π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ ἠθικὴ εἶναι ἀνύπαρκτη!

Ὅπως ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ συστήματα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανισμός, ποὺ ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ἔχει τὴν δική του πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Βέβαια, ἡ λέξη Χριστιανὸς ἀποδίδεται σὲ ὅλες τὶς ὁμολογίες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς ἡ ἱστορικὴ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες Χριστιανικὲς ὁμολογίες ἔχουν διαφοροποιηθεῖ στὸ δόγμα καὶ τὴν ἠθική.
Ἐνῶ στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, ἡ λεγομένη ἠθικὴ συνίσταται στὴν…
ἀσκητική, στὶς ἄλλες ὁμολογίες ἡ ἠθικὴ ἔγινε ἐξωτερική, μία ἠθικολογία. Ἔτσι, γίνεται λόγος γιὰ Χριστιανικὴ ἠθική. Ἡ δυτικὴ Χριστιανικὴ μεταφυσικὴ στηρίχθηκε στὸν Ἀριστοτέλη, ποὺ ἔκανε λόγο γιὰ ἀρετές, ὅποτε στὴν Δύση ἀναπτύχθηκε ἡ Χριστιανικὴ ἠθική, ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως τὴν συναντᾶμε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
«Οἱ Φράγκοι θεολόγοι εἶχαν ἀκολουθήσει τόσο πολὺ τὸν Ἀριστοτέλη, ποὺ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλη περὶ ἀρετῶν ἔγινε ἡ ἠθική τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐν συνέχεια πολλῶν προτεσταντικῶν παραδόσεων. Δηλαδὴ καταργήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ στοὺς Φράγκους κι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ ἠθικολογία, ἀπὸ ἠθική. Ὅποτε, τὸ ἔργο τῆς θείας Χάριτος εἶναι συνεχῶς νὰ βοηθῆ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνη ἐνάρετος, νὰ ἀπόκτηση τὶς ἀρετές, ὅπως τὶς δίδασκαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἱδρύθηκε στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ἡ ἕδρα τῆς δογματικῆς καὶ τῆς ἠθικῆς, ὁ ἴδιος ὁ καθηγητὴς ποὺ δίδασκε δογματικὴ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ διδάξη καὶ τὴν ἠθική. Γιατί; Διότι ὁ Θωμὰς ὁ Ἀκινάτης, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μεγαλύτερος δογματολόγος τῆς δυτικῆς παραδόσεως ὅλων τῶν αἰώνων τῆς φραγκιᾶς, διδάσκει μέσα στὸ Summa Theologica καὶ τὴν δογματικὴ καὶ τὴν ἠθική, καὶ εἶναι ἠθική, ἠθικολογία ποὺ τώρα ἔχει ἀποκηρυχθῆ ἀπὸ ὅλη τὴν Εὐρώπη. Κανένας σήμερα μοντέρνος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ παραδεχθῆ αὐτὴν τὴν ἠθικὴ κάποιου θεολόγου τῆς Δύσεως ἢ φιλοσόφου. Γιατί; Διότι ὅλα τὰ θεμέλια τῆς ἠθικῆς ἔχουν γκρεμισθῆ, γι’ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ ὁ χιπισμὸς στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀμερική».
Ἡ ἠθικολογία αὐτὴ ἐπηρέασε καὶ τὸν δυτικὸ μοναχισμό, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν Χριστιανικὴ ζωή.
«Στὴν φραγκικὴ παράδοση δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνη καλόγρια μία ποὺ διετέλεσε πόρνη, ἂς ποῦμε. Αὐτὸ εἶναι μία περίεργη ἀταξία. Καί, ἴσως, θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ κάνη καὶ μία διατριβὴ νὰ δὴ καὶ τὰ θεολογικὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς διαφορᾶς στὴν παράδοσή μας.
Στὴν δυτικὴ παράδοση ὑπάρχει πάρα πολλὴ ἠθικολογία, διότι ἔχουν ἐπηρεασθῆ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας φιλοσόφους, ἀφοῦ οἱ κακοὶ δαίμονες τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι. Καὶ ἐπειδὴ εἶχαν δελεασθῆ ἀπ’ αὐτούς, γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν τὸν μπελὰ τους οἱ καημένοι οἱ Φράγκοι».

Φυσικά, καὶ ἐδῶ ἰσχύει ὅ,τι ἀναφέρθηκε προηγουμένως, ὅτι δηλαδή, ἀφοῦ στὴν Δύση, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατέρρευσε ἡ μεταφυσική, ἦταν ἑπόμενο νὰ κατάρρευση καὶ ἡ ἠθικὴ ποὺ στηριζόταν στὴν μεταφυσική.

«Στὴν φραγκικὴ παράδοση ἡ μεταφυσικὴ ἀπετέλεσε τὴν σπονδυλικὴ στήλη τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, τοῦ νόμου καὶ τῆς ἠθικῆς ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἡ ἰδέα περὶ ἀληθείας, περὶ νόμου, περὶ ἠθικῆς βασίστηκε στὴν μεταφυσική.

Ὅποτε, ἐφ’ ὅσον γκρεμίστηκε ἡ μεταφυσική, ἄρχισε νὰ γκρεμίζεται μὲ τοὺς φιλοσόφους τοῦ 18ου αἰῶνος καὶ ἡ Χριστιανικὴ ἠθική. Καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸ γκρέμισμα μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως τοῦ Δαρβίνου. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν νεωτέρα ἀστρονομία, κυρίως ἀπὸ τὶς ἀρχὲς αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος, ἡ μεταφυσικὴ πλέον γκρεμίστηκε καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας σοβαρὸς ἄνθρωπος νὰ παραδέχεται τὴν μεταφυσική».
Σημαντικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωση τῆς ἠθικολογίας στὴν Δύση καὶ τῆς ἠθικῆς διαδραμάτισαν οἱ ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
«Στὴν αὐγουστίνεια παράδοση ἐμφανίσθηκε ἡ ἁμαρτία ὑπὸ μία ἠθικὴ μορφή, ἐνῶ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχει μορφὴ ἀρρώστιας καὶ ἐμφανίζεται ἡ ἐξάλειψη τῆς ἁμαρτίας μὲ μορφὴ θεραπείας. Ὅποτε ἔχουμε ἀρρώστια καὶ ἔχουμε θεραπεία».
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος δὲν γνώριζε τὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ παράδοση, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν νηπτικὴ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
«Ὁ Αὐγουστίνος δὲν ἔχει ἰδέα περὶ νοερᾶς προσευχῆς, καρδίας, νοὸς κλπ, καὶ ἔχει μία ἠθικὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ διαφοροποίηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάνη καλὰ ἔργα, δὲν μπορεῖ χωρὶς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, μία παραλλαγὴ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνον ὅταν ἔχη νοερὰ εὐχὴ καὶ γίνη ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νὰ κάνη τὰ ἔργα σωστά, διότι ἔχει ἀγάπη, ἡ ὁποία οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς καὶ ἐξελίσσεται στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί, ἑπομένως, κάνει σωστὰ τὰ ἔργα του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἔργα τοῦ Φαρισαίου εἶναι ἀπαράδεκτα στὸν Θεό, διότι εἶναι ἠθικὰ ἔργα. Δὲν εἶναι ἔργα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνιδιοτέλεια».
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει Χριστιανικὴ ἠθική, ὅπως τὴν συναντᾶμε στὴν δυτικὴ θεολογία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν πνευματικοὶ ἰατροί, ποὺ θεράπευαν τοὺς ἀνθρώπους. Στὰ συγγράμματά τους συναντᾶμε μία ἰατρικὴ προοπτική.
«Οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες εἶναι γιατροί, δὲν εἶναι ἠθικοπατέρες, δὲν εἶναι γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν ἠθικὴ τῶν ἀνθρώπων ἐκ μέρους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, γιὰ νὰ ἔχουμε καλύτερους Ἕλληνας. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπὸς τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς.
Γι’ αὐτὸ καὶ τονίζω στοὺς φοιτητὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει Ὀρθόδοξη ἠθική, δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς Χριστιανικὴ ἠθική. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἱδρύσαμε ἕδρες Χριστιανικῆς ἠθικῆς, εἶναι μία ἀπόδειξη πόσο μακριὰ φύγαμε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία».
Σὲ κάποια Ἱστορικὴ φάση μεταφέρθηκε καὶ στὴν Ἑλλάδα ἡ Χριστιανικὴ δυτικὴ ἠθική, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητική. Αὐτὴ ἡ ἐκκοσμικευμένη ἠθικὴ διδασκόταν παλαιότερα στὶς Θεολογικὲς Σχολές.
«Μὲ τὴν νεοελληνικὴ θεολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ποὺ τὰ ξέρανε οἱ καθηγητὲς αὐτοὶ ποὺ σπουδάσανε στὴ Ρωσία, Γερμανία -αὐτοὶ ἤσαν οἱ πλέον μορφωμένοι θεολόγοι, ξέρανε καλύτερα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀγράμματους- καὶ ἀπὸ τὴν ἕδρα τοὺς τί μᾶς δίδαξαν; Χριστιανικὴ ἠθικὴ καὶ μία θεολογία χωρὶς κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση. Καὶ ἀντικατέστησαν τὴν κάθαρση, φωτισμό, θέωση μὲ τί; Ἡ κάθαρση ἔγινε ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἠθικὰ παραπτώματα, ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως».
«Μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, μὲ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Μοναστηριῶν καὶ τῶν μοναχῶν, τοῦ μοναχισμοῦ γενικά, εἰσήχθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία ἕνα μάθημα ποὺ λέγεται Χριστιανικὴ ἠθική.
Δὲν ὑπάρχει Χριστιανικὴ ἠθική. Στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει ἀσκητική, ποὺ εἶναι θεραπευτική. Δὲν εἶναι ἠθική, μὲ τὴν ἔννοια τῆς φιλοσοφικῆς ἠθικῆς, ποὺ δέσποζε τόσους αἰῶνες στοὺς Φράγκους καὶ μετὰ καὶ στοὺς Ρώσους. Δὲν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα· εἶσαι καλὸς ἢ κακός, ἐὰν εἶσαι καλὸ παιδὶ θὰ πᾶς στὸν Παράδεισο, ἅμα εἶσαι κακὸ παιδὶ θὰ πᾶς στὴν Κόλαση. Δὲν ὑπάρχει τέτοιος προσανατολισμὸς στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ τί ὑπάρχει; Ὑπάρχει ἡ ἀσκητική, ἡ ὁποία εἶναι ἡ θεραπευτική, γιὰ νὰ θεραπευθῆ ἡ νοερὰ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, νὰ διακριθῆ ἀπὸ τὴν λογική του ἐνέργεια, νὰ λειτουργήση μέσα στὸν ἄνθρωπο μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἔχει μείνει ἀνενέργητος ἢ ἀσχολεῖται μὲ ἐνέργειες οἱ ὁποῖες δὲν ἁρμόζουν στὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου».

Πηγή: Σέβ. Ναυπάκτου Ἰεροθέου Βλάχου: “Ἐμπειρικὴ Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη”. Τόμος Α’.

Share Button