ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ – ΑΝΤΙΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ

Χαρ. Γ. Σωτηρόπουλου, Αντίδωρον Πνευματικόν,
Τιμητικός Τόμος επί τη 50ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και τη 40ετηρίδι καθηγεσίας και εκκλησιαστικής δράσεως του Γεράσιμου Κονιδάρη,
Αθήνα 1981, σελ. 461-466
Εισαγωγή.
Η κίνησις των κολλυβάδων (1) διετάραξεν, ως γνωστόν, επί ένα περίπου αιώνα (1754-1845) την ηρεμίαν και, ειρήνην των μοναχών του άγιου Όρους, τους οποίους διεχώρισεν εις δύο αντιμαχόμενας μερίδας, των κολλυβάδων και των α ντικολλυβάδων. Η κίνησις αύτη συνίστατο εις την απαγόρευσην της κατά τας Κυριακάς και τας δεσποτικάς εορτάς τελέσεως μνημόσυνου μετά κολλύβων (2) και ενεφανίσθη μάλλον τυχαίως · ουδείς δε ηδύνατο να πρόβλεψη την μεγάλην εκτασιν, την οποίαν έμελλε να λάβη, και τας δυσμενείς επιπτώσεις, τας οποίας έμελλε να έχη επί των εν αγίω Όρει εφησυχαζόντων μοναχών.
Αφορμήν εις την κίνησιν, ως μας πληροφορεί ο Χ. Τζώγας (3), έδωκε το γεγονός ότι, ένεκα τυπικών δυσχερειών (4), τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων δεν ηδύναντο να τελώνται κατά Σάββατον, ως ετελούντο έως τότε, άλλα κατά Κυριακήν. Η καινοτομία αύτη δεν εύρε σύμφωνους άπαντας τους μοναχούς της σκήτης της αγίας ’ννης, οπού ηνήφθη το πρώτον η φλοξ της έριδος, και ούτω ήρχισεν η περί των μνημοσύνων έρις, ήτις από τας σκήτας και τα κελλία επεξετάθη αργότερον εις άπασαν την αγιορεοτικήν αδελφότητα.
Αιτία της έριδος υπήρξεν η εμμονή των κολλυβάδων (5) εις την επάνοδον της τελέσεως των μνημοσυνών κατά το Σάββατον ή καθ’ οιανδήποτε άλλην ημέραν, εξαιρουμένου της Κυριακής και των δεσποτικών εορτών.
Οι πρωταγωνισταί της μερίδος των κολλυβάδων ήσαν κατά χρονολογικήν σειράν τέσσαρες (6):
α) Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (1713-1784),
β) Αθανάσιος Πάριος (1722/25-1831),
γ) Μακάριος Νοταράς (Μητροπολίτης Κορίνθου) (1731-1805) και
δ) Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809).
Οι πρωταγωνισταί της αντιθέτου μερίδος, των αντικολλυβάδων, ήσαν δύο (7):
α) Μοναχός Βησσαρίων εκ Ραψάνης (1738 αρχαί ΙΘ’αι.) και β) Αρχ. Θεοδώρητος εξ Ιωαννίνων (μέσα ΙΗ’ αι. 1823).
Η έρις των δύο παρατάξεων υπήρξεν οξυτάτη·τούτο φαίνεται εκ των φράσεων και των χαρακτηρισμών, των παραδιδομένων υπό των διαφόρων συγγραφών και επιστολών αυτών αλλά και εκ του όλου ύφους αυτών (8).
Οι κολλυβάδες υπεστήριζον ότι τα μνημόσυνα μετά κολλύβων δεν πρέπει να τελώνται κατά Κυριακήν και τας δεσποτικάς έορτάς, αλλά κατά παν Σάββατον ή τας άλλας ημέρας. Ισχυρότερα δε δικαιολογία (9) ήτο ότι δια των κολλύβων αμαυρούται ο αναστάσιμος χαρακτήρ της Κυριακής. Δι’ αυτήν την θέσιν των είχον υπέρ εαυτών το γεγονός ότι μέχρι της ενάρξεως της έριδος τα κόλλυβα ετελούντο απαρεγκλίτως εν Σαββάτω · διο και διετείνοντο ότι αυτοί εκράτουν την αρχαίαν παράδοσιν και όχι οι αντικολλυβάδες. Αντιθέτως προς τους κολλυβάδες οι αντικολλυβάδες υπεστήριζον ότι τα μνημόσυνα δύνανται να τελώνται και εν Κυριακή, καθότι η ύπαρξις αυτών «εδράζεται και επί της αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς η κατά Κυριακήν τέλεσις αυτών δεν αντιβαίνει εις τον χαρμόσυνον χαρακτήρα αυτής, καθότι η ανάστασις του Κυρίου είναι αξίωμα και τεκμήριον της ιδίας ημών αναστάσεως».
Ταύτης της διενέξεως αποτέλεσμα ήτο η καταδίκη των κολλυβάδων (1776) (11) εις καθαίρεσιν και αφορισμόν, δοθέντος μάλιστα ότι και το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως είχε ταχθή υπέρ των αντικολλυβάδων (12). Επειδή όμως μετά την καταδίκην η θέσις των κολλυβάδων είχε καταστή δυσχερής, ιδίως εις τας προς τους πιστούς σχέσεις των, καθόσον ούτοι ουδεμίαν αξιοπιστίαν έδιδον εις τας αντιλήψεις αυτών, ηναγκάσθησαν πάντες οι κολλυβάδες να συντάξουν ομολογίαν πίστεως προς την μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, ήτις κατόπιν τούτου ήρε την καταδίκην και ηθώωσε τους κολ­λυβάδε ς (13).
Εις αυτήν ακριβώς την έριν αναφέρονται αι επιστολαί, τας οποίας ενταύθα το πρώτον εκδίδομεν και αι οποίαι συγκροτούν αλληλογραφίαν μεταξύ του πρώην πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου, του Αθανασίου Πάριου, του πνευματικού και διδασκάλου Κυρίλλου και των μοναχών του αγίου Όρους. Αντικείμενον ταύτης, ως φυσικόν, είναι η περί των μνημοσυνών έρις. Αι μεν επιστολαί του πατριάρχου έχουν χαρακτήρα νουθετικόν, συμβουλευτικόν και, όχι σπανίως, επιτιμητικόν, αι δε επιστολαί των άλλων προσώπων έχουν χαρακτήρα απολογητικόν και πληροφοριακόν.
Αι επιστολαί, εκτός μιας, είναι αχρονολόγητοι· δεν είναι αι πρωτότυποι αλλ’ αντίγραφα.
Αντικείμενον της αλληλογραφίας είναι, ως ανεφέραμεν, το περί των κολλύβων ζήτημα. Ενίοτε όμως αυτή θίγει γενικώτερα θεολογικά θέματα. Ούτω, εν τη πρώτη κατά σειράν εκδόσεως επιστολή (φ. 81-83) ο πατριάρχης Καλλίνικος συμβουλεύει τον Κύριλλον και τους εν τω ’θω μοναχούς να φυλάττουν την « νομοθετηθείσαν τάξιν», να αποφεύγουν τους «συλλογισμούς» εις τα ζητήματα της πίστεως, καθότι οι «συλλογισμοί» απομακρύνουν την πίστιν (« οίχεται η πίστις ημών»), ήτις επήνεγκε παλαιότερον τη εκκλησία σύγχυσιν και ταραχήν, να αποφεύγουν τας μετά των «νεωτεριστών» συζητήσεις και τον σκανδαλισμόν των άλλων αδελφών και να υποταγούν «τη εκκλησία και τη συνόδω»· οι « προεστώτες» να μη καταπιέζουν τους «υποδεεστέρους» και οι νεώτεροι να μη μισούν τους «προύχοντας».
Εν τη β’ επιστολή (φ. 85) ο πατριάρχης Καλλίνικος, απευθυνόμενος προς τον Αθανάσιον Πάριον, όστις εχαρακτήριζε την εκκλησίαν « αιρετίζουσαν» και αιρετικούς «τους προϊσταμένους αυτής», τονίζει εις ύφος αυστηρόν ότι τα «λεγόμενα και γραφόμενα» υπ’ αυτού (του Αθανασίου) αποτελούν εκτροπήν από την ευθείαν οδόν και τον καλεί να « επακολουθή τοις ίχνεσι της μητρός αγίας εκκλησίας και τοις όροις των πατέρων τοις αιωνίοις και κανόσι». Η επιστολή παρά τον συμβουλευτικόν χαρακτήρα είναι γεγραμμένη εις ύφος ειρωνικόν και επιτιμητικόν.
Εν τη γ’ επιστολή (φ. 86) ο Αθανάσιος Πάριος, γράφων προς τον ιερομόναχον Κύριλλον, τον ελέγχει δι’ « αδιαφορίαν» έναντι του ζητήματος των κολλύβων, επειδή ο Κύριλλος εθεώρει « καλόν και το ένα και το άλλο», ήτοι την τέλεσιν των κολλύβων εν οιαδήποτε ήμερα. Χαρακτηριστικόν είναι ότι ο Αθανάσιος θέτει υπεράνω της φιλίας την τήρησιν των κανόνων.
Η εν αγίω Όρει εμφάνισις του Μακαρίου Νοταρά και η εν Θεσσαλονίκη δράσις του Αθανασίου Παρίου εξήψε την φλόγα της έριδος περί των κολλύβων διο και ο Κύριλλος γράφει προς τον πατριάρχην Καλλίνικον (επιστολή δ’, φ. 87), τον οποίον πληροφορεί περί της επικρατούσης εν αγίω Όρει καταστάσεως και συγχρόνως παρακαλεί να μεσολάβηση παρά τω Πατριαρχείω Κωνσταντινουπόλεως, προκειμένου να αποστείλη πατριαρχικόν γράμμα προς κατευνασμόν των πνευμάτων και ενημέρωσιν των μοναχών περί του ζητήματος τούτου.
Ενώ δια της δ’ επιστολής ο Κύριλλος εζήτει την μεσολάβησιν του πατριάρχου Καλλινίκου παρά τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω», δια της παρούσης (ε’) επιστολής (φ. 89) οι μοναχοί του ’θω και πάλιν απευθύνονται προς τον Καλλίνικον όχι δια μεσολάβησιν, αλλά δια να γράψη ο ίδιος προσωπικώς « τά νάματα της διδασκαλίας» του, τας « πατρικάς» και «σοφάς ερμηνείας» του και ούτω να τους διδάξη « τίνες οι καλώς ποιούντες και τίνες οι μη». Εκ του περιεχομένου της επιστολής προκύπτει ότι το Πατριαρχείον απέστειλεν εις τους μοναχούς του ’θω πρώτα, δεύτερα και τρίτα συνοδικά γράμματα (14), τα οποία « εμετρίασαν ολίγον το κακόν», αλλά δεν το κατέσβεσαν τελείως.
Η επιστολή στ’ (φ. 90-93) αποστέλλεται εις απάντησιν προηγηθείσης επιστολής του «διδασκάλου και πνευματικού» Κυρίλλου. Εν αυτή ο πατριάρχης Καλλίνικος χαρακτηρίζει τους εν αγίω Όρει « νεωτεριστάς» «ασεβείς», «απειθείς» εις τας αποφάσεις της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, « αποστάτας», « μητραλοίας», « υψαύχενας» και « λειποτάκτας». Είτα αναφέρεται εις την συνήθειαν των αποστόλων και των διαδόχων αυτών να τελούν την θείαν Λειτουργίαν και να μνημονεύουν «μετά την του άρτου ευλόγησιν και οίνου πάντων των εν ευσέβεια και πίστει τελειωθέντων πατέρων και αδελφών ημών εν Κυριακαίς». Εν συνεχεία παραθέτει χαρακτηριστικά παραδείγματα βασιλέων και σημαινόντων προσώπων του Βυζαντίου, τα οποία δεικνύουν ότι ούτοι ετέλουν εν Κυριακαίς τα μνημόσυνα προσφιλών των προσώπων και διένειμον, επί τη ευκαιρία ταύτη, χρήματα εις πτωχούς, εις μονάς και εις πτωχοτροφεία. Είτα τονίζει ότι οι τελούντες εν Σαββάτω ή Κυριακή τα μνημόσυνα δεν πενθούν, αλλά προσάγουν ευχάς και ικεσίας υπέρ των κεκοιμημένων και ότι τα μνημόσυνα υπενθυμίζουν την κοινήν ανάστασιν. Τέλος, αναφέρεται και πάλιν εις τους « νεωτεριστάς», εις τους οποίους προσάπτει νέους δυσμενείς χαρακτηρισμούς, όπως « νεόσοφοι», « θολόσοφοι», « λουθηροκαλβίνοι», δια να τερματίση την επιστολήν με ευχάς και νουθεσίας, όπως αποδέχωνται «τα υπό της συνόδου πάντα ευπειθώς. και απολυπραγμόνως» και όπως παραμείνουν πιστοί εις την παράδοσιν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Η κίνησις των κολλυβάδων είναι, γνωστή εκ των πολλών μέχρι τούδε δημοσιευθεισών συγγραφών διο και περιοριζόμεθα απλώς εις τινας κατατοπιστικάς περί αυτής πληροφορίας, θέτοντες όμως υπ’ όψιν του αναγνώστου την σχετικήν βιβλιογραφίαν. Κατά την έκδοσιν του κειμένου χρησιμοποιούμεν τα εξής σημεία· […]= λέξις δυσανάγνωστος· [ ] = πρόσθεσις λέςεως υπό του συγγραφέως· () = συμπλήρωσις λέξεως υπό του συγγραφέως· = αβεβαιότης .
(2). Ο Νικόδημος Αγιορείτης δίδει τους εξής ορισμούς· «Μνημόσυνα λέγομεν τα μετά κολύβων και παραστασίματος γινόμενα· ουχί τα εν τη τελετή της ιεράς Λειτουργίας ψιλώς αναφερόμενα ταύτα γαρ άλλον λόγον έχουσιν» (Νικόδημου Αγιορείτου, Ο μο λογία πίστεως, σελ. 10, Βενετία 1819). «Κόλυβον είναι βρασμένον σιτάρι, το οποίον είναι σύμβολον του ανθρωπίνου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει δια του σίτου» ( Νικ. Αγιορείτου, Ο μολ. πίστεως, σελ. 8).
(3). Χαριλάου Τζώγα, Η περί μνημοσυνών έρις εν Αγίω Όρει κατά τον ΙΗ’ αιώνα, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 65.
(4) Περί των δυσχερειών τούτων βλέπε αυτόθι.
(5). Γεωργίου Βερίτη, Το αναμορφωτικόν κίνημα των κολυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου, εν «Ακτίνες» 1943, σελ. 100. Πρβλ. Νικολάου Αρκά, Αθανάσιος ο Πάριος, Αθήναι 1960, σελ. 71. Βλέπε ωσαύτως Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ’γιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αθήναι 1959, σελ. 43 κ. έ.
(6). Βλ. Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημόσυνου έρις…, σελ. 15-51. Επίσης Κ ω νσταντίνου Παπουλίδη, Το κίνημα των κολλυβάδων, Αθήναι 1971, σελ. 30-39.
( 7). Χαρ. Τζώγα. Η περί μνημοσύνων έρις…, σελ. 15-51. Επίσης Κων. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 40-42.
(8). Ο Πάριος π.χ. ομιλών περί του πρώην Χαλεπίου Γενναδίου λέγει ότι ούτος ήλθεν εις το Όρος «δια να βάλη πυρ, όχι εκείνο το ευαγγελικόν, αλλά το σατανικόν»(Αθανασίου Παρίου, Επιστολή απολογητική προς τον λογιώτατον Κυπριανόν, εν κώδικι Μονής Παντελεήμονος 5716. 209, φ. 36β). Τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλον, εφησυχάζοντα εν Αγίω Όρει, χαρακτηρίζει ως εξής: «ο εν πιθήκω ούτος Ηρακλής» ( Αθ. Παρίου, Επιστολή απολογητική προς τον λογ. Κυπριανόν, εν κωδ. Μ. Παντελεήμονος 5716. 209, φ. 37α37β). Τέλος, τον Βησσαρίωνα τον εκ Ραψάνης αποκαλεί « μανικόν» ( ενθ. αν. 37β). Ο Θεοδώρητος αποκαλεί τον Αθανάσιον « κακοαθανάσιον» ( Θεοδωρήτου του εξ Ιωαννίνων, Υπόμνημα περί του εξ Ιουδαίων κακόφρονος Νεοφύτου αναφανέντος δόγματος των μνημοσύνων και λοιπών κακοδοξιών αυτού, εν κώδικι Μονής Κουτλουμουσίου 530, φ. 290β.). Ο Πάριος χαρακτηρίζει τας διδασκαλίας των ομογενών διδασκάλων της Ευρώπης, εν αις και την του Κοραή, «πλάνη και απάτη του διαβόλου» (Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις…, σελ. 33). Ο Κοραής, με την σειράν του, αποκαλεί τον Πάριον « ταραχοποιόν και κακόν γερόντιον της Χίου» (Μ. Παπαϊωάννου, Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, Αθήναι 1948, σελ. 22) και αλλαχού « γελοίον» και « έρημον» ( Επιστολαί Αδαμαντίου Κοραή, τόμ. Β’, σελ. 314). Η διαμάχη υπήρξεν όντως οξυτάτη και «από λόγων και από τοιούτων αφιλοθέων αδολεσχιών, προέβησαν εις διωγμούς και ύβρεις, εις βιαιοπραγίας…» (Μανουήλ Γεδεών, Ο ’θως, Κωνσταντινούπολις 1885, σελ. 153).
9. Περί των θέσεων των κολλυβάδων και αντικολλυβάδων βλ. Νικόδημου Αγιορείτου, Ομολ. πίστεως, σελ. 1033. Βλέπε επίσης Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις…, σελ. 120132.
10. Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις…, σελ. 81.
11. Κατεδικάσθησαν, πατριαρχεύοντος του Κωνσταντινουπόλεως Σωφρονίου Β’ (1774-1780), οι Αθανάσιος Πάριος, Ιάκωβος Πελοποννήσιος, Αγάπιος Κύπριος και ο Χριστόφορος (Βλ. Ρ h. Meyer, Die Haupturk ü nden f ü r die Geschichte der Athoskloster, Leipzing 1894, σελ. 236-241 και εν Κ. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 59-61).
12. Νομίζομεν ότι τούτο προκύπτει εκ των γενομένων καθαιρέσεων, παρ’ όλον ότι το Πατριαρχείον, ως άριστα παρατηρεί ο Κ, Παπουλίδης (Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 53), γράφων «… δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα», ανεγνώριζε συγκεκαλυμμένως πως την ορθήν τοποθέτησιν του ζητήματος υπό των κολλυβάδων (βλέπε πλήρες κείμενον της επιστολής του Πατριάρχου εν Ph. Meyer, Die Haupturk ü nden …, σελ. 231- 234).
13. Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις…, σελ. 165-167. Ο Κ. Παπουλίδης τονίζει μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως ότι «ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης δεν ανεμίχθη εις το κίνημα εκ του εμφανούς και ως εκ τούτου δεν ηνωχλήθη και μετά την καταδίκην του κινήματος, ουδέποτε δε κατεδικάσθη» ( Κων. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 64).
14. Το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως έστειλε τας κάτωθι επιστολάς · α) Κατά Ιούλιον του 1772 επί Θεοδοσίου Β’ (1769-1773). Δια το κείμενον της επιστολής βλ. Ph. Meyer, Die Haupturk ünden …, σελ. 229-231. Πρβλ. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες, Κωνσταντινούπολις 1885, σελ. 668. β) Κατά Ιούνιον του 1773 επί Θεοδοσίου Β’ (1769-1773). Δια το κείμενον της επιστολής βλ. Ph. Meyer, Die Haupturk ü nden …, σελ.., σελ. 231-234. γ) Αχρονολόγητον επί του αυτού Πατριάρχου, το κείμενον της οποίας παραδίδεται υπό Ph. Meyer, ( ενθ. αν., σελ. 234-235). δ) Ετέραν τοιαύτην επί πατριάρχου Σαμουήλ (1773-1774). Πρβλ. Νικ. Αγιορείτου, Ομολ. πίστεως…, σελ. 29-30.
Share Button