Η ζωή του αρχιμανδρίτη π. Κλεόπα Ηλίε από το μοναστήρι Συχαστρία του νομού Νεάμιτς.


Το όνομα και η προσωπικότης του αρχιμανδρίτου π. Κλεόπα Ηλίε είναι σήμερα γνωστά όχι μόνο εντός της Χώρας αλλά και έξω των συνόρων αυτής.
Ο π. Κλεόπας Ηλίε γεννήθηκε το έτος 1912 στην κοινότητα Σουλίτσα του νομού Μποντοσάνι από μια οικογένεια ευσεβών χωρικών. Οι γονείς του ονομάζονταν Αλέξανδρος και Άννα και ήταν το ένατο από τα δέκα παιδιά τους. Η θρησκευτική αγωγή πού έλαβε από την παιδική του ηλικία καθώς και η μεγάλη κλίση για την μοναχική ζωή, ήταν τόσο δυνατά σ’ αυτόν αλλά και σ’ όλη την ευλογημένη αυτή οικογένεια, ώστε πέντε από τα δέκα παιδιά των, στα οποία προστέθηκε στα γεράματα της και η μητέρα των, φόρεσαν το μοναχικό Σχήμα.
Η πνευματική του διαμόρφωση ωφείλετο ακόμη, κατά πρώτο λόγο, στον ιερομόναχο μεγαλόσχημο π. Παΐσιο Ολάρου από την σκήτη Κοζάντσεα -Μποντοσάνι, Ο οποίος ήταν για πολύ καιρό ο Πνευματικός ολοκλήρου της οικογενείας του.
Επί σειράν ετών ο νεαρός δόκιμος Κωνσταντίνος Ηλίε με δύο ακόμη μεγαλύτερους αδελφούς του -τον Βασίλειο και Γεώργιο ποίμαιναν τα πρόβατα στα διάφορα μέρη και μαθήτευσαν κοντά στον καλό πνευματικό πατέρα και οδηγό, ο όποιος ησύχαζε τότε στα δάση της Συχαστρίας.
Την άνοιξη του έτους 1929 αυτοί οι τρεις αδελφοί εγκατέλειψαν το πατρικό των σπίτι και εισήλθαν στον αγώνα της μοναχικής ζωής στο μοναστήρι Συχαστρία πού ήταν υπό την ποιμαντική διακυβέρνηση του πρωτοσύγκελου Ιωαννικίου Μορόϊ, πού εθεωρείτο την περίοδο αυτή ένας από τους καλλίτερους και αγιασμένους ηγουμένους και Πνευματικούς της Μολδαβίας. Μετά από επτά χρόνια κανονικής δοκιμασίας ο νεαρός δόκιμος Κωνσταντίνος Ηλίε εκάρη μοναχός το έτος 1936 με το όνομα Κλεόπας Μοναχός και συνέχισε ακόμη για ένα διάστημα το ίδιο αγαπητό του διακόνημα του τσοπάνου προβάτων, ως μαθητής ενός ενάρετου μονάχου, του π. Γαλακτίωνος Ηλίε, τον όποιον συχνά μνημόνευε.
Το κελί του

Αυτό το επί δέκα χρόνια περίπου ευλογημένο διακόνημα κοντά στα πρόβατα και μέσα στην όμορφη φύση – στα βουνά και στα δάση – ήταν για τον π. Κλεόπα μία πραγματική σχολή πνευματικής συγκροτήσεως και προόδου στην ταπείνωση, στην ησυχία και στην προσευχή.

Εδώ σ’ αυτό το πανεπιστήμιο της υπακοής και της σιωπής, διάβασε ο π. Κλεόπας εκατό περίπου θεολογικά βιβλία και αλλά παρόμοια, αρχίζοντας με τα θεολογικά, ηθικά, λειτουργικά, συναξάρια και τελειώνοντας με τα πατερικά έργα των μεγάλων αγίων της Εκκλησίας μας, τα όποια δανειζόταν από την βιβλιοθήκη της μονής Νεάμτς και τα μετέφερε με τον ντορβά του στα βουνά, καθώς και το Ωρολόγιο και το ψαλτήρι.

Το πιο αγαπημένο βιβλίο του ήταν πάντοτε η Αγία Γραφή.
Εκτός απ’ αυτήν αγάπησε τους Βίους των Αγίων, το Γεροντικό, την Κλίμακα του οσίου Ιωάννου, τα ασκητικά των αγίων Εφραίμ και Ισαάκ και άλλα παρόμοια συγγράμματα μυστικών, όπως του αγίου Μαξίμου του Ομολογειτού, Γρηγορίου Παλαμά, Συμεών του Νέου Θεολόγου και άλλων.
Επειδή ήταν προικισμένος από τον Θεό με μία ιδιαίτερη ευλάβεια και πολύ ζήλο για τα θεία, με οξύνοια και κατανόηση των θείων μυστηρίων και με δυνατή μνήμη, σε λίγα χρόνια, ο πατήρ Κλεόπας ανεδείχθη ένας αυτοδίδακτος και απαράμιλλος μοναχός μεταξύ των μοναχών των ρουμανικών μοναστηριών.
Εκτός απ’ όλα αυτά έλαβε από τον Θεό και το χάρισμα του λόγου, με την ωραία εκκλησιαστική διάλεκτο της Μολδαβίας, με μία γεροντική προφορά μισοαρχαΐζουσα, και με το μέσον του κηρύγματος μετέδωσε την αλήθεια, από την Αγία Γραφή, από εκλεκτά πατερικά κείμενα και από ηθικές ιστορίες παντός είδους στον λαό του Θεού, τον όποιον αιχμαλώτιζε με την σπάνια ικανότητα της πειθούς.

Το έτος 1942 ο αρχιμ. π. Κλεόπας, αν και ήταν τότε απλός μοναχός ανέλαβε προσωρινά την διακυβέρνηση της μονής Συχαστρίας αντί του γέροντος πλέον ηγουμένου π. Ιωαννικίου Μορόϊ, ό όποιος βρισκόταν ασθενής στο κρεβάτι.
Τον Ιανουάριο του 1945 χειροτονήθηκε διάκονος και Ιερεύς και εξελέγη ηγούμενος της αυτής μονής, την οποία ποίμανε επί τέσσερα χρόνια.
Σ’ αυτό το σύντομο διάστημα συγκέντρωσε γύρω του μέχρι 80 μοναχούς και δοκίμους αδελφούς, έκτισε στον περίβολο του μοναστηρίου νέα κελιά, ίδρυσε ένα χειμερινό παρεκκλήσιο, επανέφερε το μοναστήρι στην πρώτη κοινοβιακή του κατάσταση, το διοργάνωσε με το παραδοσιακό τυπικό της ησυχαστικής μοναχικής ζωής, ανέδειξε σπουδαίους Πνευματικούς και έκανε πολλές ιεραποστολικές περιοδείες χάριν της σωτηρίας των πιστών.
Το καλοκαίρι του έτους 1949 ο π. Κλεόπας μετώκησε στο μοναστήρι Σλάτινα με 30 ενάρετους μοναχούς, προκειμένου να ανανέωση και εκεί την πνευματική ζωή. Η επαφή του με την Μπουκοβίνα και τους ευλαβείς χριστιανούς της που κατοικούσαν στα βόρεια της Μολδαβίας του αύξησαν την ποιμαντική πείρα και την ιεραποστολική δράση και του έδωσαν την ευκαιρία να εργασθεί με περισσότερο ενθουσιασμό για τον σκοπό του Ευαγγελίου του Χριστού. Ιδιαίτερα το κήρυγμα, η προσωπική στον καθένα συμβουλή, η πνευματικότητα και η ελεημοσύνη του έκαναν το όνομά του γνωστό σ’ όλη την χώρα.
Λειτουργία

Ό πατήρ Κλεόπας μ’ αυτό τον τρόπο έγινε ο πλέον φημισμένος και άξιος εκτιμήσεως ηγούμενος ανάμεσα στα μοναστήρια μας και ένας Πνευματικός με υψίστη πνευματική αυθεντία.
Χωρικοί και διανοούμενοι, λαϊκοί και μοναχοί, νέοι και γέροντες, υγιείς και ασθενείς, ιεράρχες και Ιερείς ευρίσκουν στον αρχιμ. π. Κλεόπα έναν αληθινό πνευματικό πατέρα, υπόδειγμα ζωής για όλους, έτοιμο να προσφέρει στο καθένα ότι μπορεί, να συμβουλεύσει, να ανάπαυση και όλους να τους οδηγήση στον Χριστό με μία καταπληκτική πειθώ και κύρος.
Το έτος 1953 παραιτήθηκε από την ηγουμενεία.
Το έτος 1956, αφού βοήθησε στην αναδιοργανώσει του μοναστηρίου Πούτνα και των σκητών Ραρέου και Γκάϊ – Άράντ, ό π. Κλεόπας επέστρεψε στην Συχαστρία την πολυαγαπημένη του μετάνοια. Εδώ συνέχισε την ίδια πνευματική δραστηριότητα με την προσευχή, την εμβάθυνση στα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων, την καθοδήγηση και πνευματική πρόοδο των πολλών μαθητών του.
Η τελευταία πνευματική του ανάβαση και εμπειρία ήταν η αναχώρηση για μερικά χρόνια στην ησυχαστική άσκηση, η οποία συνέβαλε περισσότερο στην εξοικείωση και εσωτερική αίσθηση της πνευματικής ζωής δια της προσευχής, των Ιερών στοχασμών και της συμμετοχής στα Θεία Μυστήρια.

Με την προτροπή των μαθητών του και την ευλογία πολλών ιεραρχών ο π. Κλεόπας από το έτος 1965 άρχισε να γράφει κηρύγματα, διδαχές και ψυχωφελείς πνευματικούς λόγους τόσο για τους λαϊκούς όσο και για τους μοναχούς.
Ως καλός γνώστης της κοινωνικής ζωής της χώρας μας, των παρεκτροπών του κλήρου, της ελλείψεως ενιαίας γραμμής σχετικά με την συχνή Θεία Κοινωνία, της θρησκευτικής κινήσεως “Ό στρατός του Κυρίου” και προπαντός του φανατικού προσηλυτισμού των αιρετικών στις ημέρες μας ο πατήρ Κλεόπας άρχισε να γράφει απολογητικά έργα για να υπερασπίσει την Ορθόδοξο πίστη και να καταπολέμηση τις αιρετικές διδασκαλίες και τις ξένες προς την Ορθόδοξο Εκκλησία θρησκευτικές επιδράσεις.
Τα σπουδαιότερα γραπτά του έργα μ’ αυτό το περιεχόμενο είναι:
“Διάλογος περί οραμάτων και ονείρων” (1962), ο οποίος περιέχει επτά συνομιλίες πού ασχολούνται με το πρόβλημα των οραμάτων, των ονείρων και της συχνής Θείας Κοινωνίας.
“Αιρεσιολογία”, ένα μνημειώδες έργο, το όποιο περιέχει 33 διάλογους όπου αναφέρονται όλες οι αντιδογματικές και αντορθόδοξες διδασκαλίες των αιρετικών και απλοϊκών πιστών της χώρας μας. Το έργο αυτό εκτυπώθηκε το έτος 1981 με τον τίτλο “Περί της ‘Ορθοδόξου Πίστεως”.

Άλλες εργασίες με ηθικό – κατηχητικό χαρακτήρα πού τελείωσαν ή πρόκειται να τελειώσουν προσεχώς, μνημονεύουμε:
“Τα κηρύγματα των εορτών” (1976), το όποιο περιέχει 36 κηρύγματα για τις μεγαλύτερες εορτές και πανηγύρεις του έτους. “Κηρύγματα για μοναχούς” ένα μνημειώδες έργο πού περιέχει 48 φιλοκαλικά κηρύγματα, προοριζόμενο για μοναχούς, το όποιον βοηθά στην πρόοδο και ψυχική κάθαρση των εραστών του Χριστού.
Κατόπιν “Κηρύγματα για όλες τις Κυριακές και εορτές του χρόνου”, έργο επίσης μνημειώδες και ογκώδες, και “Κηρύγματα για λαϊκούς” πού τελειώνει προσεχώς, καθώς και μερικά άλλα.
Το φθινόπωρο του έτους 1974 ό πατήρ Κλεόπας έκανε ένα προσκύνημα στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μαζί με μερικούς μαθητές του και επισκέφθηκε όλους τους Ιερούς εκεί Τόπους καθώς και το Όρος Σινά. Μετά από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1977 έκανε δεύτερο προσκύνημα στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κόρινθο, Πελοπόννησο. Προσκύνησε το σκήνωμα του αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα.

Κατόπιν προσκύνησε στην Ιταλία τα Λείψανα του Αγίου Νικολάου, τις Κατακόμβες της Ρώμης και μερικά μοναστήρια της Γιουγκοσλαβίας. Αυτά τα δύο ταξίδια, η προσκύνησις στους σπουδαιότερους Ιερούς Τόπους του Χριστιανισμού, οι συζητήσεις με ιεράρχες, ηγουμένους, Πνευματικούς και ησυχαστές προκάλεσαν μία πνευματική γνωριμία, μία βαθιά εντύπωση της πνευματικής ζωής και ένα μεγάλο άνοιγμα αγάπης και συμπαραστάσεως στους ανθρώπους.

Για πολύ καιρό επιθυμούσε η πανοσιότης του να αναχώρηση για πάντα στην ησυχία του Αγίου Όρους. Εάν βέβαια για την πανοσιότητά του αυτό ήταν ένα κέρδος, για την Ορθόδοξη όμως Ρουμανική Εκκλησία, για τον ρουμανικό μοναχισμό και για όλους εμάς θα ήταν μία ανεπανόρθωτη και ανυπολόγιστη ζημιά. Αλλά τον πόθο για την ησυχία του Άθωνος κατέβαλε η αγάπη και υπακοή στον Πνευματικό του.
Ό πατήρ Κλεόπας παραιτήθηκε για πάντα από την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος και δέχθηκε να υπηρέτηση την Εκκλησία του Χριστού στην πατρίδα του, να θυσιάσει τον εαυτό του για τα πνευματικά του παιδιά, να υπεράσπιση την αληθινή πίστη με τα έργα και τον λόγο, να προσευχηθεί με τον ίδιον ζήλο για τους ανθρώπους, να παρηγόρηση αυτούς πού κτυπούν την πόρτα του κελιού του και να είναι μία αναμμένη λαμπάδα για όλους μας.

Σήμερα ό πατήρ Κλεόπας εισήλθε στην προφητική ηλικία του ψαλμωδού Δαβίδ, δηλαδή στα 70 χρόνια.

Η μορφή του είναι φωτεινή, το πρόσωπο του λευκό, αδύνατο από την νηστεία και οι κόποι του φέρνουν τον νου μας στην μεγάλη στιγμή της προς τον Χριστό αναχωρήσεως, για την οποία η πανοσιότης του μας μιλάει συχνά. Γι’ αυτό ακριβώς οι μαθητές του, οι πιστοί από παντού και ακόμη αρκετοί ξένοι έξω από τα σύνορα μας, έρχονται να τον δουν, να του ζητήσουν ωφέλιμες συμβουλές και να πάρουν την ευλογία του.
Όμως τον πατέρα Κλεόπα δύσκολα μπορεί να τον εύρει κανείς.
Ακόμη πιο δύσκολα ο ίδιος ανοίγει την πόρτα του κελιού του. Και τούτο διότι θεωρεί ότι, πριν να άνοιξη την πόρτα στους ανθρώπους, πρέπει να άνοιξη πρώτα την καρδιά του σε προσευχή προς τον Χριστό.
Γι’ αυτό ο ίδιος διαιρεί τον χρόνο του σε τρία μέρη.

Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος το αφιερώνει στην προσευχή και την αναπαύσει και καλύπτει το διάστημα της νύκτας.
Το δεύτερο μέρος στην συγγραφή, την ησυχία και την ανάγνωση των πατερικών βιβλίων, το όποιον διέρχεται μόνος του στο ησυχαστικό κελί του στο βουνό.
Ενώ το τρίτο μέρος το προσφέρει στους πιστούς, στους μαθητές και σ’ όλους όσοι έρχονται είτε από κοντά, είτε από μακριά.
Και αυτό γίνεται κατά το βραδάκι, όταν κατεβαίνει στο μοναστήρι, ακούει και δέχεται τον καθένα, δίνει συμβουλές, πιάνει κουβέντα στα χορτάρια, εξομολογεί, άπαντα στις ερωτήσεις των, παρηγορεί, δίνει ελεημοσύνες και βοηθά όλους το κατά δύναμη.

Όταν αναχωρήσουν όλοι, ο πατήρ Κλεόπας πηγαίνει για φαγητό στο κελί του μαθητού του ιερομόναχου Βαρσανουφίου.
Κατόπιν, πάλι τραβάει την κουρτίνα, κλειδώνει την πόρτα του κελιού του, ανάβει το καντήλι και αρχίζει την νυκτερινή προσευχή του.
Την επιθυμία πραγματοποιήσεως πνευματικών συνομιλιών με τον π. Κλεόπα την είχα στην ψυχή από πολλά χρόνια. Στην αρχή σκέφθηκα μόνο τις ιδικές μου πνευματικές ανάγκες, επειδή τον γνώριζα ως έμπειρο καθοδηγώ των μοναχών. Άλλα βλέποντας ότι τις ζητούσαν και πολλοί χριστιανοί, ως προερχόμενες από ειδικό Πνευματικό οδηγό για λαϊκούς και μοναχούς, θεώρησα σκόπιμο να συγκεντρώσω από τον π. Κλεόπα τις συμβουλές και τις διδαχές του πού οικοδομούν τις ψυχές όλων μας.

Και τώρα, είναι περισσότερα από 15 χρόνια πού πηγαίνω στο κελί του πατρός Κλεόπα με το τετράδιο και το μολύβι στο χέρι και του θέτω ερωτήσεις, παίρνω απαντήσεις ή ακούω συμβουλές του πού έδωσε σε άλλους, λαϊκούς ή μοναχούς, τις οποίες σημειώνω με σπουδή και όσο πιο πιστά είναι δυνατόν, για να μη σφάλω σε τίποτε, ούτε στο περιεχόμενο, ούτε στο ύφος των λόγων του, πού είναι τόσο γλυκά και πειστικά.
Άλλοτε συγκέντρωνα περισσότερες, άλλοτε λιγότερες, αλλά ουδέποτε επέστρεψα αδειανός.

Αυτό πού έχει πράγματι μοναδικό ο π. Κλεόπας είναι η αυθεντία και η ακρίβεια με την οποία δίνει στον καθένα οποιαδήποτε απάντηση, χωρίς κανένα δισταγμό και αμφιβολία, αναλαμβάνοντας ολόκληρη την ευθύνη αυτών πού λέγει. Επί πλέον έχει ως στήριγμα τις σπουδαιότερες από τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων και της Αγίας Γραφής για την κάθε περίπτωση και το θέμα για το όποιο μιλάει.
Και επί πλέον, έχει το ιδικό του προσωπικό διηγηματικό ύφος, πού είναι χαρακτηριστικό στους Μολδαβούς, με πολύ ποικίλες ιδέες, με αγιασμένη και σοβαρή όψη και γνωρίζει πολλές Ιστορίες με τις όποιες ενισχύει τις συζητήσεις του.
Κοίμηση

Με τη βοήθεια του Θεού συντάξαμε μέχρι τώρα δέκα πνευματικές συνομιλίες με τον π. Κλεόπα και με τα πλέον ενδιαφέροντα θέματα, τα όποια απασχολούν τόσο τους μοναχούς όσο και τους λαϊκούς.
Αυτές τις συνομιλίες συνέγραψα με όλη την δυνατή προσοχή και φροντίδα και ακολουθούν στις επόμενες σελίδες. Ελπίζω ότι θα αποτελέσουν μία πραγματική ψυχική ωφέλεια για όλους μας.

Χωρίς αμφιβολία δεν εξαντλήθηκαν όλες οι ερωτήσεις, γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να ικανοποιήσω την κάθε απορία του καθενός. Άλλα, οπωσδήποτε, πιστεύω ότι εδόθησαν οι περισσότερες απαντήσεις στις κυριότερες ερωτήσεις, οι όποιες ενημερώνουν και ζυμώνουν την ανθρώπινη ψυχή.
Αφού ζητήσω συγχώρηση για τις ελλείψεις, δέχομαι οποιεσδήποτε γνώμες και προτάσεις επί του περιεχομένου των συνομιλιών από τους αναγνώστες μου.
Για ότι έγινε μέχρι τώρα, ας είναι το Όνομα του Κυρίου μας ευλογημένο.
Άγιον Πάσχα 1983 Ιερομόναχος Ιωαννίκιος Μπάλαν

Share Button