ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ SOS

 
 ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ
 
Του κ. Γ. Παπαθανασόπουλου
=====
 
Ο Μητροπολίτης Περγάμου υποστήριξε την εδραζόμενη επί της σχέσης των Προσώπων της Αγίας Τριάδος καινοφανή περί πρωτείου άποψη του όχι στα δικά του θεολογικά κείμενα, που ήσαν απολύτως αντίθετα, αλλά σε κείμενο που έγραψε ο Ρώσος θεολόγος π. Αλέξανδρος Σμέμαν και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «La Primaute de Pierre dans l’ Eglise Orthodoxe», (Editions Delachaux & Niestle, Neuchatel, Suisse, 1960). 
 
Στο βιβλίο υπάρχουν κείμενα των επίσης Ρώσων θεολόγων της διασποράς Αφανάσιεφ, Μέγιεντορφ και Κουλόμζιν.
 
Πρώτο είναι το κείμενο του Νικολάου Αφανάσιεφ, με τίτλο «Η Εκκλησία που προΐσταται στην Αγάπη». Μεταξύ των άλλων θέτει το ερώτημα: «Αν ο Πέτρος είναι πράγματι η πέτρα επί της οποίας κτίσθηκε η Εκκλησία πώς μπορεί ταυτόχρονα να είναι και αρχηγός αυτής της Εκκλησίας;» Και απαντά: «Εφόσον ο Πέτρος είναι η πέτρα επί της οποίας κτίσθηκε η Εκκλησία ο ρόλος του είναι παθητικός: Η Εκκλησία οικοδομήθηκε επ’ αυτού από τον Χριστό και όχι από εκείνον». Στη συνέχεια επισημαίνει: «Θα ήταν πολύ ασύνετο να μιλάμε για “ανατολικό πρωτείο”, ωσάν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να είχε θελήσει να αντιγράψει τον επίσκοπο της Ρώμης: είναι λάθος τόσο από άποψη ιδεολογική όσο και από άποψη ιστορική, όμως, χωρίς αμφιβολία, ορισμένες εσωτερικές παροτρύνσεις ώθησαν τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να ακολουθήσει στην παγκόσμια εκκλησιολογία, την οδό προς το πρωτείο». Πρέπει να είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται «η εσωτερική παρότρυνση στο Φανάρι» προς ένα παπικού τύπου πρωτείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
 
Ακολουθεί το κείμενο του Νικολάου Κουλόμζιν, με τίτλο «Η Θέση του Πέτρου στην αρχαία Εκκλησία». Στο κείμενο του ο Κουλόμζιν τονίζει πως στηριζόμενος στα λόγια του Χριστού προς τον Πέτρο και στα όσα αναφέρονται στα Ευαγγέλια περί αυτού έχει την άποψη ότι η Ιερουσαλήμ είναι η Εκκλησία που έχει τα πρεσβεία ανάμεσα στις άλλες Εκκλησίες. Και σημειώνει: «Οι ιστορικές συνθήκες και εξελίξεις δείχνουν ότι ο Πέτρος μετά την αναχώρησή του από τα Ιεροσόλυμα δεν παρουσιάζεται πλέον ως ένας της ομάδας των δώδεκα Αποστόλων, αλλά είναι ένας περιοδεύων Απόστολος. Οι Δώδεκα δεν αποτελούσαν πλέον σύναξη στην Ιερουσαλήμ και επομένως η πόλη αυτή χάνει την κεντρική της ιεραρχική θέση. Μπορεί κανείς στις νέες ιστορικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν να μιλάει ακόμη για το πρωτείο του Πέτρου; Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν το δείχνουν κατά κανένα τρόπο».
 
Το κείμενο του Ιωάννου Μέγιεντορφ που ακολουθεί έχει τίτλο «Ο Άγιος Πέτρος, το πρωτείο του και η διαδοχή του στην βυζαντινή θεολογία». Ο Ρώσος θεολόγος επισημαίνει ότι στους πρώτους αιώνες «οι Βυζαντινοί στην εκκλησία της αρχαίας Ρώμης ομοφώνως απέδιδαν μια μεγάλη τιμή, αλλά όχι εξουσία, κοσμικού – δικαιοδοτικού χαρακτήρα». Προχωρώντας στους επόμενους αιώνες  εξηγεί ότι οι κοσμικές ηγετικές επιδιώξεις του Πάπα Γρηγορίου οδήγησαν τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό να θελήσει να περάσει το παπικό πρωτείο στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως έχοντος την έδρα της Νέας Ρώμης και «της παγκόσμιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». Και αφού επισημαίνει τις περί πρωτείου απόψεις διαφόρων εκκλησιαστικών συγγραφέων επισημαίνει την ακόλουθη  άποψη του Θεσσαλονίκης Συμεών: «Η λειτουργία του πρωτείου υπάρχει στο πλαίσιο της επισκοπικής συνόδου, όπως υπήρχε στην έννοια της αποστολικής συνόδου, αλλά προϋποθέτει την εν τη αληθεία ενότητα της πίστεως». 
 
Στη συνέχεια προσθέτει την άποψη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου Σχολαρίου: «Ο Πέτρος είναι ο επίσκοπος και ο ποιμήν όλου του κόσμου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να πούμε το ίδιο για οποιονδήποτε από τους διαδόχους του επισκόπους». Και στο τέλος του κειμένου του ο Μέγιεντορφ τονίζει: «Η διδασκαλία των βυζαντινών θεολόγων αντιστοιχεί πλήρως στην εκκλησιολογία του Αγίου Κυπριανού στο Cathedra Petri: Δεν υπάρχει πλουραλισμός στις επισκοπικές καθέδρες, δεν υπάρχει παρά μόνο μία, η έδρα του Πέτρου και όλοι οι επίσκοποι, στο πλαίσιο των κοινοτήτων των οποίων προεδρεύουν και έχουν την έδρα τους, καθένας τους έχει τη θέση του επί της αυτής έδρας (του Πέτρου)».
 
Το κείμενο του  π. Αλέξανδρου Σμέμαν είναι το τελευταίο στη σειρά και επιγράφεται «Η έννοια του πρωτείου στην ορθόδοξη εκκλησιολογία». Στο κείμενο ο αείμνηστος Σμέμαν τονίζει ότι στην αρχή η κάθε τοπική Εκκλησία είχε τον Επίσκοπό της και την πληρότητα της στην ενότητά της με εκείνον. Τονίζει επίσης ότι  η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποκλείει το πρωτείο, αλλά δεν το θεωρεί χαρακτηριστικό κοσμικής ισχύος επί των άλλων επισκόπων και εκκλησιών. «Δεν είναι βεβαίως “υπέρτατη εξουσία”, αλλά δεν είναι και μια απλή προεδρία κατά τα δημοκρατικά και κοινοβουλευτικά πρότυπα, γιατί είναι κάτι το πνευματικό, που έχει σχέση με την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού» σημειώνει. 
 
Ο Σμέμαν για το πρωτείο αναφέρεται στο Τριαδολογικό δόγμα ως εξής: «Μπορεί κανείς να εφαρμόσει στην Εκκλησία, κατ’ αναλογίαν, την τριαδολογική θεολογία. Όπως οι Τρεις Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος δεν χωρίζουν τη θεία ουσία, κάθε μία διαθέτοντας την καθ’ ολοκληρίαν και ζώντας την, έτσι και η φύση της Εκκλησίας – Σώματος του Χριστού δεν είναι χωρισμένη λόγω της πληθύος των εκκλησιών. Αλλά όπως τα Θεία Πρόσωπα «απαριθμούνται» – κατά την έκφραση του Μεγάλου Βασιλείου- έτσι απαριθμούνται και οι εκκλησίες και υπάρχει μεταξύ αυτών μια ιεραρχία. Σε αυτήν την ιεραρχία υπάρχει μια πρώτη Εκκλησία και ένας πρώτος επίσκοπος. Αυτή η ιεραρχία δεν μειώνει τις εκκλησίες, δεν τις υποτάσσει την μία στην άλλη, είναι μόνο προορισμένη να βοηθάει να ζει κάθε εκκλησία για όλες και όλες για κάθε μία, γιατί αυτό είναι το μυστήριο του Σώματος του Χριστού…».  
 
Η μεταφορά του Τριαδολογικού Δόγματος στο επισκοπικό πρωτείο είναι  εξαιρετικά αδύναμη και εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, όπως εκφράστηκε διαχρονικά από τους πατέρες της Εκκλησίας και από επίσημα κείμενα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Όμως ο Μητροπολίτης Περγάμου επέλεξε ή δέχθηκε να το χρησιμοποιήσει, ξεχνώντας τί υποστηρίζει στην διατριβή του…

Share Button