Χθες βράδυ ο γυιός μου, μου ζήτησε να του αναπτύξω το θέμα «Όταν το άχθος [=βάρος] γίνεται ευλογία». Θέμα τόσο βαθύ, τόσο ουσιώδες…
Αστραπιαία ο νους μου έτρεξε στην Έλενα,γιατί ήταν το ζωντανότερο παράδειγμα…
Την ίδια ώρα έμπαινε ο σύζυγος για να μας αναγγείλει ότι η Έλενα, η αδελφή Φιλαρέτη «Έφυγε από κοντά μας σήμερα το μεσημέρι», 25 Ιανουαρίου, ημέρα μνήμης των οσίων Ξενοφώντος, Αμμωνά και Συμεών του Παλαιού.
Η Έλενα ήταν η «τρυφερή» χαρά μας στην φοιτητική μας παρέα στη Θεσσαλονίκη· θεολόγος που δεν «θεολογούσε»· μ’αυτό το κάτι απ’ τα αδιαύψευστα που μόνον οι ψυχές γνωρίζουν να σε τραβά δίπλα της, να σε κάνει να νοιώθεις «καλόν ημάς έστιν ώδε» · αυτό που αναπαύει δίχως λόγια , ανεπιτήδευτα, χωρίς προσπάθεια, το ξεχείλισμα κι η ευωδία της ψυχής, αυτό που οι ελάχιστοι -οι εκλεκτοί- το έχουν χάριτι Θεού.
Πόνεσε πολύ, μα ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε· ούτε ένα δάκρυ ούτε ένα «αχ!».
Ανεπιτυχείς εγχειρήσεις στα παραμορφωμένα πόδια που την έκαναν αδύναμη να κινηθεί μόνη της. Η συνοστέωση και τα προβλήματα συμπίεσης των νεύρων, οι ίλιγγοι, η μυική αδυναμία-ατροφία, το αδύνατο ανοσοποιητικό σύστημα με τις συνεχείς λοιμώξεις στην παραμικρή επίσκεψη, οι συνεχείς ναυτίες, το κατεστραμμένο απ’τα βαρειά φάρμακα στομάχι, η κορτιζόνη, η δύσπνοια και τα προβλήματα των πνευμόνων…
«Έγινα έγκλειστη θέλω δεν θέλω-μου έγραφε. Ο Θεός να βοηθήσει…Υπομονή να δίνει ο Κύριος για όλα. Ελένη της υπομονής! «Ειρηνεύετε μέσα στην αγάπη των αγίων μας και της Παναγίας μας» έγραφε και το βίωνε καθημερινά. Και μέσα στον πόνο της παρακολουθούσε «με αγωνία τα προβλήματα των φίλων και προσευχόταν». «Εμείς δόξα τω Κυρίω. Τα νέα τα ίδια. Πάντα σιωπή του πόνου για ευλογία στην ζωή μας μια και είμαστε ανάξιες για πολλά πράγματα. Μιλώ πάντα προσωπικά, έγραφε εξαιρώντας την συγκάτοικο-συνοδοιπόρο καιδιακόνισσα της ζωής της που η πρόνοια του Θεού έστειλε αληθινό επίγειο φύλακα άγγελο. Να εύχεσθε και για μας. Η προσευχή και απλά η σκέψις μας, για το κάθε πρόβλημα του καθενός στον Θεό θα σώσει όλους μας, για να μας χαρίσει την πολυπόθητη και αιώνια ζωή. Δεν γράφω κήρυγμα, απλές σκέψεις μέσα από πόνο που ο καθένας μας είτε φανερά, είτε μόνος περνά…»
Η Έλενα που τόσο πόνεσε, ποτέ δεν πόνεσε κάποιον, ποτέ δεν θύμωσε με κάποιον, ούτε έθιξε-μόνον προσευχήθηκε- για όποιον την έβλαψε ή ζημίωσε (γιατί έζησε και τέτοιες δοκιμασίες). Αν και αντιλαμβανόταν τα πάντα, αντιπαρέρχονταν τους πειρασμούς με σιωπή ή με χιούμορ. «Κάναμε πολύ ωραία βόλτα σήμερα, ε Δήμητρα», έλεγε γελώντας μετά από πολύωρη-άσκοπη διαδρομή για το Πανόραμα ενός ταξιτζή, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του «για το κάτι παραπάνω».
Ποτέ δεν την άκουσα να σχολιάσει κάποιον!
Διακριτική, ήρεμη πάντα και ευγενική στήριζε όλους με τον καλό της λόγο, το ζεστό της βλέμμα, το χαμόγελό της. Τα λόγια της λίγα, αγαπητικά, από καρδίας, με ουσία ζωής από τότε που ήταν πολύ νέα, πολύτιμα. «Μην κουράζεσθε πολύ, απαντούσε στις νεανικές μου υπερβάσεις, γιατί η υγεία είναι το πολύτιμο δώρο του Θεού· εάν την χάσει κάποιος τότε καταλαβαίνει.(Με συγχωρείς που στα γράφω έτσι καθαρά, την αλήθεια σου λέγω…αν την χάσεις δεν ξαναβρίσκεται εύκολα…Γνωρίζω και εγώ από ασθένεια).
Ο Θεός θα δώσει την καλύτερη λύσι…και ό,τι θα γίνει , θα είναι για ωφέλεια ψυχής και ταπείνωση… Θα κάνετε ό,τι μπορείτε για τα παιδιά χωρίς άγχος και με το σταυρό σας θα ξεκινάτε…Τόσοι αφανείς Γέροντες, μα και φανεροί προσεύχονται…Μετά όλοι αυτοί που σας αγαπούν και σας σκέπτονται.
Ο Γιάννης με τα έξι παιδιά· τώρα που είναι κοντά στο Θεό, θα φροντίσει Εκείνος για όλη την οικογένεια… Καθένας και κάθε μας ημέρα με τον δικό της Σταυρό…»
Καθαρή και περιποιημένη , όμορφη μέσ’ στα απλά της ρούχα, αξιοπρεπής μ’ όλα τα περιορισμένα οικονομικά, όχι μόνον δεν άφηνε περιθώρια οίκτου για την αναπηρία της, αλλά σ’ έκανε να θαυμάζεις πόσο θετικά και με πόση εμπιστοσύνη στο Θεό την αντιμετώπιζε, σαν δώρο Θεού και ξεχωριστή ευλογία στη ζωή της. Ώρες-ώρες ακτινοβολούσε από χαρά. «Νοιώθω ότι πετάω», μου έλεγε όντας καθηλωμένη στο καρότσι της και κουνούσε τα χέρια σα φτερά. Και αγαπούσε πλέρια.
Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα πουλιά , την κτίση και τον Κτίστη, την Παναγία μας, τους Αγίους, τον Γέροντά μας, που σαν στοργικός πατέρας την περιέθαλψε απ’ την ώρα που πήγε κοντά του μέχρι τις πολύ δύσκολες ώρες της οδύνης στη μονή της μετάνοιάς της, δίνοντάς της στο τέλος έπαθλο-εφόδιο για την αλλη ζωή το Αγγελικό Σχήμα.
«Ο π. Σ. πήρε τηλέφωνο…έγραφε όλο χαρά. Παίρνει και μιλάμε. Έχει αγάπη και πολλά χαρίσματα μα τα κρύβει, φανερώνεται πάντα στο αμήν. Θέλω ώρες να σου μιλώ γι’αυτόν και τα λόγια που μας λέγει και πόσο μας αγαπά…Η προσευχή του είναι πολύ μεγάλη παρά τα λόγια του, που βέβαια δεν είναι, λιγότερο ωφέλιμα.»
Φιλοπατερική, φιλακόλουθη, φίλη της προσευχής και της νηστείας, δεν χαρίστηκε στον εαυτό της, ούτε στις δύσκολες ώρες. Τήρησε το πρόγραμμά της, χωρίς δικαιολογημένες παρεκκλίσεις, αθόρυβα, με συναίσθηση, εν μετανοία και υπακοή. ΄Ηταν φίλη της σιωπής, μα και φίλη της ζωής και των ανθρώπων.
«Μου λείπει η θάλασσα, μου λείπουν οι άνθρωποι» , μου έγραψε όταν η αρρώστια την έκλεισε μέσα. «Όσο και να λένε την Αθήνα ζούγκλα, εγώ ένοιωθα και ζούσα όμορφα, έβγαλα το Γυμνάσιο-Λύκειο Γλυφάδας με πλούσια παιδιά, που ακόμα με πολλά απ’ αυτά αλληλογραφούμε». Χαιρόταν τη ζωή. «Μου διάβαζει η Δήμητρα. Χαίρομαι με την Ιστορία, την ποίηση, τη Γεωγραφία, τους κλασσικούς, τους Πατέρες της εκκλησίας. ..Αγαπώ πολύ τα βιβλία, την κλασσική μουσική, μή γελάσεις, τις κουκλίτσες (είχε πολλές ρομαντικές πορσελάνινες, που τις δώριζε) και γενικά δεν βρίσκω κάτι που να μην το αγαπώ όταν είναι όμορφο…»
Αγιογραφούσε όταν μπορούσε, δημιουργούσε όσο μπορούσε. «Έκανα και ένα μεγάλο μέρος ενός χαλιού· τώρα λίγο ζεσταίνομαι και παρουσιάζει το χέρι μου κάποιες φλεγμονές. Γράφω κάπου κάπου…»
«Η Δήμητρα έχει ένα ολάνθιστο μπαλκόνι…αν και μικρό. Σου στέλνω την αγάπη τους, στο μωβ μου βάζο, οι σομόν μεγάλες (4) μαργαρίτες και ο γαλανός ουρανός… Έλπισον επί Κύριον και Αυτός σε διαθρέψει…»
Κάποιοι συνήθιζαν να «κατακρημνίζουν» τους ανάπηρους (και περισσότερο τους παραπληγικούς και τους νοητικά καθυστερημένους) συνανθρώπους μας στον καιάδα της παραγωγικότητας ή να τους σκοτώνουν σαν «άχθος αρούρης» πριν ανοίξουν τα μάτια τους στο φως. Αλλά και σε πόσους η ευλογία αυτή δεν γίνεται επαχθής εξ’ αιτίας ημών.
Κι όμως η Έλενα έκανε το άχθος της ευλογία· απλά, αθόρυβα, ταπεινά, δι ευχών.
Κι η χαρά της ξεχείλισε και πότισε όλους εμάς γύρω της. Η παρουσία της έδωσε δύναμη σε όλους εμάς τους αρτιμελείς, υγιείς, που πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό. Όταν ήμουν στην ξενιτειά η σκέψη της, τα γράμματά της, οι προσευχές της με στήριξαν.
Το ίδιο και στην πατρίδα, «στην ξενιτεία του κόσμου τούτου». Και την τελευταία φορά πριν φύγει, όταν εξουθενωμένη έσυρα τα βήματά μου στο κρεββάτι του πόνου της, η χαρά της με έκανε να νοιώσω ότι δεν δικαιούμαι να θλίβομαι για το άχθος που κουβαλούσα· έφυγα άλλος άνθρωπος…
Και τώρα γυρνώντας πίσω και βλέποντας τη χαριτωμένη ζωή της, νοιώθω στις κοινές-απειροελάχιστες, συγκριτικά- δοκιμασίες να σηματοδοτεί και τη δική μου πορεία. Το «πάντα συνεργεί εις αγαθόν» στο μυστήριο της σωτηρίας…
Αγαπημένη μας Έλενα, το όνομα που δόθηκε στη κουρά σου δεν ήταν τυχαίο.
Αγάπησες και στολίστηκες με αρετές· Πραότητα,Ταπείνωση, Απλότητα, Υπομονή, Αγάπη… «Καλλιέργησες το κήπο σου, αφήνοντας τους άλλους να φτιάξουν το δικό τους όπως ήθελαν, μα τον έκανες τόσο όμορφο που όποιος περνούσε δίπλα του, ήθελε να κάνει και το δικό του τόσο ωραίο».
Ολοι σε αγαπήσαμε και θέλαμε να σε έχουμε κι άλλο κοντά μας. Πονέσαμε που έφυγες.
Σήμερα στην εξόδιο ακολουθία σου όλοι προσευχηθήκαμε και όλοι κλάψαμε, παρόντες και απόντες· ο ασθενής και υποβασταζόμενος Γέροντάς μας που ήρθε να σε ευλογήσει, οι Πατέρες, η Γερόντισσα και οι αδελφές, οι συγγενείς, εμείς οι φίλοι σου, ο «Σπυράκος» σου, που χάρη στις θερμές προσευχές σου και τις ευχές του πατρός Παισίου, που σου πέρασε το κομποσχοίνι στο χέρι, καταδικασμένος απ’ τους γιατρούς, γεννήθηκε υγιέστατος.
Η αρρώστεια σε απέσυρε διακριτικά από την καθημερινότητά μας και πιστέψαμε ότι θα ‘κανε μικρότερο το κενό που θ’ άφηνες. Όμως τώρα νοιώθουμε πόσο μας λείπεις…
Αδελφή Φιλαρέτη, σήμερα που έφυγες, πιστεύω πως οι Άγγελοι και οι Άγιοι σε ασπάζονται χαρούμενοι και πως ο Άγιος Συμεών «θα σε βάλει στο ράσο του και θ’ ανεβείτε μαζί τη σκάλα, να μη φοβηθείς, να παρουσιαστείτε μαζί στο Θεό» και πως το «ολάνθιστο μπαλκόνι» του ουρανού θα ευωδιάσει απ’ το πηγαιμό σου.
Συχνά μου έγραφες: «Να μας θυμάσαι στη προσευχή σου, όπως κι εμείς ταπεινά θυμόμαστε εσάς».
Μέσα μου βαθειά το νοιώθω πως δεν θα μας ξεχνάς από εκεί ψηλά· όλους εμάς τους αχθοφόρους της ζωής· εσύ που τόσο πόνεσες, μα και τόσο ευλογήθηκες.
Καλόν Παράδεισο!
Σε ασπάζομαι
η φίλη σου Κ. Γ., Αθήνα 27 Ιανουαρίου 2012