Απόσπασμα Β: Ειδική Εισαγωγή π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Ο αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (1893-1979)1, ο μεγαλύτερος Ορθόδοξος Θεολόγος του 20ού αιώνα, τόλμησε να μιλήσει για την «βαβυλώνιο αιχμαλωσία» της Ρωσικής Θεολογίας2 μέσα στην δίνη του σχολαστικισμού από τον 17ον αιώνα, με τις λατινίζουσες Ακαδημίες του ρωσικού χώρου. Η διερεύνηση αυτού του προβληματισμού πραγματοποιήθηκε με σημαντικές ανακοινώσεις3 Ορθοδόξων ακαδημαϊκών Θεολόγων στο Α’ Συνέδριο των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών στην Αθήνα το 19364
Τις περιπέτειες της Ρωσικής Θεολογίας έζησε και η Ελληνική5, με τον εκδυτικισμό της, στον χώρο κυρίως της λογιοσύνης, κάτι που έλαβε προοδευτικά ανησυχητικές διαστάσεις από την ίδρυση των πρώτων ελληνικών Θεολογικών Σχολών, στην Ιόνιο Ακαδημία (1824)6 και κυρίως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837)7. Ο σχολαστικός κατήφορος και η ανάπτυξη του θεολογικού ακαδημαϊσμού εντάθηκαν από τον 19ον αιώνα, διότι η ακαδημαϊκή («επιστημονική») θεολόγηση υποτάχθηκε και αυτή, μέσα στο κυρίαρχο ρεύμα του εξευρωπαϊσμού, στα δυτικά πρότυπα. Έτσι, με το πρόσχημα της προόδου, επιχειρήθηκε τυφλή μίμηση της δυτικής θεολογικής μεθόδου και παράλληλη υποτίμηση της παραδοσιακής αγιοπατερικής θεολόγησης, με όλες τις αναπόφευκτες συνέπειες8. Αυτό σήμαινε ότι η Θεολογία, ως δογματική, συμφύρθηκε με την φιλοσοφική θεολόγηση, την μεταφυσική, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται έκτοτε μια Θεολογία «εκ των κάτω», ως λογική διαχείριση του γράμματος της παραδόσεως, με τα δεδομένα του ακαδημαϊσμού και, τελικά, εκφιλοσόφηση της πίστεως. Οι Σχολές μας κατάρτιζαν «ακαδημαϊκούς Θεολόγους», τέρατα ενίοτε eruditionis και επιστημονισμού, άμοιρους όμως εν πολλοίς του πατερικού πνεύματος και της ασκητικο-νηπτικής μεθόδου, που, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, υποκαταστάθηκε από την ηθικολογία και τον κοινωνικό «καθωσπρεπισμό». Οι Θεολόγοι μας μετεβλήθησαν σε μεταφυσικούς στοχαστές και οι Πνευματικοί μας Πατέρες σε ηθικολόγους καθοδηγητές, όπως συνήθιζε να λέγει συχνά ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
Αυτή είναι η δική μας -η ελλαδική βαβυλώνια αιχμαλωσία της Θεολογίας μας, η οποία μπορεί να ερευνηθεί στο πλαίσιο της ιστορικής πορείας των Θεολογικών Σχολών μας, των Αθηνών κυρίως (από το 1837) και λιγότερο της Θεσσαλονίκης (από το 1942/45)9. Η περίοδος όμως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πολύ δημιουργική, διότι με την «ανακάλυψη» του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά από τους Ρώσους Ορθοδόξους Θεολόγους και μάλιστα «της διασποράς»10, ένας από τους οποίους ήταν και ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, άρχισε η συνειδητοποίηση της φθοράς, που έφερε στην θεολογική μας σκέψη και μέθοδο η σχολαστικοποίηση, δηλαδή η εκφιλοσόφηση και εκνομίκευση της πίστεώς μας και ο ευρύτερος εκδυτικισμός μας11.
Ιδιαίτερα για την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την εποχή της ενασχόλησης με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά του καθηγητή της Γρηγορίου Παπαμιχαήλ (1874-1956)12, αρχίζει μακρά μεταβατική περίοδος στην ανανέωση των κριτηρίων και την επανασυνάντηση με την αγιοπατερική Θεολογία, με το πνεύμα δηλαδή των Πατέρων και όχι μόνο τα χωρία τους, αποκομμένα από το αυθεντικό πλαίσιο ζωής και εμπειρίας τους.
Στην παρακολούθηση αυτής της πορείας συμβάλλει σημαντικά η θεολογική (επιστημονική, με κάθε δηλαδή αναγκαία τεκμηρίωση) «αλληλογραφία» δύο επιφανών ακαδημαϊκών Θεολόγων, μεγάλης εμβέλειας, του μακαριστού πρωτοπρεσβυτέρου π. Ιωάννου Ρωμανίδη (1927-2001)13 και του αειμνήστου καθηγητού Παναγιώτου Τρεμπέλα (1886-1977)14. Θέμα της «αλληλογραφίας» αυτής υπήρξε η διδακτορική διατριβή του πρώτου, η οποία έμελλε να αποτελέσει σταθμό, από πολλών απόψεων, στην ελλαδική πανεπιστημιακή θεολόγηση, και μάλιστα σε σημείο, που να μπορούμε αστασίαστα να διακρίνουμε την πορεία της πλέον σε εποχή «προ Ρωμανίδη» και εποχή «μετ’ αυτόν».
1. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης σε όλη την ζωή του υπήρξε -και παραμένει ακόμη και μετά θάνατον- «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκάς Β΄, 34) και αυτό, διότι προκαλούσε τις εκδυτικισμένες συνειδήσεις η άκαμπτη θεολογική παραδοσιακότητά του και η βαθειά γνώση του στην πατερική παράδοση, που από την νεότητά του επαρκώς διέθετε, αλλά και η εμμονή του σ’ αυτήν. Οι φίλοι του τον θαύμαζαν γι’ αυτό, αλλ’ οι αντίπαλοί του τον φθονούσαν, πολεμώντας τον με κάθε μέσο μέχρι το τέλος της ζωής του και όχι πάντα με έντιμο τρόπο. Η αδυναμία δε εξουθενώσεώς του με όπλα επιστημονικά άνοιξε τον δρόμο σε άνανδρες συκοφαντικές επιθέσεις15, ακόμη και μετά τον θάνατο του, αφού, ως γνωστόν, «προς τον εχονθ’ ο φθόνος έρπει» (Σοφ. Αίας). Εντάσεις, βέβαια, στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του δημιουργούσαν και οι ενδοπανεπιστημιακές συγκυρίες, τις οποίες κανείς, δυστυχώς, δεν μπορεί να αποφύγει. Οι Πανεπιστημιακές Σχολές είναι ο ιδανικότερος χώρος, για να δυσαρεστείς και να δυσαρεστείσαι…
Η επιθετικότητα κατά του π. Ιωάννου, σε συνδυασμό με την απόκρουση της θεολογίας του, και κυρίως της αναγεννητικής επαναστατικότητάς της, ήταν περισσότερο αντιληπτή στους διαχριστιανικούς διαλόγους16, όταν μνημειώδη κείμενα του, που χάραζαν τα ακριβή θεολογικά και ορθοδοξοπατερικά πλαίσια, με διάφορες παρασκηνιακές επεμβάσεις, περιθωριοποιούνταν17, για να μην ακουσθεί μία καθαρά Ορθόδοξη μαρτυρία, η αυθεντική δηλαδή. Η αντίδραση όμως κατά του π. Ιωάννου, κατά την ταπεινή μου εκτίμηση, προερχόταν σχεδόν κατά κανόνα από την πλευρά της Ορθοδόξου εκπροσωπήσεως και κατ’ εξοχήν της ελληνοφώνου. Ο π. Ιωάννης προκαλούσε με την θεολογία του όσους δούλευαν ακόμη στον σχολαστικισμό και την δυτικίζουσα «επιστημονική» θεολόγηση. Αλλά και κάτι σημαντικότερο. Ο π. Ιωάννης κύριο έργο και αποστολή των θεολογικών διαχριστιανικών διαλόγων θεωρούσε, όπως άλλωστε και ο π. Γ. Φλορόφσκυ, την διακρίβωση σε κάθε περίπτωση της Αλήθειας, για μία «εν αληθεία» συνάντηση με την ετεροδοξία, ξένος πάντοτε προς κάθε συμβιβαστική κίνηση.
Κάτι ανάλογο συνέβη σε ένα πρώιμο στάδιο και με την διδακτορική διατριβή του, ένα βιβλίο με τεράστια σημασία18, στο οποίο κατά βάση οφείλεται και στηρίζεται η παραπάνω διάκριση στην νεώτερη θεολογία μας σε εποχή «προ» και «μετά» Ρωμανίδη. Έτος αφετηριακό γι’ αυτό το 1956, όταν ο 29ετής Θεολόγος, προερχόμενος από τον Ελληνισμό των Η. Π. Α., π. Ιωάννης Ρωμανίδης, υπέβαλε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την «αινέσιμον επί διδακτορία» διατριβή του, με θέμα «Το προπατορικόν αμάρτημα» (1η εκδ. Αθήνα 1957 και β’ εκδ. με διευρυμένο Πρόλογο, Αθήνα, Δόμος, 1989). Έγινε και αγγλική μετάφραση της μελέτης, με ειδική Εισαγωγή, από τον Δρα George Samuel Gabriel, Zephyr 2002, β’ εκδ., Nidgewood N. J.
Ο π. Ιωάννης αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να αποδυθεί σε έναν πείσμονα θεολογικό αγώνα, για να υπερασπίσει την διατριβή του στην Αθήνα, έναντι εκείνων, που για διαφόρους λόγους αμφισβητούσαν την ορθοδοξία της, εκλαμβάνοντας καθαρά πατερικές θέσεις του συγγραφέα ως αιρετικές, κρίνοντας όμως με καθαρά σχολαστικές-δυτικές προϋποθέσεις, λόγω της συνεχιζόμενης ακόμη σχολαστικής μας αιχμαλωσίας.
Στην υπέρβασή της ακριβώς συνέβαλε ο «αμερικανοθρεμμένος» μεν, αλλά βαθύς γνώστης της πατερικής παραδόσεως π. Ιωάννης, και όχι μόνο με την διατριβή του και τις δημοσιευμένες πριν από αυτήν μελέτες του, αλλά και με τις επιστολιμαίες απαντήσεις του στον αείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα19, τον κύριο επικριτή του. Ο τελευταίος, «μέγας μεγαλωστί» και στην ευφυΐα και παιδεία του, αλλά και στην τεράστια προσφορά του στην κατήχηση του Λαού και την προφύλαξη του από ανατρεπτικές της Ορθοδόξου παραδόσεως ιδεολογίες και προπαγάνδες20, με την γνωστή παγκοίνως ορμητικότητα και μαχητικότητά του, αμφισβήτησε, με αγαθή μάλλον συνείδηση, την ορθοδοξία της διατριβής και την προσφορά της. Μη δεχόμενος δε «εκ του σύνεγγυς» συζήτηση των προβλημάτων με τον π. Ιωάννη, ανέπτυσσε την κριτική του σε γράμματα προς την Σχολή, των οποίων όμως ελάμβανε πλάγια γνώση ο υποψήφιος, ο οποίος και απαντούσε στις εναντίον της διατριβής του κατηγορίες του διαπρεπούς και προς το τέλος της σταδιοδρομίας του πανεπιστημιακού καθηγητού. Έτσι, προέκυψε η χαρακτηριζόμενη εδώ «αλληλογραφία» των δύο ερευνητών, την οποία περιέλαβε ο κρινόμενος π. Ιωάννης σε ένα δακτυλογραφημένο βιβλίο 110 σελίδων, με τον εύγλωττο τίτλο: Εγχειρίδιον21, προσθέτοντας και μία κατατοπιστική Εισαγωγή για τους αναγνώστες του. Διότι σκοπός του συντάκτη δεν ήταν απλά η διάσωση της «αλληλογραφίας» για προσωπική χρήση, αλλά και για την ενημέρωση και άλλων προσώπων, με την διακίνηση της μεταξύ μικρού αριθμού φίλων, συνεργατών και γνωστών του.
Πρέπει όμως ακριβώς στο σημείο αυτό, να λεχθεί, ότι το «Εγχειρίδιον» υπερβαίνει τον καθηγητή Π. Τρεμπέλα και την αντίθεσή του με τον π. Ιωάννη. Όπως άλλωστε, έλεγε ο Μανουήλ Γεδεών (+1943) στην εποχή του, «ουκ έπταιον οι άνθρωποι, αλλ’ οι καιροί»! Το ίδιο συνέβη και στην παρούσα περίπτωση. Δεν ήταν προσωπική αντίθεση δύο ερευνητών κατά κύριο λόγο, αλλ’ αντιπαράθεση δύο θεολογικών παραδόσεων, αχνό απείκασμα της θεολογικής έριδος του 14ου αιώνος. Σε προσωπικό επίπεδο δεν μειώθηκε ποτέ ο σεβασμός του π. Ιωάννου προς τον Π. Τρεμπέλα, όσο σκληρή και αν ήταν η γλώσσα της «αλληλογραφίας», καθοριζόμενη από εκρήξεις της στιγμής. Ο σεβασμός μεταξύ τους αυξανόταν προοδευτικά, ώστε ο μεν π. Ιωάννης στις παραδόσεις του να επαινεί τον πολιό Καθηγητή για το έργο του, ο δε Π. Τρεμπέλας, υπέργηρος πλέον, να καλέσει περί το τέλος της ζωής του και τον π. Ιωάννη στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν, για να ασπασθούν αλλήλους σε πνεύμα ειρήνης και αγάπης. Ήταν πραγματικά μια μεγάλη στιγμή για τους δύο Θεολόγους και ακαδημαϊκούς δασκάλους. Όχι μόνο σε επίπεδο διαπροσωπικό, αλλά και επιστημονικό ο π. Ιωάννης δεν έπαυσε να τιμά την προσφορά του σεβαστού επικριτού του στην Επιστήμη, όπως φαίνεται στα όσα δημοσίευσε στον Πρόλογο της Δογματικής του, που ισχύουν οπωσδήποτε από πλευράς επιστημονικής22.
Εξ άλλου συνεκίνησε τον π. Ιωάννη η στάση του Π. Τρεμπέλα απέναντί του, όταν ζητήθηκε η γνώμη του Καθηγητού για θεολογικές θέσεις του στον Διάλογο με τους Αγγλικανούς (1972). Ο π. Ι. Ρωμανίδης κατηγορήθηκε στην Ιερά Σύνοδο από Έλληνες Θεολόγους -μέλη της Διορθοδόξου Επιτροπής- για αίρεση! Η έκθεση του Καθηγητού Π. Τρεμπέλα (51 δακτυλογραφημένες σελίδες) στις 18. 1. 1973 έχει κατευναστικό και συμφιλιωτικό χαρακτήρα (ήταν, άλλωστε, ήδη 87 ετών). Ο Π. Τρεμπέλας χαρακτηρίζει τον π. Ρωμανίδη «μεταξύ των ιδιαιτέρων θαυμαστών του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά… Εντόνως δε προσελκυσθέντα από τας θαυμαστάς επιδόσεις των ησυχαστών εν τη πνευματική ζωή» (σ. 15), υποστηρίζοντας ότι «η εκδοχή του π. Ρωμανίδου δεν είναι πεπλανημένη και ασύστατος… Αλλά μόνον μονομερής και μονόπλευρος, ουχί δε ασυνάρτητος και αλλότρια της αληθείας». Ο π. Ρωμανίδης «εις ουδέν το σοβαρόν παρεξέκλινε κακόδοξον», αλλά «ενδέχεται εις τινας των συνέδρων να παρουσιάσθησαν τα εκτεθέντα (δηλαδή από τον π. Ρωμανίδη) δύσληπτα και εις τους αγεύστους της διδασκαλίας του Αγίου Παλαμά σύγχυσιν προκαλούντα… ». Ο έμπειρος Καθηγητής όμως μπόρεσε να συλλάβει τον βαθύτερο λόγον της εναντίον του π. Ιωάννου στάσεως: «Τολμώ να είπω -γράφει ο Π. Τρεμπέλας- ότι ο Σεβασμιώτατος Μιλητουπόλεως ( = κύριος κατήγορος του π. Ι. Ρωμανίδου) εξ ενός, και ο αίδεσιμολογιώτατος… π. Ρωμανίδης εξ ετέρου, μοι παρέσχον την εντύπωσιν…. , ότι χωρίζονται απ’ αλλήλων εκ προτέρου εξ αφόρμών, αίτινες προϋκάλεσαν μεταξύ αυτών ψυχρότητα τινα, ήτις και εξεδηλώθη ήδη εν Σαμπεζύ αρκετά εντόνως»! Ας θυμηθούμε όσα ελέχθησαν παραπάνω για το πανεπιστημιακό περιβάλλον! Η έκθεση του Π. Τρεμπέλα κατακλείεται με μία προτροπή προς την Ιερά Σύνοδο: «Λαμβάνουσα υπ’ όψει την λειψανδρίαν, ως φιλόστοργος Μήτηρ να επισυναγάγη εις ομόνοιαν πάντα τα υπάρχοντα στοιχεία και αποκαθιστώσα την μεταξύ αυτών ειρήνην να χρησιμοποίηση ταύτα εις αρμονικήν συνεργασίαν προς δόξαν Χριστού». Αυτό που ικανοποίησε περισσότερο τον π. Ρωμανίδη, ήταν η υπέρβαση από τον Καθηγητή Π. Τρεμπέλα του τόνου και των προθέσεων της παλαιάς «αλληλογραφίας», ως και η απόρριψη της κατηγορίας περί αιρέσεως από τους τρεις εισηγητάς προς την Σύνοδο (Π. Τρεμπέλα, Ιωάννης Καρμίρη και Ιωάννης Καλογήρου).
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι παρά το ότι ο π. Ιωάννης κατέγραψε κριτικά την αντιδικία του με τον επιφανή αντίπαλό του, δεν ετύπωσε το «Εγχειρίδιον», ούτε επεδίωξε την ευρύτερη διάδοσή του, μολονότι το θεωρούσε πάντοτε ιδιαίτερα σημαντικό για την πορεία της Θεολογίας μας, αλλά και της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του. Περιορίσθηκε μόνο στο να προσφέρει το βιβλίο του, όπως ελέχθη, σε κάποια φιλικά του πρόσωπα και γνώστες της Θεολογίας, που αυτός εκπροσωπούσε, για την ενημέρωσή τους. Επέμενε, μάλιστα, η δημοσίευσή του να γίνει μετά τον θάνατο του. Αυτή την υπόσχεση του έδωσα και εγώ και με την σύμφωνη γνώμη Φίλων του και Φίλων μου, αναλαμβάνω τώρα, ως ομότιμος μάλιστα καθηγητής της Σχολής, που έκρινε και ενέκρινε την διατριβή του, την έκδοση «τύποις» του «Εγχειριδίου», μετά παρέλευση τριακονταετίας από την κοίμηση του Π. Τρεμπέλα και δεκαετίας (σχεδόν) από την κοίμηση του π. Ιωάννου. Η παρούσα έκδοση είναι, λοιπόν, εκπλήρωση Ιερού χρέους μου προς την ίδια την Σχολή μας, διότι φωτίζει μία περίοδο της ιστορίας της, αλλά και εμπίπτει στα όρια του γνωστικού αντικειμένου, που αυτή μου εμπιστεύθηκε να διακονήσω κατά την διάρκεια της υπεύθυνης διδασκαλίας μου σ’ αυτήν (1982-2007).
Η «αλληλογραφία» είναι σημαντική, διότι όχι μόνον συνιστά συμβολή στην ιστορία της Σχολής, αλλά και αποκαλύπτει το επίπεδο της Θεολογίας της στην δεκαετία του 1950. Γι’ αυτό σήμερα, παρακολουθώντας τα πράγματα με μεγαλύτερη αγάπη προς τα πρόσωπα, αλλά κυρίως με νηφαλιότητα, μόνον ευγνώμονες μπορούμε να είμεθα στους δύο μακαριστούς διδασκάλους, σχετικά με την πνευματική πορεία της Σχολής μας, αλλά και το ποιόν της Θεολογίας μας ευρύτερα. Ακόμη, μας δίδεται η ευκαιρία να διαγνώσουμε, εάν και κατά πόσον ο θεμελιώδης αυτός διάλογος συνέβαλε στην αληθινή πρόοδο, δηλαδή στην δυναμική επιστροφή στην ουσία και το πνεύμα της πατερικής μας παραδόσεως.
2. Ο σκοπός της καταρτίσεως του «Εγχειριδίου» από τον π. Ιωάννη προσδιορίζεται από τον ίδιο τον συντάκτη του, σύμφωνα βέβαια με τις διαθέσεις των στιγμών εκείνων, όταν «το κινδυνευόμενον και προκείμενον» ήταν η διατριβή του ή καλύτερα η έγκριση και αποδοχή της για την απόκτηση απ’ αυτόν του τίτλου του διδάκτορος, βασικού ακαδημαϊκού εφοδίου για έναν εξελισσόμενον επιστήμονα. Γράφει, λοιπόν, ο π. Ιωάννης: «Ο σκοπός του παρόντος Εγχειριδίου δεν είναι η απόδειξις της Ορθοδοξίας μου. Η δογματική ακεραιότης του βιβλίου μου απεδείχθη δια της εγκρίσεως αυτού υπό των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ούτε είναι ο σκοπός αυτού η καταγγελία του κ. Τρεμπέλα επί αιρέσει. Αυτό θα είναι αναγκαίον, εφ’ όσον θα εμμείνη εις τας πλάνας του. Ο σκοπός του παρόντος είναι η δημοσίευσις των εναντίον μου κατηγορητικών επιστολών του κυρίου Τρεμπέλα, ως και των απαντήσεων μου, ίνα καταφανή το γεγονός ότι η διατριβή μου δεν εκαθάρθη από καμμίαν αίρεσιν, απλούστατα, διότι εξ αρχής δεν εμπεριείχεν αιρέσεις, ως ισχυρίσθη ο εν λόγω καθηγητής23. Ούτως ο καθείς θα δυνηθή να σχηματίση ιδίαν γνώμην και παύση η διάδοσις ψευδών ειδήσεων στηριζόμενων εις φήμας» (βλέπε Παρακάτω σ. 81).
Ο π. Ιωάννης δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις κατηγορίες του επικριτού του για αιρετικές διδασκαλίες, αλλά και την διάδοση της φήμης αυτής εκτός της Σχολής, όπως π.χ. Εις το άγιον Όρος, τις Η. Π. Α. κ.α. 24. Αγωνιζόταν, λοιπόν, για την διασφάλιση του θεολογικού του κύρους και κυρίως της Ορθοδοξίας του φρονήματός του. Πόσο μάλλον που βρισκόταν στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Γι’ αυτό και ο λόγος του είναι ανάμεικτος με ένα συναίσθημα αγανακτήσεως, που σε κάποια οριακή στιγμή θα κορυφωθεί στο ερώτημα: «Μα επί τέλους, ποιος είναι Πατέρας και άγιος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Γρηγόριος Παλαμάς ή ο Θωμάς Ακινάτης;».
3. Μολονότι όμως ο σκοπός του π. Ιωάννου δεν ήταν, αρχικά τουλάχιστον, να λάβει δημοσιότητα το «Εγχειρίδιον», το περιεχόμενό του έγινε ευρύτερα γνωστό, αποσπασματικά βέβαια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και συγκεκριμένα το 1984, ζώντος ακόμη του π. Ιωάννου. Το έτος αυτό διεξήχθη στις στήλες της εφημερίδος Ορθόδοξος Τύπος μία πολύ ενδιαφέρουσα θεολογική συζήτηση μεταξύ του θεολόγου της Αδελφότητας «Ο Σωτήρ» και έγκριτου λογοτέχνη, μακαριστού (σήμερα) Ευσταθίου Μπάστα και του γνωστού επίσης θεολόγου, δικηγόρου και συγγραφέα κ. Αθανασίου Σακαρέλλου, με τον τίτλο «Διάλογος αληθείας και αγάπης». Το αντικείμενό του ήταν η Ορθοδοξία της τρίτομης Δογματικής του καθηγητού Π. Τρεμπέλα. Ο κ. Σακαρέλλος στην πορεία του Διαλόγου αναγκάσθηκε να κάμει χρήση αποσπασμάτων του «Εγχειριδίου» του π. Ρωμανίδη, που προσέδιδαν μείζονα αποδεικτική δύναμη στα δικά του θεολογικά επιχειρήματα. Ο ίδιος δε εδήλωνε: «Από το σχετικό αντίτυπο της εργασίας αυτής του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, το οποίον βρίσκεται στα χέρια μας και το οποίον αποτελείται από 110 δακτυλογραφημένες σελίδες, αποσπάμε ελάχιστα ενδιαφέροντα στοιχεία»25.
Προς υπεράσπιση του καθηγητού Τρεμπέλα κινήθηκε παράλληλα και ο αείμνηστος διδάσκαλος μας, Καθηγητής της Ιστορίας των Δογμάτων και της Συμβολικής, Ανδρέας Θεοδώρου, σε μια πολυσέλιδη εργασία του, με τίτλο: «Ήταν αιρετικοί οι καθηγηταί Ανδρούτσος και Τρεμπέλας;», σε συνέχειες στον Ο. Τ., από τις 26 Οκτωβρίου μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 198426. Βέβαια, ο κ. Σακαρέλλος έκανε λόγο για αιρετικές διδασκαλίες και όχι για αιρετικούς. Ήταν η στάση που τήρησε τον 18ο αιώνα ο (και θεολόγος) Βικέντιος Δαμοδός (1700-1754) για τον ιερό Αυγουστίνο, επισημαίνοντας μεν τις αιρετικές διδασκαλίες του περί «Filioque» και «Praedestinatio» (προορισμού), αλλά και καταλήγοντας σε μία σοφή και αγαπητική θέση. Γράφει ο Δαμοδός: «Ας μου συγχώρηση ο μέγας ούτος διδάσκαλος, ότι η δόξα αυτή ου μόνον εστί ψευδής, αλλά και αιρετική» (όμως) «ου δια τούτο ην αιρετικός ο Αυγουστίνος, διότι ουκ είπεν εκείνα αντιμαχόμενος τη Καθολική Εκκλησία, αλλ’ ενόμισεν ότι τούτο εστί το δόγμα της Εκκλησίας, περί του οποίου ου γέγονε πρότερον ζήτημα και φανερά αναίρεσις…»27.
Μετά τον διάλογο αυτόν, που δεν απέφυγε κάποιες οξύτητες και προσπάθειες συγκαλύψεως εξόφθαλμων θεολογικών αστοχιών, για την πάση θυσία «διάσωση» των επίμαχων θέσεων του καθηγητού Π. Τρεμπέλα, ο π. Ιωάννης σε ιδιωτική συζήτησή μας -στην διάρκεια μιας (δεκαήμερης) συναντήσεως μας για τον Διάλογο με την «Παγκόσμια Λουθηρανική ομοσπονδία» στις Η. Π. Α.28 -μου ζήτησε, αν προτίθεμαι να δημοσιεύσω το «Εγχειρίδιον», να γίνει αυτό μετά τον θάνατο του.
Αποσπάσματα εκτενέστερα, μετά τον κ. Σακαρέλλο, δημοσίευσε, σε αγγλική μετάφραση, ο βιογράφος του π. Ιωάννου και συστηματικός ερευνητής της θεολογίας του, Andrew J. Sopko στην διατριβή του: Prophet of Roman Orthodoxy. The Theology of John Romanides, Synaxis Press, Canada 1998, σ. 5-161. Ο A. Sopko αφιερώνει το β’ κεφάλαιο της δακτυλογραφημένης διατριβής του στην «αλληλογραφία» Ρωμανίδη – Τρεμπέλα (σ. 19-45), με τον τίτλο: «II. A debate about God», το οποίο σπονδυλώνεται ως εξής: α) God as actus purus (σ. 21-32), β) Energy versus Essence (σ. 32-36), γ) God as Intellect (σ. 36-38) και d) Analogia entis et fidei (σ. 39-42).
Ο Sopko παρουσιάζει την θεματική του διαλόγου Τρεμπέλα – Ρωμανίδη, βάσει του «Εγχειριδίου», ανατρέχοντας όμως και στα άλλα θεολογικά συγγράμματα του π. Ιωάννου, ιδιαίτερα στην Δογματική του και Το Προπατορικόν Αμάρτημα, την διατριβή του. Τα συμπεράσματα του συγγραφέα για τον διάλογο των δύο Ελλήνων Θεολόγων είναι τα εξής: «Ο π. Ρωμανίδης εξεπλάγη από τις επιθέσεις του Τρεμπέλα στο έργο του, ειδικά αφού βασιζόταν στον Αυγουστίνο, Άνσελμο και τον Ακινάτο. Ποτέ δεν φαντάστηκε, ότι οι απόψεις τους θα εθεωρούντο πεμπτουσία της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα… Η συλλογή αυτή κειμένων προσφέρει μίαν όψη της αιχμαλωσίας της Ορθοδόξου παραδόσεως στο μικρόκοσμο με την παρουσίαση από τον Τρεμπέλα μερικών κλασσικών ψευδομορφώσεων, αλλά επίσης τον δρόμο προς το μέλλον, με την απόρριψή τους από τον π. Ρωμανίδη, που χρησιμοποιούσε παραδοσιακές προοπτικές. Από πολλών απόψεων τα κείμενα παρέχουν μίαν άριστη εισαγωγή στην αναζήτηση του π. Ρωμανίδη για την αυθεντική Χριστιανική παράδοση»29. Και σ’ άλλο σημείο συμπληρώνει: Το «Εγχειρίδιο» θα μπορούσε να παρερμηνευθεί ως διάλογος μεταξύ ενός δυτικού οπαδού του λατινικού σχολαστικισμού και ενός Ορθοδόξου πολεμίου του μάλλον, παρά ως αντιπαράθεση μεταξύ δύο Ορθοδόξων θεολόγων… από πολλών απόψεων επανέφερε στον τύπο διαλόγου, που θα μπορούσε να διεξαχθεί μεταξύ ενός «νομιναλιστού» και ενός «ρεαλιστού» στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων τον δέκατο τέταρτο αιώνα»30.
Με την «αλληλογραφία» και το «Εγχειρίδιον» ασχολήθηκε συνοπτικά και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, με τον τίτλο: Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης», προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα ή λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 2003.
Συνεπώς, η φύση και ο χαρακτήρας του «Εγχειριδίου», αλλά και μέρος του περιεχομένου του, είναι ήδη γνωστά. Επιβάλλεται όμως η δημοσίευση όλου του κειμένου, για λόγους ερευνητικούς, όπως ήδη ελέχθη, και για την σπουδαιότητά του ως θεολογικού-δογματικού ντοκουμέντου. Την ανάγκη δημοσιεύσεως του, άλλωστε, διείδαν ήδη πανεπιστημιακοί, υπερασπιστές μάλιστα του Π. Τρεμπέλα, όπως ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Δ. Μουρατίδης, ο οποίος μετά τον διάλογο Μπάστα – Σακαρέλλου, συνέταξε μία εγκωμιαστική μελέτη31 για τον καθηγητή, επιτιθέμενος με την γνωστή σφοδρότητά του κατά επικριτών του, και μάλιστα του Αθανασίου Σακαρέλλου, διότι, όπως γράφει, στηρίχθηκε «σε μια αδημοσίευτη αλληλογραφία», προσθέτοντας χαρακτηριστικά: «Σ’ ένα δημόσιο διάλογο είναι ανεπίτρεπτο να επικαλείται (δηλαδή ο κ. Σακαρέλλος) μία άγνωστη και αδημοσίευτη αλληλογραφία»32. Βέβαια, ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου δεν μπορούσε να φαντασθεί το περιεχόμενό της, μένοντας με την εντύπωση ότι ο κ. Σακαρέλλος χρησιμοποίησε τα σημαντικότερα αποσπάσματά της προς εντυπωσιασμό. Την ανάγκη αυτή θέλησε να καλύψει ο Α. Sopko με την μετάφραση ευρύτερων αποσπασμάτων του «Εγχειριδίου», αλλά σε μια διατριβή δακτυλογραφημένη, που κυκλοφορείται σε κύκλους, κυρίως, ειδικών. Δικαιολογείται, λοιπόν, και από αυτή την πλευρά η δημοσίευση ολόκληρης της «αλληλογραφίας» σήμερα ως αίτημα της έρευνας, για να φωτισθεί και συνειδητοποιηθεί το καταθλιπτικό βάρος της σχολαστικής μας αιχμαλωσίας στον χώρο της ακαδημαϊκής μας θεολογίας.
4. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ως γνωστόν, τα πάντα στον τόπο μας και ιδιαίτερα στον εκκλησιαστικό χώρο, αντιμετωπίζονται συνήθως παραταξιακά, είναι βέβαιο, ότι δεν θα λείψουν και εκείνοι, που για λόγους συναισθηματικούς και οπωσδήποτε αντιεπιστημονικούς, θα αντιδράσουν στο εγχείρημά μας, «πολύς γαρ της συνήθειας ο παραλογισμός», κατά τον ιερό Χρυσόστομο, για να μη θιγεί κατ’ αυτούς- το κύρος του καθηγητού Π. Τρεμπέλα. Στην έρευνα όμως δεν ισχύουν αυτά τα κριτήρια. Οι Μεγάλοι παραμένουν μεγάλοι παρ’ όλες τις τυχόν ελλείψεις σε κάποια περίοδο της ζωής τους ή και τα λάθη τους, τα οποία, όπως ήδη ελέχθη, βάρυναν περισσότερο την εποχή και το περιβάλλον τους, παρά αυτούς τους ίδιους. Στα πρόσωπα των δύο αντιμαχομένων πάλευαν δύο διαφορετικοί κόσμοι, όπως συμβαίνει συνήθως, και δύο διάφορες και ασύμπτωτες μεταξύ τους θεολογικές παραδόσεις. Μόνον έτσι, άλλωστε, εξηγείται, πως ήταν δυνατόν ο μεν Βικέντιος Δαμοδός στην δεκαετία του 1740 να υποστηρίζει έναντι των σχολαστικών, όπως ο Δημήτριος Κυδώνης, την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ως αυθεντική Ορθοδοξία33, ενώ η διδασκαλία αυτή να περιθωριοποιείται ή και απορρίπτεται από πολλούς από τον 19ον αιώνα, και μάλιστα στον πανεπιστημιακό χώρο. Μη λησμονείται, όμως, ότι η διανόηση και ο χώρος της πολιτικής («τα άθεα γράμματα») είναι μόνιμα οι πύλες εισόδου της «Δύσεως» στην Ελληνική πραγματικότητα.
Γιατί όμως να μη δούμε το πράγμα και μέσα από μιαν άλλη προοπτική; Οι όντως μεγάλοι στην επιστήμη βοηθούν περισσότερο την Έρευνα με τα λάθη τους, διότι είναι και αυτά μεγάλα. Γι’ αυτό μεγάλο είναι και το τόλμημα της κριτικής αναθεωρήσεώς τους, για να ανατραπούν και να αποκατασταθεί η αλήθεια, που εξ ίσου με τα πρόσωπα ενδιαφέρει την επιστήμη, και μάλιστα την Θεολογία. Εξ άλλου, δεν είναι η μόνη φορά, που ασκήθηκε κριτική στον Π. Τρεμπέλα34, όπως ασκείται κριτική σε κάθε ερευνητή, λιγότερο ή περισσότερο επιφανή. Αυτό είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στον χώρο των θετικών επιστημών. Οι «άλλοι» έρχονται εκ των υστέρων να δικαιώσουν τον κρίνοντα ή τον κρινόμενο (παράβαλλε περίπτωση Α. Einstein).
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν εδώ να παραλειφθούν. Γράφονται, όμως, για να μη σκανδαλισθούν οι «ελάχιστοι» (Ματθαίος κε΄ 40) και ευσκανδάλιστοι, οι οποίοι συνήθως μεταβάλλουν σε «είδωλα» και «ταμπού» υπεροχικά πρόσωπα της παρατάξεώς τους, μη ανεχόμενοι και την ελάχιστη σ’ αυτά κριτική, καλόπιστη μάλιστα, για χάρη της αλήθειας. Στις περιπτώσεις όμως αυτές οι «δικοί μας» ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από την αλήθεια. Η κριτική, που ασκήθηκε στις θεολογικές απόψεις του Π. Τρεμπέλα, ο οποίος προσέφερε μάλιστα πάμπολλες αφορμές κριτικής με το τεράστιο σε έκταση έργο του, δεν έχει σχέση με το πρόσωπό του και την ανυπολόγιστη προσφορά του στην Εκκλησία και το έθνος, αλλά με καίρια και θεμελιώδη σημεία της πανεπιστημιακής διδασκαλίας του, που λόγω του κύρους του καταξιώνονταν ευρύτερα ως Ορθοδοξία. Τα σημεία αυτά ήσαν η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» θεωρία του σχολαστικού θεολόγου Ανσέλμου Κανταβρυγίας (+ 1100)35, η διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό και η παραδοχή «κτιστής χάριτος» (ενεργείας) στην αγία Τριάδα.
5. Η σφοδρότητα του Π. Τρεμπέλα στην κριτική, που πρώτος αυτός άσκησε στην υποβληθείσα προς κρίσιν διατριβή του π. Ιωάννου, εξηγείται ίσως και από το γεγονός, ότι κατά την διεξαγωγή του θεολογικού διαλόγου των δύο θεολόγων είχε ολοκληρωθεί (ή πλησίαζε την ολοκλήρωσή της) η συγγραφή της τρίτομης Δογματικής του Καθηγητού36, έργου σπουδαίου για τον όγκο του, την συλλογή τεράστιου πατερικού υλικού και την επιστημονικότητά του, που προδίδει την υψηλή κατάρτιση, ακόμη και την φιλοσοφική πληρότητα του συγγραφέα.
Από πλευράς όμως μεθόδου συμβάδιζε37 με την Δογματική του άλλου μεγάλου Καθηγητού της ίδιας Σχολής Χρήστου Ανδρούτσου38. Ο Π. Τρεμπέλας, δεχόμενος την θεολογική αυθεντία του Χρ. Ανδρούτσου, στην αντιμετώπιση των θέσεων του π. Ιωάννου, δεν μαχόταν μόνον για την διάσωση του κύρους της δικής του Δογματικής, αλλά και της φήμης και του κύρους του Ανδρούτσου και του έργου του. Όπως δε ο ίδιος δηλώνει στην «αλληλογραφία», υπερεκτιμούσε τον Χρ. Ανδρούτσο και δεν ήταν, βέβαια, σ’ αυτό ο μόνος39. Ο Π. Τρεμπέλας, συνεπώς, έκανε διπλόν αγώνα. Σημασία δε έχει, ότι δεχόμενος τον Ανδρούτσο ως κατά πάντα Ορθόδοξο, θεωρούσε και την υπεράσπιση της θεολογίας τού Ανδρούτσου (άλλα και της δικής του) ως αγώνα υπέρ της Ορθοδοξίας. Ήταν απόλυτα ειλικρινής, έτσι, όταν κατηγορούσε τον π. Ιωάννη ως αιρετικό. Έχοντας ως πρότυπο την Δογματική του Ανδρούτσου40, εξ άλλου, στα παραπάνω θεολογικά ζητήματα, όπως και από άλλους έχει επισημανθεί, αναγκαστικά συμπίπτει με εκείνον.
Στον Α’ Τόμο της Δογματικής του ο Καθηγητής Τρεμπέλας για τα περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό, θέμα κεντρικό της ορθοδοξο-πατερικής παραδόσεως και θεμελιώδες για την ιερή υπόθεση της σωτηρίας, αρκείται (σε μιαν Ορθόδοξη Δογματική) σε ένα σύντομο και με μικρότερα στοιχεία παράθεμα41, αποδίδοντας στο θέμα, ακόμη και οπτικά, δευτερεύουσα σημασία42. Όπως δε φαίνεται από την κριτική του στην Διατριβή του π. Ιωάννου, αποδεχόταν και αυτός, όπως και ο Ανδρούτσος, ως Ορθόδοξη την περί «κτιστής χάριτος» διδασκαλία, ως και την Ανσέλμειο διδασκαλία «περί ικανοποιήσεως», που δεν ήταν όμως «αμάρτημα» του πολιού Καθηγητού. Και όμως θεωρήθηκε στους παραπάνω διαλόγους αυθάδεια η τόλμη του π. Ιωάννου να «διορθώσει» πατερικά, σε αυτά τα σημεία, τους Καθηγητές Ανδρούτσο και Τρεμπέλα, ο οποίος όμως με το κύρος που διέθετε στην Ελληνική κοινωνία επηρέαζε πολλούς, καθορίζοντας στην πράξη τι είναι ή δεν είναι Ορθόδοξο. Πρέπει δε να διερωτώμεθα, πώς ήταν δυνατόν οι υπερασπιστές του Καθηγητού (στα σημεία αυτά) και κατά συνέπεια επικριτές, άμεσα ή έμμεσα, του π. Ιωάννου, να είναι βέβαιοι και για την δική τους ορθοδοξία! Αλλ’ είπαμε ήδη, η σχολαστική αιχμαλωσία από πολλών απόψεων είχε προχωρήσει εις το «μη περαιτέρω».
Το «Εγχειρίδιον» του π. Ρωμανίδη, όπως και η Διατριβή του, συνιστούν ουσιαστική συμβολή στην προσέγγιση και κατανόηση μιας εποχής και των προβληματισμών της στον ακαδημαϊκό μας χώρο. Φωτίζει επαρκώς μια ιστορική στιγμή, στιγμή καμπής, θα λέγαμε, στην νεώτερη Ελληνική (ελλαδική) Θεολογία και αυτό που εδώ ενδιαφέρει, δεν είναι τα Πρόσωπα, σεβαστά και αγαπητά πάντοτε, αλλά το πρόβλημα και η αντιμετώπισή του. Εξ άλλου, η περίπτωση του π. Ιωάννου αποδεικνύει, ότι η «Σχολή μας ήδη βρισκόταν στην πορεία υπερβάσεως του σχολαστικού παρελθόντος της, εφ’ όσον Καθηγηταί, όπως ο Ιωάννης Καρμίρης (1903-1992), ειδικός δογματολόγος43 και εποπτεύων την Διατριβή τού π. Ιωάννου, και ο Κωνσταντίνος Μπόνης (1905-1990)44, πατρολόγος, αλλά και ο κανονολόγος Αμίλκας Αλιβιζάτος (1887-1969)45, ομότιμος τότε, υπεστήριζαν την Διατριβή και τελικά (οι δύο πρώτοι) επέτυχαν την έγκριση και αποδοχή της από την Θεολογική Σχολή. Το κύρος του Π. Τρεμπέλα δεν μειώθηκε, φυσικά, με την απόφαση της ολομέλειας της Σχολής, η οποία αγνόησε τους φόβους του Καθηγητού, ότι η Σχολή στο πρόσωπο του π. Ιωάννου θα αναγνώριζε και θα επιβράβευε έναν «αιρετικό». Η εντύπωση που μένει τελικά από την μελέτη των «επιστολών» του καθηγητού Π. Τρεμπέλα, είναι, ότι υποτίμησε τον νεαρό π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος επρόκειτο να αναδειχθεί σε μεγάλο, ίσως τον μεγαλύτερο, Ορθόδοξο δογματολόγο του 20ού αιώνα.
6. Τελικά η θεολογική αντιδικία Π. Τρεμπέλα και π. Ι. Ρωμανίδη ωφέλησε την πνευματική ανέλιξη της Θεολογίας μας, που στράφηκε περισσότερο προς το άγιον Όρος, αναζητώντας την ησυχαστική παράδοση στον χώρο της αυθεντικής συνέχειάς της, αλλά και της Σχολής μας, η οποία με την εργασία του π. Ιωάννου απέκτησε για την περαιτέρω πορεία και προσφορά της ένα σημαντικό «προηγούμενο». Ανάλογη θα είναι μετά από λίγα χρόνια (1965) η συμβολή στον χώρο της εκκλησιαστικής ιστορίας της Διατριβής του Ιωάννου Ζηζιούλα, Σεβασμιωτάτου σήμερα Μητροπολίτου Περγάμου, Καθηγητού – Ακαδημαϊκού46. Κατά τον Α. Sopko «η έμφαση του π. Ιωάννου στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά εισήγαγε ένα νεώτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα στην νεοελληνική Θεολογία»47.
Με το «Εγχειρίδιον» επίσης αντιλαμβανόμεθα, γιατί ο π. Ιωάννης αιφνιδίασε την Σχολή, ταράζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα. Αυτό, όμως, που προκαλεί έκπληξη, είναι η υψηλή κατάρτιση στην πατερική θεολογική παράδοση ενός νέου θεολόγου, που μεγάλωσε στις Η. Π. Α., σπούδασε εκεί και γνώριζε «από πρώτο χέρι» την ετεροδοξία (παπισμό και προτεσταντισμούς). Κατόρθωσε όμως με την εμπειρική γνώση της ρωμαίικης ασκητικής παραδόσεως, που διδάχθηκε από την Καππαδόκισσα μητέρα του48, τα ερείσματα που κέρδισε από την γνώση της Θεολογίας των Ρώσων Θεολόγων της διασποράς, και μάλιστα του π. Γ. Φλορόφσκυ, αλλά και διαθέτοντας μαζί με την ευσέβεια και μία υψηλού βαθμού ευφυΐα, να προσεγγίσει παραδοσιακά τους Πατέρες και να διεισδύσει στο πνεύμα τους. Αυτή η άμεση γνώση των Πατέρων49 ήταν η κύρια προϋπόθεση της μεγάλης προσφοράς του στην Θεολογία μας, που άρχισε ουσιαστικά με την Διατριβή του και συνίσταται στα εξής:
α) Εισήγαγε στην ακαδημαϊκή Θεολογία την προτεραιότητα της εμπειρικής ασκητικής θεολογήσεως, αποδυναμώνοντας τον σχολαστικό, στοχαστικό, στην ουσία μεταφυσικό, τρόπο θεολογήσεως της δυτικής Χριστιανοσύνης.
β) Συνέδεσε την ακαδημαϊκή Θεολογία με την λατρεία και την φιλοκαλική παράδοση, καταδεικνύοντας την αλληλοπεριχώρηση και αλληλοσυμπλήρωση Θεολογίας και Πνευματικότητος, αλλά και επιβεβαιώνοντας τον ποιμαντικό χαρακτήρα της Θεολογίας, και ιδιαίτερα της Δογματικής. Είναι δε απορίας άξιον, πως οι φανερά ή συγκεκαλυμμένα δυτικίζοντες συνάδελφοί του τον κατηγορούσαν για την συχνή αναφορά του στο φιλοκαλικό σχήμα: κάθαρση-φωτισμός-θέωση (δοξασμός), ως την προϋπόθεση της αυθεντικής θεολογήσεως, μολονότι αυτή είναι η συνεχής και αναλλοίωτη Ορθόδοξη παράδοση!
γ) Διείδε και προέβαλε τον στενό σύνδεσμο δόγματος και ιστορίας, και
δ) Γνωρίζοντας σε βάθος και πλάτος την ιστορική διαλεκτική Ρωμαιοσύνης και Φραγκοσύνης, μπόρεσε να κατανοήσει και περιγράψει την διαμετρική διαφορά, στις προϋποθέσεις και τις πραγματώσεις, φράγκικου και ρωμαίικου πολιτισμού. Γι’ αυτό και προσέφερε αυθεντικά ρωμαίικα κλειδιά στην ερμηνεία του πολιτισμού μας50.
*
Το κείμενο του π. Ι. Ρωμανίδη δεν δημιουργεί εκδοτικές δυσκολίες. Άλλωστε, ήταν ήδη έτοιμο για έκδοση. Γι’ αυτό μεταφέρεται πιστά στην έντυπη μορφή του. Κρίθηκαν όμως αναγκαίες μερικές επεμβάσεις στην στίξη, ενίοτε δε και στην ορθογραφία για την ομαλοποίησή της. Δυστυχώς, μη έχοντες το κείμενο της Διατριβής του π. Ρωμανίδη, στο οποίο γίνονται οι παραπομπές της αλληλογραφίας, δεν κατέστη δυνατός ο έλεγχος των αριθμών των σελίδων. Δεν εθίγησαν όμως στο ελάχιστο μερικές γλωσσικές ιδιομορφίες του κειμένου, που μαρτυρούν και τις ελλείψεις ακόμη του μεγαλωμένου στις Η. Π. Α. Συντάκτη στην Ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιεί δε την «καθαρεύουσα», που διδάχθηκε στην Θεολογική Σχολή του «Τιμίου Σταύρου» (Holy Cross) στο Brookline της Μασσαχουσσέτης. Όσο κρίνεται αναγκαίο, επίσης, συμπληρώνονται βιβλιογραφικά οι σημειώσεις του π. Ιωάννου, διευρύνονται δε ή και προστίθενται άλλες, με σαφή όμως πάντα δήλωση της προελεύσεώς τους. Οι εσωτερικές, τέλος παραπομπές στο «Εγχειρίδιον» γίνονται στις σελίδες του χειρογράφου του συγγραφέως, που σημειώνονται με εντονότερα στοιχεία (01, 015 κ.ο.κ.)
π. Γ. Δ. Μ. Ληξούρι, 11 Αυγούστου 2008, ανάμνηση του υπερφυούς θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνος (1716).
Σημειώσεις:
1. G. Willians, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Εισαγωγή στη σκέψη του (μετάφραση. Θ. Παπαθανασίου), Αθήνα 1989. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979). Πατερική μορφή του 20ού αιώνος», στο: Παρεμβάσεις Ιστορικές και θεολογικές, Αθήνα 1998, σσ. 136-141. Θ.H.Ε., τ. 11 (1967), στ. 1183-1186 (Γ. Σ. Μπεμπής).
2. π. Γ. Φλορόφσκυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (Και ο όρος «ψευδομόρφωσις» (εγκύστωμα), ειλημμένος από τις φυσικές επιστήμες για τις θεολογικές παραμορφώσεις, ανήκει στον π. Γ. Φλορόφσκυ).
3. Εις το Συνέδριο έλαβαν μέρος οι κορυφαίοι Ορθόδοξοι πανεπιστημιακοί Θεολόγοι της εποχής με προεξάρχοντες τους Ρώσους «της διασποράς» και με κορυφαίο τον π. Γ. Φλορόφσκυ.
4. Procès – Verbaux du Premier Congres de Thèologie Orthodoxe a Athènes, 29 Nov. – 6 Dec. 1936, Athènes 1939.
5. Βλέπε Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σελ. 101 ε. ε., 154 ε. ε., 303 ε. ε.
6. G. Ε Henderson (μετάφραση. Φ. Βώρου), Η Ιόνιος Ακαδημία, Κέρκυρα 1980. Παράβαλλε π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η Ιόνιος Ακαδημία, Αθήνα ( = ανάτ. από το περιοδικό «Παρνασσός», τ. κγ΄) 1981. Γερασίμου Η. Πεντόγαλου, Η Ιατρική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας, Θεσσαλονίκη 1980.
7. Βλέπε άρθρο του Δημητρίου Μωραΐτου, στην ΘΗΕ., τ. 6 (1965) στ. 267-269. Σπ. Δ. Κοντογιάννη, «Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1837-1987)» στο ημερολόγιον της Εκκλησίας της Ελλάδος 1987, σελ. ιε΄ – μστ’ (με βιβλιογραφία), π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Το πρόβλημα των σχέσεων ελληνικής και γερμανικής Θεολογίας τον ΙΘ’ αιώνα», στο: Του Ιδίου, Λόγος ως αντίλογος Θεολογικά δοκίμια, Αρμός, Αθήνα 1992, σελ. 113-126.
8. Χρήστου Γιανναρά, όπου π., σελ. 303 ε.ε.
9. Βλέπε ΘΗΕ. 6 (1965), στ. 269-271 (Χρ. Ευγενίδης).
10. Η ρωσική «σχολή» της ρωσικής Θεολογίας της διασποράς ονομάσθηκε «νεοπαλαμική», όπως και η σερβική «σχολή» του π. Ιουστίνου Πόποβιτς και η ρουμανική του π. Δημητρίου Στανιλοάε. Βλέπε Χρ. Γιανναρά, όπου πριν, σελ. 446.
11. Βλέπε Ενδεικτικά π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Το πρόβλημα των σχέσεων Ελληνικής και Γερμανικής Θεολογίας τον ΙΘ’ αιώνα», στην Επιστ. Επετ. τής Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, τ. κη’, 1989. (Βλέπε και σημ. 7).
12. Ο Γρ. Παπαμιχαήλ με σπουδές στην Πετρούπολη της Ρωσίας, διετέλεσε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τα έτη 1918-1944. Η σχετική εργασία του (Διατριβή στην Πετρούπολη) έχει τον τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1911). Εδημοσίευσε επίσης: «Γρηγορίου του Παλαμά κατά Βαρλαάμ του Καλαβρού Αντιρρητικός» και «Γρηγόριος ο Παλαμάς προς Γρηγόριον Ακίνδυνον», στο: Εκκλησιαστικός Φάρος (1913). Ομολογία Νικηφόρου Γρήγορα (Ε. Φ. 1913). Βέβαια, έγραφε και την μελέτη: «Μαθηματική απόδειξις περί της υπάρξεως του Θεού» (1931). Βλέπε Θ.Η.Ε.,9 (1966), στ. 1198-1201 (Ι. Ν. Καρμίρης).
13. Για τα βιογραφικά του βλέπε Andrew J. Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy. The Theology of John Romanides, Synaxis Press, Canada 1998. Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης. Ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης», προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα ή λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 20032.
14. Βλέπε Θ.Η.Ε., 11 (1967) στ. 845-848 (Εμμ. Ι. Κωνσταντινίδης). Ευαγγέλου Θεοδώρου, Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας, Εν Αθήναις 1971. Κωνσταντίνου Δ. Μουρατίδου, «Ο μεγάλος Πρόμαχος της Ορθοδοξίας (Απάντηση εις τα γραφέντα κατ’ αυτού)», Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι 1989.
15. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της τάσης είναι το άρθρο του καθηγητού – ακαδημαϊκού Δημητρίου Ν. Κιτσίκη στο Τρίτο Μάτι (Φεβρ. 2008). Βέβαια, ο συντάκτης απλώς αναπαράγει κυκλοφορούμενες για τον π. Ιωάννη φήμες, διατυπούμενες μάλιστα από «φίλους» του! Παράβαλλε το περιοδικό του Δ. Κιτσίκη, Ενδιάμεση Περιοχή, αρ. 47/Άνοιξη 2008. Αυτά όμως γράφθηκαν μετά τον θάνατο του. Αντίθετα πολύ τον ελύπησαν όσα επικριτικά έγραψε ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς στο βιβλίο του: Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σελ. 444. Από τον Χρ. Γιανναρά άντλησε τις πληροφορίες και ο καπουτσίνος Καθηγητής Ιωάννης Σπιτέρης, σήμερα Αρχιεπίσκοπος των Παπικών της Κέρκυρας (La Teologia Ortodossa Neogreca, Bologna 1992). Βιβλιοκρισία και απάντηση στα κατά του π. Ιωάννη χαλκεύματα έγραψε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός (Θεολογία, τ. ξστ’, 1995, σελ. 852-857, και Εκκλησιαστική Αλήθεια, φ. 1 και 15 Απριλίου 1995). Παράβαλλε Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, + Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης. Ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης», προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα ή λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 21-47.
16. Ο π. Ιωάννης μετείχε σ’ αυτούς, εκπροσωπώντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή την Εκκλησία της Ελλάδος.
17. Ενθυμούμαι λ.χ. Την κυριολεκτική «εξαφάνιση» ενός σπουδαίου κειμένου του π. Ιωάννου, που του είχε ανατεθεί ως εισήγηση σε μια συνάντηση του Διαλόγου μας με τους Λουθηρανούς, με τον τίτλο: «Jesus Christ, the Life of the World» (Ο Ιησούς Χριστός η Ζωή του Κόσμου. Βλέπε Xenia Oecumemca 39 (1983), 232-275). Το κείμενο αυτό, που παρουσιάζει τα θεμέλια της Ορθοδόξου Χρίστολογίας υπό το φως της αγιοπατερικής πνευματικότητος, διενεμήθη μεν, αλλ’ ουδέποτε ανεγνώσθη, ως ώφελε, για να συζητηθεί κατά την συνεδρία. Είναι αδύνατο, επίσης, να διαγράψω από την μνήμη μου μία σκηνή, που με συγκλόνισε κυριολεκτικά. Σε μια ιδιωτική συνομιλία γύρω από τις προϋποθέσεις του θεολογικού λόγου, τόλμησα να μιλήσω περί πνευματικότητος και αμέσως οι δύο ελληνόφωνοι συνομιλητές μου γέλασαν με καγχασμό, αφήνοντάς με άναυδο. Τότε συνειδητοποίησα, γιατί προκαλούσε ο π. Ιωάννης, αλλά και πώς κατανοείται ο Διάλογος από εμάς τους ίδιους.
18. Γράφει ο Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα, όπου πριν, σελ. 441: Η Διατριβή «αποτέλεσε και πέτρα σκανδάλου για τους καθηγητές της Σχολής». Και στην σελίδα 444: Η Διατριβή του π. Ρωμανίδη «είναι και θα παραμείνει όχι μόνο ορόσημο της θεολογικής μεταστροφής της δεκαετίας του ’60, αλλά και μέτρο διαυγέστατης εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας».
19. Ο πολιός Καθηγητής διήνυε το τελευταίο έτος της θητείας του στην Θεολογική Σχολή και η γνώμη του εβάρυνε πολύ, αφού μάλιστα είχε ασχοληθεί σοβαρά, μεταξύ άλλων, και με τον χώρο της Δογματικής. Αυτός όμως, που επόπτευε κυρίως την Διατριβή του π. Ιωάννου, ήταν ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης.
20. Βλέπε παραπάνω (σημ. 14) την μελέτη του Κωνσταντίνου Μουρατίδη. Είναι ορθά και δίκαια όσα σημειώνει επ’ αυτού ο καθηγ. Χρήστος Γιανναράς (Ορθοδοξία, και δόση, όπου πριν, σελ. 332): «Μέσα στο κλίμα της πνευματικής καχεξίας που δημιουργεί ο στείρος επαγγελματισμός των ακαδημαϊκών εξειδικεύσεων, ο Τρεμπέλας εμφανίζει ένα μέγεθος δυναμικής παρουσίας, που μόνο σαν απροσδόκητη ιστορική εξαίρεση μπορεί να αντιμετωπισθεί στα νεοελληνικά δεδομένα. Δεν συγγράφει για να εξασφαλίσει σταδιοδρομία, όπως το σύνολο σχεδόν των πανεπιστημιακών συναδέλφων του, αλλά για να αναμετρηθεί με τα προβλήματα και να φωτίσει χώρους ζωτικούς θεολογικού ενδιαφέροντος. Μάχεται με την γραφίδα του ο Τρεμπέλας, και η γλωσσική του καλλιέπεια δίνει στα γραπτά του ενάργεια και αμεσότητα, άγνωστη για τους επαγγελματίες του ακαδημαϊσμού».
21. Ο τίτλος αυτός σημαίνει, κυρίως, βιβλίο με περιληπτικές πληροφορίες επί ενός θέματος ή χώρου, όπως λ.χ. οι πανεπιστημιακές παραδόσεις. Μπορεί όμως να έχει και την έννοια του ξιφιδίου (stiletto)!
22. Είχα την ευκαιρία, εξ άλλου, να ακούω συχνά τον π. Ιωάννη να ομιλεί μεν με σεβασμό για τον καθηγητή Π. Τρεμπέλα, αλλά και με ένα παράπονο, διότι μεγάλο μέρος των δυνάμεών του αφιέρωσε σε θέματα και αγώνες έξω από την Ορθόδοξη παράδοση. Ορθά παρατηρεί ο Χρήστος Γιανναράς (όπου πριν, σελ. 347): «Ο Τρεμπέλας, σίγουρα, υπήρξε ανυποψίαστο θύμα της παιδείας και του θρησκευτικού περιβάλλοντος… ».
23. Ο καθηγητής Τρεμπέλας κατηγορούσε την Διατριβή του π. Ιωάννου για αιρετικές διδασκαλίες (βλέπε «Εγχειρίδιον», σ. 79 ε.ε., 125 κ.ά. ). Αυτό ήταν, που ουσιαστικά έθιξε τον π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος έγραψε σε μία ιδιωτική επιστολή του προς την οικογένεια Πατέρα (9. 6. 1957): «Εις την συνεδρίασιν της Παρασκευής, ότε επέρασε η μελέτη, ο Κύριος Τρεμπέλας προσεπάθησε μέχρι τέλους να απορριφθή η εργασία μου. Εχρησιμοποίησε όλην του την ρητορικήν τέχνην να συγκίνηση τους καθηγητάς υπέρ της διασώσεως της Ορθοδόξου Παραδόσεως δια της απορρίψεως του αιρετικού μου έργου. Μάλιστα ωμίλησε τόσο πειστικά και συγκινητικά υπέρ της Πατερικής Παραδόσεως, ώστε εκλόνησε τους περισσοτέρους καθηγητάς, οίτινες προς στιγμήν ενόμιζον ότι ο Τρεμπέλας είναι Ορθόδοξος και εγώ αιρετικός. Πάντως ο Καρμίρης και ο Μπόνης δεν συνεκινήθησαν σε τοιούτον βαθμόν, ώστε να χάσουν πάσαν επαφήν με την πραγματικότητα και συμμάζευσαν τους άλλους και έκαμαν το καθήκον των. Ο Τρεμπέλας είπε, ότι έκαμε τον καθήκον του προς την Σχολήν και ότι τώρα απομένει να κάμη το καθήκον του προς την Εκκλησίαν της Αμερικής. Δηλαδή να με καταγγείλη ως αιρετικόν εις τον αρχιεπίσκοπον Αμερικής… ». Βλέπε π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης…. , όπου πριν αελ. 104/105.
24. Ο Π. Τρεμπέλας είχε κοινοποιήσει τις αρνητικές κρίσεις του για την Διατριβή του π. Ιωάννου στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Μιχαήλ, από Κορινθίας, ευρισκόμενον υπό την επιρροή του. Ο Καθηγητής, πράγματι, κατόρθωσε να επηρεάσει τον Αρχιεπίσκοπο κατά του π. Ιωάννου, ο οποίος στο γράμμα του της 22. 3. 1958 (όπου πριν, σελ. 111) σημειώνει: «Φοβούμαι ότι ο Αρχιεπίσκοπος παίρνει το μέρος του Τρεμπέλα τυφλώς, χωρίς να γνωρίζει τα καθέκαστα… Έχει πολλή εμπιστοσύνη στον Τρεμπέλα και μακάρι να είχε τοιαύτην εμπιστοσύνην στους Πατέρες της Εκκλησίας». Και εις το άγιον Όρος ο Π. Τρεμπέλας προσπάθησε να επηρεάσει γνωστούς μοναχούς κατά του π. Ιωάννου.
25. Ο αγαπητός συνάδελφος έμεινε —και αυτός— πιστός στην υπόσχεση προς τον π. Ιωάννη να μην εκδοθεί το «Εγχειρίδιον» προ του θανάτου του.
26. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο καλός δογματολόγος με πολλή λεπτότητα χειρίζεται το θέμα, αποφεύγοντας σε επίμαχα σημεία την άνευ ορίων υπεράσπιση των δύο προκατόχων του. Έτσι, αισθάνεται την ανάγκη να παρατηρήσει, αναφερόμενος στην Δογματική του Π. Τρεμπέλα (τ. Β΄, σελ. 134, σημ. 37): «Καλόν θα ήτο, εάν έλειπον ή τουλάχιστον ετίθεντο εν υποσημειώσει τα περί «κατά συμβεβηκός» χάριτος (gratia creata) διδάγματα των σχολαστικών και νεωτέρων θεολόγων, τα οποία παραθέτει ο αείμνηστος καθηγητής, και τα οποία είναι δυνατόν να διεγείρουν υπόνοιας και παρεξηγήσεις».
27. «Θεία και Ιερά Διδασκαλία» (Δογματική Θεολογία), ανέκδοτη, Χειρ. Βατοπ. 99, φ. 286β. Βλέπε Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση, Αθήνα 20015, σελ. 57.
28. Στον Διάλογο αυτό είχα την τιμή να μετέχω ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας Κύπρου από το 1978, κοντά στον μακαριστό Μητροπολίτη Λεμεσού κυρό Χρύσανθο (+ 2006). Είμαι ευγνώμων στην Αγιωτάτη Εκκλησία της Μεγαλονήσου, διότι μέχρι το έτος 1992, που διήρκεσε η δική μου συμμετοχή στον ενδιαφέροντα αυτό Διάλογο, είχα την δυνατότητα να γνωρίσω πολύ καλά τον π. Ιωάννη σε μακρές συζητήσεις μαζί του, κατά την διάρκεια των συναντήσεων της Επιτροπής μας με την αντίστοιχη Λουθηρανική, οικοδομώντας από την πρώτη στιγμή μία πνευματική σχέση μαζί του, που συνεχίσθηκε και στην Ελλάδα, ως τον θάνατο του.
29. Romanides was flabbergasted by Trempelas. Attacts upon his work, especially since these were based on Augustine, Anselmus and Aquinas. He never dreamt that their νiews would be considered the «quintessence of Orthodoxy» in Greece… This collection of texts affords a view of the captivity of Orthodox Tradition in microcosm through Trembelas presentation of some of the classical pseudomorphoses, but also the way το the future through their rejection by Romanides using Traditional perspectives. In many ways, the texts provide an excellent introduction το Romanides quest for authentic Christian Tradition (σελ. 13).
30. Το «Εγχειριδίον» could easily be misconstrued as a debate between a western proponent of Latin scholasticism and his orthodox opponent rather than a confrontation between two Orthodox Theologians… In many respects it harkened back το the type of debate which might occur between a nominalist and a realist at the University of Paris in the fourteenth century (όπου πριν, σελ. 19).
31. Κωνσταντίνου Δ. Μουρατίδου, Ο μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας, όπου πριν.
32. Στο ίδιο, σελ. 10.
33. Βλέπε π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και αλλοτρίωση, όπου πριν, σελ. 70 κι εξής.
34. Τον Δεκέμβριο του 1929 ο εκ Πατρών Σωτήριος Κυριακόπουλος κατέθεσε στην Ιερά Σύνοδο μήνυση κατά του Π. Τρεμπέλα «επί αιρέσει», διότι δεχόταν την «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης διδασκαλία του σχολαστικού Ανσέλμου Κανταβρυγίας (+ 1100). Θεολογικό πρόβλημα εξ άλλου δημιούργησε και μία θέση του Π. Τρεμπέλα για την «ηθική τελειότητα του Ιησού Χριστού ως ανθρώπου». Βλέπε Το έργο του Ιησούς ο από Ναζαρέτ, Αθήναι 1930, σελ. 134. Και στην γ’ εκδ. του βιβλίου (Αθήνα 1954) επαναδιατυπώνεται η ίδια διδασκαλία (σελ. 277, σημ. ) («… Η τελειότης και η αναμαρτησία του Ιησού, καίπερ απηλλαγμένη πάσης σκιάς και πάσης κηλίδος και παντός μώμου, δεν ημπορεί ποτέ να εξισωθή προς την απόλυτον και απεριόριστον αγαθότητα του Θεού. Η αναμαρτησία και η αγιότης του Ιησού ως ανθρώπου υπήρξεν αναμαρτησία και αγιότης ανθρώπινη») (Βλέπε Σωτηρίου Π. Κυριαζοπούλου, Οι Αιρετικοι. Ο αντίχριστος, οι Σπουδασταί των Γραφών και η καθαιρούσα τούτους δίστομος μάχαιρα της βασιλείας, Αθήναι 1934, σελ. 103 ε. ε. ). Ο Π. Τρεμπέλας έγραψε και ειδική μελέτη για να τεκμηριώσει την θέση του, με τίτλο: Η ηθική τελειότης του Χριστού κατά το ανθρώπινον, Αθήναι 1930, Παράβαλλε Τον Α΄ Τόμο της Δογματικής του, σελ. Ε, (Αθήναι 1959). Η Ιερά Σύνοδος υπό τον Αρχιεπίσκοπο και Καθηγητή Πανεπιστημίου Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (1923-1938), στηριζόμενη σε εισήγηση του καθηγ. Χρήστου Ανδρούτσου, εδικαίωσε (Οκτώβριος 1930) τον Π. Τρεμπέλα, η υπόθεσις δε στράφηκε κατά του μηνυτού Σ. Κυριακόπουλου. Ο Χρ. Ανδρούτσος στην γνωμοδότησή του υποστήριξε, ότι η διδασκαλία του Ανσέλμου για την σταυρική θυσία του Κυρίου «αποτελεί κεντρικόν και θεμελιώδες δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Δυτικής και του αξιωματικού προτεσταντισμού». Κριτική όμως στον Π. Τρεμπέλα άσκησαν και άλλοι γνωστοί και καταξιωμένοι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι. Ο Γ. Φλορόφσκυ (RGG3,VI,781) παρατηρεί για την Σχολή μας και τον Καθηγητή Π. Τρεμπέλα: «Die Theologische Fakultät an der Universitat Athen folgte der westlichen Richtung. Die grundlegenden Handbücher der Theologie in griechischer Sprache waren in diesem Geiste abgefasst (Zekos Rossis, Christos Androutsos, Konstantin Dyobouniotis, Panagiotis Trembelas)».
Αλλά και ο θεοφιλέστατος Επίσκοπος (τότε) Διοκλείας, Καθηγητής Κάλλιστος Ware, στην βιβλιοκρισία του για την γαλλική μετάφραση από το Ουνιτικό κέντρο του Chevetogne/Βέλγιο, της Δογματικής του Π. Τρεμπέλα (στο Eastern Church Review, τ. Ill, αρ. 4, 1971, σελ. 477-480), παρατηρεί: «Καταρχήν το έργο του Καθηγητού Τρεμπέλα είναι ένα βιβλίο με πολλή αυτάρκεια. Δεν είναι ακριβώς αυτάρεσκο… Ασφαλώς όμως είναι σχολαίο στον τόνο, μονολιθικό και ακόμα θριαμβολογικό… Το έργο είναι κατά κάποιο τρόπο ένα επαρχιώτικο βιβλίο. Αντικατοπτρίζει με ακρίβεια το πνεύμα της ελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας στα τελευταία εβδομήντα χρόνια, όχι όμως τη θεολογία της καθολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας… Είναι ένα βιβλίο εμφαντικά δυτικού τύπου… Το όλο σχήμα της Δογματικής, η διάταξη και ταξινόμηση των θεμάτων, ο τρόπος χειρισμού κάθε θέματος, ένα μεγάλο μέρος της ομολογίας και των κατηγοριών που χρησιμοποιούνται, έχουν καταφανώς τη σφραγίδα της Δύσης… Το έργο είναι ένα βιβλίο παλαιού συρμού (old fashioned). Η Δύση στην οποία αναφέρεται είναι περισσότερο παρελθόν παρά παρόν. Αυτό φαίνεται καθαρότατα στην επιλογή της βιβλιογραφίας… Η θεολογία του Καθηγ. Τρεμπέλα είναι ακαδημαϊκή και σχολαστική περισσότερο, παρά λειτουργική και μυστική… Λέει πάρα πολύ λίγα για την σχέση της Εκκλησίας με την ευχαριστία… Και, ακόμα θεμελιωδέστερο, χρησιμοποιεί ελάχιστα την αποφατική προσέγγιση. Δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτε για τη διάκριση Ουσίας και Ενεργειών του Θεού… Οι δογματικές συνέπειες των ησυχαστικών ερίδων παραβλέπονται τελείως». (Βλέπε Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα…, όπου πριν, σελ. 340, σημ. 43). Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ομότιμος σήμερα, Γεώργιος Μαντζαρίδης, με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ως εξής κρίνει το κύκνειο άσμα του αειμνήστου Καθηγητού, «Μυστικισμός- Αποφατισμός-Καταφατική Θεολογία», τεύχος Α΄Β΄, Αθήναι 19802: «Η συμβολή του αειμνήστου πανεπιστημιακού διδασκάλου Π. Τρεμπέλα στην Ελληνική θεολογική γραμματεία είναι εντυπωσιακά επιβλητική… Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τη μελέτη αυτή, που με την πρώτη εμφάνισή της προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και επικρίσεις. Όπως εύλογα είχε τότε σημειωθεί «η μελέτη αυτή αδικεί και την Ορθόδοξον θεολογίαν και τους Πατέρας και τον ίδιον τον συγγραφέα». Αυτό δεν είναι παράδοξο ούτε δύσκολο να κατανοηθεί… όμως ο αληθινά ακάματος αυτός απολογητής του Χριστιανισμού δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις της γενιάς του. Έτσι δημιουργήθηκαν δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαιωνίζονται. Είναι πραγματικά λυπηρό να διαβάζει κανείς ότι με τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «εισάγεται συνθεσις εν τη απλή του Θεού ουσία», ή ότι ο Βαρλαάμ «διετέλει υπό την επίδρασιν των υπερβολών της Σχολαστικής Θεολογίας, αλλά και ο Παλαμάς εν τίνι μέτρω εις την αυτήν παρεσύρθη σύγχυσιν κατά διεύθυνσιν αντίθετον» (σελ. 44). (Γρηγόριος Παλαμάς, τ. 63 (1980), σελ. 233). Το έργο αυτό του Π. Τρεμπέλα δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Α’ τεύχος στον ΙΘ’ τόμο, 1974, και το Β΄ στον Κ’ τόμο, 1975, είκοσι περίπου χρόνια μετά τον διάλογό του με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη.
35. Για το παπικό αυτό δόγμα βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, Θεολογική προσέγγιση από Ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 1995. Για την είσοδο και διακίνησή του στον υπόδουλο Ελληνισμό βλέπε Π. Βασιλείου I. Καλλιακμάνη, Η διδασκαλία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης στην νεοελληνική θεολογία, Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 71 (1988), σελ. 529-537. Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία και η νεοελληνική Κατηχητική και Κηρυκτική πράξη», στο: Του Ιδίου, Λόγος ως Αντίλογος, Αθήνα 1992, σ. 85-98. Του Ιδίου, Το «Εξομολογητάριον» του Αγίου Νικόδημου, Αθήναι 1999 [ =ανάτ. Από την επιστ. επετ. Της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, τ. ΛΔ’ (1999) σελ. 191-208].
36. Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμοι τρεις, Α’ και Β΄, Αθήναι 1959, και Γ’, Αθήναι 1961.
37. Βλέπε Χρ. Γιανναρά, όπου πριν.
38. Έζησε 1869-1935. Βλέπε ΘΗΕ Τ. 2 (1963), στ. 739-743. (Π. I. Μπρατσιώτης). Μέγα Λ. Φαράντου, Δογματική και Ηθική. Εισαγωγικά, Αθήναι 1973, σελ. 74 ε. ε. Ο κ. Φαράντος, κάτοχος της έδρας του Χρ. Ανδρούτσου (1974-1984), ασκεί οξεία κριτική στον προκάτοχό του. Παράβαλλε Χρ. Γιανναρά, όπου πριν, σελ. 322 ε. ε. (στο ίδιο πνεύμα με τον προηγούμενο). Αλλά και ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Παναγιώτης I. Μπρατσιώτης (όπο πριν, σελ. 740 ε. ), με αντικειμενικότητα, παρατηρούσε το 1939 για τον δογματολόγο Ανδρούτσο (Χρ. Ανδρούτσος, εν Μυτιλήνη 1939, σελ. 7. Παράβαλλε ΘΗΕ, όπου πριν, στ. 740): «Είναι αληθές ότι εν τε τοις μεγάλοις τούτοις συστηματικοίς συγγράμμασιν αυτού, ως και εν ταις μετ’ ολίγον μνημονευθησομέναις δογματικαίς αυτού πραγματείαις, διαφαίνεται ποια τις επίδρασις της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας… »!
39. Την αυθεντία του Ανδρούτσου θα υποστηρίξει το 1972 ο μακαριστός Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Μητροπολίτης Μύρων/Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης). Βλέπε την εργασία του: Ορθόδοξος Ανατολή και Δυτικός Κόσμος, Αθήναι 1972.
40. Στα προς την Σχολή γράμματα του ο Π. Τρεμπέλας θεωρούσε τιμητικό ότι ο Χρ. Ανδρούτσος ήταν έμμεσα δάσκαλός του. Η άκρα εμπιστοσύνη του Π. Τρεμπέλα προς τον Ανδρούτσο, ως και η (σκανδαλώδης) άγνοια εκ μέρους του της θεολογίας «των Ρώσων της διασποράς», και μάλιστα του π. Γ. Φλορόφσκυ, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην διαιώνιση και εκ μέρους του σχολαστικών θέσεων.
41. Δογματική…, τ. Α’, σελ. 178/179.
42. Δεν μπορούμε να μην δεχθούμε την ευστοχία του Χρ. Γιανναρά, όταν παρατηρεί: Στην διάκριση ουσίας-ενεργείας «αφιερώνεται μισή μόνον σελίδα με μορφή υποσημείωσης και το όνομα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αναφέρεται τρεις φορές σε ένα σύνολο 1750 σελίδων. Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρεται μία φορά, ο Ισαάκ ο Σύρος καμία, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος καμία». (Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα, σελ. 338).
43. Έζησε 1903-1992, Καθηγητής (τότε) της Ιστορίας των Δογμάτων και της Συμβολικής. Βλέπε γι’ αυτόν: Νικολάου Μπρατσιώτη, άρθρο στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (Εκδοτικής Αθηνών), τ. 4 (1991), σ. 296. Παράβαλλε Μέγα Φαράντου, «Ιωάννης Καρμίρης», στην επιστ. επετ. της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. ΚΓ’ (1976), σ. 9-51. Ο π. Ιωάννης διατηρούσε πάντα αμείωτο τον σεβασμό του για τον Καθηγητή Ι. Καρμίρη. Στην επιστ. επετ. της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης, τ. 19 (1974), σ. 11 ε. ε., βρίσκεται ο «Έπαινος του καθηγητού πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Σ. Ρωμανίδη» στον ανακηρυχθέντα επίτιμο Διδάκτορα της Σχολής, Καθηγ. Ι. Καρμίρη, όπου παρατηρεί: «Μεταξύ των Ελλήνων ηγετών εις την προσπάθειαν αυτήν είναι κατά πρώτον λόγον ο καθηγητής του Πανεπιστημίου των Αθηνών κ. Ιωάννης Καρμίρης, όστις παρήγαγε κολοσσιαίον έργον εις την αναδημιουργίαν των ιστορικών πλαισίων της Ορθοδόξου Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας. Ο επιθυμών να ενδιατρίψη εις τα υπό εξέτασιν θέματα πρέπει εξάπαντος να μελετήση τα έργα του μεγαλυτέρου τούτου Ιστορικού της Ορθοδόξου Δογματικής και Συμβολικής. Άνευ των έργων αυτού η σύγχρονος Ορθόδοξος Θεολογία δεν θα ευρίσκετο εις την σημερινήν της πρόοδον». Την τοποθέτησή του αυτή απέναντι στον Ι. Καρμίρη δεν ανεκάλεσε ποτέ ο π. Ιωάννης, αλλά και ιδιωτικά τον ακούαμε να λέγει ότι «ο Καρμίρης μας άνοιξε και πάλι τον δρόμο στο πνεύμα των Πατέρων». Είναι όμως προς τιμήν του π. Ιωάννου, ότι και για τον καθηγητή Π. Τρεμπέλα σημειώνει στην συνέχεια: «Εξ ίσου απαραίτητος είναι η μελέτη της Δογματικής του κορυφαίου Δογματικού και Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Π. Τρεμπέλα, όστις επίσης ηκολούθησε γραμμήν επανόδου της νεωτέρας Ορθοδόξου Θεολογίας εις την πατερικήν παράδοσιν… ».
44. Κων. Γ. Μπόνης (1905-1990), Καθηγητής της Πατρολογίας και της Ερμηνείας των Πατέρων. Βλέπε Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, άρθρο στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Εκδοτικής Αθηνών, τ. 7 (1991), σ. 20. Παράβαλλε Βασιλείου Δεντάκη, «Κωνσταντίνος Μπόνης», στην επιστ. επετ. Της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, τ. ΚΔ’ (1979/80), σελ. 15-82.
45. Βλέπε ΘΗΕ, τ. 2 (1963), στ. 160-164 (Γερ. I. Κονιδάρης).
46. Βλέπε Ιωάννου Ζηζιούλα, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Αθήναι 1965.
47. Andrew Sopko, όπου πριν, σελ. 20.
48. Βλέπε Π. Λάμπρου Φωτοπούλου, Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου, Εφημέριος, Ιούνιος 2003, σελ. 11-14.
49. Είναι συγκινητική η ομολογία του Π. Τρεμπέλα προς τα μέλη της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων το 1968 (Π. Ν. Τρεμπέλα, Η άδολος Αποστολικότης της Ελληνικής Ορθοδοξίας, Εν Αθήναις 1968, σελ. 19): «Όταν προ τίνων δεκαετηρίδων επεχείρησα ερμηνείαν των Επιστολών και ολοκλήρου της Καινής Διαθήκης, είχον εις το κέντρον των μελετών μου τους ξένους, παραπλεύρως δε τούτων και τας ερμηνείας των Πατέρων. Μετ’ ολίγον είδα, οι ξένοι ακολουθούν εκείνους και δεν υπάρχει περίπτωσις, εις την οποίαν να παρουσιάζωνται οι ξένοι σύγχρονοι ερμηνευταί πρωτοτυπούντες, να μη προηγήθησαν δε και εις αυτήν οι Άγιοι Πατέρες. Ηναγκάσθην λοιπόν να βάλω παραπλεύρως τους ξένους και να μεταθέσω εις το κέντρον τους Πατέρας».
50. Βλέπε Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης…. , όπου πριν, σελ. 50 ε. ε.