Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου.Μέρος Γ’. Ρουμάνοι Μοναχοί
Ὁ νεαρός Βασίλειος, μετά τήν κοίμησι τοῦ πρώτου ἡσυχαστοῦ Γέροντός του, ἐπέστρεψε στήν Ρουμανική σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στόν Ἄθωνα, ὅπου ἐκεῖ ἀσκήτευε ὁ πατέρας του. Σέ λίγο καιρό ἐκάρη μοναχός ἐκεῖ ὁ ἀδελφός Δημήτριος καί ἐπῆρε τό ὄνομα Δομετιανός. Τό 1906, μετά ἀπό 14 χρόνια ἀσκητικῆς άγωγῆς στόν Ἄθωνα, ἐπέστρεψαν καί οἱ δύο στήν Ρουμανία. Ἐπλησίαζε ὁ καιρός τοῦ νεαροῦ Βασιλείου νά ἐκπληρώσει καί τίς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις πρός τό κράτος. Ὁ μοναχός Δομετιανός ἐπέστρεψε στό Σέκου, ὅπου άνέλαβε τό διακόνημα τοῦ ἀποθηκαρίου τῆς μονῆς. Στό διακόνημα αὐτό ὑπηρέτησε μέ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, περισσότερο δηλαδή ἀπό 20 χρόνια. Οἱ παλαιοί πατέρες πού τόν ἐνεθυμοῦντο ὡμιλοῦσαν πάντοτε μέ θαυμασμό γιά τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη του καί τόν ἔβλεπαν σάν τήν καλή μητέρα τους. Ὁ νεαρός Βασίλειος, μετά τήν ὑπηρεσία του στόν στρατό, ὅπου ἔμεινε ἐπί πέντε χρόνια, ἐπέστρεψε στό Σέκου τό 1912. Τό φθινόπωροο τοῦ ἰδίου ἔτους ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Βικέντιος. Τό πρῶτο διακόνημά του ἦταν ἡ ὑπηρεσία καί ἡ καθαριότης τῆς ἐκκλησίας. Ἐπέβαλλε σκληρά ἄσκησι στόν ἑαυτό του. Κοιμόταν 3-4 ὧρες καί ἐδιάβαζε καθημερινά τό Ψαλτήριο καί τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας μας. Ἔκανε στό κελλί του πολλές μετάνοιες καί ἀπόφευγε τά γέλια καί τίς μάταιες συζητήσεις μέ τούς λαϊκούς. Στίς ἐλεύθερες ὧρες του ἀγιογραφοῦσε, ἄναβε τίς σόμπες τῶν γερόντων στά κελλιά τους, τούς ἔφερε τό φαγητό καί τούς παρηγοροῦσε. Δέν ἄφηνε νά περάσει οὔτε ἕνα λεπτό χωρίς κάποια εὐεργετική ἐργασία γιά τούς ἄλλους. Ἐκράτησε τίς συμβουλές τοῦ ἁγιορείτου ἡσυχαστοῦ καί ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα. Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή γευόταν βρασμένο φαγητό μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή. Ἐνῶ τίς ἄλλες ἡμέρες ψωμί, νερό καί φροῦτα. Ἐφρόντιζε νά διακονεῖ καί νά βοηθεῖ τούς πάντες, χωρίς νά τούς στενοχωρεῖ. Ἐάν εἶχε πειρασμό μέ κάποιον ἀδελφό, πρῶτος ζητοῦσε συγχώρησι λέγοντας: «Συγχώρησέ με καί μένα τόν ἁμαρτωλό γιατί κι ἐγώ εἶμαι ἔνοχος». Ὅλα τά διακονήματα καί οἱ ὑπηρεσίες τῆς μονῆς, γιά τόν μοναχό Βικέντιο ἦσαν ἅγια. Γι᾿ αὐτό τόν ἄκουαν οἱ Πατέρες νά λέγει πάντοτε: «ἅγιο διακόνημα», «ἁγία προσευχή», «ἁγία νηστεία», «ἁγία σιωπή», «ἁγία ἡσυχία», «ἅγιο μοναστήρι», «ἅγιος μοναχός», «ἁγία ἡ ζωή». Τό 1913 τόν ἐκάλεσε ὁ ἡγούμενος καί ἡ Γεροντική Σύναξις νά χειροτονηθῆ διάκονος. Πράγματι, ὁ μητροπολίτης τῆς Μολδαβίας τόν χειροτόνησε διάκονο καί ὑπηρέτησε δύο καί πλέον χρόνια σάν διάκονος τοῦ μητροπολίτου στήν μητρόπολι Ἰασίου. Μετά μέ ἐντολή τοῦ Μητροπολίτου ἐπέστρεψε στό μοναστήρι του καί μετά ἀπό δύο χρόνια ἔγινε ἱερομόναχος καί Πνευματικός. Ὁ π. Βικέντιος δέχθηκε ὅλα αὐτά τά δῶρα τοῦ Θεοῦ μέ φόβο καί τρόμο καί ἀπό ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα ἡ μονή τοῦ ἔδωσε καί τό διακόνημα τοῦ πρώτου ἐκκλησιαστικοῦ, πού θά φροντίζει καθημερινά γιά τήν λειτουργία τῆς ἐκκλησίας καί τῶν ἀκολουθιῶν. Στήν περίοδο τοῦ Πρώτου παγκοσμίου πολέμου, προσκλήθηκε, ὅπως καί ὅλοι τότε οἱ μοναχοί, νά ὑπηρετήσει σέ κάποιο τομέα τοῦ κράτους, ἀφοῦ ὁ στρατός ἦτο σέ πόλεμο. Τό 1916 μετέβη νά ἐργασθῆ σάν νοσοκόμος καί μεταφορεύς τραυματιῶν σέ νοσοκομεῖο. Ἐπῆγε μέ πολλή χαρά πρός ἔκπληξιν τῶν ἄλλων. Χιλιάδες τραυματίες ἐπέρασαν ἀπό τά χέρια του. Ἦτο γι᾿ αὐτούς μία ἀκτίνα φωτός, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος. Τούς ἀνεκούφιζε στούς πόνους τους, τούς ἔδενε καί καθάριζε τίς πληγές τους, τούς ἐξωμολογοῦσε, λειτουργοῦσε καί τούς κοινωνοῦσε τά ἱερά Μυστήρια, τούς συμβούλευε καί τούς παρηγοροῦσε. Ὁ π. Εὐθύμιος Τανάσε, ὅταν ἦτο στρατιώτης καί ἔφθασε τραυματισμένος στό νοσοκομεῖο, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὁ π. Βικέντιος, μᾶς διηγήθηκε κατόπιν: -Δέν τόν ἐγνώριζα ἀπό πρίν. Μέ περιποιήθηκε καί μ᾿ἐξωμολόγησε. Τόν ἐρώτησα, ἐάν θά ἐξέλθω ζωντανός ἀπό τό νοσοκομεῖο καί ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε: «Ἄκουσέ με, Ἰωάννη, νά ἔχεις δυνατή πίστι. Καί ὑγιής θά ἐξέλθης ἀπ᾿ἐδῶ καί μοναχός θά γίνεις στήν μονή Σέκου καί ἱερεύς ἀργότερα». Ὅσα μοῦ εἶπε σέ δύο χρόνια ἐκπληρώθηκαν ὅλα. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν μονή, μ᾿ εὑρῆκε ἐκεῖ καί μ᾿ ἀγκάλιασε κλαίγοντας αὐτός κι ἐγώ ἀπό χαρά». Ὁ π. Βικέντιος συνέχισε καί πάλι στήν μονή του τίς προηγούμενες δραστηριότητές του, τόσο στήν ἐκκλησία, ὅσο καί στήν ὑποδοχή τῶν Χριστιανῶν τούς ὁποίους ἐξωμολογοῦσε, εἰρήνευε μέ τόν Θεό καί τούς βοηθοῦσε καί μέ ὑλικά ἀγαθά. Τό ἔτος 1926, ὁ ἱερομόναχος π. Βικέντιος, ἐξελέγη ἀπό τήν ἀδελφότητα ἡγούμενος τῆς μονῆς του. Ἀλλά δέν ἔμεινε πολύ, παρά μόνο περίπου δύο χρόνια. Ὀλίγο χρόνο ἔμεινε, ἀλλά προσέφερε πολλά. Λόγῳ τῆς ταπεινοφροσύνης του, δέν ἤθελε καμμία τιμή καί δόξα ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς μονῆς του. Ἀκόμη καί σάν ἡγούμενος δέν ἄλλαξε σέ τίποτε στήν ἄσκησί του καί στούς μοναχικούς του ἀγῶνες. Κάποια φορά ἦλθε στήν μονή μία ὁμάδα καθηγητῶν. -Ποῦ εἶναι ὁ πατήρ Ἡγούμενος; -Κυττᾶξτε. Εἶναι ἐκεῖ δίπλα στήν ἐκκλησία καί ἁγιογραφεῖ, τούς εἶπε ὁ ἴδιος. -Πάτερ, -ἄκουσαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἡγούμενος- ἡ Πανοσιότης σας εἶσθε ὁ ἡγούμενος; Ἔχουμε ἀνάγκη νά συναντηθοῦμε μαζί σας. -Ἐγώ δέν ξέρω, Ἀδελφοί. Ὁ ἡγούμενος βγῆκε ἔξω στό λειβάδι τῆς μονῆς. Αὐτοί, βλέποντάς τον ντυμένον ἁπλοϊκά, ἐπίστευσαν καί ἀναζητοῦσαν τόν ἡγούμενον στά πολυτελῆ δωμάτια τῆς Μονῆς, πού εἶναι γιά τούς ἐπισήμους. Ἄλλη φορά ἕνα νέος μοναχός ἦλθε κοντά του καί τοῦ ζητοῦσε πνευματικές συμβουλές, τώρα πού ἔγινε μοναχός. -Γέροντα, τί νά κάνω γιά νά σωθῶ; -Πάτερ μου, ἀγωνίσου νά ἐκπληρώσεις αὐτά πού ὑποσχέθηκες καί μέ βεβαιότητα θά σωθῆς. -Φοβοῦμαι, Γέροντα, γιά τίς μοναχικές ὑποσχέσεις πού ἔδωσα. -Μή φοβεῖσαι, πάτερ. Ἔχε ἐλπίδα, διότι ἔλαβες τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ξεκίνα τά ἔργα τῆς μετανοίας σιγά σιγά μέχρι νά τά ἀποκτήσεις. Φρόντισε ἡ συνείδησίς σου νά εἶναι εἰρηνική. Νά μή σέ ἐλέγχει σέ κάτι μέχρι τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Μετά πρόσεχε τί σκέψεις περνοῦν ἀπό τόν νοῦ σου. Κάνε κάθε διακόνημα μέ ἀγάπη καί λέγε πάντοτε τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Ἄρχισε ἔτσι καί θά προκόψεις. Ἔτσι, καλλιεργεῖται ὁ ἀγρός τῆς ψυχῆς! Ἐάν ὑπῆρχε κάποιος νέος μοναχός, πού ἦτο κἄπως ἀδιάφορος γιά τά καθήκοντά του, τόν καλοῦσε στό κελλί του, τόν συμβούλευε πολύ καί ἐνίοτε τοῦ ἔδινε γραπτῶς καί ἕνα χαρτάκι νά τοῦ ἐνθυμίζει τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις καί τά καθήκοντά του. Ἰδού τέτοια χαρτάκια πού διασώθηκαν ἀπό τούς σημερινούς γέροντες τῆς μονῆς, τά ὁποῖα τούς ἔδινε ὁ Γέροντας, ὅταν ἦσαν νέοι.