Μᾶς ἐδίδασκε πρακτικά καί μέ πολλή ἁπλότητα. -Πατέρες καί ἀδελφοί, πόσο θά ἤθελα νά κερνοῦσα στόν καθένα ἀπό ἐσᾶς ἕνα ποτήρι κρασί, ἀλλά δέν τό ἔχω. Δέν ἔχω κρασί, τό ὁποῖον πολλές φορές σκοτώνει τήν ψυχή, ἀλλά σᾶς δίνω ἕνα ὠφέλιμο πατερικό λόγο, πού δίνει ζωή στήν ψυχή. Ἴσως νά περιμένετε ἀπό ἐμένα ὑψηλούς καί θεολογικούς λόγους, ἀλλά αὐτά τά ὑψηλά εἶναι ἐκεῖ ψηλά. Ἐκεῖ νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά συναντηθοῦμε καί νά ζήσουμε αἰώνια. Νά μήν ἀπελπιζόμεθα, Πατέρες, ἔστω καί νά ἐσφάλλαμε σέ κάτι. Νά ἐξομολογούμεθα γιά νά μή πίπτουμε πάλι στά ἴδια καί νά ζοῦμε μέ ἐλπίδα. Διότι ὁ Θεός μας, σάν Καλός Πατέρας, μᾶς περιμένει πάντοτε μέ τά χέρια ἀνοικτά λέγοντάς μας: «Ἄϊντε, παιδάκι μου, ἔλα πάλι ὀπίσω στό σπίτι σου, στόν Πατέρα σου καί στ᾿ ἀδέλφια σου…». Στήν ἑορτή τῆς μονῆς μας, στήν Ἀποτομή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, 29η Αὐγούστου, ἦλθαν ἑκατοντάδες προσκυνητές μέ τά δῶρα τους στά χέρια. Ὁ Γέροντάς μας, γνωρίζοντας τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τῶν πτωχῶν ἐπισκεπτῶν καί ὀρφανῶν, ἐμοίρασε ὅλα τά δῶρα σ᾿ αὐτούς. Ἀλλά ὁ ταμίας, ὁ π. Εὐθύμιος, λυπήθηκε καί ἐρώτησε μέ θυμό τόν Γέροντα: -Πάτερ ἡγούμενε, τά πάντα ἐμοιράσατε καί δέν κρατήσατε τίποτε γιά τό μοναστήρι μας; Ξέρετε ὅτι γι᾿ αὐτή τήν πανήγυρι ἐδαπανήσαμε 5000 λέϊ; -Ἄφησε, πάτερ Εὐθύμιε. Σήμερα ἐτελέσαμε τήν μνήμη τοῦ Προστάτου μας ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Στήν γιορτή αὐτή δέν πρέπει νά φροντίζουμε νά κερδίζουμε, ἀλλά νά κάνουμε σέ ὅλους ἐλεημοσύνη. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή πανήγυρις γιά τόν Ἅγιό μας! Συχνά ἐπήγαινε ὁ Γέροντας στήν γειτονική κωμόπολι, τήν Τίργκου, ν᾿ἀγοράση τρόφιμα γιά τό μοναστήρι. Ἐπήγαινε πάντοτε μόνος του μέ τόν ντορβᾶ του στήν πλάτη. Μετά ἀπό μία ὥρα ἔφθανε στήν πόλι. Ἐμεῖς τόν ἐρωτούσαμε: -Πανοσιώτατε Γέροντα, γιατί δέν πηγαίνεις μέ τό κάρρο μας στήν Τίργκου; -Γιά νά ἔρχεται τό ἄλογο ἀπό πίσω μου; Ἐγώ δέν εἶμαι ἕνα καλό ἀλογάκι; Ἀλλά μέχρι νά φθάση στήν πόλι, τόν συναντοῦσαν παιδιά καί τσιγγάνοι στόν δρόμο καί τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια. Ἔφερε κοντά του ψωμί, ἐλιές καί τούς ἐμοίραζε. Σέ ἄλλους ἔδινε καί χρήματα. Πολλές φορές ἔφθανε στήν πόλι χωρίς χρήματα καί δανειζόταν γιά νά ψωνίση. Τό ἀπόγευμα ἐπέστρεφε καί πάλι μόνος του, πορεία μιᾶς καί πλέον ὥρας, στήν Σέκου. Ὁ π. Βικέντιος ἦτο πολύ ἐλεήμων καί νηστευτής. Ἔτρωγε μία φορά κάθε δύο ἡμέρες. Στήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἔπαιρνε λίγες μπουκιές καί ἔλεγε: -Ἀρκετό. Ἐχόρτασα. -Ναί, ἀλλά φάγε ἀκόμη λίγο, Γέροντα. -Εὐχαριστῶ τόν Θεό. Ἦτο καλό καί ἀρκετό. Τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα συμμετεῖχε μέ ὅλους τούς Πατέρες, μετά τήν Λειτουργία στήν τράπεζα. Ἐτσούγγριζε τό αὐγό, λέγοντας: «Χριστός ἀνέστη, Πατέρες», καί ἔτρωγε τό μισό ἀπ᾿ αὐτό, ἕνα ποτήρι κρασί, ἕνα κομματάκι τσουρέκι καί κατόπιν χαρούμενος μᾶς ἔλεγε καί πάλι: -Χριστός Ἀνέστη, Πατέρες! Δόξα στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πού ἐφθάσαμε καί πάλι στό Ἅγιο Πάσχα! Καί ἐδάκρυζε ἀπό χαρά. Τό καλοκαίρι ἐκεῖνο ὁ μητροπολίτης μας Σεβ. Ποιμήν Γκεωργκέσκου ἔκαμε μία ποιμαντική ἐπίσκεψι στό μοναστήρι μας. Ὁ π. Βικέντιος κατά τήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό εὐαγγέλιο στό χέρι καί ὅλη τήν συνοδία τῶν Πατέρων τόν ἐπεριμέναμε στήν πύλη τῆς μονῆς. Ἦτο μία βροχερή ἡμέρα. Ἐμπήκαμε στήν ἐκκλησία, ἔγινε ἡ δέησις, στό τέλος τό πολυχρόνιον τοῦ Ἐπισκόπου μας καί μετά εἶπα τά ἑξῆς λόγια ὁ π. Βικέντιος: -«…Ἰδού, Σεβασμιώτατε, ἡ βροχή παρῆλθε, τό βρόχινο νερό ἔπαυσε νά τρέχει στούς δρόμους, ὁ οὐρανός ἐκαθάρισε καί ὁ ἥλιος ἐζέστανε μέ τόν ἐρχομό τῆς Σεβασμιότητός σας στήν μονή μας. Σᾶς παρακαλῶ, πρός ὠφέλειαν τῆς συνοδίας μας, νά μᾶς εἰπῆτε λόγον σωτηρίας. Ὁ Μητροπολίτης δέχθηκε μετά χαρᾶς τόν λόγο τοῦ Καθηγουμένου καί ἀπευθύνθηκε πρός τήν συνοδία τῶν Πατέρων πρός τούς ὁποίους εἶπε τά ἐξῆς: -Πανοσιώτατοι πατέρες καί πνευματικά μου παιδιά, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί τίς προσευχές τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, Προστάτου τῆς Μονῆς σας, ἔχετε ἕνα ἡγούμενο μέ ἁγία ζωή, πού δέν ὑπάρχει δεύτερος στά μοναστήρια μας, ἐδῶ στήν Μολδαβία. Σᾶς παρακαλῶ νά τόν ὑπακούετε σέ ὅλα καί νά τόν μιμῆσθε στήν ζωή του καί μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι θά σωθῆτε…». -Πάτερ Γερόντιε, νά μᾶς διηγηθῆτε πόσα χρόνια ἔμεινε ὁ π.Βικέντιος στό Ἅγιον Ὄρος καί σέ ποιά μέρη ἀσκήτευσε; -Μέ τόν πατέρα του ἀνεχώρησε ἀπό τήν Ρουμανία τό 1895, ὅταν ἦτο ἡλικίας 8 ἐτῶν. Ἔμεινε ἐκεῖ 11 χρόνια, μέχρι τό 1906 καί κατόπιν ἐπῆγε στόν στρατό στήν Ρουμανία. Ὄντας στό Ἅγιον Ὄρος ἔμεινε μέ τόν πατέρα του δύο χρόνια στήν μονή Βατοπεδίου. Κατόπιν ἐπῆγαν στήν σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Βίγλας. Τότε ἡ Σκήτη εὑρισκόταν σέ μεγάλη ἄνθησι. Εἶχε πάνω ἀπό 150 μοναχούς, ἐνῶ σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος κατοικοῦσαν 1200 μοναχοί ρουμᾶνοι. Ὁ π. Βικέντιος δέν ἔμεινε σάν ἡγούμενος παρά μόνο περίπου δύο χρόνια. Μόνος του ἔδωσε τήν παραίτησί του στόν Μητροπολίτη. Καί ὁ λόγος ἦτο ὅτι οἱ μοναχοί ἤθελαν μία εὐκολώτερη καί ἀνετώτερη ζωή, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν ἐταίριαζε μέ τόν αὐστηρό καί ἀσκητικό τρόπο τῆς ζωῆς του.