Συνέντευξη για τον Γέροντα Κλεόπα Ηλιέ

 

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ 20ου ΑΙΩΝΟΣ
ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Συνέντευξη του κ. Στυλιανού Κεμετζετζίδη Θεολόγου Συγγραφέα και Διευθυντή των Εκδόσεων “Ορθοδόξου Κυψέλης” με θέμα “ο Γέρων Κλεόπας Ηλιέ”

Κ.Ι.: Οι άγιοι Γέροντες είναι η προέκταση του Ευαγγελίου μέσα στον κόσμο, γιατί η Εκκλησία είναι το εργαστήριο της αγιότητος.

Η Ορθοδοξία μας έχει προσφέρει διά μέσου των αιώνων μεγάλες άγιες Πατερικές μορφές αλλά και στον αιώνα μας παρουσιάστηκαν, ως δώρα Θεού, τέτοιες Γεροντικές μορφές, οι οποίες στέκουν ως φωτεινά παραδείγματα και καθοδηγούν εμάς τους υπολοίπους, οι οποίοι ευρισκόμαστε εν τω κόσμω και έχουμε το κοσμικό φρόνημα. Κύριε Κεμεντζετζίδη, ας αρχίσουμε από τη γνωριμία σας, με το Γέροντα Κλεόπα. Πώς τον γνωρίσατε και τι μίλησε μέσα σας η παρουσία αυτού του Γέροντος από τη Ρουμανία.

Στ.Κ.: Κατά την παραμονή μας στο Άγιον Όρος ακούγαμε ότι οι Ρουμάνοι μοναχοί διακρίνονται για την καλογερική και την αρετή τους περισσότερο από άλλους Ορθοδόξους που μονάζουν εκεί και ασκούνται. Και το διαπιστώσαμε από πολλά γεροντάκια τα οποία παρουσίαζαν μια προσήλωση στα καθήκοντά τους και μια ευλάβεια ασυνήθιστη.

Κ.Ι.: Αυτό έγινε πότε;
Στ.Κ.: Αυτό από το 1974 μέχρι το 1979. Είχαμε έρθει σε επικοινωνία με Ρουμάνους που υπάρχουν εκεί, γιατί, υπάρχει και σκήτη Ρουμανική, του Τιμίου Προδρόμου, αλλά και πολλά κελλιά που φιλοξενούν Ρουμάνους πατέρες που διακρίνονται για την ευσέβεια τους. Αρκετούς από αυτούς γνώρισε και ο πατήρ Παΐσιος και αναφέρει περιστατικά που δείχνουν τη μεγάλη τους αφοσίωση στο Θεό.
Ο πόθος, λοιπόν, να γνωρίσουμε κάποιους εν Ρουμανία αγίους υπήρχε και ο Θεός έστειλε ευκαιρία μέσω ενός καλού μοναχού της Μονής Γρηγορίου και ιεραποστόλου, του πατρός Δαμασκηνού, ο οποίος έκανε προσκύνημα στα μοναστήρια της Ρουμανίας (που είναι πάρα πολλά, μετά το Βυζάντιο, είναι ένα Άγιον Όρος, θα έλεγα, όλη η Μολδαβία, με εκατοντάδες μοναστήρια παλιά, αλλά και τώρα έχει δύο μοναστήρια που το καθένα του έχει 700 μοναχές).
Κ.Ι.: Πολύ σημαντικό αυτό.
Στ.Κ.: Η ευσέβεια του Ρουμανικού λαού ξεπερνάει εκείνη όλων των Ορθοδόξων της οικουμένης.
Κ.Ι.: Τόσο πολύ;
Στ.Κ.: Είναι κάτι που δεν το βλέπει κανείς πουθενά αλλού. Ιδιαίτερα αυτό ισχύει για κείνους που βρίσκονται στα Καρπάθια όρη. Έχουν μια ζώσα μοναχική παράδοση.
Κ.Ι.: Μα ήσαν εκεί και πολλοί Έλληνες. Μην ξεχνάμε ότι ο Υψηλάντης ξεκίνησε από εκεί την επανάσταση.
Στ.Κ.: Και στο Ιάσιο υπάρχουν πολλοί Έλληνες, στη Βραΐλα και στο Γαλάτσι. Είχαν πολλή επίδραση από το Βυζάντιο.
Κ.Ι.: Και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας;
Στ.Κ.: Πάρα πολλοί Ηγεμόνες βοήθησαν το Άγιον Όρος και υπήρξαν κτίτορες μοναστηριών.
Όταν, λοιπόν, πήγε αυτός ο ευλογημένος μοναχός, μέσα σ’ ένα μήνα κατόρθωσε κι έμαθε τη γλώσσα και μας πρότεινε να βγάλουμε κάποιο βιβλίο με Ρουμάνους πατέρες, παλαιοτέρους και συγχρόνους. Και βγήκε ένας μεγάλος τόμος Ρουμανικών Γεροντικών. Μέσα εκεί είδαμε πάρα πολλούς. Ακούσαμε και για τους εν ζωή ευρισκομένους και δημιουργήθηκε ο πόθος να τους γνωρίσουμε. Ο Θεός ευδόκησε και το 1990 έγινε η πρώτη επίσκεψη βοηθείας στη χώρα αυτή με ευλογία πνευματικών πατέρων και της Εκκλησίας. Έτσι έγινε στενότερος ο σύνδεσμος. Έκτοτε, αξιωθήκαμε να πάμε 9 φορές και για να πάρουμε πνευματικά βοηθήματα και υλικά, αλλά, και για να τυπωθούν βιβλία στη γλώσσα τους, προς αύξηση της κατά Θεόν γνώσεως, επειδή, επί σειρά πολλών ετών με το αθεϊστικό καθεστώς τα εστερήθησαν.
Έγιναν και 4 μεταφράσεις βιβλίων συγχρόνων ανθρώπων του Θεού στην ελληνική. Όπως το βιβλίο Πνευματικοί διάλογοι με Ρουμάνους Πατέρες, που τα περισσότερα είναι του πατρός Κλεόπα, ένα άλλο βιβλίο Πνευματικοί λόγοι, που είναι εξ ολοκλήρου του πατρός Κλεόπα, ένα άλλο Αντιαιρετικοί διάλογοι, που είναι επίσης εξ ολοκλήρου του πατρός Κλεόπα και διάφορα άλλα σε φυλλάδια.
Κ.Ι.: Ο πατήρ Κλεόπας ήταν λόγιος Γέροντας;
Στ.Κ.: Δεν ήταν με την αντίληψη και εκτίμηση του κόσμου καθόλου λόγιος, αφού δεν πήγε καθόλου στο σχολείο, αλλ’ ήταν ο λογιότερος κατά Θεόν ολοκλήρου της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας.
Κ.Ι.: Μάλιστα. Είναι και ο πατήρ Δ. Στανιλοάε.
Στ.Κ.: Ναι. Εκοιμήθη. Ήταν λόγιος.
Κ.Ι.: Καθηγητής.
Στ.Κ.: Μάλιστα. Ο πατήρ Κλεόπας ήταν ο πνευματικός πατέρας όλων των μοναστηριών, όλων των κληρικών της χώρας αυτής και στάθηκε ένας ακτινοβόλος σύγχρονος φάρος σοφίας και αγιότητας και ομολογίας.
Θα σας αναφέρω λίγα απ’ αυτά που άκουσα όταν βρέθηκα εκεί και που τώρα θυμάμαι.
Κ.Ι.: Πού ακριβώς βρίσκεται;
Στ.Κ.: Βρίσκεται στην περιοχή Μολδαβίας. Να μνημονεύσουμε τη μονή του Παϊσίου Βελιτσκόφσκι που είχε 1000 μοναχούς και διατηρούσε τυπογραφεία και άλλα θαυμαστά. Είναι μια περιοχή που έχει πάρα πολλά μοναστήρια ανδρικά και γυναικεία.
Κ.Ι.: Είναι μακριά από το Βουκουρέστι;
Στ.Κ.: Ναι, είναι κάπου 4 ώρες. Η περιοχή ονομάζεται Ησυχάστρια επειδή ήταν παλιά πολλά ησυχαστήρια. Τώρα έχουν 100 μοναχούς. Είναι ανδρικό μοναστήρι και ο Γέροντας παραιτήθηκε από τα καθήκοντα της Ηγουμενίας για νάναι απερίσπαστος στο έργο εξομολογήσεως και νουθεσίας του λαού, επειδή επί καθημερινής βάσεως έρχονταν εκατοντάδες προσκυνητές, δεκάδες πούλμαν από όλη τη Ρουμανία και τον ακροάζονταν. Καθόταν μέχρι 12-1.00 τη νύκτα και κατά γκρουπ έκανε συνέχεια αυτό το έργο. Αυτό που γινόταν στο Άγιον Όρος με το Γέροντα Παΐσιο, σε μεγαλύτερο βαθμό να το φανταστούμε στη Ρουμανική Εκκλησία από το Γέροντα Κλεόπα. Επειδή είναι δεκαοκτώ τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων εκεί, επειδή οι μορφές αυτές είναι όντως μετρημένες, συγκέντρωνε το ενδιαφέρον από όλη τη Ρουμανία, σε καθημερινή βάση.
Απ’ ότι μου είπαν ήταν υιός μιας πολυμελούς οικογένειας, κάπου δέκα παιδιά, από τα οποία τα επτά έγιναν κληρικοί, μοναχοί, ιερομόναχοι και μετά έγινε και η μητέρα τους. Όταν ο ίδιος πήγε στο μοναστήρι, σε αυτό που λέγεται Ησυχάστρια, ο Γέροντας που ήταν εκεί δεν τον δέχτηκε.
Παρόλο που ήταν χειμώνας τον έκλεισε έξω και του είπε: «δεν κάνεις». Αυτός παρακαλούσε, ικέτευε κι έμεινε τρία ημερόνυκτα απ’ έξω προσευχόμενος και παρακαλώντας χωρίς να του δίδουν προσοχή. Μετά την τρίτη ημέρα του άνοιξε και του είπε: «έλα τώρα μέσα, εδώ έχουμε σκληρή ζωή, χρειάζεται αυταπάρνηση, τέλεια υπακοή και δεν θα μιλήσεις ποτέ με τον αδελφό σου -είχε αδελφό εκεί- επί ένα χρόνο, όπου κι εάν συναντηθείτε». Τα δέχτηκε όλα και του είπε: «το έργο σου θα είναι να βόσκεις πρόβατα». Πράγματι, με πολλή προθυμία έκανε το διακόνημα αυτό προσευχόμενος μέσα στη φύση, διαβάζοντας, θα λέγαμε, το βιβλίο του Θεού της φύσεως, επιμελούμενος της συνειδήσεως, δοξάζοντας το Θεό και μελετώντας τας Γραφάς.
Έτσι περνούσαν οι μέρες του. Όταν πέρασε το έτος και ξανασυναντήθηκε με τον αδελφό του και πάλι δεν συνομίλησαν. Εκεί που ευρίσκετο φιλοσοφούσε τα θεία και μέσα σε λίγα χρόνια κατέστη σοφότατος. Γνώριζε τη Γραφή απ’ έξω, πατέρες απ’ έξω και έφθασε σε υψηλά μέτρα αγιότητος. Ο Ηγούμενος της Μονής ήταν άνθρωπος σημαιοφόρος και χαρισματούχος και προεγνώρισε το τέλος του. Ο Θεός τον πληροφόρησε ότι ήταν άξιος για να λάβει την καθοδήγηση των αδελφών, ο βοσκός πατήρ Κλεόπας.
Το ανεκοίνωσε στην αδελφότητα και δεν άρεσε σ’ εκείνους. Αλλά, είπαν: «να μη λυπήσουμε το Γέροντα. Μετά που θα πεθάνει εμείς θα τα κανονίσουμε. Τώρα θα αφήσουμε ένα βοσκό να καθοδηγεί εμάς που είμαστε τόσα χρόνια εδώ και που είμαστε μορφωμένοι;» Το θεωρούσαν υποτιμητικό και νόμιζαν πως ο Γέροντας έπεσε έξω.
Κ.Ι.: Δεν είχαν ταπείνωση.
Στ.Κ.: Είχαν. Τα ανθρώπινα δεν λείπουν σε κάποιες στιγμές. Ζει ο παλιός άνθρωπος. Τα βλέπουμε με τη λογική μας η οποία δεν είναι πάντοτε ακριβής.
Μετά από λίγο τους κάλεσε και τους είπε: «ετοιμαστείτε, βάλτε εξαπτέρυγα, και πάμε στο βουνό να παραλάβουμε τον πνευματικό μας πατέρα». Πείστηκαν όλοι οι πατέρες, τον αριθμό 100, πήγαν στο βουνό και για μια στιγμή ο πατήρ Κλεόπας βλέπει μπροστά του αυτό το θέαμα χωρίς να ξέρει τι γίνεται. Του λέγουν: «ο Κύριος σε καλεί να αναλάβεις τη διαποίμανση της αδελφότητος». Εκείνος έπεσε στη γη κλαίγοντας και ζητώντας να τον απαλλάξουν απ’ αυτήν τη διακονία, επειδή είναι ανάξιος. «Προτιμότερο ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί» έλεγε, και ο ηγούμενος του είπε: «εάν δεν δεχθείς την κλήση και την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού θάσαι αλλότριος σωτηρίας και εκτός της μάντρας του Χριστού». Άκων και μη βουλόμενος, ακολούθησε την πομπή, έφτασαν στο μοναστήρι, μπήκανε στο ναό, έγινε η δοξολογία, τον ενθρόνησε και κατόπιν του έδωσε μία ράβδο και του λέει: «Τώρα, να απευθύνεις λόγους παραμυθητικούς στο ποίμνιο σου». Στο διάστημα αυτό οι πατέρες -ένα ποσοστό απ’ αυτούς- είπαν διάφορα μέσα στο νου τους ο καθένας: «αυτός ο άξεστος, αυτός ο έτσι», χωρίς να κοινοποιούν αυτά που λέγανε.
Κ.Ι.: Από μέσα τους.
Στ.Κ.: Ναι. Άρχισε ο Γέροντας για αρκετές ώρες και μνημόνευσε από πατέρες, Γραφές, πλείστα όσα θαυμαστά. Εξέπληξε όλους και ταυτόχρονα φανέρωσε τους λογισμούς όλων.
Κ.Ι.: Είχε το χάρισμα;
Στ.Κ.: Μάλιστα. Ο καθένας απ’ αυτούς πήγαινε, έβαζε μετάνοια και του έλεγε: «Γέροντα, να με συγχωρέσεις, εγώ είπα για σένα αυτό, εγώ είπα εκείνο». Κι έμεινε ως πνευματικός πατέρας της Μονής την οποία ελάμπρυνε επί σειρά πολλών ετών. Λίγα χρόνια προ της κοιμήσεώς του διέκοψε τη φροντίδα της διοικήσεως για να επιδοθεί απερίσπαστα στο έργο της εξομολογήσεως και καθοδηγήσεως ψυχών.
Κ.Ι.: Είναι πολύ ωραίο αυτό που μας αναφέρατε κ. Κεμεντζετζίδη. Μου γεμίσατε την ψυχή με μεγάλη χαρά. Βλέπουμε αποστολικά αναστήματα και γεγονότα.
Πήραν ένα βοσκό και τον έκαναν ηγούμενο, ποιμένα λογικών προβάτων. Θυμάστε κάποια αισθήματα, κάποια λόγια του;
Στ.Κ.: Να πούμε πρώτα κάτι που έχει σχέση με τον πατέρα Παΐσιο, για να μην το ξεχάσω και μετά επανερχόμαστε.
Ο Γέροντας ποθούσε να πραγματοποιήσει προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και στο Άγιον Όρος. Και πράγματι, ο Θεός ευδόκησε και το 1977 το πραγματοποίησε. Όταν ήρθε στο Άγιον Όρος πήγε σε μερικές μονές σαν ταπεινός και απλός προσκυνητής και συναντήθηκε με το μακαριστό Γέροντα Παΐσιο.
Ο πατήρ Κλεόπας ομιλούσε ρουμανικά, ο πατήρ Παΐσιος καταλάβαινε ελληνικά. Ο πατήρ Παΐσιος ομιλούσε ελληνικά, ο πατήρ Κλεόπας καταλάβαινε ρουμανικά.
Κ.Ι.: Αυτό θυμίζει την Πεντηκοστή.
Στ.Κ.: Μιλούσανε επ’ αρκετόν. Κατανόησε ο ένας τον άλλο πλήρως και εν αγάπη και ευφροσύνη χωρίστηκαν λέγοντας: «αυτή η γλώσσα είναι του Αγίου Πνεύματος». Αυτό το γεγονός μου το είπε επίσκοπος, ο οποίος ήταν άμεσος γνώστης αυτής της καταστάσεως. Ο Γέροντας ήταν σοφότατος. Εμείς τον έχουμε και σε κινηματογράφο.
Μεταφέρω κάτι που μας είπε, όταν πήγαμε τη δεύτερη φορά. Έγινε μια συνάντηση όλων των ιεραρχών της Ρουμανικής Εκκλησίας και πολλών παραγόντων της πολιτείας, θα λέγαμε αξιωματούχων, υπουργών, κ.ά. Κοντά στα άλλα έδωσαν το λόγο στον πατέρα Κλεόπα, επειδή τον σέβονταν τα μέγιστα οι πάντες.
Παρόντων κυβερνητικών φορέων, Πατριάρχου, επισκόπων, κ.ά. είπε: «αφού μου δώσατε το ραβδί θα σας κτυπήσω αλύπητα».
Κ.Ι.: Τους εράβδισε;
Στ.Κ.: Ναι. Το θέμα ήταν πώς θα επιτύχουμε πνευματική αναγέννηση στον τόπο. Πώς θα ξαναβρεί ο μοναχισμός την παλιά του αίγλη. Τους είπε: «όλοι ξέρετε ότι εγώ υπήρξα τσοπάνος για δέκα ολόκληρα χρόνια και γνωρίζω πώς γίνεται η καλή φέτα. Χρειάζεται καλή μαγιά. Και καλή μαγιά είναι οι πνευματικοί πατέρες, χωρίς τους οποίους δεν μπορούμε να φτιάξουμε ούτε χριστιανούς, ούτε μοναχούς. Εδώ το αθεϊστικό καθεστώς όταν ήρθε στα πράγματα, εξόρισε βιαίως και αποσχημάτισε 10.000 μοναχούς και κληρικούς και άφησε μόνο ανθρώπους πάνω από 60 ετών και σήμερα έχουμε πολύ νέους -άπειρους δηλαδή- και πολύ γέρους. Εάν δεν βοηθήσουμε να καταρτίσουμε καλούς πνευματικούς οδηγούς, είναι αδύνατο να πετύχουμε την πνευματική αναγέννηση του λαού μας ή του μοναχισμού μας». Αφού τους είπε τα πρέποντα, με γλώσσα ομολογίας και αληθείας και με παρρησία, έδωσε τις πνευματικές του οδηγίες, οι οποίες απ’ όλους ήσαν σεβαστές, επειδή ήταν συνείδηση του σύγχρονου ρουμανικού λαού. Ο πατήρ Κλεόπας στάθηκε ως ένας φάρος φωτεινός και ως ένας στάρετς με σημεία αγιότητος και τούτο φαίνεται από την ταλαιπωρία που υπέστη από το καθεστώς. Επί 10 χρόνια ήταν διωκόμενος μέσα στα βουνά των Καρπαθίων και τον προστάτευε ο Θεός, χωρίς θέρμανση, χωρίς τίποτα. Δεν άναβε φωτιά για να μην προδοθεί, τα άγρια θηρία τον υπάκουαν, τον συνόδευαν και η όλη του διαμονή έφερε στη συνείδηση των πιστών έναν ομολογητή κι ένα σύγχρονο άνθρωπο το Θεού, όπως πραγματικά ήταν.
Κ.Ι.: Αυτή η ιστορία μας θυμίζει τους μεγάλους αββάδες της ερή¬μου κ. Κεμεντζετζίδη.
Στ.Κ.: Μάλιστα.
Κ.Ι.: Ανάλογα αναφέρονται στα συναξάρια και στα Γεροντικά.
Στ.Κ.: Όταν κάποτε πήγαμε και του αφήσαμε πολλά πράγματα απ’ αυτά που η αγάπη των πιστών Ορθοδόξων εξ Ελλάδος κι αλλαχού, απέστελναν, σταυρουδάκια, εικόνες κλπ., κλαίγοντας, μας είπε: «κλαίω από χαρά, διότι θα έχω τη δυνατότητα να προσφέρω για πρώτη φορά στους εδώ πιστούς, εικόνες, σταυρουδάκια, που τους γεμίζουν και χαίρομαι από τη χαρά αυτή, που θα πάρουν». Λέγω: «Δεν απευθύνετε κάποια ευχή για να ακούσουν οι αδελφοί που έστειλαν αυτά τα δώρα;» Απάντησε: «να τους φάει ο Παράδεισος».
Κ.Ι.: Υπέροχο.
Στ.Κ.: Δηλαδή, να τους κερδίσει η βασιλεία του Θεού.
Να πω και κάτι που θυμήθηκα τώρα και έχει σχέση με τον πατέρα Παΐσιο, αλλά, και με μια άλλη αγιασμένη μορφή του οποίου όμως τα στοιχεία δεν είναι γνωστά.
Μια μέρα ένας ασκητής από άλλη περιοχή αποφάσισε να πάει στον πατέρα Κλεόπα για να τον συμβουλευθεί. Δεν αναπαυόταν εκεί που ήταν. Είχε πειρασμούς. Στο δρόμο που πήγαινε -σ’ ένα δάσος- συνάντησε έναν ασκητή με πολύ παλαιά ρούχα, με σκυμμένο το πρόσωπο, σκεπασμένο μ’ ένα κουκκούλι και τα δάκρυα έπεφταν ποταμηδόν. Ο ασκητής του είπε: «καλώς τον». Και του ανέφερε το όνομα. «Πηγαίνεις στον πατέρα Κλεόπα για να του πεις ότι δεν αναπαύεσαι. Ο πατήρ Κλεόπας δεν είναι εκεί. Εγώ πηγαίνω στο μοναστήρι, συναντούμαι μαζί του, χωρίς να με βλέπουν οι αδελφοί. Να γυρίσεις πίσω, να κάνεις προσευχή και θα παρέλθουν οι λογισμοί. Το θέλημα του Θεού είναι να μείνεις εκεί που είσαι». Αυτός έμεινε έκπληκτος. Πείστηκε και του λέει: «ο λόγος που συναντηθήκαμε εδώ δεν είναι άλλος παρά μόνο να μου φέρεις χαρτί, κονδυλοφόρο και μελάνι». «Και πού θα τα βρω;». «Αυτό είναι απόφαση του Θεού. Όταν θα αποφασίσεις να έρθεις, πάλι θα συναντηθούμε». Έμεινε ο μοναχός έκπληκτος. Χαιρετήθηκαν, γύρισε πίσω και μετά από ένα εξάμηνο τούρθαν πάλι λογισμοί και αποφασίζει να ξαναπάει στον πατέρα Κλεόπα. Κατεβαίνοντας από το μοναστήρι θυμήθηκε την υπόσχεση. Πήγε στο διπλανό χωριό, πήρε χαρτί κι όλα αυτά τα σχετικά μήπως συναντήσει αυτόν τον άγνωστο ασκητή.
Πράγματι, πάλι σε κάποιο σημείο τον περίμενε. Τον χαιρετά, τον ευχαριστεί και λέγει: «εσείς ποιος είστε;» Απαντά: «Θα σου πω την ιστορία μου, γι’ αυτό κι ήρθες. Θέλω να γράψω μερικά πράγματα που ο Κύριος με διατάζει». «Σε ποιους χρόνους ζούμε; Άνοιξε το Ευαγγέλιο κι αρχίζουν τα γεγονότα της Αποκαλύψεως να πλησιάζουν. Βρισκόμαστε σε αυτούς τους καιρούς». Του ανέφερε το χωρίο, το κεφάλαιο. «Εσείς τι είστε;». «Εγώ, παιδί μου, ήμουν επίσκοπος. Με κάναν με το ζόρι και μετά από λίγο δεν αναπαυόμουνα γιατί με τραβούσε πολύ η έρημος και μετά από μια θεία Λειτουργία, έβγαλα το ωμοφόριό μου, τ’ άφησα στην Αγία Τράπεζα, έγραψα ένα σημείωμα και μια νύκτα κρυφά εξαφανίστηκα. Κι αφού περπάτησα 400 χιλιόμετρα μακριά, προς τα Καρπάθια, πήγα και βρήκα ένα μοναστήρι στο οποίο ζήτησα να με δεχτούν ως μοναχό. Με πήραν και είπαν: «Θα είσαι τσοπάνος». Πράγματι, μερικά χρόνια έκανα το επάγγελμα του βοσκού, προσευχόμενος αδιαλείπτως στο Θεό και εργαζόμενος το θέλημα Του. Ένα βράδυ που επέστρεψα μου λέει ο Γέροντας: «Ετοιμάσου, το βράδυ θα γίνεις μοναχός». Εγώ, όμως, ήμουν μοναχός και είπα δεν πρέπει να το μάθει κανείς και σηκώθηκα κρυφά κι έφυγα. Κι εδώ και 20 χρόνια περίπου ζω μέσα στα πανύψηλα βουνά των Καρπαθίων, μόνος με το Θεό, συντροφιά με τα άγρια θηρία, αρκούδες, λύκους και με υπακούουν και με προστατεύουν».
Του λέει: «Πώς μπορούμε να κάνουμε πνευματική ζωή;» Του είπε, υπάρχουν κάπου 12 στάδια. Συνέχισε: «Αυτοί που τρώνε κρέας δεν μπορούν να φτάσουν σε αυτό το στάδιο ποτέ, μπορούν μόνο να φτάσουν σε μια πνευματικότητα τέτοια, εκείνοι που κάνουν αυτό». Ανέφερε όλα και στο τέλος του λέει: «Υπάρχει και η κατάσταση εκείνων που όταν ο άνθρωπος κατακυριευθεί υπό της χάριτος και εν αισθήσει, τότε πλέον δύναται να είναι στη ζωή χωρίς να έχει ανάγκη παντελώς τροφής. Τον τρέφει η αγία Κοινωνία έστω και άπαξ της εβδομάδος ή και η προσευχή ή και η χάρις που τον επισκιάζει και δεν έχει πρόβλημα ούτε από το ψύχος (εκεί έφτανε 40 υπό το μηδέν) ούτε από τον καύσωνα. Ζει ως εν Παραδείσω. Αλλά αυτό το στάδιο δυσκόλως κατορθούται και σε ελαχίστους προσφέρεται».

Κ.Ι.: Αυτοί γίνονται επίγειοι άγγελοι.
Στ.Κ.: Ο κληρικός, αυτός ο άγνωστος, του φανέρωσε πολλά. Του είπε ότι: «Με συνοδεύουν τα άγρια θηρία μέχρι έξω από το μοναστήρι, μπαίνω μέσα, κοινωνώ, κουβεντιάζω με τον πατέρα Κλεόπα, εξέρχομαι και μετά με παραλαμβάνουν τα άγρια θηρία πάλι και με πάνε». Μέχρι το 1950-1955 είχαν σημεία απ’ αυτόν τον ασκητή. Απ’ εκεί και πέρα τα έχασαν. Εκοιμήθη.
Κ.Ι.: Αυτός είναι ένας άγνωστος.
Στ.Κ.: Άγνωστος άγιος. Γνωστός ήταν στον πατέρα Κλεόπα.
Κ.Ι.: Μου θυμίζουν, όσα αναφέρουν τα Συναξάρια για τα θηρία, για μεταφορές επί πτερύγων ανέμων των αγίων Γερόντων. Πρόκειται για μια σύγχρονη έρημο, η οποία είναι γεμάτη από θαυμάσια και θαυμαστά.
Στ.Κ.: Να πω και κάτι άλλο που θυμήθηκα κ. Ιωαννίδη. Ήρθαν κάποιοι εξ Αμερικής θεολόγοι, οι οποίοι τον επισκέφθηκαν λόγω της φήμης που είχε ο πατήρ Κλεόπας και θαύμασαν τη σοφία του. Του είπαν: «πόσους θεολόγους έχει η Ρουμανία;» Εκείνος, με πολλή προχειρότητα τους είπε: «δύο εκατομμύρια». Αυτοί έμειναν εκστατικοί: «πού τους έχει δύο εκατομμύρια θεολόγους;» Και απαντά: «όλοι οι κάτοικοι των Καρπαθίων είναι θεολόγοι γιατί γνωρίζουν να προσεύχονται. Αρέσκονται να κάθονται στις Ακολουθίες 4-5 ώρες, χωρίς καθίσματα, σαν νάναι μοναχοί. Γνωρίζουν να εξομολογούνται, νηστεύουν αυστηρώς τις καθιερωμένες νηστείες, ως ασκητές, έχουν Ορθόδοξη συνείδηση και αγωνίζονται να παραστούν μπροστά στο Θεό. Αυτοί είναι θεολόγοι και όχι όσοι σπουδάζουν στα σύγχρονα σχολεία».
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ
ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΚΤ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Share Button