Ὁ π. Βικέντιος δέν δεχόταν χρήματα στό κελλίο του γιά τήν μνημόνευσι ὀνομάτων. -Πήγαινέ τα στό παγκάρι τῆς ἐκκλησίας, τούς ἔλεγε. Ἐάν κάποιος ἐπήγαινε στήν τράπεζα καί δέν ἔτρωγε, τόν ἐπλησίαζε στό τέλος καί μέ γλυκειά φωνή, τόν ἐρωτοῦσε: -Γιατί, ἀδελφάκι μου, δέν ἔφαγες; Ἰδού, ἐγώ εἶμαι ὁ πατέρας σου. Τί θέλεις νά σοῦ δώσω; -Συγχώρεσέ με, πάτερ, ἐχόρτασα. -Ἔτσι, πατέρες. Αὐτή εἶναι ἡ καλλίτερη νηστεία, νά σηκώνεσθε ἀπό τό κρεββάτι, χωρίς νά εἶσθε χορτασμένοι. Κανείς δέν σᾶς ἀπαγορεύει νά φᾶτε. Ὅμως τότε θά ἔχετε μισθό, ὅταν νηστεύετε, ἔχοντας ἕνα κομμάτι ψωμί στόν κόρφο σας. Ἐάν νηστεύετε ἀπό φόβο πρός τόν Γέροντά σας ἤ δέν ἔχετε τί νά φάγετε, αὐτό εἶναι ἀναγκαστική νηστεία, πού δέν γίνεται ἀπό ἀγάπη. Καί ὁ Θεός τόν καλόν ἀγωνιστή τόν ἀνταμείβει… Ἦλθαν μερικοί ἐπισκέπτες καί ἐρωτοῦσαν: Ποῦ εἶναι ὁ πατήρ ἡγούμενος; -Ὁ πατήρ ἡγούμενος, τούς ἔλεγε, ἔχει πάει μέ τούς μοναχούς του σέ ἐξωτερικά διακονήματα. Καί ὅλοι τόν ἐπίστευαν, διότι φοροῦσε ταπεινά ροῦχα σάν ἕνας πτωχός καί ἁπλοϊκός μοναχός. Ὁ π. Βικέντιος ἦτο ἕνας ἀληθινός μοναχός. Δέν ἐπέρασε ἀπό τότε ἄλλος σάν κι αὐτόν. Ἡ μεγαλύτερη ἀρετή του ἦτο ὅτι δέν κατέκρινε ποτέ κανέναν, ὅ,τι ἁμάρτημα, ἄν ἐγνώριζε, ὅτι εἶχε κάνει. Προσευχόταν γι᾿αὐτόν καί ἐνίοτε μέ δάκρυα. -Ἦλθε σ᾿ αὐτόν κάποιος μοναχός καί τοῦ εἶπε: -Γέροντα, εἶδα ἕνα μοναχό νά τρώγει γλυκό ἀρτύσιμο τώρα σέ περίοδο νηστείας. -Μή κρίνεις. Μή κρίνεις, ἀδελφέ! Μπορεῖ νά τοῦ ἐπῆρε τό μυαλό ὁ Θεός, γι᾿ αὐτό καί τρώγει. Ἐάν δέν εἶχε ἐξομολόγησι, ἐπήγαινε μαζί μέ τούς μοναχούς στίς διάφορες ὑπηρεσίες τῆς μονῆς. Ἰδιαίτερα ἐπήγαινε στούς κήπους, στίς γεωργικές καλλιέργειες, ἐμάζευε τόν σανό γιά τά ζῶα, ἐμάζευε λαχανικά γιά τό μαγειρεῖο, ἔκοπτε ξύλα γιά τήν στόφα τοῦ μαγειρείου, σφουγγάριζε τήν ἐκκλησία. Ἐνίοτε ἄρχιζε , πρίν ἔλθουν ἀκόμη οἱ ἄλλοι μοναχοί του. Ποτέ δέν στεκόταν κἄπου χωρίς ἐργασία. Ἐπισκεπτόταν τούς ἀδελφούς πῶς ἐπιτελοῦν τό διακόνημά τους, ἐάν προσεύχωνται, ἐάν κρατοῦν τό ὠράριο τοῦ σιωπητηρίου. Ἐάν κάποιος ἀδελφός παραφερόταν στήν συμπεριφορά του πρός τούς ἄλλους, ὁ Γέροντας δέν ἔλεγε τίποτε. Τήν ἄλλη ἡμέρα, τήν ὥρα πού ὅλοι διακονοῦσαν στόν κῆπο μέ τόν Γέροντα ἤ κἄπου ἀλλοῦ, τότε ὁ Γέροντας τούς ἔλεγε: «Πατέρες, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος λέγει νά μή ἐξέρχεται άπό τό στόμα μας λόγος κακός καί πονηρός…», ἀλλά ἐγώ ὁ ἄσωτος, πάντοτε κατηγορῶ, κριτικάρω τούς ἄλλους, γελῶ, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κλαίω…. Ἀλλοίμονο σέ μένα, Ἀδελφοί μου, διότι πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μου καί τί ἀπάντησι θά δώσω τότε; …. Οἱ πατέρες τόν ἄκουαν σιωπηλοί καί δέν ἠμποροῦσαν νά ἀρθρώσουν λέξι μπροστά του. Μία ἄλλη φορά ἐπῆγα μέ ἄλλους πατέρες νά κόψουμε τό χόρτο γιά τά ζῶα μακριά ἀπό τήν μονή πέντε χιλιόμετρα. Ἦτο Ἰούλιος μήνας. Ὁ π. Βικέντιος ἐμπῆκε στό κελλίο μου, μετά τήν πρωϊνή ἀκολουθία καί μοῦ τό ἐκαθάρισε. Ἐτίναξε τά κλινοσκεπάσματα, τό ἐσκούπισε, τό ἐσφουγγάρισε, ἐτακτοποίησε τά βιβλία μου, τά ροῦχα, εὐτρέπισε τό τραπέζι κλπ. Μετά μᾶς ἐκάλεσε νά μᾶς κάνει διδασκαλία πῶς πρέπει νά εἶναι τά κελλιά μας. Καί μᾶς ἐπῆγε στό κελλίο μου, στό ὁποῖον ἤδη εἶχε βάλει καί θυμίαμα καί λαδάκι στό καντήλι μου.