Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου.Μέρος Δ’. Ρουμάνοι Μοναχοί

Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου.Μέρος Δ’. Ρουμάνοι Μοναχοί

Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου
Μοναστήρι Σέκου νομοῦ Νεάμτς (1887-1945). Μέρος Δ’

Τό τρίπτυχο τῶν ἀρετῶν τοῦ μοναχοῦ:  1.Ἀκτημοσύνη μέ τό θέλημά σου.2 Καθαρότης τοῦ σώματος (ἁγνότης) καί 3.  Ὑπακοή σέ ὅλα καί σέ ὅλους.
Καλά ἔργα τοῦ μοναχοῦ: 1. Νά  ἐξομολογεῖσαι ὅλες τίς ἁμαρτίες σου, 2.Νά κάνεις τόν κανόνα τοῦ  Πνευματικοῦ σου στό κελλίο σου, 3. Νά λέγεις πάντοτε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ,  4. ν᾿ ἀγαπᾶς τήν μοναξιά περιφρονώντας τήν ἀκρόασι καί συνομιλία μέ  ἄλλους, τήν ἐπιθυμία φαγητοῦ, ἐκτός τραπέζης, τήν κριτική τῶν ἄλλων  δικαίως ἤ ἀδίκως. Ὁ Σωτήρ μας κρίνει δικαίους καί ἀδίκους. 5. Ὅλους θά  τούς βλέπεις σάν ἁγίους. Ἀγωνίσου μέ ἀγάπη νά κάνεις αὐτά καί θά τό ἐπιτύχεις. Ἐάν δέν ἐφαρμόζεις αὐτά, γιατί νά κατακρίνεις τούς ἄλλους; Ὤ, τί τρέλλα καί ἀθεράπευτο  κακό εἶναι νά κρίνεις τούς ἄλλους, χωρίς νά σκέπτεσαι γιατί τούς  κρίνεις! Ἰδού πῶς ὁ καλός ποιμένας ἀγρυπνοῦσε γιά τήν μετάνοια τῶν ὑποτακτικῶν του! Ὁ π. Γερόντιος Γεωργίου, μοναχός ἀπό τήν μονή  Μπίστριτσα ἦταν τότε ὑποτακτικός τοῦ π. Βικεντίου. Ἰδού τί μᾶς εἶπε πρό  ἐτῶν γι᾿ αὐτόν τόν ἀξιοσέβαστον πατέρα: «Ἐγώ γεννήθηκα τό 1902 στήν  κοινότητα Πρεουτέστι ἐπαρχίας Φαλτιτσένι. Στήν μονή Σέκου ἐπῆγα τό 1926.  Τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ π. Βικέντιος Μαλάου. Ἡ ἀδελφότης μας ἀπετελεῖτο  ἀπό 80 μοναχούς καί δοκίμους. Τί ὡραία καί πόση ἀγάπη ὑπῆρχε τότα  ἀνάμεσά μας στήν Σέκου! Ὁ π. Βικέντιος ἦτο ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Δέν εἶχε ἴχνος κάποιας περιουσίας στό κελλίο του, γιατί ἦτο πάμπτωχος. Δέν εἶχε  οὔτε κρεββάτι στό κελλίο του,  παρά μόνο μία βελέντζα. Κοιμόταν  ἐλάχιστα, διότι τόν περισσότερο χρόνο τῆς νυκτός  προσευχόταν, ἐδιάβαζε,  διώρθωνε βιβλία, ἀγιογραφοῦσε καί ἄλλα. Ὅταν τόν ἐρώτησα: «Γιατί Γέροντα, δέν κοιμᾶσθε τό βράδυ στό κελλίο σας; Καί μοῦ ἀπήντησε τά ἑξῆς: -Ἐάν ἔλθη ὁ Νυμφίος τό μεσονύκτιο καί μ᾿ εὕρει νά κοιμᾶμαι, τί θά τοῦ ἀπαντήσω  ἐγώ; Ἤμουν μαθητής του καί τό κελλίο μου ἦτο ἀπέναντι ἀπό τό ἰδικό του. Κάθε  πρωΐ, ὥρα πέντε περνοῦσε ἀπ᾿ἔξω ὁ Γέροντας καί κτυπώντας τήν πόρτα μοῦ  ἔλεγε: «Ἄϊντε, ἀδελφέ Γεώργιε, ἔλα στήν προσευχή. Ξημέρωσε. Ἰδού τά  πουλάκια ἄρχισαν τήν δική τους προσευχή καί ἐμεῖς ἐγίναμε ρεζίλι». Ἐάν  καθυστεροῦσα νά σηκωθῶ, μοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε τώρα στό πηγάδι καί φέρε μου γρήγορα ἕνα κουβᾶ νερό νά πλυθῶ, διότι μοῦ τελείωσε τό νερό». Ἄλλοτε  ἔψαλλε ἔξω ἀπό τό κελλίο μου, μέχρις ὅτου ἀποφασίσω νά σηκωθῶ καί τοῦ  ἀνοίξω τήν πόρτα μου. Κατέβαινε ὁ ἴδιος καί κτυποῦσε τήν καμπάνα γιά νά σηκωθοῦν οἱ μοναχοί  καί νά κάνουν τόν κανόνα τῆς προσευχῆς τους, πρίν ἀρχίσει ἡ πρωϊνή  ἀκολουθία. Κατόπιν ὁ ἴδιος ἄνοιγε τήν ἐκκλησία, προσκυνοῦσε τίς ἱερές  εἰκόνες, ἔκανε μετάνοιες καί μετά ἔμπαινε στό ἅγιο Βῆμα. Εἶνα σάν νά τόν βλέπω τώρα γονατιστόν δίπλα στήν Ἁγία Τράπεζα νά διαβάζει τά ὀνόματα  ζώντων καί νεκρῶν. Πῶς λειτουργοῦσε, πάτερ Γερόντιε, ὁ π. Βικέντιος; -Δέν ἀκουμποῦσε στήν Ἁγία Τράπεζα, ἔστω καί νά τελοῦσε μόνο τήν θεία  Λειτουργία, ἀπό σεβασμό καί φρίκη. Δέν ἄφηνε τήν λειτουργική του φυλλάδα ἐκεῖ ἐπάνω, οὔτε ὀνόματα γιά μνημόνευσι, οὔτε ἄλλο τι, ἐκτός ἀπό τό  Εὐαγγέλιο καί τό Ἀρτοφόριο. Δέν τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία μέ βιασύνη, ἀλλά μέ περισυλλογή,  εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό δέν λειτούργησε ποτέ χωρίς δάκρυα. Ὅταν ἐλάμβανε στά χέρια του τό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας, συναισθανόμενος τήν  ἀναξιότητά του, ἔκλαιγε μέ στεναγμούς καί τά δάκρυα ἔπεφταν στό  ἔδαφος… Ὅταν δέν λειτουργοῦσε, ἐρχόταν στόν χορό κι ἔψαλλε ἔστω ἕνα «Δοξαστικό».  Ἔψαλλε τόσο κατανυκτικά, πού οἱ ἄνθρωποι ἐδάκρυζαν. Ὁ π. Βικέντιος ἦτο  ἕνα στολίδι τῆς μονῆς μας… Ὅπου ἐπήγαινε ὁ π. Βικέντιος, ἐνομίζαμε ὅτι κοντά του ἐβάδιζε καί ὁ  Χριστός. Ἀπό τό πρόσωπό του ἐξεπέμπετο ἐπάνω μας χαρά καί εἰρήνη. Ὅσοι  τόν ἐπλησίαζαν εἰρήνευαν, ἐχαίροντο, διότι εἶχε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα  του…

Share Button