Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β’) Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β’)

Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β')
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ (ΜΕΡΟΣ Β΄)
Ἐν Πειραιεῖ  19-11-2013
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος  ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἡ ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία
Λέει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γέρων (π. Γεώργιος Καψάνης) : «Φύτευσε μάλιστα ὁ Κύριος στόν Παράδεισο τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί παρήγγειλε στόν ἄνθρωπο νά μή γευθεῖ τόν καρπό του. Θά μποροῦσε ἔτσι ὑπακούοντας στό θεῖο θέλημα καί ἀσκούμενος νά κερδίζει ἐν τῆ ἐλευθερία του τήν ὁδό τῆς θεώσεως. Ἡ συνέργεια ἦταν ἀπαραίτητη ἀκόμη καί στά σκηνώματα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἄσκηση τοῦ Ἀδάμ στήν ὑπακοή καί στήν πιστή ἐφαρμογή τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ὁδός καί τό μέσον της πλήρους καί τελείας ἐναρμονίσεως τῆς θελήσεώς του πρός τήν θέληση τοῦ Πατρός του, ὥστε ὁ Ἀδάμ νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως στήν θεία ἀγάπη.
Γνωρίζουμε ὅλοι ποῦ ὁ Ἀδάμ θά κατέληγε, ἐάν τηροῦσε τόν κανόνα τῆς ὑπακοῆς διά τῆς ἀσκήσεως. Μεταμορφούμενος ἀπό ὡραιότητα σέ ὡραιότητα, ἀπό δύναμη σέ δύναμη, ἀπό δόξα σέ δόξα, θά κατέληγε στήν θέωση μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀναμαρτησία καί τήν ἀθανασία…».
Ὅμως, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα παρήκουσαν καί ἐξορίσθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο καί κληρονόμησαν στό ἀνθρώπινο γένος τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τήν φθορά καί τόν θάνατο, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
«… Ὁ οὐράνιος Πατήρ ὡς καλός παιδαγωγός χρησιμοποίησε ὅλα τά μέσα (ὑποσχέσεις, ἀπειλές, νόμο, προφῆτες) γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ λαοῦ του καί δι’ αὐτοῦ ὁλοκλήρου του κόσμου…».
Παρ’ὅλ’αὐτά, λόγω τῆς ἀσθενείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τοῦ πολέμου τῶν δαιμόνων ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, «…ἡ ἄσκηση εἶναι τώρα ἰδιαιτέρως ἀναγκαία γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀδυναμιῶν, τήν κάθαρση ἀπό τά σκοτεινά πάθη, τήν ἐνίσχυση τῆς βουλήσεως στό ἀγαθό, τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Πρίν ἀπό τήν πτώση ἡ ἄσκηση ἐμοίαζε μέ προσπάθεια καλλιέργειας ἑνός εὔφορου ἀγροῦ. Τώρα ἡ ἄσκηση μοιάζει μέ προσπάθεια καλλιέργειας γῆς ἐρήμου καί ἀβάτου καί ἀνύδρου, γεμάτης ἀπό ζιζάνια καί ἀγκάθια. Ἀλλ’ ὅσο δυσκολότερη καί ἐπιπονότερη ἡ ἄσκηση, τόσο καί ἀναγκαιότερη…».
«…Ὅταν οἱ νηστεῖες καταντήσουν μία ἐξωτερική ἐκπλήρωση τύπου χωρίς ἐσωτερική ἀνακαίνιση καί μετάνοια, θά ἀκουστεῖ ὁ αὐστηρός ἔλεγχος τῶν Προφητῶν, οἱ ὁποῖοι θά στηλιτεύσουν ὄχι τίς νηστεῖες, ἀλλά τήν ἀσπλαχνία, τήν ἀδικία καί τήν ὑποκρισία τῶν νηστευόντων. «Οὐχί τοιαύτην νηστείαν ἐγώ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλά λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας…».
«…Ὁ συνδετικός κρίκος τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἀσκητής. Ὁμοίως καί ἡ προφήτις Ἄννα «οὐκ ἀφίστατο ἀπό τοῦ ἱεροῦ, νηστείαις καί δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καί ἡμέραν»[1]. Ἀμφότεροι ἀξιώθηκαν νά λάβουν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά ἀναγνωρίσουν τόν Μεσσία…».
Ὁ ἴδιος ὁ  Ἰησοῦς Χριστός νήστευσε σαράντα (40) ἡμέρες καί «θά μιλήσει γιά τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, γιά τήν ἀληθῆ νηστεία, γιά τήν ἀνάγκη νά βιάσει ὁ πιστός τόν ἑαυτό του χάριν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί γιά τήν ἀνάγκη ἐντατικοῦ ἀγῶνος. Ὅλ’ αὐτά συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς ἀσκήσεως, χωρίς τήν ὁποία ἡ ἀντιδραστική φύση μας δέν εἶναι δυνατόν νά μεταμορφωθεῖ ἀπό τήν Χάριν.
Ἄλλωστε, ὁ Κύριος μέ ὅλη τήν πολιτεία Του (τελεία ἀγάπη, ἀκτημοσύνη, νηστεία, προσευχή, ὑπακοή) προδιέγραψε τόν τύπο τοῦ καινοῦ-νέου ἀνθρώπου ὡς ἀσκητικοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἀσκητικό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί μάλιστα ὁ κατ’ ἐξοχήν ἀσκητής Ἀπόστολος Παῦλος[2]…».
Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι σκοπός, ἀλλά μέσον.
«Σκοπός τῆς ἀσκήσεως εἶναι πάντοτε ἡ ἕνωση τοῦ ἀσκουμένου πιστοῦ μέ τήν Ἁγία Τριάδα ἐν Χριστῷ καί μάλιστα ἐντός τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ τήν ὁδό πρός τήν θεανθρώπινη ἕνωση. Εἶναι εὔκολο ὁ ἀσκούμενος νά λησμονήσει τό γιατί ἀσκεῖται καί νά ἐκλάβει τό μέσον ὡς σκοπό (αὐτοδικαίωση, ἠθικισμός, νομικισμός, φαρισαϊσμός)…».
Λέει ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ὅτι σκοπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀκτίστου, μεθεκτῆς, προσιτῆς καί κοινωνητής θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα καί ἡ ἄσκηση πρέπει νά μᾶς βοηθᾶ νά ἀποκτήσουμε τήν θεία Χάριν. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποταγεῖ στόν Θεό καί ὑποτάξει τά πάθη του στόν λόγο, τότε μπορεῖ νά ὑποτάξει καί τήν ἄλογη φύση ὡς βασιλιάς της…».
«Ὁ κατά Χριστόν ἀσκητής μέ τήν θέλησή του θέλει τόν Χριστό, μέ τόν νοῦ του σκέπτεται τόν Χριστό καί μέ τήν καρδιά του ἀγαπᾶ τόν Χριστό. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται καί γίνεται ἁρμονικός ἄνθρωπος καί καινός-νέος ἄνθρωπος. Ἡ ἐσωτερική του δέ ἁρμονία ἐπεκτείνεται, ὅπως εἴδαμε, καί στήν ἄλογη φύση…».
Ἡ ἄσκηση δραστηριοποιεῖ τήν συνέργεια.
«Ἡ συνέργεια, δηλ. ἡ θεανθρώπινη συνεργασία γιά τήν σωτηρία μας, δέν νοεῖται ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἄσκηση. Ὁ Θεός σώζει αὐτούς, πού θέλουν νά σωθοῦν. Θέλω δέ νά σωθῶ σημαίνει ἀγωνίζομαι νά σωθῶ…».Ἡ ἄσκηση εἶναι ἔργο ὅλων τῶν Χριστιανῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπί παραδείγματι, δέν θεωροῦσε τήν μοναστική ζωή ὡς μία ἀνώτερη κατεύθυνση γιά τούς ἐκλεκτούς, ἀλλά μᾶλλον ὡς γενικό εὐαγγελικό κανόνα, προοριζόμενο γι’ ὅλους τους Χριστιανούς. Στό σημεῖο αὐτό συμφωνεῖ πλήρως μέ τήν κύρια παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπό τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου μέχρι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στούς μετέπειτα χρόνους[3]…».
Ὁ μοναχισμός δέν εἶναι κάτι ξένο πρός τήν Ἐκκλησία. «Δέν εἶναι ὀρθό νά ἑρμηνεύσουμε τόν μοναχισμό ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεως ἄλλων θρησκειῶν ἤ ὡς διαμαρτυρία μόνο κατά τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μοναχισμός ἀποτελεῖ τόν καρπό τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους ὁλοκλήρου της Ἐκκλησίας. Ὅταν τό ἰδεῶδες αὐτό ἀτονεῖ, διέρχεται κρίση καί ὁ μοναχισμός. Ἐδῶ ἴσως πρέπει νά ἀναζητήσουμε τά αἴτια τῆς κρίσεως τοῦ μοναχισμοῦ σήμερα. Ὁ μοναχισμός εἶναι σάρξ ἐκ τῆς σαρκός τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι φυσικό καί νά ἐπιδρᾶ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί νά ἀντανακλᾶ σ’αὐτόν ἡ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας…».
Ἀγάπη καί ἄσκηση συνυφαίνονται καί ἀλληλοσυμπληρώνονται.
«Τήν ἀγάπη μποροῦν νά ἀποκτήσουν οἱ Χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση. «Ὅσοι ἀγαποῦν αὐτόν τόν κόσμο, δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος[4]. Κάθε ἄσκηση κατά βάθος εἶναι προετοιμασία ἀγάπης. Πῶς θά μοιρασθεῖ κανείς τό φαγητό του μέ αὐτόν πού πεινάει, ἐάν δέν νικήσει τήν λαιμαργία μέ τήν νηστεία;… Ἡ κατά Θεόν ἀγάπη εἶναι κίνητρο καί ἀποτέλεσμα τῆς ἀληθινῆς ἀσκήσεως, ὅπως βλέπουμε στούς θαυμαστούς βίους τῶν Ἁγίων.
Αὐτή τήν τελεία ἀγάπη ἐκφράζουν καί οἱ κατωτέρω λόγοι τοῦ προαναφερθέντος Πατρός : «Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης της κτίσεως, ἤγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν δαιμόνων καί ὑπέρ παντός κτίσματος»[5].
Ἡ ἄσκηση ἔχει ἐκκλησιαστικό καί ὄχι ἀτομικιστικό χαρακτήρα.
«Ὁ Χριστιανός ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία ἀσκεῖται στήν ταπείνωση καί ἐνεργεῖ ὡς καθολικός (πανανθρώπινος, ὁλόκληρος) ἄνθρωπος, δηλ. ὡς ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ἀτομική συνείδηση ἔχει ἐξαγιασθεῖ καί ἐναρμονισθεῖ μέσα στήν καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ Χριστιανός ἐνεργεῖ ἐκκλησιαστικῶς, συνοδικῶς, καθολικῶς, μέ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, μέ τούς ὁποίους ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα. Ἡ τήρηση μάλιστα τῶν κοινῶν νηστειῶν, προσευχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων συντελεῖ στήν στενότερη σύσφιγξη τοῦ ἀσκουμένου μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, πού ἐκτείνεται σέ πλάτος καί μῆκος χρόνου…».[1] Λκ. 6,37.
[2] Α΄ Κορ. 9,27.
[3] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ προφήτης τῆς ἀγάπης», Ἀκτίνες 18 (1959) 9.
[4] ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ, Τά σωζόμενα ἀσκητικά, Λόγος πα΄ (81), Ἀθήνα 1871, σ. 383.
[5] Ό.π., σ. 381.

Αναρτήθηκε από στις

Share Button