Να που κάθε συνάντηση με τον Θεό ή με τον άνθρωπο είναι πέρα από τυπικές προϋποθέσεις: Όταν ζητούμε τον Θεό πρέπει ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας κι όταν ζητούμε τον πλησίον μας πρέπει ν’ αγαπούμε τον Θεό.
Σε μια από τις επιστολές του, ένας Ρώσος στάρετς (γέροντας) περιγράφει πως του ζητήσανε κάποτε να απαντήσει στο ερώτημα: «Πώς γίνεται οι υποτακτικοί σου να δουλεύουν τόσο σκληρά και τόσο καλά χωρίς εσύ να στέκεσαι από πάνω τους, ενώ αυτοί που εμείς επιβλέπουμε να προσπαθούν πάντα να μας ξεγελάσουν;»
Κι ο άγιος αυτός άνθρωπος απάντησε: «Όταν έρχομαι το πρωί να τους δώσω τη δουλειά τους, με πλημμυρίζει μια συμπόνια γι’ αυτούς. Έχουν αφήσει το χωριό τους, τις οικογένειες τους για ένα μηδαμινό μεροκάματο — πόσο φτωχοί πρέπει να είναι! Κι αφού τους μοιράσω τη δουλειά γυρίζω στο κελλί μου κι αρχίζω να προσεύχομαι για τον καθένα χωριστά, λέγοντας στον Κύριο: “Κύριε, μην ξεχνάς τον Νικόλα, είναι τόσο νέος. Άφησε το νεογέννητο παιδί του για να βρει δουλειά επειδή είναι πάμπτωχοι και δεν έχει άλλο μέσο να το θρέψει. Μην τον ξεχνάς και φύλαγέ τον από τις κακές σκέψεις. Μην ξεχνάς και τη γυναίκα του και προστάτευέ την”.
Αυτά λέω στην προσευχή μου και καθώς νιώθω την παρουσία του Θεού περισσότερο έντονη, φθάνω στο σημείο να μην προσέχω πια τίποτα γύρω μου. Η γη εξαφανίζεται. Μένει μόνον ο Θεός. Και τότε ξεχνώ τον Νικόλα, τη γυναίκα του, το παιδί του, το χωριό του, τη φτώχεια του και μεταφέρομαι στον Θεό.
Και τότε βαθιά στην αγκαλιά του Θεού, ανακαλύπτω την άγια αγάπη Του που περιλαμβάνει και τον Νικόλα, τη γυναίκα του, το παιδί τους, τη φτώχεια τους, τις ανάγκες τους, κι αυτή η άγια αγάπη είναι ο χείμαρρος που με ξαναφέρνει πίσω στη γη και στην ανάγκη να προσευχηθώ γι’ αυτούς.
Το ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται: Η παρουσία του Θεού γίνεται εντονότερη, η γη υποχωρεί. Και μεταφέρομαι ξανά στο βάθος των πραγμάτων όπου βρίσκω τον κόσμο που τόσο πολύ αγαπά ο Θεός».
Η συνάντηση με τον Θεό, η συνάντηση με τον άνθρωπο είναι δυνατά όταν αγαπάει κανείς πολύ και τους δύο, έτσι που ο προσευχόμενος να μπορεί να ξεχνά τον εαυτό του, ν’ αποσπάται από τον εαυτό του και να στρέφεται ολοκληρωτικά και προς τους δύο, για χάρη τους. Αυτός είναι ο βασικός όρος των «πρεσβειών» στην προσευχή.
Θα ήθελα να ερευνήσω αυτό το θέμα της συναντήσεως λίγο περισσότερο. Πρώτο θα ήθελα να τονίσω ότι η συνάντηση με τον Θεό και τον άνθρωπο είναι επικίνδυνη.
Δεν είναι χωρίς λόγο που η ανατολίτικη παράδοση των Ζεν ονομάζει τον τόπο όπου συναντούμε κάποιον που αναζητήσαμε φωλιά της τίγρης. Η αναζήτηση του Θεού είναι μια πράξη τόλμης έκτος αν είναι μια πράξη πλήρους ταπεινώσεως.
Η συνάντηση με τον Θεό αποτελεί πάντα μια κρίση με το αρχικό νόημα της λέξης στα ελληνικά, δηλαδή λήψη αποφάσεως.
Αυτή η συνάντηση μπορεί να συμβεί μέσα σε ατμόσφαιρα έκστασης και ταπείνωσης. Όπως μπορεί να συμβεί μέσα σε ατμόσφαιρα τρόμου και κατάκρισης.
Έτσι είναι εύλογο που τα ορθόδοξα εγχειρίδια περί προσευχής ασχολούνται πολύ λίγο με θέματα τεχνικής και μεθοδολογίας, ενώ δίνουν ατέλειωτες συμβουλές γύρω από τις απαραίτητες ηθικές και πνευματικές προϋποθέσεις της προσευχής.
Ας θυμηθούμε πρώτα απ’ όλα την εντολή του ίδιου του Ευαγγελίου: «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου.» (Ματθ. 5, 23).
Αυτή την εντολή την προβάλλει θαυμάσια ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγοντάς μας πως αν θέλουμε να προσευχηθούμε με αδέσμευτη καρδιά, πρέπει πρώτα να συμφιλιωθούμε με τον Θεό, τη συνείδησή μας, τον πλησίον μας κι ακόμη με τα άψυχα πράγματα γύρω μας.
Τούτο σημαίνει πως προϋπόθεση για μια ζωή προσευχής είναι μια ζωή σύμφωνη με το Ευαγγέλιο. Μια ζωή που καθιστά τις εντολές και τις νουθεσίες του Ευαγγελίου δεύτερη φύση μας.
Δεν αρκεί να τις υπάκουμε όπως ο δούλος υπακούει τις επιθυμίες του κυρίου του. Πρέπει να θέλουμε να υπακούουμε μ’ όλη μας την καρδιά, όπως ένα παιδί, σαν τέκνα της Βασιλείας τα οποία ζητούν ειλικρινά αυτό για το οποίο προσεύχονται, όταν προφέρουν το «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου».
(Μητροπ. Αντωνίου του Σουρόζ, «Θέλει τόλμη η Προσευχή», εκδ. Ακρίτας, σ. 26-29.)