Ἐπί πλέον δέν ἠμποροῦσε νά δέχεται συχνά πυκνά ὑψηλούς ἐπισκέπτες καί νά φθείρεται ψυχικά μέ τά ὑλικά ἀγαθά καί τά οἰκονομικά προβλήματα τῆς ζωῆς τῆς μονῆς. Ἦτο ἐκ φύσεως μορφή ἡσυχαστική καί ὁσιακή. Ἐχάρη διά τήν παραίτησί του, διότι ἐλυτρώθη ἀπ᾿ ὅλες τίς σκοτοῦρες αὐτοῦ τοῦ δυσκόλου μοναστηριακοῦ διακονήματος. Σέ ὀλίγες ἡμέρες ἔφυγε γιά τήν γυναικεία μονή Ἀγαπία, ὅπου εἶχε προσκληθῆ νά ἀναλάβη τήν πνευματική καθοδήγησι τῶν μοναζουσῶν. Εἶναι ἀλήθεια, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι πολλοί εἶναι οἱ διδάσκαλοι, ἀλλά ὀλίγοι οἱ πνευματικοί Πατέρες. Κι αὐτός ὁ Γέροντας ἦτο ἀπό τούς ὀλίγους καί ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ. Στήν ἐξομόγησι εἶχε μεγάλη πεῖρα. Τούς δεχόταν ὅλους μέ σεβασμό καί μέ τόν χαιρετισμό: «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογῆ ἀδελφέ ἤ ἀδελφή». Τούς συμβούλευε: -Βλέπε, ἀδελφέ, ἐάν δέν προσεύχεσαι, δέν σώζεσαι. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Γι᾿ αὐτό ὁ διάβολος κάνει τό πᾶν γιά νά μή προσευχώμεθα. Ἀκόμη ἐμεῖς εἴμεθα ὑποχρεωμένοι ἡμέρα καί νύκτα νά δοξάζουμε τόν Θεό. Καί ἐδῶ στήν μονή Ἀγαπία συνέχισε ὁ Γέροντας νά λειτουργεῖ καθημερινά μέ περισσή εὐλάβεια, πίστι, δάκρυα καί φόβο Θεοῦ. Τούς ἔλεγε: -Ἡ συνομιλία, τά ἀστεῖα καί τά γέλια μέσα στήν ἐκκλησία εἶναι ἁμαρτία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐναντίον τῆς θείας Χάριτος, διότι περιφρονοῦνται τά ἱερά Μυστήρια καί γίνονται ἀφορμή σκανδάλου τῶν παρισταμένων ἀδελφῶν. Ἀπ᾿ αὐτά τά λάθη σημειώνονται σήμερα διαπληκτισμοί καί χωρισμοί μεταξύ τῶν πιστῶν καί τῶν οἰκογενειῶν. Τί μεγάλη ἁμαρτία εἶναι νά ἀτιμάζουμε μέ τήν ζωή μας ὅ,τι ἱερώτερο καί ἁγιώτερο ἔχει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας! Καί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: «Ὁ οἶκος μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δέ αὐτόν ἐποιήσατε σπήλαιον ληστῶν» (Μάρκ.11,17). Ὁ π. Βικέντιος ἔκλαιγε, ὅταν ἐκήρυττε καί ὅταν ἐδιάβαζε εὐχές γιά τούς ἀσθενεῖς. Πολύ περισσότερο θά ἔκλαιγε στό κελλίο του προσευχόμενος. Τά δάκρυά του προήρχοντο ἀπό τήν ἀγάπη του στόν Χριστό καί ἀπό συμπάθεια καί εὐσπλαγχνία πού ἔδειχνε στούς ἀνθρώπους. Ἕνας Χριστιανός ἀπό τό χωριό Χουμουλέστ ἔφερε τήν ἄρρωστη γυναίκα του στήν μονή Ἀγαπία νά τήν διαβάσει ὁ Γέροντας. -Ποῦ εἶναι ὁ π. Βικέντιος, ἐρώτησε κάποιον. -Εὑρίσκεται στήν μονή Παλαιά Ἀγαπία γιά νά λειτουργήσει. Θά πρέπει νά πᾶς καί νά τόν ἀναζητήσεις ἐκεῖ. Ἀλλά δέν ἔκανε 50 βήματα καί ἰδού μπροστά του ὁ π. Βικέντιος. -Πάτερ, μήπως ἡ ὁσιότης σας, εἶσθε ὁ π. Βικέντιος; -Ναί, ἀδελφέ Νικόλαε, ἐγώ εἶμαι. -Ἦλθα μέ τήν Ἑλένη γιά προσευχή. -Τό ξέρω. Ξέρω ὅτι εἶναι πολύ ἀσθενής. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κατέβηκα βιαστικά ἀπό τό βουνό για νά μή κουρασθῆς ν᾿ ἀνέβης ἐσύ στήν μονή. Καί ἐθαύμασε ὁ δυστυχής ἐκεῖνος ἄνθρωπος πού ὁ π. Βικέντιος τοῦ ἀνέφερε καί τό πρόβλημα καί τό ὄνομα τῆς συζύγου του, χωρίς ποτέ νά τούς εἶδε παλαιότερα. -Πάτερ, τοῦ εἶπε ἡ ἀσθενής, διάβασέ μου εὐχή γιά νά παραδώσω τήν ψυχή μου στόν Θεό. -Ὄχι, ἀδελφή Ἐλένη, πρέπει νά ζήσεις καί θά σοῦ διαβάσω εὐχές γιά τήν ὑγεία σου. Πιστεύω ὅτι ὁ Θεός θά σέ κάμει καλά. Πάτερ, τοῦ εἶπε κάποιος ἄλλος, ἔχω πολλούς πειρασμούς ἀπό ἀνθρώπους. Δέν ἠμπορῶ νά τούς ὑπομείνω. Τί νά κάνω; -Ἄγαπητέ μου, ἄκουσε τόν παπᾶ, πού σοῦ μιλάει τώρα! Μήν ἐνοχλεῖς τόν ἀδελφό σου κι ἐσύ ματαίως. Δέν εἶναι αὐτός ἔνοχος, ἀλλά ὁ διάβολος. Μή σπάσεις τόν δεσμό τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὅ,τι πολυτιμώτερο σ᾿ αὐτόν τον κόσμο. Πάτερ, νά μᾶς εἰπῆτε ἕνα πνευματικό λόγο, τοῦ ζητοῦσαν ἄλλοι ἀδελφοί -Ἀδελφοί καί Ἀδελφές, γιά τίποτε δέν θά μᾶς ἐρωτήσει ὁ Χριστός στήν Μέλλουσα Κρίσι, παρά μόνο, ἐάν μετανοήσαμε. Ἐάν ἐκλαύσαμε γιά τίς ἁμαρτίες μας. Ἐάν ἐμείναμε μέ τίς λαμπάδες μας κλειστές. Καί ἰδού ὁ Χριστός μας ἔρχεται καθημερινά καί δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. Ἔρχεται αἰφνιδίως ὁ θάνατος καί μᾶς εὑρίσκει ἀκόμη μέσα στήν ἁμαρτία. Νά εἴμεθα ἕτοιμοι ἀδελφοί!…Νά εἴμεθα ἕτοιμοι γιά τόν δρόμο!…. Πάτερ, τόν ἐρώτησαν οἰ μοναχές, ἔχουμε εὐλογία νά ὑποδεχθοῦμε κάποιον στό κελλίο μας; -Ἀδελφές μου, ἀκοῦστε τόν παπᾶ σας. Νά μή δέχεσθε στό κελλίο σας λαϊκόν οὔτε μία ὥρα, ἀλλά μόνο στό ἀρχονταρίκιο τῆς μονῆς σας. Τό κελλίο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἐκκλησία, εἶναι τόπος ἀσκήσεως καί δακρύων, εἶναι τόπος μυστικός ὅπου συναντιέται ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ μέ τόν Χριστό διά τῆς ἁγίας προσευχῆς. Οἱ λαϊκοί μέ τίς συζητήσεις τους ἀπομακρύνουν τό πένθος τοῦ μοναχοῦ. Οἱ λαϊκοί σβήνουν τό καντήλι τῆς προσευχῆς καί ἀπομακρύνουν τόν Χριστό ἀπό τήν καρδιά τοῦ μοναχοῦ. Ἐάν ὁ π. Βικέντιος παρατηροῦσε ὅτι κάποιος λαϊκός προκαλοῦσε κάποιο σκάνδαλο στό μοναστήρι, τόν συναντοῦσε ὁ ἴδιος ἀμέσως καί τοῦ ἔλεγε: -Ἀδελφέ, ἄκουσε ἐμένα τόν παπᾶ. Ἡ ἀφεντιά σου δέν πρέπει πλέον νά μένεις ἐδῶ. Πρέπει νά φύγης, πρίν ἀπό τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Ἐδῶ εἶναι φωτιά. Εἶναι μοναστήρι. Ἐδῶ ζοῦν 500 ψυχές πού ἄφησαν τόν κόσμο γιά νά ζήσουν μέ τόν Χριστό. Ἐδῶ εἶναι τόπος ἅγιος. Ἐδῶ οἱ προσευχές καί οἱ μετάνοιες δέν σταματοῦν, οὔτε τά καντήλια τῶν μοναχῶν σβήνουν. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἐξέλθης ταπεινά καί μέ συστολή, χωρίς νά πιάσεις μέ κάποιον τήν κουβέντα, ζητώντας καί συγχώρησι ἀπό τόν Θεό…
Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου.Μέρος Η’. Ρουμάνοι Μοναχοί
Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου
Μοναστήρι Σέκου νομοῦ Νεάμτς (1887-1945). Μέρος Η’
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις