Nα σας φάει ο Παράδεισος»-Συζήτηση μ’ ένα σύγχρονο στάρετς της Ρουμανίας 19 Μάι

 

Ο Γέροντας Κλεόπας (ή «να σας φάει ο Παράδεισος»)

Συνομιλία 1η

Δεύτερα, 13 Αυγούστου 1990

Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα, Το προσκύνημα μας στην Ορθόδοξη Ρουμανία βρίσκεται στο μέσον, Και η συντροφιά μας βρέθηκε στο περίφημο μοναστήρι Συχαστρία, πνιγμένο στο πράσινο στους πρόποδες των Καρπαθίων. Σκοπός μας η συνάντησή μας με τον γνωστό Ρουμάνο ησυχαστή π. Κλεόπα. Αφού προσκυνήσαμε ατό Καθολικό της Μονής, ανεβήκαμε στο σπιτάκι, λίγο πιο έξω από το μοναστήρι, όπου ο π. Κλεόπας δέχεται τους επισκέπτες. Έξω από το σπιτάκι, ανάμεσα στα δέντρα, υπήρχαν αρκετοί πάγκοι. Όπου περίμεναν υπομονετικά μερικοί χριστιανοί. Ο π. Κλεόπας εκείνη την ώρα συζητούσε μέσα με κάποιους μοναχούς. Μόλις τον ειδοποίησαν, βγήκε αμέσως. Τα μάτια μας αντίκρισαν μια βιβλική μορφή, μια βυζαντινή εικόνα. Μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Μας κοίταξε και με το καλοκάγαθο χαμόγελό του μας είπε πολλές φορές:

-Να σας φάει ο παράδεισος, πουλιά ελληνικά!

(Κάθησε ανάμεσά μας. έκανε το σταυρό και άρχισε να μας μιλάει με πολλή ζωντάνια, παραστατικότητα και χιούμορ).

-Χαίρομαι που βλέπω ακόμη ένα γκρουπ ελληνικό και μάλιστα τόσους νέους. Να βοηθήσει η Αγία Τριάδα, η Ελλάδα να μείνει σταθερή στην πίστη της. Όταν η Ελλάδα χάσει την πίστη της, θα χαθεί απ’ όλο τον κόσμο. Σε σας τα νέα παιδιά, στα πρόσωπά σας βλέπω όλη την Ελλάδα. Από εκεί πήραμε όλοι μας την Ορθόδοξη πίστη.

-π. Κλεόπα, έχετε απέναντι σας 50 νέα παιδιά, που αντιμετωπίζουμε πολλές δυσκολίες και πειρασμούς. Τί έχετε να μας συμβουλέψετε; Χαμογέλασε και είπε με έντονη φωνή:

-Να σας φάει ο Παράδεισος! Να μην ξεχνάτε την πίστη που θηλάσατε από το στήθος της μάνας σας. Να αγαπάτε την Εκκλησία, να διαβάζετε την Αγία Γραφή με αγάπη, τους βίους των αγίων, τις συμβουλές των αγίων πατέρων, να κάνετε καλές πράξεις και να ‘χετε πάντα μαζί σας αυτή την αγία προσευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό. Όπου βρίσκεσθε, είτε στο σπίτι, είτε στο σχολείο, στο δρόμο, στο δάσος, παντού να ‘χετε το όνομα του Χρίστου στα χείλη και στην καρδιά σας… Το μεγαλύτερο σχολείο στον κόσμο είναι ο φόβος του Θεού και η μνήμη του θανάτου. Χωρίς τον Θεό δεν μπορούμε ούτε τα μάτια μας να ανοιγοκλείσουμε μια φορά. Είτε άνδρας είσαι, είτε γυναίκα, να έχεις δύο τοίχους στη ζωή. Δεξιά να έχετε έναν τοίχο, τον φόβο του Θεού·  αριστερά έναν άλλο τοίχο, τον φόβο του θανάτου. Η Αγία Γραφή λέει: «μη εκκλίνετε μήτε εις τα δεξιά μήτε εις τα αριστερά». Μόνον έτσι θα φτάσετε μπροστά στον Θεό. Όταν έχετε στα δεξιά τον φόβο του Θεού και αριστερά τον φόβο του θανάτου, δεν θα αμαρτάνετε.

Σταμάτησε για λίγο. Μας κοίταξε με το ήρεμο βλέμμα του, χαμογέλασε και είπε:

-Σας αγαπώ πολύ, πουλιά ελληνικά! Αν είχα ένα μεγάλο ντορβά θα σας έβαζα όλους μέσα για να σας πάω στον Παράδεισο! Χάρηκα πολύ που ήρθατε ως εδώ και σας εύχομαι όλες τις χαρές της γης, να πετύχετε στη ζωή σας, να είστε ευτυχισμένοι, αλλά να μην ξεχάσετε τον φόβο του Θεού.

Ο π. Κλεόπας, όπως μας είπαν οι Ρουμάνοι πατέρες, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό. Δεν φοίτησε ποτέ σε σχολείο και στα παιδικά του χρόνια ήταν βοσκός. Χάρη στην επιμονή και στο ζήλο του έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Πριν κλείσει τα 17 του χρόνια είχε αποστηθίσει όλη την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Στην ηλικία αυτή έφυγε για τη Συχαστρία και σε λίγα χρόνια, από βοσκός προβάτων, έγινε ποιμένας ψυχών. Στη δεκαετία του 1940 ήταν πνευματικός σε αρκετά μοναστήρια της περιοχής. Το αθεϊστικό καθεστώς τον θεώρησε επικίνδυνο. Τον συνέλαβαν 3 φορές. Προτού προλάβουν να τον ξανασυλλάβουν για 4η φορά, φεύγει κυνηγημένος για τα απάτητα βουνά των Καρπαθίων, όπου μένει 10 ολόκληρα χρόνια «μόνος μόνω Θεώ». Όλα τα στοιχεία της φύσης βάλθηκαν να τον εξουθενώσουν. Αλλά ο εκούσιος μάρτυρας του Χριστού υπέμενε τα πάντα. Να τί μας διηγήθηκε ο ίδιος:

-Όταν έφυγα για τα δάση, το καθεστώς έστειλε τη φωτογραφία μου σ’ όλες τις αστυνομίες της Ρουμανίας και μ’ έψαχναν παντού. Έζησα 10 χρόνια με τις αρκούδες, τους λύκους, τα φίδια, αλλά είχα περισσότερη ασφάλεια και ειρήνη με τα επικίνδυνα αυτά αγρίμια παρά με τους ανθρώπους αυτούς. Όλα ήταν ήμερα και καλά μαζί μου. Τον άνθρωπο τον δαμάζεις πιο δύσκολα, παρά τα ζώα…

-Και ζούσατε εκεί; τον ρωτήσαμε απορημένα. Το βλέμμα του ζωντάνεψε. Σήκωσε τα χέρια του κι έδειξε τον ουρανό. Η φωνή του δυνάμωσε και φώναξε:

-Με τον Πατέρα! Με τον Θεό  πατέρα!

Κατέβασε τα χέρια του και συνέχισε ήρεμα:

-Ένας δασοφύλακας ερχόταν μια φορά το μήνα και μου έφερνε λίγες πατάτες που έθαβα στη γη. Μ’ αυτές τρεφόμουν καθώς και με λίγα χόρτα, τσουκνίδες και μανιτάρια. Το βράδυ έσκαβα στη γη ή μέσα στα χιόνια και στις λάσπες μια λακκούβα για να πλαγιάσω. Άλλες φορές έμενα σε σπηλιές. Φωτιά άναβα μόνο την ήμερα για να μην με εντοπίσουν…

Δέος κ«ί θαυμασμός μας κατέλαβε. Τολμήσαμε μια ακόμη ερώτηση:

-Πώς ζούσατε τον χειμώνα μέσα στα χιόνια, στο φοβερό κρύο, στους πάγους, πώς θερμαινόσαστε;

Χαμογέλασε και πάλι:

-Οι άγιοι πατέρες συμβουλεύουν: Να μην διηγείσαι τα δικά σου. Ήθελα πάρα πολλά να πω, αλλά με εμποδίζουν οι άγιοι Πατέρες.

-Μιλάτε συνέχεια για τον παράδεισο, Τί και πώς είναι ο Παράδεισος;

-Ακούστε τί λέει ο μεγάλος Απ. Παύλος για τον Παράδεισο: «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν». Στο Ψαλτήρι λέει: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου Κύριε ως η ημέρα η εχθές». Δηλαδή χίλια χρόνια σου φαίνονται σαν μια μέρα. Ένα λουλούδι από τον Παράδεισο είναι ακριβότερο απ’ όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Τόσο όμορφα είναι στον Παράδεισο.

Να σας φάει ό Παράδεισος! Είσαστε παιδιά της Παναγίας!

Ξέρετε, ένας καλόγερος κάποτε με αγία ζωή διάβασε στην Αγία Γραφή το «χίλια έτη…». Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία και με απλότητα της είπε: «Παναγία μου, πες στο Χριστό να μου εξηγήσει πώς είναι τόσο όμορφα στον Παράδεισο, ώστε τα χίλια χρόνια να φαίνονται ότι είναι μία μέρα. Ήταν εκκλησιαστικός στο διακόνημα και ηλικιωμένος. Το βράδυ, όταν έφευγαν οι άλλοι μοναχοί, αυτός έμενε στο ναό, προσευχόταν κι έλεγε: «Παναγία μου, πες μου πώς γίνεται αυτό». Οι πόρτες της εκκλησίας ήταν ανοιχτές. Μέσα στην εκκλησία μπήκε ένας αετός. Ήταν τόσο όμορφος που δεν περιγραφόταν. Είχε χιλιάδες χρώματα κι έλαμπε. Όταν τον είδε ο μοναχός παρακάλεσε την Παναγία να τον βοηθήσει να τον πιάσει. Κι όταν θέλησε να τον πιάσει, ο αετός έφυγε, πήγε στην πόρτα και προσποιούταν ότι δεν μπορούσε να πετάξει. Ο μοναχός τον κυνήγησε και ο αετός ξέφυγε στο δάσος, σ’ ένα ξέφωτο και κάθησε σ’ ένα δέντρο. Ήταν μια ήσυχη βραδιά με πανσέληνο. Ο μοναχός κοιτούσε τον αετό κι άρχισε να κλαίει, γιατί δεν μπορούσε να τον πιάσει. Ο αετός τότε άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι, που δεν άκουσε ανθρώπινο αυτί. Ο μοναχός καθηλώθηκε έτσι 300 χρόνια! Τόσα τραγούδησε το πουλί κι έπειτα έφυγε. Ο μοναχός όμως στενοχωρήθηκε και θύμωσε, γιατί νόμισε ότι πέρασε μόνο μια ώρα. Θυμήθηκε τότε ότι άφησε ανοιχτή την εκκλησία και γύρισε να την κλειδώσει. Όλα όμως είχαν αλλάξει. Πήγε τότε στον πορτάρη του μοναστηρίου κι αυτός εξεπλάγη. Και τούτο γιατί ο αετός που ήταν Άγγελος Κυρίου του είχε δώσει τέτοια χάρη που έλαμπε, ευωδίαζε. Γι’ αυτό και ο θυρωρός απόρησε. Τον ρώτησε λοιπόν:

-Από πού είσαι;

-Από εδώ. Είμαι ο εκκλησιαστικός.

-Δεν σε γνωρίζω. Περίμενε να ρωτήσω τον ηγούμενο.

Πήγε στον ηγούμενο και του είπε πως ήλθε κάποιος μοναχός που άστραφτε το πρόσωπό του κι έχει το κλειδί της εκκλησίας στο χέρι. Ο ηγούμενος του απάντησε:  Άφησέ τον να μπει, γιατί απόψε 3 φορές άκουσα μια φωνή να ανοίξω τις πόρτες για να έλθει μέσα το Άγιο Πνεύμα. Άφησέ τον, γιατί κρύβει μεγάλο μυστήριο.

Ο ηγούμενος ήλθε στο μοναχό και τον ρώτησε τί συμβαίνει. Κι αυτός διηγήθηκε το συμβάν με τον αετό και το υπέροχο τραγούδι του.

-Πόση ώρα τραγούδησε, τον ρώτησε.

-Μια ώρα περίπου κι έφυγε. Κι εγώ ήλθα να κλειδώσω, αλλά δεν γνωρίζω πού είναι το μοναστήρι. Ή εγώ τρελάθηκα, ή πράγματι κάτι συμβαίνει, γιατί το μοναστήρι που υπηρετούσα δεν είναι αυτό.

Τότε ο ηγούμενος συγκέντρωσε στην εκκλησία τους άλλους μοναχούς και τους ρώτησε αν τον γνωρίζουν. Όμως ούτε αυτός γνώριζε κανένα, ούτε αυτόν αυτοί.

-Ποιός ήταν ο ηγούμενος, όταν εσύ ήσουνα απόψε στην εκκλησία; τον ρώτησε.

Είπε το όνομά του, έψαξαν στο αρχείο της μονής και βρήκαν ότι έζησε πριν από 300 χρόνια. Η αλήθεια δεν άργησε να αποκαλυφθεί. Όλοι τρόμαξαν κι εξεπλάγησαν. Ο μοναχός συγκινημένος ζήτησε να κοινωνήσει και τους αποχαιρέτησε.

-Συγχωρέστε με, αδελφοί. Εγώ τώρα φεύγω και θα ξαναειδωθούμε όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες!

Το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο και την ώρα εκείνη κοιμήθηκε.

Φαντασθείτε, αφού αυτός έζησε τόσο όμορφα 300 χρόνια με το τραγούδι ενός αγγέλου, και νόμισε πως πέρασε μόνο μία ώρα, πόσο ωραία θα είναι στον παράδεισο, εκεί που τραγουδάνε χιλιάδες Χερουβείμ, Σεραφείμ, άγγελοι κλπ. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την ομορφιά του Παραδείσου. Γι’ αυτό και εγώ θέλω να σας δω οπωσδήποτε στον Παράδεισο. Είναι πολύ όμορφα εκεί! Καλή αντάμωση! Να συναντηθούμε όλοι στον Παράδεισο!

-π. Κλεόπα,  θα σας παρακαλέσουμε θερμά να εύχεσθε να… μας φάει όλους ο Παράδεισος.

Το πρόσωπα του φωτίστηκε, η φωνή του δυνάμωσε πάλι:

-Όλους θα μας φάει ό Παράδεισος!.. Γράψτε μου τα ονόματά σας για να τα μνημονεύω. Και σας παρακαλώ πολύ να προσεύχεσθε και σεις για μένα, γιατί είμαι ο πιό αμαρτωλός που υπάρχει στον κόσμο!

Είχε περάσει μιάμιση ώρα. Σηκώθηκε και προσευχήθηκε. Στο τέλος του ζητήσαμε να βγούμε μια φωτογραφία. Γέλασε και είπε με απλότητα: -Τον γάιδαρο τον ξέρετε; Πάρτε έναν γάιδαρο με σαμάρι, γράφτε πάνω του «Κλεόπας» και φωτογραφήστε τον!

Γελάσαμε όλοι. Κάθησε ανάμεσα μας και οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά. Μας έδωσε την ευχή του και μας ασπάστηκε όλους.

«Ο Θεός και η Παναγία μαζί σας, πουλιά ελληνικά. Να σας φάει ο Παράδεισος!», έλεγε συνέχεια.

Κατηφορίσαμε συγκινημένοι και κατενθουσιασμένοι, ευχαριστώντας τον Θεό γ’ αυτή την ξεχωριστή ευλογία που μας χάρισε.

(Αρχιμ. Νεκταρίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Σαγματά)

-Τον γάιδαρο τον ξέρετε; Πάρτε έναν γάιδαρο με σαμάρι, γράφτε πάνω του «Κλεόπας» και φωτογραφήστε τον!

Γελάσαμε όλοι. Κάθησε ανάμεσα μας και οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά. Μας έδωσε την ευχή του και μας ασπάστηκε όλους.

«Ο Θεός και η Παναγία μαζί σας, πουλιά ελληνικά. Να σας φάει ο Παράδεισος!», έλεγε συνέχεια.

Κατηφορίσαμε συγκινημένοι και κατενθουσιασμένοι, ευχαριστώντας τον Θεό γ’ αυτή την ξεχωριστή ευλογία που μας χάρισε.

(Αρχιμ. Νεκταρίου Καθηγουμένου Ί. Μ. Σαγματά)

Share Button