πυθαγόριοι με τον Πυθαγόρα: «Αυτός έφα»! (Το είπε αυτός, ο Πυθαγόρας δηλαδή. Άρα είναι σωστό!). Ο Ρωμανίδης καλλιέργησε συστηματικά αυτή την εικόνα για τον εαυτό του. Παρουσιαζόταν ως ο μέγας μύστης της αληθινής θεολογίας που ήρθε να ελευθερώσει την αιχμάλωτη Ορθοδοξία. Και αυτό το πέρασε ως αντίληψη στους οπαδούς του, οι οποίοι σαν τον φίλο μας θεωρούν ότι «μας έβγαλε από την βαβυλώνια αιχμαλωσία της σχολαστικής θεολογίας». Σε όσους αμφισβητούσαν το αλάθητό του ήταν αμείλικτος. Τους ύβριζε και τους διέσυρε με απίστευτη μανία. Κάποτε το έκανε αυτό για όλη τη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, επειδή ενέκρινε μια διατριβή που ερχόταν σε αντίθεση με δικές του θέσεις! Όποιος διαβάσει το μανιακό κείμενό του στο περιοδικό «Θεολογία», κυριολεκτικά θα φρίξει!

2. Ότι ο Ρωμανίδης «μας έβγαλε από την βαβυλώνια αιχμαλωσία της σχολαστικής θεολογίας» πάει πολύ να το υποστηρίζουμε σήμερα. Φυσικά οι ναρκωμένοι ακόμα από τη Ρωμανίδεια σκέψη το θεωρούν αυτό αδιαπραγμάτευτο. Οι Γιανναρικοί πάλι θεωρούν απελευθερωτή μας τον Δημήτρη Κουτρουμπή, οι Ζηζιουλικοί τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα και πάει λέγοντας. Όμως όλοι υπερβάλλουν και μεγαλοποιούν τα ινδάλματά τους και βέβαια κάνουν λάθος. Υπήρξαν πολλές και πολύ μεγάλες μορφές που συνετέλεσαν ώστε η θεολογία μας να αποδεσμευτεί από την πρόσδεσή της στη δυτική θεολογική οπτική, ανάμεσα στους οποίους κορυφαίος φαντάζει ο μέγας θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ.
Η ιστορία ωστόσο δεν τελειώνει εδώ. Διότι η αποδέσμευση αυτή συνοδεύτηκε από νέα, χειρότερη, υποδούλωση. Την υποδούλωση κατά κράτος στο κοσμικό πνεύμα. Η νέα θεολογία είναι πέρα ως πέρα πατερική εξωτερικά, με πλήθος παραπομπές στα πατερικά συγγράμματα. Είναι όμως παντελώς ξένη προς το πνεύμα των Πατέρων.
Το θέμα αυτό το έχω διαπραγματευτεί εκτενέστερα στην εργασία «ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ», απ᾿ όπου παραθέτω εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που βασικά περιέχει τις αντίστοιχες διαπιστώσεις του Σμέμαν. Έγραφα εκεί τα εξής:

«Ὁ σπουδαῖος αὐτὸς θεολόγος, ἀφοῦ διαπιστώνει αὐτὴν τὴν «θεολογικὴ ἀναγέννηση, ποὺ τὴν ἐκφράζει πρωταρχικὰ ἡ ἐπιστροφὴ τῆς θεολογίας μας στὴν οὐσιαστική της πηγή: στὴν πατερικὴ παράδοση», σημειώνει: «Ἀπὸ τὴν ἄλλη, πλευρά, ὅμως, ἔχω τὴν παράξενη ἐντύπωση, πὼς σπάνια στὸ παρελθὸν ἔχει ἡ θεολογία διαχωριστεῖ τὸσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὅσο σήμερα. Σπάνια εἶχε τόση λίγη ἐπιρροὴ στὴν ζωή της, σπάνια εἶχε γίνει μιὰ ἀποκλειστικὰ “θεολογία γιὰ τοὺς θεολόγους” ὅσο σήμερα στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Συχνὰ ἔχει λεχθεῖ πὼς “ἡ ἐκδυτικοποιημένη” θεολογία ποὺ διδασκόταν στὶς Ὀρθόδοξες σχολὲς τὸν δέκατο ἔνατο αἰῶνα – γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ μάλιστα στὰ Λατινικά!! (Αὐτὸ συνέβαινε στὴν πλήρως δυτικοποιημένη Ρωσικὴ θεολογία) – ἦταν διαζευγμένη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Αὐτὸ βεβαίως εἶναι ἀλήθεια ἂν μ᾿ αὐτὸ ἐννοοῦμε τὴ βαθιά της ἀποξένωση ἀπὸ τὶς πηγὲς καὶ ἀπὸ ὁλόκληρο οὐσιαστικὰ τὸ “ἦθος” τῆς Ἀνατολικῆς Παράδοσης. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσε. Ἡ ἀποξένωσή της ὅμως δὲν ἐμπόδιζε αὐτὴ τὴ θεολογία ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχει μιὰ βαθιὰ ἐπίδραση στὴν ἐκκλησία, στὴ ζωή της, στὴν εὐσέβεια, στὴν πνευματικότητα κ.λ.π.» (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ, «Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ», ἔκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 1993², σελ. 23, 24).
Ἀντίθετα, κατὰ τὸν Σμέμαν, «ἡ σημερινή μας θεολογία μὲ ὅλες τὶς πατερικές της ἀναφορὲς καὶ τὴν ἔμπνευση, μὲ ὅλη της τὴν πιστότητα στὴν Παράδοση τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων, φαίνεται ὅτι ἔχει πολὺ μικρὴ ἐπιρροὴ καὶ ὅταν ἀκόμη γίνεται ἀποδεκτὴ καὶ τῆς χαρίζεται ὁ πρέπων σεβασμός. Εἶναι σὰν ἡ “πραγματικὴ” ἐκκλησία νὰ μὴ γνωρίζει τί νὰ τὴν κάνει, πῶς νὰ τὴν ἐφαρμόσει στὴν “πραγματική” της ζωή» (σελ. 24).
Καὶ ὁ Σμέμαν συνεχίζει: «Τὸ ἀναπόφευκτο λοιπὸν συμπέρασμα εἶναι ὅτι κάτι πρέπει νὰ πηγαίνει στραβὰ στὴ θεολογία. Τί εἶναι αὐτό; Πιστεύω ὅτι βρίσκεται στὴν ἀποτυχία της νὰ ἀποκαλύψει τὸ ἀληθινὸ νόημα καὶ τὴ δύναμη, τὴ σωστικὴ καὶ μεταμορφωτικὴ δύναμη τῆς γνήσιας Ὀρθόδοξης παράδοσης στὰ ὅρια τῆς σημερινῆς κατάστασης» (σελ. 25). Αὐτὴ ἡ σημερινὴ θεολογία «ὁδηγεῖ πάντοτε (γιατὶ στὴν πραγματικότητα βρίσκεται στὴ ρίζα της) σὲ μιὰ ἐκτίμηση τῆς “Ἐκκλησίας”, τῆς πίστης καὶ τῆς ζωῆς της μὲ ὅρους τοῦ κόσμου, τῆς φιλοσοφίας του, τῶν τάσεων καὶ τῶν ἀναγκῶν του καὶ ποὺ τελικὰ ἔτσι ὁδηγεῖται σὲ μιὰ παράδοση στὸν κόσμο». «Ἡ σύγχρονη θεολογία μερικὲς φορὲς ἐπιτυγχάνει στὸ νὰ ἐξαναγκάζει τὴν ἴδια τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ γλώσσα νὰ μεταφέρει ἰδέες ἀπελπιστικὰ ξένες, ἂν μὴ ἀντίθετες, πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ὅραμα ζωῆς» (σελ. 30).
Αὐτὴ ἡ τελευταία παρατήρησι τοῦ Σμέμαν εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ καίρια. Δείχνει δὲ καὶ τί εἴδους ἀνθοφορία προκύπτει ἀπὸ μιὰ θεολογικὴ «ἀναγέννησι» ποὺ δὲν στέκεται μὲ ἐκτίμησι καὶ σεβασμὸ στὸν εἰλικρινῆ μόχθο τῶν παλαιοτέρων γενεῶν.
Κλείνοντας αὐτὸ τὸ κεφάλαιο θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ κάτι ἀκόμη. Στὸ ἐρώτημα τοῦ Σμέμαν γιὰ τὸ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πηγαίνει στραβά στὴ σημερινὴ «πατερικὴ» θεολογία, ἐμεῖς θὰ ἀπαντήσουμε, συμπληρώνοντας τὶς δικές του παρατηρήσεις, ὅτι τὸ βασικὸ πρόβλημα μὲ τὴν «νεοπατερικὴ» θεολογία εἶναι ἡ ἔλλειψι σεβασμοῦ πρὸς τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενό της, ἡ ἀπουσία συναισθήσεως τῆς ἱερότητός της καὶ ἡ ἀπουσία βιωματικῆς ἀκτινοβολίας της.
Αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ διακριτικὸ στοιχεῖο τῆς «νέας θεολογίας» ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν παλαιοτέρων γενεῶν. Ἡ θεολογία τῶν παλαιῶν γενεῶν ἔπασχε ἴσως ὡς πρὸς τὴν ὁρολογία, ἀλλὰ μόνο ὡς πρὸς αὐτὴν. Τὸ περιεχόμενό της ἦταν ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο καὶ ἔντονα βιωματικό. Ἦταν θεολογία, ὄχι ἐντυπωσιασμῶν καὶ κοσμικῆς προοπτικῆς, ἀλλὰ προσευχῆς. Ἐφαρμογὴ τῆς γνωστῆς παρακελεύσεως τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ: «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς. Καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ» (ΝΕΙΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ, «ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ», ξα’, «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ», τόμ. Α’, ἔκδ. «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι 1957, σελ. 182).
Ἡ θεολογία αὐτή, μὲ τὴν ἔστω ἐλλιπῆ δογματικὴ ὀρολογία, ἦταν ἀρωματισμένη μὲ τὸ θυμίαμα τῆς προσευχῆς καὶ ὄχι μὲ τὰ «ἰνδικὰ θυμιάματα» ποὺ οἱ δραπέτες τῶν «καταφυγίων τῶν ἰδεῶν» χρησιμοποιοῦν στὶς νεορθόδοξες πτήσεις τους. Γι᾿ αὐτὸ καί, κατὰ τὴν παρατήρησι τοῦ Σμέμαν, ἡ θεολογία αὐτὴ τῶν παλαιῶν γενεῶν εἶχε ἄμεση καὶ οὐσιαστικὴ ἀπήχησι στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν, ἀφοῦ δὲν ἦταν ἄπρακτος καὶ ἄσαρκος λόγος περὶ θεολογίας, ἀλλὰ μετάγγισι ζωῆς καὶ μυστικῶν βιωμάτων.
Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι μία λεπτομέρεια, ἀλλὰ οὐσιαστικὴ καὶ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεολογίας τῶν ὁποιωνδήποτε ἐντυπωσιακῶν δημιουργιῶν, θεωροῦμε ἀπαραίτητο νὰ ἀφήσουμε νὰ τὸ ἐξηγήσῃ αὐτὸ ξεκάθαρα ἕνας ἐκ τῶν μεγάλων καθηγητῶν τῆς θεολογίας τῆς ἐρήμου:

«Ἄλλος ἐστὶν ὁ λόγος τῆς πράξεως καὶ ἄλλος ὁ καλὸς λόγος. Καὶ χωρὶς πείρας τῶν πραγμάτων οἶδεν ἡ σοφία κοσμῆσαι τοὺς λόγους αὐτῆς, καὶ τοῦ λαλῆσαι ἀλήθειαν μὴ γινώσκουσα αὐτήν, καὶ τοῦ φανερῶσαι περὶ τῆς ἀρετῆς, καὶ αὐτὸς μηδέπω λαβὼν πεῖραν τοῦ ἔργου αὐτῆς. Ὁ λόγος ὁ ἐκ τῆς πράξεως, ταμεῖον τῆς ἐλπίδος• καὶ ἡ ἄπρακτος σοφία, παραθήκη αἰσχύνης.
Ὥσπερ τεχνίτης ἐστι ζωγραφῶν τὸ ὕδωρ ἐν τοῖς τοίχεσι, καὶ οὐ δύναται τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο τὴν δῖψαν αὐτοῦ ἀναψύξαι, καὶ ὥσπερ ἄνθρωπος θεωρῶν ἐνύπνια καλά, οὕτω καὶ ὁ ἄπρακτος λόγος. Ὁ ἐκ τῆς πείρας τοῦ ἔργου αὐτοῦ λαλῶν περὶ ἀρετῆς, μεταδίδωσι τῷ ἀκούοντι αὐτοῦ, ὥσπερ τις μεταδίδωσιν ἐκ τοῦ χρήματος τῆς πραγματείας αὐτοῦ» (ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ, ΛΟΓΟΣ Α’, «ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ», ἔκδ. Χ. ΣΠΑΝΟΣ, Ἀθῆναι, σελ. 7).

ΕΡΜΗΝΕΙΑ:
Ἄλλος εἶναι ὁ λόγος ποὺ προέρχεται ἀπὸ πρακτικὴ ἐμπειρία καὶ ἄλλος ὁ ὡραῖος λόγος. Καὶ χωρὶς τὴν ἔμπρακτη πεῖρα γνωρίζει ἡ ἐξυπνάδα νὰ διακοσμήσῃ τὰ λόγια της καὶ νὰ ἐκφέρῃ ἀλήθεια τὴν ὁποία δὲν γνωρίζει καὶ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀρετή, καὶ ὅμως ὁ ἴδιος νὰ μὴν ἔχῃ ποτέ του πεῖρα ἀπὸ τὴν ἐφαρμογή της. Ὁ λόγος ποὺ βγαίνει ὡς καρπὸς ἐμπράκτου ἐφαρμογῆς εἶναι ταμεῖο γεμάτο ἐλπίδα• ἐνῷ ἡ ἄπρακτη σοφία εἶναι παρακαταθήκη ἐντροπῆς.
Ὁ ἄπρακτος λόγος εἶναι ὅπως ὁ τεχνίτης ἐκεῖνος ποὺ ζωγραφίζει νερὸ στοὺς τοίχους καὶ δὲν μπορεῖ τὸ νερὸ αὐτὸ νὰ δροσίσῃ τὴν δίψα του• ἢ εἶναι ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ βλέπει ὄνειρα καλά. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν πεῖρα τῆς ἐφαρμογῆς της ποὺ ἔχει, αὐτὸς μεταδίδει σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει, ὅπως κάποιος ποὺ δίνει χρήματα ἀπὸ τὴν περιουσία ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὴν ἐργασία του.

Τὸ κείμενο ποὺ παραθέσαμε προέρχεται ἀπὸ τὸν πρῶτο λόγο τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, τοῦ καθηγητοῦ αὐτοῦ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἐπισφραγίσουμε αὐτὲς τὶς ἐπισημάνσεις μὲ ἕνα ἀκόμη κείμενο τοῦ ἰδίου καθηγητοῦ ἀπὸ τὸν τελευταῖο λόγο του, τὴν δ´ ἐπιστολή του τὴν ἀπευθυνόμενη «Πρὸς τὸν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τὸν θαυματουργόν»:

«Ταῦτα εἶπον ἐνταῦθα οὐ ματαίως, ἀλλ᾿ ἵνα μάθωμεν τὸν ἐμπαιγμὸν τῶν δαιμόνων, τῶν διψώντων τὴν ἀπώλειαν τῶν ἁγίων, καὶ μὴ ἐπιθυμήσωμεν ἐν οὐ καιρῷ τὰ ὑψηλὰ τῶν πολιτειῶν τῆς διανοίας, ἵνα μὴ καταγελασθῶμεν ὑπὸ τοῦ πονηροῦ καὶ ἀντιπάλου ἡμῶν. Διότι ὁρῷ καὶ σήμερον, ὅτι νεώτεροι οἱ πλήρεις παθῶν βαττολογοῦσι καὶ δογματίζουσι περὶ τῶν μυστηρίων τῆς ἀπαθείας ἀφόβως» (σελ. 395).

ΕΡΜΗΝΕΙΑ:

Τὰ εἶπα αὐτὰ ἐδῶ ὄχι χωρίς λόγο, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἐμπαιγμὸ τῶν δαιμόνων οἱ ὁποῖοι διψοῦν τὴν αἰώνια καταστροφὴ τῶν πιστῶν καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμήσουμε ἀκαίρως τὶς καταστάσεις ὑψηλῆς πνευματικότητος, ὥστε νὰ μὴν κατεξευτελισθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ ἀντίπαλό μας. Διότι παρατηρῶ καὶ σήμερα ὅτι νεώτεροι στὴν ἡλικία, ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ πάθη, φλυαροῦν καὶ ἀποφαίνονται γιὰ τὰ μυστήρια τῆς καταστάσεως τῆς ἀπαθείας χωρὶς φόβο.

Ὅλη ἡ ἀσθένεια τῆς θεωρούμενης «νεοπατερικῆς» θεολογίας βρίσκεται ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ποὺ τόσο εὔστοχα περιέγραψε ὁ ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου: «καὶ σήμερον νεώτεροι οἱ πλήρεις παθῶν βαττολογοῦσι καὶ δογματίζουσι περὶ τῶν μυστηρίων τῆς ἀπαθείας ἀφόβως».
Αὐτὴ δὲ ἡ ἀσθένεια δὲν φαίνεται δυστυχῶς νὰ εἶναι κάτι πρόσκαιρο καὶ παροδικὸ γιὰ τὴ νέα αὐτὴ θεολογία, «γιατὶ στὴν πραγματικότητα βρίσκεται στὴ ρίζα της», (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ, «Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ», ἔκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 1993², σελ. 30), τὴν ἀκολουθεῖ σὰν ἄλλο προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τὴν φθείρει ἐσωτερικά, καθιστῶντας την μιὰ ἐντυπωσιακὴ γιὰ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου παρουσία, ἀλλὰ ξένη πρὸς τὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ «θεμέλιός ἐστι τῆς καθ᾿ ἡμᾶς φιλοσοφίας ἡ ταπεινοφροσύνη» (Χρυσόστομος, P.G. 51, 312). Καὶ ἆραγε δὲν κινδυνεύει ἔτσι νὰ μεταβληθῇ σὲ θεολογία μιᾶς ἄλλης, ἀοράτου ἴσως, Ἐκκλησίας Προτεσταντικοῦ τύπου;»

Την εκκοσμίκευση αυτή την φανέρωσε και αυτός ο Ρωμανίδης με την όλη πολιτεία του, αφού, όντας ιερεύς, κυκλοφορούσε χωρίς ράσα (γι᾿ αυτό και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης δεν του επέτρεπε να λειτουργεί) και επιπλέον, όπως σημείωσα και αλλού, κατέβηκε στην πολιτική ως υποψήφιος βουλευτής ακροδεξιού κόμματος, πράγμα πρωτοφανές στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, και το οποίο οι οπαδοί του, μη μπορώντας με τίποτε να το χωνέψουν, προσπαθούν να το μπαλώσουν με γελοίες υποθέσεις και δικαιολογίες επιπέδου νηπιαγωγείου.

 

3. Τελικά όντως η επίθεσή μου, όπως ονομάζει την κριτική μου για τον Ρωμανίδη ο pistos, υπήρξε άδικη. Διότι δεν φανέρωσα όλο το μέγεθος των εκτροπών του, κορυφαία από τις οποίες υπήρξε η προδοτική υπογραφή του των ΚΟΙΝΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ με τους Μονοφυσίτες, σε κατά μέτωπον αντίθεση με τις Οικουμενικές Συνόδους. Μια υπογραφή που έχει τρομερό βάρος, διότι αυτός παρέσυρε και τους άλλους Ορθοδόξους αντιπροσώπους να υπογράψουν! Αυτός πρωτοστάτησε και αυτός παρεπλάνησε τους υπόλοιπους, βεβαιώνοντάς τους ότι έχουμε την ίδια πίστη με τους αιρετικούς και επωμιζόμενος έτσι την τρομερή ευθύνη της προδοσίας. Αλλά θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χώρος για να αναφερθώ εκτενέστερα στο μεγάλο αυτό θέμα.

Ο Ρωμανίδης και η θεολογική του συμβολή
« Απάντηση #1 στις: 29 Ιουνίου, 2008, 06:42:10 μμ »
Καλό θα ήταν επειδή είναι κληρικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας να προσφωνείται όπως πρέπει να προσφωνείται δηλ. με το επίθετο πατήρ. Όπως και να το κάνουμε δεν είναι ούτε λαϊκός ούτε φίλος σας !

Ας μην αφήνουμε την εμπάθειά μας να τα ισοπεδώνει όλα. Ο σωστός τίτλος λοιπόν πρέπει να είναι: <<Ο π.Ρωμανίδης και η θεολογική του συμβολή>>. Αυτή ως πρώτη παρατήρηση κ.staboz…
Καταγράφηκε

 

Ο Ρωμανίδης δεν είναι τυχαία προσωπικότητα. Εμφανίστηκε στο θεολογικό στερέωμα με ιδέες πρωτότυπες, συναρπαστικές και (κατά το φαινόμενο) παραδοσιακότατες και πατερικότατες. Εγώ, οφείλω να το ομολογήσω, υπήρξα φανατικός μελετητής και θαυμαστής του Ρωμανίδη. Διαβάζοντας πολλές φορές το βιβλίο του ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ έκλαιγα από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό. Όντως αισθάνεται κανείς συγκλονισμένος μπροστά στο μεγαλειώδες όραμα της Ρωμιοσύνης που ξανοίγεται μπροστά του με τις σκέψεις του Ρωμανίδη. Επί πολλά χρόνια ήμουν σαγηνευμένος από το όραμα αυτό. Χρειάστηκε πολύς χρόνος και κόπος για να μπορέσω να αποδεσμευτώ από την μακάρια νάρκη στην οποία είχα περιέλθει. Διότι ο Ρωμανίδης αυτό επιτυγχάνει: Σε ναρκώνει με το υπέρτατο όραμα της Ρωμιοσύνης και παραδίνεσαι, παύεις πλέον να σκέφτεσαι έστω και στοιχειωδώς λογικά και θεολογικά. Είναι ουσιαστικά ένας μάγος· σε αιχμαλωτίζει, σε υπνωτίζει!
Αρκετοί παράγοντες συνετέλεσαν στο να ανανήψω κάποτε και να αρχίσω να διαβάζω με κριτικό βλέμμα τα κείμενά του. Στην ερώτηση: \”Αυτό γιατί είναι έτσι;\”, έπαυσα να δίνω την στερεότυπη απάντηση: \”Επειδή το λέει ο Ρωμανίδης!\”. Άρχισα πλέον να αναρωτιέμαι: \”Μα πραγματικά, είναι έτσι; Ας το ερευνήσουμε\”. Έτσι ξέφυγα από τον ασφυκτικό κλοιό τού Ρωμανιδικού εντυπωσιασμού και προσπάθησα να σκέφτομαι με το δικό μου μυαλό και όχι με το δικό του.
Και φυσικά τότε είδα λάθη και πλάνες και αυθαιρεσίες που, όταν μου τις υπεδείκνυε κάποιος πριν, γινόμουν έξαλλος και τον απέριπτα με περιφρόνηση ως άγευστο νηπτικής, πατερικής, παραδοσιακής Ρωμαίικης θεολογίας.
Αυτή είναι η προϊστορία μου. Έτσι εξηγείστε και το γεγονός ότι τώρα μιλάω με τέτοιον τρόπο για τον Ρωμανίδη. Απλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας λαοπλάνος στο χώρο της θεολογίας, και αυτό δεν μπορώ να το αντέξω και να το αντιμετωπίσω ήρεμα.

Ο Ρωμανίδης υπήρξε πράγματι μέγας λαοπλάνος. Παρουσίασε σε σύγχρονη εκδοχή το θαύμα της Βυζαντινής (Ρωμαίικης) αυτοκρατορίας και συνήρπασε τις καρδιές των όντως Ρωμιών με την ιδέα που είναι αληθινή και που πάντα βρίσκει απήχηση στον τόπο μας, ότι δηλαδή εδώ και αιώνες εξυφαίνεται σχέδιο εξαφανισμού της Ρωμιοσύνης από τους δυτικούς. Όντως υπάρχει τέτοιο σχέδιο. Ο Ρωμανίδης όμως το σχηματοποίησε και το συστηματοποίησε παρεμβάλλοντας συνδετικούς κρίκους σε ασύνδετα γεγονότα, συμπληρώνοντας με τη φαντασία του τα κενά, παραβλέποντας και αποσιωπώντας τα αντίθετα στοιχεία και παρουσιάζοντας στο τέλος ένα σύνολο συναρπαστικότατο του τύπου «Κώδικας Ντα Βίντσι».
Το κατόρθωμά του είναι μεγαλειώδες, αλλά βέβαια είναι μυθιστόρημα! Με πολλά αναμφιβόλως σωστά στοιχεία, αλλά και με πλήθος φανταστικά ή διαστρεβλωμένα. Τα σωστά στοιχεία και το προβαλλόμενο όραμα ξεγελούν τον αναγνώστη του και τον παρασύρουν σε έναν κόσμο φανταστικό, όπου η λογική παύει να λειτουργεί και όπου σκέφτεται κανείς μόνο με τη σκέψη του μεγάλου δάσκαλου, όπως οι Πυθαγόριοι με τον Πυθαγόρα: «Αυτός έφα»! (Το είπε αυτός, ο Πυθαγόρας δηλαδή. Άρα είναι σωστό!). Ο Ρωμανίδης καλλιέργησε συστηματικά αυτή την εικόνα για τον εαυτό του. Παρουσιαζόταν ως ο μέγας μύστης της αληθινής θεολογίας που ήρθε να ελευθερώσει την αιχμάλωτη Ορθοδοξία. Και αυτό το πέρασε ως αντίληψη στους οπαδούς του, οι οποίοι σαν τον φίλο μας θεωρούν ότι «μας έβγαλε από την βαβυλώνια αιχμαλωσία της σχολαστικής θεολογίας». Σε όσους αμφισβητούσαν το αλάθητό του ήταν αμείλικτος. Τους ύβριζε και τους διέσυρε με απίστευτη μανία. Κάποτε το έκανε αυτό για όλη τη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, επειδή ενέκρινε μια διατριβή που ερχόταν σε αντίθεση με δικές του θέσεις! Όποιος διαβάσει το μανιακό κείμενό του στο περιοδικό «Θεολογία», κυριολεκτικά θα φρίξει!

Σ\’ όλο αυτό το μακροσκελές κείμενο που αποτελεί την 1η από τις 3 παραγράφους του staboz, τί μας λέει στην ουσία.
Στην ουσία μας λέει ότι ο ίδιος, -ο staboz-, πρώτα θαύμαζε τον π.Ρωμανίδη και μάλιστα φερόμενος σαν χαζός έλεγε όπως ο ίδιος ομολογεί <<αυτός έφα>>. Και στην συνέχεια -κάποτε, κάπου και για κάποιους λόγους- τον παράτησε και άρχισε να τον θεωρεί ως λαοπλάνο. Είναι λοιπόν αυτό απόδειξη τί; Τίποτα απολύτως δεν λέει, κανένα στοιχείο δεν προσκομίζει, και απλά μας λέει τις εντυπώσεις και τις περιπετειώδεις εμπειρίες του! Και εμείς τί θέλεις να κάνουμε; Να σε ακολουθήσουμε στον κατήφορό σου; Να αρχίσουμε να λέμε τον μεγάλο έλληνα Θεολόγο π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ως λαοπλάνο; Δεν γίνεται! Τί να κάνουμε!
Άδικοι εμείς δεν γινόμαστε! Φέρε στοιχεία περισσότερα! Φέρε αποδείξεις! Μίλα συγκεκριμένα για να μας πείσεις.

Τελικά δεν ήταν ο π.Ρωμανίδης μάγος όπως τον χαρακτηρίζει συκοφαντικά. Απλά το κεφάλι του staboz -για κάποιους λόγους που μόνο ο Κύριος ξέρει- δεχόταν μαγικά τα λεγόμενα του π.Ρωμανίδη.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι τον υποστηρίζουν, τον υποστηρίζουν επειδή δέχονται άκριτα και μαγικά τα λεγόμενα του! Αν κάποιος δηλ. δέχεται μαγικά και χωρίς ερευνητική διάθεση τον ορθό λογισμό 1+1=2, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λάθος το 1+1=2! Λίγη σοβαρότητα κ.staboz!
Αν εσείς ναρκωθήκατε, δεσμευθήκατε, μαγευθήκατε, συναρπαστήκατε, αιχμαλωτιστήκατε σαν χάνος, αυτό δεν σημαίνει ότι φταίει ο π.Ρωμανίδης;; Τόσοι και τόσοι με κριτικότατη σκέψη δέχονται και αποδέχονται την τεράστια συμβολή του π.Ιωάννου στην ανάνηψη της θεολογικής μας πορείας και στην στροφή της στην πατερικότητα της, και ποτέ δεν μετάνοιωσαν γι\’ αυτή τους την άποψη. Λοιπόν; Επειδή εσάς σαν ξίνισε ίσως και επειδή δεν ταίριαζε με τις αγκυλώσεις σας τις πνευματικές, σημαίνει ότι φταίει ο π.Ιωάννης; Λίγη σύνεση!

Share Button